Φριτς Μπέργκερ: Στην προηγούμενη ζωή μου ίσως ήμουν από τη Λευκάδα
http://www.mylefkada.gr/lefkadas-secrets
Συζήτηση για τη ζωή του, τα χρόνια που έζησε στη Λευκάδα, τη σχέση του με τη φωτογραφία.
Ο Φριτς Μπέργκερ, γνωστός στον τόπο μας ως Ρίκος, έζησε τη δεκαετία του ’60, στα χωριά της Νότιας Λευκάδας όπου και δούλεψε ως εθελοντής, στο πλαίσιο των προγραμμάτων βοήθειας που πραγματοποιούνταν εκείνα τα χρόνια στη χώρα μας. Από το 1962 μέχρι το 1972, ο Φριτς και η ομάδα, κυρίως Ελβετών, προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες σε μια σειρά από διαφορετικούς τομείς: από τη φύτευση κεντρομάδων για την ενίσχυση της παραγωγής και την εισαγωγή νέων καλλιεργειών που απέφεραν σημαντικά χρηματικά οφέλη στα χωριά, μέχρι τη διάνοιξη δρόμων ή ακόμη και την κατασκευή αποχωρητηρίων, για πρώτη φορά στα σπίτια. Την ίδια στιγμή, ο “Ρίκος με τη φωτογραφική”, όπως το φώναζαν στα χωριά, κατέγραψε με την κάμερά του τοπία και ανθρώπους, τη Λευκάδα εκείνης της εποχής. Σήμερα, έχει στην κατοχή του ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό που, όπως θα μας πει με παράπονο, μένει ανεκμετάλλευτο.
Στην πρώτη μας γνωριμία, σε μια συζήτηση στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας που διήρκεσε περισσότερο από δύο ώρες, είχαμε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε μαζί του στα χρόνια της ζωής του. Μια ζωή κινηματογραφική κατά την οποία έκανε μεγάλη περιουσία: τα πέντε παιδιά από τους δύο γάμους του, τους αναρίθμητους φίλους του σε τόσες χώρες όπου πρόσφερε με ανιδιοτέλεια γνώση και προσωπική εργασία και, φυσικά, τις φωτογραφίες του.
Ο Ρίκος είναι πια 76 χρονών, με αντοχές, όμως, νέου ανθρώπου, όπως διαπιστώσαμε στην πολύωρη περιήγηση που πραγματοποιήσαμε κατόπιν της συνέντευξής μας, στα χωριά όπου έζησε: στον Άγιο Πέτρο και το Κομηλιό και, κυρίως, στο Νικολή και το Μανάση. Κατά την περιήγησή μας νιώσαμε την αγάπη που του έχουν οι -λιγοστοί πια- κάτοικοι και την αμέριστη ευγνωμοσύνη τους για όσα έκανε η ομάδα αυτή στον τόπο τους. Εξάλλου, από την ξενάγηση που μας έκανε ο ίδιος, θα έχουμε τη χαρά να σας παρουσιάσουμε, το προσεχές διάστημα, ένα ενδιαφέρον σύντομο ντοκιμαντέρ.
Για την ώρα, ιδού μια πρώτη γεύση από τη ζωή του…
Πού μεγάλωσες;
Στην Ελβετία, σε μια φάρμα, κοντά στη Βέρνη. Ήμασταν οκτώ αδέρφια, μια μικρή φάρμα για τα δεδομένα της Ελβετίας. Πήγα σχολείο για εννιά χρόνια μόνο. Βλέπετε οι άνθρωποι εκεί δεν έστελναν τα παιδιά στο Λύκειο. Μετά έκανα μαθητεία για τρία χρόνια και 19 χρονών έγινα κηπουρός- γεωπόνος. Ακολούθησε ο στρατός για τρεις μήνες και μετά τον στρατό εργάστηκα στη Γενεύη, σε μια μεγάλη εταιρία με τριαντάφυλλα.
Την περίοδο που ήμουν στην εταιρία, γνωρίστηκα με την επικεφαλής της Χριστιανικής Ειρηνευτικής Βοήθειας στην Ελβετία, την Γκέρτρουντ Κρουτς. Εκείνη μας μίλησε για τις κοινότητες κιμπούτς στο Ισραήλ. Ήμουν περίπου 20 χρονών, ήθελα πολύ να ταξιδέψω, να πάω έξω, δεν μου άρεσε και τόσο η δουλειά μου. Έτσι βρέθηκα για περίπου μισό χρόνο στο νεαρό τότε κράτος του Ισραήλ, όπου και γύρισα αρκετά κιμπούτς. Δούλευα μαζί με τους ντόπιους, έκανα κυρίως αγροτικές δουλειές. Εμείς βάλαμε τα χρήματα για τα εισιτήρια του ταξιδιού μας και το κιμπούτ μας παρείχε τροφή και τα αναγκαία ως αντάλλαγμα για την εθελοντική εργασία μας. Αυτό ήταν το 1959.
Στην Ελλάδα πώς βρέθηκες;
Όταν επέστρεψα στην Ελβετία ξαναβρήκα αυτή τη γυναίκα και μου είπε ότι ξεκινάνε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα στην Ελλάδα. Στην ουσία όλα ξεκίνησαν με την πρωτοβουλία δύο κοριτσιών από μια άλλη θρησκευτική οργάνωση, οι οποίες ζούσαν κάπου στη νότια Ελλάδα. Όταν ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα στο οποίο δούλευαν εκεί, απευθύνθηκαν στην Επισκοπή, στην Αθήνα για να ξεκινήσουν ένα καινούριο. Αυτοί τους προέτρεψαν να πάνε στο πιο φτωχό μέρος της Ελλάδας, την Λευκάδα. Έτσι εκείνες ήρθαν εδώ και μετά από λίγο ήρθα κι εγώ. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχαμε έρθει με τον αδερφό μου, είχαμε ταξιδέψει με ένα σιτροέν. Φτάσαμε στη Λευκάδα, στον Άγιο Πέτρο, στις 30 Μαΐου του 1962, το βράδυ.
Πώς ήταν η υποδοχή του κόσμου;
Ήταν πολύ καλή. Είχαν προετοιμάσει το έδαφος οι δύο κοπέλες που είχαν φτάσει ένα περίπου μήνα νωρίτερα, οι οποίες μιλούσαν καλά ελληνικά από τα χρόνια της διαμονής τους στη χώρα. Αυτές μας βοήθησαν στην αρχή να επικοινωνούμε με τους κατοίκους, έκαναν τη μετάφραση. Εγώ βέβαια είχα κάνει κάποια μαθήματα ελληνικών στην Ελβετία αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου. Γι’ αυτό και με το που έφτασα άρχισα την προσπάθεια να μάθω ελληνικά, αν και δυσκολεύτηκα πολύ. Ο κόσμος δεν μιλούσε καμιά άλλη γλώσσα, εκτός από γαλλικά που ήξεραν λίγοι στην πόλη της Λευκάδας. Αγγλικά πάντως δεν μιλούσε κανείς τότε.
Εκείνη την εποχή ο Άγιος Πέτρος ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό, με 2,5- 3 χιλιάδες κατοίκους. Το μεγαλύτερο χωριό ήταν η Καρυά ενώ, όπως θυμάται ο Φριτς, η Βασιλική ήταν μικρή. Στις πρώτες του εντυπώσεις από τη Λευκάδα είναι η επαφή που είχαν οι άνθρωποι με τη φύση.
Φ.Μ.: Μου άρεσε πολύ που οι άνθρωποι ζούσαν τόσο κοντά στη φύση, ήταν τόσο απλοί, φιλικοί. Και δούλευαν σκληρά. Λίγες μέρες αφότου φτάσαμε πήγαμε στο Κομηλιό και στα Χορτάτα. Ήταν η εποχή που μάζευαν το σιτάρι και ήταν μαγευτικά.
Στην αρχή η ομάδα αποτελούταν από αυτούς τους τέσσερις: τις δύο κοπέλες, τον Φριτς και τον αδερφό του, ο οποίος έκατσε ένα χρόνο.
Φ.Μ.: Κι εγώ όταν ήρθα πίστευα ότι θα κάτσω μόνο έναν χρόνο. Μετά είχαμε κανονίσει με έναν φίλο να πάμε στην Ινδία. Τελικά, όμως, μου άρεσε εδώ. Γνώρισα και μια κοπέλα από την Ελβετία, τη Θοδώρα. Είχε έρθει με ένα πρόγραμμα τριών εβδομάδων για διάνοιξη δρόμων. Γνωριστήκαμε, τελικά έμεινε κι εκείνη εδώ και μετά από λίγο καιρό παντρευτήκαμε. Νομίζω ότι και αυτό συνέβαλε στο να κάτσω τόσα χρόνια.
Πώς ήταν η καθημερινή σας ζωή εδώ;
Σκοπός της παρουσίας μας εδώ ήταν να βοηθήσουμε τους ανθρώπους στα χωριά. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάτσουμε σε ένα χωριό, να δούμε τις ανάγκες που έχει ο κόσμος και αναλόγως μετά να πράξουμε. Στην αρχή μείναμε στον Άγιο Πέτρο και μετά εγκατασταθήκαμε στο Νικολή. Είχαμε κάποια χρήματα από την οργάνωση, τα οποία αξιοποιήσαμε για να ξεκινήσουμε εργασίες αγροτικές αλλά και υποδομών. Ας πούμε φτιάξαμε δεξαμενές για να μαζεύεται το νερό και να μπορούμε να ποτίζουμε τις καλλιέργειες. Έπειτα βοηθήσαμε να φυτέψουν ελιές. Υπήρχαν μόνο λίγες στα χωριά και μαζί με τη γεωργική υπηρεσία που είχε τα γραφεία της εδώ κοντά φέραμε από το φυτώριο κεντρομάδες, μικρές ελιές. Εμείς βάλαμε τα λεφτά για να αγοραστούν τότε οι ελιές και κάποια στιγμή μας τα έδωσε πίσω η γεωργική υπηρεσία.
Η ζωή στο χωριό ήταν πολύ διαφορετική από σήμερα. Στα σπίτια δεν υπήρχε ούτε ρεύμα ούτε νερό. Ο κόσμος πήγαινε στις πηγές για νερό, το κουβάλαγε είτε με γαϊδούρια είτε στο κεφάλι. Θυμάμαι υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο σε κάθε χωριό. Για να λειτουργήσει έπρεπε πρώτα να πάρουνε το κέντρο στον Άγιο Πέτρο και από τον Άγιο Πέτρο στη Λευκάδα και από τη Λευκάδα στην Αθήνα και από την Αθήνα στην Ελβετία. Μπορούσες να κάτσεις μισή μέρα μέχρι να βγει η γραμμή!
Επίσης, τους άντρες δεν μας αφήνανε να έχουμε γένια γιατί γένια έχουν οι παπάδες! Και οι γυναίκες έπρεπε να φοράνε φούστες μέχρι κάτω τον αστράγαλο και σκούρα ρούχα. Έπρεπε δηλαδή να είμαστε όπως οι Έλληνες.
Με τόση ανέχεια και φτώχεια, ήταν ευτυχισμένοι οι άνθρωποι;
Νομίζω δεν υπέφερε όλος ο κόσμος από φτώχεια, δεν ήταν ότι όλοι δεν είχαν να φάνε. Βέβαια ήταν αρκετοί στην ανέχεια. Και όσα χρήματα έβγαζαν τα “επένδυαν” στη μόρφωση. Εννοώ ότι δεν τα χρησιμοποιούσαν για να βελτιώσουν τη δική τους ζωή αλλά τη ζωή των παιδιών τους. Είχαν πολύ δύσκολη ζωή και είχαν αποφασίσει να κάνουν ό,τι μπορούν για να μη ζήσουν έτσι και τα παιδιά τους. Όταν είχαν κάποια χρήματα έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο. Και αυτό νομίζω ισχύει μέχρι σήμερα: ο κόσμος προσπαθεί περισσότερο για τα παιδιά του, να έχουν αυτά μια καλύτερη ζωή.
Στο φιλμ* σου αναφέρεις ότι οι γυναίκες δούλευαν πιο πολύ από τους άντρες.
Ναι νομίζω αυτό ίσχυε, όχι μόνο τότε εδώ, σε χώρες φτωχές ή αναπτυσσόμενες, αλλά συνολικά στην Ευρώπη. Ακόμα μέχρι σήμερα, οι γυναίκες δεν ασκούν μόνο το επάγγελμά τους, ως επί το πλείστον δουλεύουν και στο σπίτι αφού η μειοψηφία των αντρών βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού. Και τότε οι γυναίκες δούλευαν πολύ και σε σκληρές δουλειές. Από την άλλη, όμως, πρέπει να πούμε ότι η εργασία χωριζόταν, υπήρχε συνεργασία: για παράδειγμα οι γυναίκες έκοβαν το σιτάρι και οι άντρες έφτιαχναν τα δέματα και τα κουβαλούσαν σπίτι.
Τα παιδιά δούλευαν;
Όλα τα παιδιά πήγαιναν σχολείο και κάπου στα 12- 13 ξεκινούσαν να δουλεύουν. Σχολεία άλλωστε υπήρχαν σε όλα τα χωριά, είχε το Νικολή, το Μανάση, τα Χορτάτα. Και είχαν δεκάδες παιδιά.
Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στη ζωή στην ελβετική ύπαιθρο και στα χωριά εδώ;
Ήταν πολύ διαφορετικά, είναι πολύ δύσκολο να συγκρίνεις. Η Ελβετία δεν είχε πόλεμο ενώ επωφελούταν από τους πολέμους γιατί συνεργαζόταν στα κρυφά με τη Γερμανία. Η κυβέρνηση υποστήριζε τους αγρότες και τη δουλειά τους. Υψηλόβαθμη εκπαίδευση έπαιρναν μόνο οι πλουσιότεροι: ακόμα μέχρι σήμερα δεν θεωρείται απαραίτητο να πάει κανείς πανεπιστήμιο, υπάρχει προσανατολισμός προς τεχνικές εργασίες.
Επιστρέφουμε στη δουλειά τους στα χωριά. Η συνέντευξή μας άλλωστε έχει περισσότερο τη μορφή ανοιχτής συζήτησης. Συνεννοούμαστε στα ελληνικά και στα αγγλικά, γιατί αν και καταλαβαίνει πολύ καλά δυσκολεύεται να εκφραστεί με ακρίβεια στη γλώσσα μας. Παρότι δε είναι πολύγλωσσος, μιλά γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, γλώσσες του Νεπάλ και του Πακιστάν κ.ά., δηλώνει ότι η πιο δύσκολη γλώσσα είναι τα ελληνικά!
Εδώ δουλέψαμε όλο τον καιρό χωρίς μισθό. Από την οργάνωση μας έδιναν όσα χρειαζόμαστε για τη ζωή μας, για φαγητό δηλαδή και για τις βασικές ανάγκες αλλά δεν παίρναμε λεφτά. Μα και τα χρήματα που είχε η οργάνωση για να συνεχίσουμε τη δουλειά εδώ ήταν λίγα. Έτσι μετά τον δεύτερο- τρίτο χρόνο της διαμονής μας, απευθυνθήκαμε στην ελβετική κυβέρνηση. Με τη βοήθεια που πήραμε αρχίσαμε την αναδάσωση, όπως και τα προγράμματα με τα εργόχειρα- χειροτεχνήματα και την ξυλογλυπτική. Οι γυναίκες ήξεραν την τεχνική. Παίρναμε τα σχέδια από τις παλιές καρπέτες, απλοποιήσαμε τη διαδικασία, και φτιάχναμε υφαντά. Επίσης, κάναμε μαθήματα ξυλογλυπτικής, φτιάχναμε χαρτοκόπτες, αρτοσφραγίδες κτλ αλλά και καλάθια από άχυρα. Όλα αυτά τα πουλούσαμε στην Ελβετία, στη Γερμανία και αργότερα εδώ. Τα υφαντά ήταν δουλειά για τις γυναίκες, τα ξυλόγλυπτα για τους άντρες. Αυτές οι εργασίες απέφεραν πολλά χρήματα στα χωριά. Διήρκεσαν μέχρι λίγο μετά τη δικτατορία όταν άρχισε ο μαζικός τουρισμός. Οι τουρίστες δεν ενδιαφέρονταν να τα αγοράσουν.
Μια άλλη σημαντική εργασία στην οποία συμβάλαμε ήταν με τους πανσέδες και τα λαχανάκια Βρυξελλών. Κάποια στιγμή πραγματοποιήθηκε ένα ακόμα σύντομο πρόγραμμα, στο οποίο συμμετείχε η κόρη ενός πολύ γνωστού καλλιεργητή, ονόματι Ρόγκλι. Εμείς ως ομάδα ψάχναμε εναλλακτικές καλλιέργειες γιατί σκεφτόμασταν ότι μπορεί το σιτάρι να ήταν απαραίτητο για τη ζωή των ντόπιων, για το ψωμί τους κάθε μέρα, αλλά δεν μπορεί να τους αποφέρει χρήματα. Έτσι ψάχναμε κάτι που να μπορούν να καλλιεργούν και μετά να πουλούν ώστε να αγοράσουν επιπλέον φαγητό, ρούχα κτλ. Πλησιάσαμε το κορίτσι και με τη βοήθεια αυτής της εταιρίας ξεκινήσαμε το πρόγραμμα παραγωγής σπόρων. Μετά αντιληφθήκαμε ότι οι πανσέδες μεγαλώνουν καλύτερα στην πεδιάδα της Βασιλικής και τα λάχανα στα ορεινά, στο Νικολή κ.ά. Στέλναμε την παραγωγή στην Ελβετία και η επιχείρηση πλήρωνε τους αγρότες. Ήταν πολλά τα χρήματα που ήρθαν τότε στα χωριά. Δυστυχώς, σταμάτησε η παραγωγή, δεν έχει πολλά χρόνια, καμιά δεκαριά περίπου.
“Ο κόσμος ήθελε να φύγει. Δεν ήταν μόνο η φτώχεια,
οι κοινωνίες ήταν μικρές και κλειστές,
υπήρχαν προβλήματα, γείτονες που δεν μιλούσαν μεταξύ τους.”
Αυτός (ο Ρόγκλι) ήθελε να συνεχίσει αλλά ο κόσμος δεν ήθελε. Οι παλιοί γέρασαν ενώ οι νέοι προτίμησαν να πάνε να δουλέψουν στα ξενοδοχεία. Γιατί και οι καλλιέργειες είναι την ίδια περίοδο, Ιούνιο με Αύγουστο. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή και από τότε ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν τόσο να τη μάθει. Αυτό το διαπίστωσα καλύτερα μετά που πήγα στο Νεπάλ και στο Πακιστάν. Εκεί ο κόσμος ήθελε πραγματικά να μάθει. Εδώ, τα πρώτα δύο χρόνια τα κάναμε όλα εμείς, εμείς φυτεύαμε, εμείς ποτίζαμε. Βλέπετε τότε όλος ο κόσμος ήθελε να φύγει. Δεν ήταν μόνο η φτώχεια, ήταν που και τα χωριά ήταν πολύ “στενά”, οι κοινωνίες μικρές και κλειστές, υπήρχαν προβλήματα, καβγάδες, γείτονες που δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Ο κόσμος έφευγε για την Αυστραλία, μετά τη Γερμανία, την Ολλανδία και όλη την Ευρώπη. Όσοι όμως έμεναν, μόλις είδαν τα λεφτά που απέφεραν οι καλλιέργειες, άρχισαν να ασχολούνται περισσότερο.
Στο μεταξύ, εμείς είδαμε την απροθυμία που υπήρχε και γύρω στο ’67, φέραμε ένα τρακτέρ να βοηθήσει στις καλλιέργειες στη Βασιλική. Ήταν δωρεά μιας Βρετανικής Εκκλησίας στον αγροτικό συνεταιρισμό. Σαπίζει ακόμα στο Νικολή. (σ.σ.: τελικά το τρακτέρ δεν βρίσκεται πια στο Νικολή, μάλλον έχει πάει για παλιοσίδερα…)
Τέλος, τα χρόνια που ήμασταν εδώ φτιάξαμε δρόμους. Ανοίξαμε αγροτικούς δρόμους για να τους βοηθήσουμε να πηγαίνουν στα κτήματα, στους κάμπους και για να περνάει το τρακτέρ. Στο Νικολή που δεν υπήρχε καλός δρόμος ανοίξαμε έναν για τον Άγιο Πέτρο -εγώ τον έφτιαξα αυτόν, για τον Άγιο Βασίλειο και τον δρόμο που πάει για το Καλαμίτσι, προς τον Σύβρο και προς τον κάμπο της Βασιλικής.
Δεν ήταν όλα ρόδινα…
Μετά έγινε η Χούντα και ο κόσμος σταμάτησε να μιλάει. Πριν το πραξικόπημα στον Άγιο Πέτρο υπήρχαν “πολιτικά καφενεία”. Το κάθε ένα ανήκε σε κάποια παράταξη και κάθε μέρα, ιδιαίτερα το πρωί μέχρι να πάνε στη δουλειά ήταν οι άντρες εκεί, συζητούσαν, φωνάζανε δυνατά. Μετά αυτά σταμάτησαν κατευθείαν. Φοβόντουσαν πάρα πολύ. Έγιναν “εκκαθαρίσεις”, πιάσανε κόσμο από την επόμενη κιόλας μέρα. Το περίεργο, όμως, για εμάς ήταν ότι είχαμε μεγαλύτερες δυσκολίες πριν από τη Χούντα. Μας κυνηγούσαν.
Ποιοι; Η αστυνομία;
Όχι η αστυνομία, μερικοί ντόπιοι, δεν είμαστε σίγουροι ποιοι ήταν. Γιατί εμείς τους βοηθάγαμε όλους, χωρίς εξαιρέσεις. Φυσικά και τους φτωχούς. Και κάποιοι άρχισαν να λένε για εμάς ότι είμαστε κομμουνιστές.
Και τι εμπόδια σας έφερναν;
Ας πούμε όταν αρχίσαμε τις χειροτεχνίες στο Μανάση. Πήγαν κάποιοι στο Νομάρχη και έκαναν μεγάλη φασαρία. Μετά ήρθε εντολή από τον Νομάρχη ότι πρέπει να φύγουμε σε δέκα μέρες. Όταν είπαμε στο χωριό ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, κατέβηκε κόσμος στο Νομάρχη και τους έπεισαν να μείνουν. Μας βοήθησε και ο Δεσπότης και ο Θανάσης ο Μελάς, ο δάσκαλος και έτσι μείναμε. Ή τη δεύτερη χρονιά που ήμασταν εδώ, ήρθε μια κοπέλα σε ένα πρόγραμμα, μια Γαλλίδα αρχαιολόγος. Είδε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο Νικολή που ήταν σε κακή κατάσταση, επικοινώνησε με τον δεσπότη και συνεννοήθηκαν να γίνει αναπαλαίωση. Ξεκίνησε εκείνη τη δουλειά αλλά κάποιοι ρουφιάνοι από το χωριό, αυτοί ξέρουμε ποιοι ήταν, άρχισαν να λένε ότι εμείς είμαστε αρχαιοκάπηλοι και ότι για αυτό ήρθαμε για να κλέψουμε. Έγιναν φασαρίες και τελικά σταμάτησε το έργο.
“Πριν τη Χούντα, μερικοί ντόπιοι μας κυνηγούσαν.
Έλεγαν ότι είμαστε κομμουνιστές γιατί τους βοηθούσαμε όλους,
και τους φτωχούς .”
Όταν το 1972 τελείωσε το πρόγραμμα στη Λευκάδα, ο Φριτς έφυγε για νέους τόπους. Όπως μας λέει, ήθελε να δει πώς γίνεται η δουλειά σε άλλα μέρη, αφού εδώ υπήρχαν μεγάλες δυσκολίες λόγω της απροθυμίας του κόσμου να ασχοληθεί σοβαρά με τον πρωτογενή τομέα. Ήταν πια 35 χρονών και είχε ήδη τρία παιδιά. Ο Χριστόφορος, ο πρωτότοκος, γεννήθηκε στο νοσοκομείο της Λευκάδας, το δεύτερο παιδί στην Αθήνα και το τρίτο στην Ελβετία. “Ήρθα εδώ και έκανα τη φαμίλια μου” λέει γελώντας. Έμεναν στο Νικολή, σε ένα μικρό αλλά πολύ ωραίο σπίτι, όπως θυμάται. Το μισό χρόνο, από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, κοιμόντουσαν κάτω από τον ουρανό, σε μια μικρή κατασκευή με σανίδες που είχαν φτιάξει σε μια μουριά έξω από το σπίτι. Χωρίς τις ανέσεις που έχουμε συνηθίσει, ο Φριτς θα πει ότι όχι μόνο δεν ήταν δύσκολο να μεγαλώσει τα παιδιά του στο Νικολή αλλά “ήταν υπέροχο”…
Μετά πήγαμε με την οικογένεια στο Νεπάλ -πολύ ωραίο μέρος το Νεπάλ. Εκεί μείναμε πέντε χρόνια, με ένα πρόγραμμα όχι της οργάνωσης πια αλλά της ελβετικής κυβέρνησης. Η ζωή ήταν πολύ διαφορετική, ας πούμε εκεί δεν υπήρχαν καθόλου δρόμοι, για να δουλέψουμε έπρεπε να πάμε με τα πόδια. Επίσης, εδώ οι κοινωνίες είναι κλειστές, ενώ στο Νεπάλ είναι πολύ ανοιχτές. Στο ίδιο χωριό μένουν άνθρωποι από διαφορετικές φυλές που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες. Καταλάβαινες από την εμφάνιση ποιος ανήκει πού. Ζούσαν, όμως, πολλά χρόνια μαζί και δεν είχαν προβλήματα, στο βαθμό που δεν ενοχλεί ο ένας τον άλλο δεν υπάρχει κανένα θέμα. Και εμείς εκεί μπορούσαμε να φοράμε ό,τι θέλαμε.
Από το Νεπάλ φύγαμε το 1978. Γύρισα στην Ελβετία για ένα διάστημα και παντρεύτηκα για δεύτερη φορά. Η δεύτερη γυναίκα μου είναι από το Θιβέτ. Ήρθαμε ξανά στην Ελλάδα για μισό χρόνο να βοηθήσουμε με τις χειροτεχνίες και μετά, το 1982, πήγαμε στο Πακιστάν, όπου κάτσαμε πέντε χρόνια. Το 1987 φύγαμε από το Πακιστάν και κάναμε ένα μεγάλο ταξίδι στην Κίνα, με τη νέα μου οικογένεια -είχα ήδη κάνει άλλο δύο παιδιά.
Η σχέση του με τη φωτογραφία
Η μητέρα μου ενδιαφερόταν για τη φωτογραφία και ένας γείτονάς μας της έδωσε μία πολύ παλιά κάμερα που είχε. Έτσι τραβούσα φωτογραφίες από όταν ήμουν πολύ μικρός. Μετά, στη Γενεύη αγόρασα δική μου φωτογραφική, την πήρα μαζί μου και στο Ισραήλ και μετά όταν ήρθα εδώ. Από πολύ νωρίς μου άρεσε αλλά πίστευα ότι είναι κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω ως επάγγελμα.
Μετά, όμως, που τέλειωσα και από το Πακιστάν, άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα κάνω. Είχα φτάσει 50 χρονών, ήθελα να γυρίσω στην Ελβετία αλλά ήταν δύσκολο να ασκήσω το επάγγελμά μου εκεί ενώ σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να πάω σε κάποιο γραφείο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να κάνω το χόμπι μου επάγγελμα και έτσι έγινα φωτογράφος. Έκανα ταξίδια, αποστολές, πήγα στη Βοσνία και το Κόσοβο, στο τέλος του πολέμου.
Μετά, όμως, που τέλειωσα και από το Πακιστάν, άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα κάνω. Είχα φτάσει 50 χρονών, ήθελα να γυρίσω στην Ελβετία αλλά ήταν δύσκολο να ασκήσω το επάγγελμά μου εκεί ενώ σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να πάω σε κάποιο γραφείο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να κάνω το χόμπι μου επάγγελμα και έτσι έγινα φωτογράφος. Έκανα ταξίδια, αποστολές, πήγα στη Βοσνία και το Κόσοβο, στο τέλος του πολέμου.
Στη Λευκάδα τη φωτογραφική την είχα για χόμπι αλλά και γιατί έπρεπε να καταγράφουμε τη δουλειά που κάνουμε ώστε να στέλνουμε τις αναφορές μας στην οργάνωση. Στα χωριά με φωνάζανε “ο Ρίκος με τη φωτογραφική!” Δεν το ήξεραν ότι τους έβγαζα φωτογραφίες για να βγαίνουν φυσικές. Άμα ξέρει ο άλλος ότι τον τραβά στήνεται, σφίγγεται και δεν βγαίνουν καλές. Έτσι εγώ πήγαινα κρυφά. Αυτοί με αφήνανε γιατί ζούσα τόσο καιρό μαζί τους και με εμπιστευόντουσαν. Μετά από λίγο καιρό μάλιστα μου ζήτησαν από την οργάνωση να κάνω και ένα μικρό φιλμ για το πρόγραμμα. Το πρώτο που έκανα μου άρεσε περισσότερο, έχει όμως χαθεί. Τότε δεν κάναμε αντίγραφα, ίσως να βρίσκεται κάπου, ποιος ξέρει.
Πώς τις εμφανίζατε;
Υπήρχαν κάποιοι φωτογράφοι στη Λευκάδα όπου εμφανίζαμε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Άλλες έβγαιναν καλύτερες, άλλες όχι και τόσο καλές. Εμείς είχαμε τη δυνατότητα να τραβάμε και έγχρωμες αλλά αυτές τις στέλναμε για εμφάνιση στην Ελβετία.
Συνέχισε τα ταξίδια, σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Γύρισε την αμερικάνικη ήπειρο, σε 23 μήνες πήγε σε 23 χώρες, από την Αργεντινή μέχρι τον Καναδά! Όλα αυτά τα χρόνια ερχόντουσαν και στη Λευκάδα, με τη δεύτερη οικογένειά του. Όπως και στα άλλα μέρη όπου είχε εργαστεί. Μας λέει μάλιστα ότι το Νεπάλ άλλαξε ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι ο τόπος εδώ. Στο Πακιστάν χειροτέρευσαν πολύ τα πράγματα. Του αρέσει που η Λευκάδα έχει γίνει καταπράσινη, θλίβεται όμως από την εγκατάλειψη των χωριών και της αγροτικής ζωής.
“Η συνεργασία όλων των ανθρώπων
είναι ζήτημα επιβίωσης”
Γιατί, λοιπόν, ένας νέος άνθρωπος να φύγει από τον τόπο του για να έρθει στη Λευκάδα;
Είναι δύσκολο να απαντήσω. Ήταν διαφορετικοί καιροί, ήταν άλλο το κλίμα στην Ευρώπη τότε, τα χρόνια μετά τον πόλεμο. Οι νέοι πιστεύαμε ότι όλες οι χώρες μπορούν να αναπτυχθούν, οι άνθρωποι να ζουν χωρίς τόσες δυσκολίες. Είχα και ιδεολογικό σκοπό, με την έννοια ότι είχα χριστιανικές αναφορές και πίστευα ότι πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Στην πραγματικότητα δεν είμαι χριστιανός, δεν πιστεύω στην Εκκλησία ή στο Θεό, όπως παρουσιάζεται. Στον Θεό πιστεύω αλλά με δικό μου τρόπο, διαφορετικό. Ακόμη δε μέχρι σήμερα, πιστεύω σε έναν άλλο κόσμο. Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονται μόνο για τα χρήματα, να γίνουν πλούσιοι, να έχουν περισσότερα. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να επιβιώσουμε έτσι, είμαστε πάρα πολλοί σε αυτή τη γη, είναι ανάγκη να δουλέψουμε μαζί, να συνεργαζόμαστε. Αλλά βλέπεις οι επιχειρήσεις παγκοσμίως συνεργάζονται μεταξύ τους και γίνονται όλο και πιο πλούσιοι. Οι άνθρωποι είμαστε διαιρεμένοι. Δεν μπορούμε να επιβιώσουμε έτσι.
Κλείνοντας τον ρωτάμε αν αγαπάει τη Λευκάδα: “Ναι βέβαια την αγαπάω”, λέει και συμπληρώνει γελώντας ότι πιστεύει σε προηγούμενες ζωές και ότι ίσως κάποτε να είχε γεννηθεί εδώ! Έχει, όμως, μεγάλο παράπονο που δεν έχει βρεθεί ένας χώρος να φιλοξενηθεί το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που έχει στη διάθεσή του.
Θα έπρεπε να υπάρχει ένας χώρος, εγώ ήθελα πολύ και είχαμε κάνει μια προσπάθεια πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Είχαμε βρει μέχρι και το σπίτι, ένα ωραίο, παλιό σπίτι στον Άγιο Πέτρο. Δεν ξέρω, όμως, γιατί δεν έγινε. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου, πρέπει να το αναλάβουν οι ντόπιοι. Αν μπορείτε κάτι να κάνετε γιατί έχω πολλά ντοκουμέντα και δεν ξέρω τι να τα κάνω.
* Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε στην ARTηρία, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Fagotto, έκθεση φωτογραφίες του Φ.Μ. στο πλαίσιο της οποίας προβλήθηκε το μισάωρο φιλμ του από τη Λευκάδα της δεκαετίας του ’60. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορούν δύο λευκώματά του με φωτογραφίες από τη Λευκάδα εκείνης της εποχής.
Τη συνέντευξη πήραν η Δάφνη Σφέτσα και ο Νίκος Καββαδάς.
Πρόσκληση Fritz Berger: Ο φωτογράφος των αναμνήσεων
Πρόσκληση
Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ «38 μοίρες και 14 λεπτά»
Σας προσκαλούν
στην προβολή του Ντοκυμαντέρ
των Νίκου Καββαδά και Δημήτρη Σολδάτου
Fritz Berger: Ο φωτογράφος των αναμνήσεων
Ιστορική καταγραφή μιας συγκινητικής προσπάθειας αλληλεγγύης από την Διεθνή Χριστιανική Ειρηνευτική Βοήθεια της Ελβετίας CFD (1962-1972), από ομάδα εθελοντών από Ελβετία Ολλανδία και Γερμανία που δραστηριοποιήθηκαν στα χωριά Άγιος Πέτρος, Χορτάτα, Κομηλιό και Νικολί της Λευκάδας μέσα από τον φακό του Fritz Berger. Το ντοκυμαντέρ διακρίθηκε στο 9ο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ της Χαλίδας 13-18/10/2015.
Θα προλογίσουν:
Ἐκ μέρους τοῦ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ ΠΑΤΡΑΣ, ο Πρόεδρος κ. Γιάννης Σίδερης
Εκ μέρους του βιβλιοπωλείου «38 μοίρες και 14 λεπτά», κ. Ανδρέας Τσιλίρας
Aναφορά στο θέμα του Ντοκιμαντέρ, κ. Xαρά Παπαδάτου – Γιαννοπούλου
Χώρος εκδηλώσεως: ΑΓΟΡΑ ΑΡΓΥΡΗ 13 /12 11.30 π. μ.
Αφιέρωμα του Μουσικού Σχολείου στον Κυριάκο Σφέτσα [βίντεο]
Με πρωτόγνωρη συμμετοχή κόσμου πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου η εκδήλωση – αφιέρωμα του Μουσικού Σχολείου Λευκάδας και της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λευκάδας, στον καταξιωμένο, Λευκαδίτη συνθέτη Κυριάκο Σφέτσα.
Την εκδήλωση άνοιξε ο Διευθυντής του σχολείου κ. Άγγελος Βλάχος ο οποίος δήλωσε ότι η συγκεκριμένη εκδήλωση ήταν σταθμός στην ιστορία του σχολείου αλλά και στο πολιτιστικό γίγνεσθαι του τόπου μας.
Αμέσως μετά τον λόγο πήρε η Προϊσταμένη της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λευκάδας η οποία αναφέρθηκε στο πλούσιο βιογραφικό του συνθέτη και διάβασε αποσπάσματα από παλαιότερες συνεντεύξεις του. Επίσης ευχαρίστησε τον Κυριάκο Σφέτσα για την δωρεά της προσωπικής του συλλογής από δίσκους βιβλίου, στην Δημόσια Βιβλιοθήκη.
Μετά από ένα παρατεταμένο χειροκρότημα στο βήμα ανέβηκε ο Κυριάκος Σφέτσας ο οποίος φανερά συγκινημένος ευχαρίστησε το κοινό αλλά και τους μαθητές για την τιμή που του έκαναν λέγοντας χαρακτηριστικά ότι τους νιώθει οικογένεια του και νιώθει και αυτός οικογένεια τους.
Στην συνέχεια οι μαθητές του σχολείου, με άριστη τεχνική αλλά και ψυχική δύναμη εκτέλεσαν έργα του συνθέτη, εντυπωσιάζοντας το κοινό.
Τέλος η Μπαντίνα του σχολείου υπό την διεύθυνση του Έκτωρα Μερκούρη, καθηγητή μουσικής του σχολείου, με την συμμετοχή της λυρικής τραγουδίστριας κας Δάφνης Πανουργιά , παρουσίασε ορχηστρικά έργα του Κυριάκου Σφέτσα, αποσπώντας το θερμότερο χειροκρότημα του κοινού που είχε κατακλύσει την αίθουσα εκδηλώσεων αλλά και το αίθριο του σχολείου.
Η εκδήλωση κατά κοινή ομολογία στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και αποτέλεσε μια από τις καλύτερες εμφανίσεις των μαθητών και των μουσικών συνόλων του Μουσικού Σχολείου της Λευκαδας.
http://www.mylefkada.gr/
Η παλιά πόλη της Λευκάδας απ’ το φακό του Fritz Berger
ΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣ»http://aromalefkadas.gr/%CE%B7
Η παλιά πόλη της Λευκάδας απ’ το φακό του Fritz Berger 0
Από Βιολέττα Σάντα στις 1 Δεκεμβρίου, 2015ΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
Η «χώρα» ήταν ανέκαθεν το ζωντανό εμπορικό και οικονομικό κύτταρο του νησιού, εδώ κατέβαιναν οι χωρικοί φορτωμένοι απ” τα γύρω χωριά για να πουλήσουν τις πραμάτειες τους και να κάνουν τις συναλλαγές τους, οι μικροπωλητές και οι πλανόδιοι έμποροι γέμιζαν με φωνές τα καντούνια, οι μπρανέλοι με το πνευματώδες και καυστικό χιούμορ τους έκαναν χωρατά και οι παραγιοί έτρεχαν αλαφιασμένοι στο δρόμο για να κάνουν θελήματα.
«Διαβάζοντας» κανείς τα πρόσωπα στις φωτογραφίες του F. Berger θα δει την απλότητα και την αυθεντικότητα αυτών των ανθρώπων, που παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας χαμογελούσαν, τότε που για να λυθούν τα προβλήματα αρκούσε η κουβέντα και το βαρύ, μεθυστικό άρωμα του μερακλίδικου ελληνικού καφέ που σιγοψήνονταν στο καφενείο του Καναρίνη.
Πηγή: www.lefkadaslowguide.gr
Η παλιά πόλη της Λευκάδας απ’ το φακό του Fritz Berger 0
Από Βιολέττα Σάντα στις 1 Δεκεμβρίου, 2015ΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
Η «χώρα» ήταν ανέκαθεν το ζωντανό εμπορικό και οικονομικό κύτταρο του νησιού, εδώ κατέβαιναν οι χωρικοί φορτωμένοι απ” τα γύρω χωριά για να πουλήσουν τις πραμάτειες τους και να κάνουν τις συναλλαγές τους, οι μικροπωλητές και οι πλανόδιοι έμποροι γέμιζαν με φωνές τα καντούνια, οι μπρανέλοι με το πνευματώδες και καυστικό χιούμορ τους έκαναν χωρατά και οι παραγιοί έτρεχαν αλαφιασμένοι στο δρόμο για να κάνουν θελήματα.
«Διαβάζοντας» κανείς τα πρόσωπα στις φωτογραφίες του F. Berger θα δει την απλότητα και την αυθεντικότητα αυτών των ανθρώπων, που παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας χαμογελούσαν, τότε που για να λυθούν τα προβλήματα αρκούσε η κουβέντα και το βαρύ, μεθυστικό άρωμα του μερακλίδικου ελληνικού καφέ που σιγοψήνονταν στο καφενείο του Καναρίνη.
Πηγή: www.lefkadaslowguide.gr
Φριτς Μπέργκερ: Στην προηγούμενη ζωή μου ίσως ήμουν από τη Λευκάδα
Συζήτηση για τη ζωή του, τα χρόνια που έζησε στη Λευκάδα, τη σχέση του με τη φωτογραφία.
Ο Φριτς Μπέργκερ, γνωστός στον τόπο μας ως Ρίκος, έζησε τη δεκαετία του '60, στα χωριά της Νότιας Λευκάδας όπου και δούλεψε ως εθελοντής, στο πλαίσιο των προγραμμάτων βοήθειας που πραγματοποιούνταν εκείνα τα χρόνια στη χώρα μας. Από το 1962 μέχρι το 1972, ο Φριτς και η ομάδα, κυρίως Ελβετών, προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες σε μια σειρά από διαφορετικούς τομείς: από τη φύτευση κεντρομάδων για την ενίσχυση της παραγωγής και την εισαγωγή νέων καλλιεργειών που απέφεραν σημαντικά χρηματικά οφέλη στα χωριά, μέχρι τη διάνοιξη δρόμων ή ακόμη και την κατασκευή αποχωρητηρίων, για πρώτη φορά στα σπίτια. Την ίδια στιγμή, ο "Ρίκος με τη φωτογραφική", όπως το φώναζαν στα χωριά, κατέγραψε με την κάμερά του τοπία και ανθρώπους, τη Λευκάδα εκείνης της εποχής. Σήμερα, έχει στην κατοχή του ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό που, όπως θα μας πει με παράπονο, μένει ανεκμετάλλευτο.
Στην πρώτη μας γνωριμία, σε μια συζήτηση στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας που διήρκεσε περισσότερο από δύο ώρες, είχαμε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε μαζί του στα χρόνια της ζωής του. Μια ζωή κινηματογραφική κατά την οποία έκανε μεγάλη περιουσία: τα πέντε παιδιά από τους δύο γάμους του, τους αναρίθμητους φίλους του σε τόσες χώρες όπου πρόσφερε με ανιδιοτέλεια γνώση και προσωπική εργασία και, φυσικά, τις φωτογραφίες του.
Ο Ρίκος είναι πια 76 χρονών, με αντοχές, όμως, νέου ανθρώπου, όπως διαπιστώσαμε στην πολύωρη περιήγηση που πραγματοποιήσαμε κατόπιν της συνέντευξής μας, στα χωριά όπου έζησε: στον Άγιο Πέτρο και το Κομηλιό και, κυρίως, στο Νικολή και το Μανάση. Κατά την περιήγησή μας νιώσαμε την αγάπη που του έχουν οι -λιγοστοί πια- κάτοικοι και την αμέριστη ευγνωμοσύνη τους για όσα έκανε η ομάδα αυτή στον τόπο τους. Εξάλλου, από την ξενάγηση που μας έκανε ο ίδιος, θα έχουμε τη χαρά να σας παρουσιάσουμε, το προσεχές διάστημα, ένα ενδιαφέρον σύντομο ντοκιμαντέρ.
Για την ώρα, ιδού μια πρώτη γεύση από τη ζωή του...
Πού μεγάλωσες;
Στην Ελβετία, σε μια φάρμα, κοντά στη Βέρνη. Ήμασταν οκτώ αδέρφια, μια μικρή φάρμα για τα δεδομένα της Ελβετίας. Πήγα σχολείο για εννιά χρόνια μόνο. Βλέπετε οι άνθρωποι εκεί δεν έστελναν τα παιδιά στο Λύκειο. Μετά έκανα μαθητεία για τρία χρόνια και 19 χρονών έγινα κηπουρός- γεωπόνος. Ακολούθησε ο στρατός για τρεις μήνες και μετά τον στρατό εργάστηκα στη Γενεύη, σε μια μεγάλη εταιρία με τριαντάφυλλα.
Την περίοδο που ήμουν στην εταιρία, γνωρίστηκα με την επικεφαλής της Χριστιανικής Ειρηνευτικής Βοήθειας στην Ελβετία, την Γκέρτρουντ Κρουτς. Εκείνη μας μίλησε για τις κοινότητες κιμπούτς στο Ισραήλ. Ήμουν περίπου 20 χρονών, ήθελα πολύ να ταξιδέψω, να πάω έξω, δεν μου άρεσε και τόσο η δουλειά μου. Έτσι βρέθηκα για περίπου μισό χρόνο στο νεαρό τότε κράτος του Ισραήλ, όπου και γύρισα αρκετά κιμπούτς. Δούλευα μαζί με τους ντόπιους, έκανα κυρίως αγροτικές δουλειές. Εμείς βάλαμε τα χρήματα για τα εισιτήρια του ταξιδιού μας και το κιμπούτ μας παρείχε τροφή και τα αναγκαία ως αντάλλαγμα για την εθελοντική εργασία μας. Αυτό ήταν το 1959.
Στην Ελλάδα πώς βρέθηκες;
Όταν επέστρεψα στην Ελβετία ξαναβρήκα αυτή τη γυναίκα και μου είπε ότι ξεκινάνε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα στην Ελλάδα. Στην ουσία όλα ξεκίνησαν με την πρωτοβουλία δύο κοριτσιών από μια άλλη θρησκευτική οργάνωση, οι οποίες ζούσαν κάπου στη νότια Ελλάδα. Όταν ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα στο οποίο δούλευαν εκεί, απευθύνθηκαν στην Επισκοπή, στην Αθήνα για να ξεκινήσουν ένα καινούριο. Αυτοί τους προέτρεψαν να πάνε στο πιο φτωχό μέρος της Ελλάδας, την Λευκάδα. Έτσι εκείνες ήρθαν εδώ και μετά από λίγο ήρθα κι εγώ. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχαμε έρθει με τον αδερφό μου, είχαμε ταξιδέψει με ένα σιτροέν. Φτάσαμε στη Λευκάδα, στον Άγιο Πέτρο, στις 30 Μαΐου του 1962, το βράδυ.
Πώς ήταν η υποδοχή του κόσμου;
Ήταν πολύ καλή. Είχαν προετοιμάσει το έδαφος οι δύο κοπέλες που είχαν φτάσει ένα περίπου μήνα νωρίτερα, οι οποίες μιλούσαν καλά ελληνικά από τα χρόνια της διαμονής τους στη χώρα. Αυτές μας βοήθησαν στην αρχή να επικοινωνούμε με τους κατοίκους, έκαναν τη μετάφραση. Εγώ βέβαια είχα κάνει κάποια μαθήματα ελληνικών στην Ελβετία αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου. Γι' αυτό και με το που έφτασα άρχισα την προσπάθεια να μάθω ελληνικά, αν και δυσκολεύτηκα πολύ. Ο κόσμος δεν μιλούσε καμιά άλλη γλώσσα, εκτός από γαλλικά που ήξεραν λίγοι στην πόλη της Λευκάδας. Αγγλικά πάντως δεν μιλούσε κανείς τότε.
Εκείνη την εποχή ο Άγιος Πέτρος ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό, με 2,5- 3 χιλιάδες κατοίκους. Το μεγαλύτερο χωριό ήταν η Καρυά ενώ, όπως θυμάται ο Φριτς, η Βασιλική ήταν μικρή. Στις πρώτες του εντυπώσεις από τη Λευκάδα είναι η επαφή που είχαν οι άνθρωποι με τη φύση.
Φ.Μ.: Μου άρεσε πολύ που οι άνθρωποι ζούσαν τόσο κοντά στη φύση, ήταν τόσο απλοί, φιλικοί. Και δούλευαν σκληρά. Λίγες μέρες αφότου φτάσαμε πήγαμε στο Κομηλιό και στα Χορτάτα. Ήταν η εποχή που μάζευαν το σιτάρι και ήταν μαγευτικά.
Στην αρχή η ομάδα αποτελούταν από αυτούς τους τέσσερις: τις δύο κοπέλες, τον Φριτς και τον αδερφό του, ο οποίος έκατσε ένα χρόνο.
Φ.Μ.: Κι εγώ όταν ήρθα πίστευα ότι θα κάτσω μόνο έναν χρόνο. Μετά είχαμε κανονίσει με έναν φίλο να πάμε στην Ινδία. Τελικά, όμως, μου άρεσε εδώ. Γνώρισα και μια κοπέλα από την Ελβετία, τη Θοδώρα. Είχε έρθει με ένα πρόγραμμα τριών εβδομάδων για διάνοιξη δρόμων. Γνωριστήκαμε, τελικά έμεινε κι εκείνη εδώ και μετά από λίγο καιρό παντρευτήκαμε. Νομίζω ότι και αυτό συνέβαλε στο να κάτσω τόσα χρόνια.
Πώς ήταν η καθημερινή σας ζωή εδώ;
Σκοπός της παρουσίας μας εδώ ήταν να βοηθήσουμε τους ανθρώπους στα χωριά. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάτσουμε σε ένα χωριό, να δούμε τις ανάγκες που έχει ο κόσμος και αναλόγως μετά να πράξουμε. Στην αρχή μείναμε στον Άγιο Πέτρο και μετά εγκατασταθήκαμε στο Νικολή. Είχαμε κάποια χρήματα από την οργάνωση, τα οποία αξιοποιήσαμε για να ξεκινήσουμε εργασίες αγροτικές αλλά και υποδομών. Ας πούμε φτιάξαμε δεξαμενές για να μαζεύεται το νερό και να μπορούμε να ποτίζουμε τις καλλιέργειες. Έπειτα βοηθήσαμε να φυτέψουν ελιές. Υπήρχαν μόνο λίγες στα χωριά και μαζί με τη γεωργική υπηρεσία που είχε τα γραφεία της εδώ κοντά φέραμε από το φυτώριο κεντρομάδες, μικρές ελιές. Εμείς βάλαμε τα λεφτά για να αγοραστούν τότε οι ελιές και κάποια στιγμή μας τα έδωσε πίσω η γεωργική υπηρεσία.
Η ζωή στο χωριό ήταν πολύ διαφορετική από σήμερα. Στα σπίτια δεν υπήρχε ούτε ρεύμα ούτε νερό. Ο κόσμος πήγαινε στις πηγές για νερό, το κουβάλαγε είτε με γαϊδούρια είτε στο κεφάλι. Θυμάμαι υπήρχε μόνο ένα τηλέφωνο σε κάθε χωριό. Για να λειτουργήσει έπρεπε πρώτα να πάρουνε το κέντρο στον Άγιο Πέτρο και από τον Άγιο Πέτρο στη Λευκάδα και από τη Λευκάδα στην Αθήνα και από την Αθήνα στην Ελβετία. Μπορούσες να κάτσεις μισή μέρα μέχρι να βγει η γραμμή!
Επίσης, τους άντρες δεν μας αφήνανε να έχουμε γένια γιατί γένια έχουν οι παπάδες! Και οι γυναίκες έπρεπε να φοράνε φούστες μέχρι κάτω τον αστράγαλο και σκούρα ρούχα. Έπρεπε δηλαδή να είμαστε όπως οι Έλληνες.
Με τόση ανέχεια και φτώχεια, ήταν ευτυχισμένοι οι άνθρωποι;
Νομίζω δεν υπέφερε όλος ο κόσμος από φτώχεια, δεν ήταν ότι όλοι δεν είχαν να φάνε. Βέβαια ήταν αρκετοί στην ανέχεια. Και όσα χρήματα έβγαζαν τα "επένδυαν" στη μόρφωση. Εννοώ ότι δεν τα χρησιμοποιούσαν για να βελτιώσουν τη δική τους ζωή αλλά τη ζωή των παιδιών τους. Είχαν πολύ δύσκολη ζωή και είχαν αποφασίσει να κάνουν ό,τι μπορούν για να μη ζήσουν έτσι και τα παιδιά τους. Όταν είχαν κάποια χρήματα έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο. Και αυτό νομίζω ισχύει μέχρι σήμερα: ο κόσμος προσπαθεί περισσότερο για τα παιδιά του, να έχουν αυτά μια καλύτερη ζωή.
Στο φιλμ* σου αναφέρεις ότι οι γυναίκες δούλευαν πιο πολύ από τους άντρες.
Ναι νομίζω αυτό ίσχυε, όχι μόνο τότε εδώ, σε χώρες φτωχές ή αναπτυσσόμενες, αλλά συνολικά στην Ευρώπη. Ακόμα μέχρι σήμερα, οι γυναίκες δεν ασκούν μόνο το επάγγελμά τους, ως επί το πλείστον δουλεύουν και στο σπίτι αφού η μειοψηφία των αντρών βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού. Και τότε οι γυναίκες δούλευαν πολύ και σε σκληρές δουλειές. Από την άλλη, όμως, πρέπει να πούμε ότι η εργασία χωριζόταν, υπήρχε συνεργασία: για παράδειγμα οι γυναίκες έκοβαν το σιτάρι και οι άντρες έφτιαχναν τα δέματα και τα κουβαλούσαν σπίτι.
Τα παιδιά δούλευαν;
Όλα τα παιδιά πήγαιναν σχολείο και κάπου στα 12- 13 ξεκινούσαν να δουλεύουν. Σχολεία άλλωστε υπήρχαν σε όλα τα χωριά, είχε το Νικολή, το Μανάση, τα Χορτάτα. Και είχαν δεκάδες παιδιά.
Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στη ζωή στην ελβετική ύπαιθρο και στα χωριά εδώ;
Ήταν πολύ διαφορετικά, είναι πολύ δύσκολο να συγκρίνεις. Η Ελβετία δεν είχε πόλεμο ενώ επωφελούταν από τους πολέμους γιατί συνεργαζόταν στα κρυφά με τη Γερμανία. Η κυβέρνηση υποστήριζε τους αγρότες και τη δουλειά τους. Υψηλόβαθμη εκπαίδευση έπαιρναν μόνο οι πλουσιότεροι: ακόμα μέχρι σήμερα δεν θεωρείται απαραίτητο να πάει κανείς πανεπιστήμιο, υπάρχει προσανατολισμός προς τεχνικές εργασίες.
Επιστρέφουμε στη δουλειά τους στα χωριά. Η συνέντευξή μας άλλωστε έχει περισσότερο τη μορφή ανοιχτής συζήτησης. Συνεννοούμαστε στα ελληνικά και στα αγγλικά, γιατί αν και καταλαβαίνει πολύ καλά δυσκολεύεται να εκφραστεί με ακρίβεια στη γλώσσα μας. Παρότι δε είναι πολύγλωσσος, μιλά γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, γλώσσες του Νεπάλ και του Πακιστάν κ.ά., δηλώνει ότι η πιο δύσκολη γλώσσα είναι τα ελληνικά!
Εδώ δουλέψαμε όλο τον καιρό χωρίς μισθό. Από την οργάνωση μας έδιναν όσα χρειαζόμαστε για τη ζωή μας, για φαγητό δηλαδή και για τις βασικές ανάγκες αλλά δεν παίρναμε λεφτά. Μα και τα χρήματα που είχε η οργάνωση για να συνεχίσουμε τη δουλειά εδώ ήταν λίγα. Έτσι μετά τον δεύτερο- τρίτο χρόνο της διαμονής μας, απευθυνθήκαμε στην ελβετική κυβέρνηση. Με τη βοήθεια που πήραμε αρχίσαμε την αναδάσωση, όπως και τα προγράμματα με τα εργόχειρα- χειροτεχνήματα και την ξυλογλυπτική. Οι γυναίκες ήξεραν την τεχνική. Παίρναμε τα σχέδια από τις παλιές καρπέτες, απλοποιήσαμε τη διαδικασία, και φτιάχναμε υφαντά. Επίσης, κάναμε μαθήματα ξυλογλυπτικής, φτιάχναμε χαρτοκόπτες, αρτοσφραγίδες κτλ αλλά και καλάθια από άχυρα. Όλα αυτά τα πουλούσαμε στην Ελβετία, στη Γερμανία και αργότερα εδώ. Τα υφαντά ήταν δουλειά για τις γυναίκες, τα ξυλόγλυπτα για τους άντρες. Αυτές οι εργασίες απέφεραν πολλά χρήματα στα χωριά. Διήρκεσαν μέχρι λίγο μετά τη δικτατορία όταν άρχισε ο μαζικός τουρισμός. Οι τουρίστες δεν ενδιαφέρονταν να τα αγοράσουν.
Μια άλλη σημαντική εργασία στην οποία συμβάλαμε ήταν με τους πανσέδες και τα λαχανάκια Βρυξελλών. Κάποια στιγμή πραγματοποιήθηκε ένα ακόμα σύντομο πρόγραμμα, στο οποίο συμμετείχε η κόρη ενός πολύ γνωστού καλλιεργητή, ονόματι Ρόγκλι. Εμείς ως ομάδα ψάχναμε εναλλακτικές καλλιέργειες γιατί σκεφτόμασταν ότι μπορεί το σιτάρι να ήταν απαραίτητο για τη ζωή των ντόπιων, για το ψωμί τους κάθε μέρα, αλλά δεν μπορεί να τους αποφέρει χρήματα. Έτσι ψάχναμε κάτι που να μπορούν να καλλιεργούν και μετά να πουλούν ώστε να αγοράσουν επιπλέον φαγητό, ρούχα κτλ. Πλησιάσαμε το κορίτσι και με τη βοήθεια αυτής της εταιρίας ξεκινήσαμε το πρόγραμμα παραγωγής σπόρων. Μετά αντιληφθήκαμε ότι οι πανσέδες μεγαλώνουν καλύτερα στην πεδιάδα της Βασιλικής και τα λάχανα στα ορεινά, στο Νικολή κ.ά. Στέλναμε την παραγωγή στην Ελβετία και η επιχείρηση πλήρωνε τους αγρότες. Ήταν πολλά τα χρήματα που ήρθαν τότε στα χωριά. Δυστυχώς, σταμάτησε η παραγωγή, δεν έχει πολλά χρόνια, καμιά δεκαριά περίπου.
"Ο κόσμος ήθελε να φύγει. Δεν ήταν μόνο η φτώχεια,
οι κοινωνίες ήταν μικρές και κλειστές,
υπήρχαν προβλήματα, γείτονες που δεν μιλούσαν μεταξύ τους."
Αυτός (ο Ρόγκλι) ήθελε να συνεχίσει αλλά ο κόσμος δεν ήθελε. Οι παλιοί γέρασαν ενώ οι νέοι προτίμησαν να πάνε να δουλέψουν στα ξενοδοχεία. Γιατί και οι καλλιέργειες είναι την ίδια περίοδο, Ιούνιο με Αύγουστο. Η δουλειά αυτή ήταν πάρα πολύ σκληρή και από τότε ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν τόσο να τη μάθει. Αυτό το διαπίστωσα καλύτερα μετά που πήγα στο Νεπάλ και στο Πακιστάν. Εκεί ο κόσμος ήθελε πραγματικά να μάθει. Εδώ, τα πρώτα δύο χρόνια τα κάναμε όλα εμείς, εμείς φυτεύαμε, εμείς ποτίζαμε. Βλέπετε τότε όλος ο κόσμος ήθελε να φύγει. Δεν ήταν μόνο η φτώχεια, ήταν που και τα χωριά ήταν πολύ "στενά", οι κοινωνίες μικρές και κλειστές, υπήρχαν προβλήματα, καβγάδες, γείτονες που δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Ο κόσμος έφευγε για την Αυστραλία, μετά τη Γερμανία, την Ολλανδία και όλη την Ευρώπη. Όσοι όμως έμεναν, μόλις είδαν τα λεφτά που απέφεραν οι καλλιέργειες, άρχισαν να ασχολούνται περισσότερο.
Στο μεταξύ, εμείς είδαμε την απροθυμία που υπήρχε και γύρω στο '67, φέραμε ένα τρακτέρ να βοηθήσει στις καλλιέργειες στη Βασιλική. Ήταν δωρεά μιας Βρετανικής Εκκλησίας στον αγροτικό συνεταιρισμό. Σαπίζει ακόμα στο Νικολή. (σ.σ.: τελικά το τρακτέρ δεν βρίσκεται πια στο Νικολή, μάλλον έχει πάει για παλιοσίδερα...)
Τέλος, τα χρόνια που ήμασταν εδώ φτιάξαμε δρόμους. Ανοίξαμε αγροτικούς δρόμους για να τους βοηθήσουμε να πηγαίνουν στα κτήματα, στους κάμπους και για να περνάει το τρακτέρ. Στο Νικολή που δεν υπήρχε καλός δρόμος ανοίξαμε έναν για τον Άγιο Πέτρο -εγώ τον έφτιαξα αυτόν, για τον Άγιο Βασίλειο και τον δρόμο που πάει για το Καλαμίτσι, προς τον Σύβρο και προς τον κάμπο της Βασιλικής.
Δεν ήταν όλα ρόδινα...
Μετά έγινε η Χούντα και ο κόσμος σταμάτησε να μιλάει. Πριν το πραξικόπημα στον Άγιο Πέτρο υπήρχαν "πολιτικά καφενεία". Το κάθε ένα ανήκε σε κάποια παράταξη και κάθε μέρα, ιδιαίτερα το πρωί μέχρι να πάνε στη δουλειά ήταν οι άντρες εκεί, συζητούσαν, φωνάζανε δυνατά. Μετά αυτά σταμάτησαν κατευθείαν. Φοβόντουσαν πάρα πολύ. Έγιναν "εκκαθαρίσεις", πιάσανε κόσμο από την επόμενη κιόλας μέρα. Το περίεργο, όμως, για εμάς ήταν ότι είχαμε μεγαλύτερες δυσκολίες πριν από τη Χούντα. Μας κυνηγούσαν.
Ποιοι; Η αστυνομία;
Όχι η αστυνομία, μερικοί ντόπιοι, δεν είμαστε σίγουροι ποιοι ήταν. Γιατί εμείς τους βοηθάγαμε όλους, χωρίς εξαιρέσεις. Φυσικά και τους φτωχούς. Και κάποιοι άρχισαν να λένε για εμάς ότι είμαστε κομμουνιστές.
Και τι εμπόδια σας έφερναν;
Ας πούμε όταν αρχίσαμε τις χειροτεχνίες στο Μανάση. Πήγαν κάποιοι στο Νομάρχη και έκαναν μεγάλη φασαρία. Μετά ήρθε εντολή από τον Νομάρχη ότι πρέπει να φύγουμε σε δέκα μέρες. Όταν είπαμε στο χωριό ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, κατέβηκε κόσμος στο Νομάρχη και τους έπεισαν να μείνουν. Μας βοήθησε και ο Δεσπότης και ο Θανάσης ο Μελάς, ο δάσκαλος και έτσι μείναμε. Ή τη δεύτερη χρονιά που ήμασταν εδώ, ήρθε μια κοπέλα σε ένα πρόγραμμα, μια Γαλλίδα αρχαιολόγος. Είδε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο Νικολή που ήταν σε κακή κατάσταση, επικοινώνησε με τον δεσπότη και συνεννοήθηκαν να γίνει αναπαλαίωση. Ξεκίνησε εκείνη τη δουλειά αλλά κάποιοι ρουφιάνοι από το χωριό, αυτοί ξέρουμε ποιοι ήταν, άρχισαν να λένε ότι εμείς είμαστε αρχαιοκάπηλοι και ότι για αυτό ήρθαμε για να κλέψουμε. Έγιναν φασαρίες και τελικά σταμάτησε το έργο.
"Πριν τη Χούντα, μερικοί ντόπιοι μας κυνηγούσαν.
Έλεγαν ότι είμαστε κομμουνιστές γιατί τους βοηθούσαμε όλους,
και τους φτωχούς ."
Όταν το 1972 τελείωσε το πρόγραμμα στη Λευκάδα, ο Φριτς έφυγε για νέους τόπους. Όπως μας λέει, ήθελε να δει πώς γίνεται η δουλειά σε άλλα μέρη, αφού εδώ υπήρχαν μεγάλες δυσκολίες λόγω της απροθυμίας του κόσμου να ασχοληθεί σοβαρά με τον πρωτογενή τομέα. Ήταν πια 35 χρονών και είχε ήδη τρία παιδιά. Ο Χριστόφορος, ο πρωτότοκος, γεννήθηκε στο νοσοκομείο της Λευκάδας, το δεύτερο παιδί στην Αθήνα και το τρίτο στην Ελβετία. "Ήρθα εδώ και έκανα τη φαμίλια μου" λέει γελώντας. Έμεναν στο Νικολή, σε ένα μικρό αλλά πολύ ωραίο σπίτι, όπως θυμάται. Το μισό χρόνο, από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, κοιμόντουσαν κάτω από τον ουρανό, σε μια μικρή κατασκευή με σανίδες που είχαν φτιάξει σε μια μουριά έξω από το σπίτι. Χωρίς τις ανέσεις που έχουμε συνηθίσει, ο Φριτς θα πει ότι όχι μόνο δεν ήταν δύσκολο να μεγαλώσει τα παιδιά του στο Νικολή αλλά "ήταν υπέροχο"...
Μετά πήγαμε με την οικογένεια στο Νεπάλ -πολύ ωραίο μέρος το Νεπάλ. Εκεί μείναμε πέντε χρόνια, με ένα πρόγραμμα όχι της οργάνωσης πια αλλά της ελβετικής κυβέρνησης. Η ζωή ήταν πολύ διαφορετική, ας πούμε εκεί δεν υπήρχαν καθόλου δρόμοι, για να δουλέψουμε έπρεπε να πάμε με τα πόδια. Επίσης, εδώ οι κοινωνίες είναι κλειστές, ενώ στο Νεπάλ είναι πολύ ανοιχτές. Στο ίδιο χωριό μένουν άνθρωποι από διαφορετικές φυλές που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες. Καταλάβαινες από την εμφάνιση ποιος ανήκει πού. Ζούσαν, όμως, πολλά χρόνια μαζί και δεν είχαν προβλήματα, στο βαθμό που δεν ενοχλεί ο ένας τον άλλο δεν υπάρχει κανένα θέμα. Και εμείς εκεί μπορούσαμε να φοράμε ό,τι θέλαμε.
Από το Νεπάλ φύγαμε το 1978. Γύρισα στην Ελβετία για ένα διάστημα και παντρεύτηκα για δεύτερη φορά. Η δεύτερη γυναίκα μου είναι από το Θιβέτ. Ήρθαμε ξανά στην Ελλάδα για μισό χρόνο να βοηθήσουμε με τις χειροτεχνίες και μετά, το 1982, πήγαμε στο Πακιστάν, όπου κάτσαμε πέντε χρόνια. Το 1987 φύγαμε από το Πακιστάν και κάναμε ένα μεγάλο ταξίδι στην Κίνα, με τη νέα μου οικογένεια -είχα ήδη κάνει άλλο δύο παιδιά.
Η σχέση του με τη φωτογραφία
Η μητέρα μου ενδιαφερόταν για τη φωτογραφία και ένας γείτονάς μας της έδωσε μία πολύ παλιά κάμερα που είχε. Έτσι τραβούσα φωτογραφίες από όταν ήμουν πολύ μικρός. Μετά, στη Γενεύη αγόρασα δική μου φωτογραφική, την πήρα μαζί μου και στο Ισραήλ και μετά όταν ήρθα εδώ. Από πολύ νωρίς μου άρεσε αλλά πίστευα ότι είναι κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω ως επάγγελμα.
Μετά, όμως, που τέλειωσα και από το Πακιστάν, άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα κάνω. Είχα φτάσει 50 χρονών, ήθελα να γυρίσω στην Ελβετία αλλά ήταν δύσκολο να ασκήσω το επάγγελμά μου εκεί ενώ σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να πάω σε κάποιο γραφείο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να κάνω το χόμπι μου επάγγελμα και έτσι έγινα φωτογράφος. Έκανα ταξίδια, αποστολές, πήγα στη Βοσνία και το Κόσοβο, στο τέλος του πολέμου.
Μετά, όμως, που τέλειωσα και από το Πακιστάν, άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα κάνω. Είχα φτάσει 50 χρονών, ήθελα να γυρίσω στην Ελβετία αλλά ήταν δύσκολο να ασκήσω το επάγγελμά μου εκεί ενώ σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να πάω σε κάποιο γραφείο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να κάνω το χόμπι μου επάγγελμα και έτσι έγινα φωτογράφος. Έκανα ταξίδια, αποστολές, πήγα στη Βοσνία και το Κόσοβο, στο τέλος του πολέμου.
Στη Λευκάδα τη φωτογραφική την είχα για χόμπι αλλά και γιατί έπρεπε να καταγράφουμε τη δουλειά που κάνουμε ώστε να στέλνουμε τις αναφορές μας στην οργάνωση. Στα χωριά με φωνάζανε "ο Ρίκος με τη φωτογραφική!" Δεν το ήξεραν ότι τους έβγαζα φωτογραφίες για να βγαίνουν φυσικές. Άμα ξέρει ο άλλος ότι τον τραβά στήνεται, σφίγγεται και δεν βγαίνουν καλές. Έτσι εγώ πήγαινα κρυφά. Αυτοί με αφήνανε γιατί ζούσα τόσο καιρό μαζί τους και με εμπιστευόντουσαν. Μετά από λίγο καιρό μάλιστα μου ζήτησαν από την οργάνωση να κάνω και ένα μικρό φιλμ για το πρόγραμμα. Το πρώτο που έκανα μου άρεσε περισσότερο, έχει όμως χαθεί. Τότε δεν κάναμε αντίγραφα, ίσως να βρίσκεται κάπου, ποιος ξέρει.
Πώς τις εμφανίζατε;
Υπήρχαν κάποιοι φωτογράφοι στη Λευκάδα όπου εμφανίζαμε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Άλλες έβγαιναν καλύτερες, άλλες όχι και τόσο καλές. Εμείς είχαμε τη δυνατότητα να τραβάμε και έγχρωμες αλλά αυτές τις στέλναμε για εμφάνιση στην Ελβετία.
Συνέχισε τα ταξίδια, σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Γύρισε την αμερικάνικη ήπειρο, σε 23 μήνες πήγε σε 23 χώρες, από την Αργεντινή μέχρι τον Καναδά! Όλα αυτά τα χρόνια ερχόντουσαν και στη Λευκάδα, με τη δεύτερη οικογένειά του. Όπως και στα άλλα μέρη όπου είχε εργαστεί. Μας λέει μάλιστα ότι το Νεπάλ άλλαξε ακόμη περισσότερο απ' ό,τι ο τόπος εδώ. Στο Πακιστάν χειροτέρευσαν πολύ τα πράγματα. Του αρέσει που η Λευκάδα έχει γίνει καταπράσινη, θλίβεται όμως από την εγκατάλειψη των χωριών και της αγροτικής ζωής.
"Η συνεργασία όλων των ανθρώπων
είναι ζήτημα επιβίωσης"
Γιατί, λοιπόν, ένας νέος άνθρωπος να φύγει από τον τόπο του για να έρθει στη Λευκάδα;
Είναι δύσκολο να απαντήσω. Ήταν διαφορετικοί καιροί, ήταν άλλο το κλίμα στην Ευρώπη τότε, τα χρόνια μετά τον πόλεμο. Οι νέοι πιστεύαμε ότι όλες οι χώρες μπορούν να αναπτυχθούν, οι άνθρωποι να ζουν χωρίς τόσες δυσκολίες. Είχα και ιδεολογικό σκοπό, με την έννοια ότι είχα χριστιανικές αναφορές και πίστευα ότι πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Στην πραγματικότητα δεν είμαι χριστιανός, δεν πιστεύω στην Εκκλησία ή στο Θεό, όπως παρουσιάζεται. Στον Θεό πιστεύω αλλά με δικό μου τρόπο, διαφορετικό. Ακόμη δε μέχρι σήμερα, πιστεύω σε έναν άλλο κόσμο. Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονται μόνο για τα χρήματα, να γίνουν πλούσιοι, να έχουν περισσότερα. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να επιβιώσουμε έτσι, είμαστε πάρα πολλοί σε αυτή τη γη, είναι ανάγκη να δουλέψουμε μαζί, να συνεργαζόμαστε. Αλλά βλέπεις οι επιχειρήσεις παγκοσμίως συνεργάζονται μεταξύ τους και γίνονται όλο και πιο πλούσιοι. Οι άνθρωποι είμαστε διαιρεμένοι. Δεν μπορούμε να επιβιώσουμε έτσι.
Κλείνοντας τον ρωτάμε αν αγαπάει τη Λευκάδα: "Ναι βέβαια την αγαπάω", λέει και συμπληρώνει γελώντας ότι πιστεύει σε προηγούμενες ζωές και ότι ίσως κάποτε να είχε γεννηθεί εδώ! Έχει, όμως, μεγάλο παράπονο που δεν έχει βρεθεί ένας χώρος να φιλοξενηθεί το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που έχει στη διάθεσή του.
Θα έπρεπε να υπάρχει ένας χώρος, εγώ ήθελα πολύ και είχαμε κάνει μια προσπάθεια πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Είχαμε βρει μέχρι και το σπίτι, ένα ωραίο, παλιό σπίτι στον Άγιο Πέτρο. Δεν ξέρω, όμως, γιατί δεν έγινε. Εγώ δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου, πρέπει να το αναλάβουν οι ντόπιοι. Αν μπορείτε κάτι να κάνετε γιατί έχω πολλά ντοκουμέντα και δεν ξέρω τι να τα κάνω.
* Το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε στην ARTηρία, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Fagotto, έκθεση φωτογραφίες του Φ.Μ. στο πλαίσιο της οποίας προβλήθηκε το μισάωρο φιλμ του από τη Λευκάδα της δεκαετίας του '60. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορούν δύο λευκώματά του με φωτογραφίες από τη Λευκάδα εκείνης της εποχής.
Τη συνέντευξη πήραν η Δάφνη Σφέτσα και ο Νίκος Καββαδάς.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)