Νέο Βιβλίο του Δημήτρη Ε. Σολδάτου
1
Μόλις κυκλοφόρησε απ’ το Βιβλιοπωλείο Τσιρίμπαση το βιβλίο
«Για γυναίκες που αγαπούν την ποίηση», το οποίο περιέχει
ένα ερωτικό ποίημα που έγραψα σ’ επτά ενότητες το 2012.
Εδώ, θα σας πω, ελπίζοντας να μην χαθεί η
αναγνωστική μαγεία, την μικρή του ιστορία.
Συναντήθηκα στην Ναύπακτο (εξού και το έμβλημα του Δήμου
Ναυπακτίας στο οπισθόφυλλο) με μια γυναίκα που γνώρισα
μέσω διαδικτύου. Είχαμε καιρό που επικοινωνούσαμε,
στην αρχή με ηλεκτρονική αλληλογραφία και κατόπιν
στο τηλέφωνο. Αυτή εργαζόταν σε καθημερινή εφημερίδα
των Αθηνών και αγαπούσε την ποίηση και ειδικότερα
τον Ελύτη. Στην μοναδική φωτογραφία της που είχε
αναρτημένη, έμοιαζε στην Κάρολ, την γυναίκα του
Τζο Ίγκλις απ’ «Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι»,
την σειρά που βλέπαμε μικροί στην τηλεόραση.
Εξέπεμπε γλυκύτητα και απλότητα,
είχε ευγενικά χαρακτηριστικά,
«γαλήνιο μέτωπο κι αμίλητα μαλλιά».
Επιλέξαμε την Ναύπακτο ως μέρος συνάντησης για να
μοιράσουμε την απόσταση. Συν τοις άλλοις ήταν και μια
όμορφη παραθαλάσσια πόλη. Πήγα απ’ το πρωί, αν και
θα συναντιόμαστε αργά το απόγευμα, και νοίκιασα
ξενοδοχείο πλάι στην θάλασσα, με θέα την γέφυρα
του Ρίου. Το δωμάτιο διέθετε ένα μεγάλο
κρεβάτι κι ένα μικρότερο.
Σε περίπτωση που όλα δεν πήγαιναν κατ’ ευχήν,
θα είχαμε μια κάποια εναλλακτική λύση.
Ήταν το τριήμερο της Αποκριάς, Φεβρουάριος μήνας,
κόσμος πολύς στην πόλη, συννεφιά, διαστήματα
με ψιλόβροχο και κατά το απόγευμα αρκετή ψύχρα.
Για να περάσω την ώρα μου, τριγύριζα σε στενά
και σοκάκια αναζητώντας ωραία μαγαζιά που θα την
πήγαινα και όμορφα μέρη για περίπατο. Ένιωθα ένα
περίεργο σφίξιμο στην καρδιά, δύσπνοια, και ρίγη
διαπερνούσαν το κορμί μου: ήταν ολοφάνερο πως
ήμουν ήδη ερωτευμένος… με μια φωτογραφία!
Έφτιαχνα σενάρια με την φαντασία μου κι ευχόμουν
να ήμουν στο σωστό σημείο, την σωστή στιγμή και με
τον σωστό άνθρωπο. Μα τι τρέλα κι αυτή!
Ν’ αφήσω τον εαυτό μου τόσο ευάλωτο απέναντι
στο άγνωστο, κυριευμένος ολοσχερώς από
σφοδρά συναισθήματα κι έμμονες φαντασιώσεις!
Αν ερχόταν και ήταν όπως στην φωτογραφία και
χωρίς να μιλήσουμε καθόλου πηγαίναμε στο ξενοδοχείο
και κατατρώγαμε ο ένας τον άλλον ως τα χαράματα,
θα μου φαινόταν απολύτως φυσιολογικό!
Όλα τ’ άλλα μου φαινόταν αφύσικα! Καφέδες,
φαγητά, ποτά, λόγια: μάταια, μάταια!
Εγώ δεν ήρθα εδώ για κουβέντες,
αλλά για να συναντήσω το πεπρωμένο μου!
Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά… Αργόσυρτες σαν χελώνες…
Ο ήλιος πίσω απ’ τα σύννεφα αιμόφυρτος βασίλευε!
Το σούρουπο σέρνονταν στα νύχια του.
Τ’ ακόνιζε πάνω στο κορμί μου!
Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνό μου!
Την είχε αφήσει το λεωφορείο στο πορθμείο Ρίου – Αντιρρίου.
Ρωτούσε αν μπορούσα να πάω να την πάρω.
Σκοτώθηκα να φτάσω!
Πήρα βαθιά ανάσα κι άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου.
Κατέβηκα και κοίταξα γύρω μου: δεν ήταν πουθενά!
Τότε, μια γυναίκα με σχεδόν κόκκινα μαλλιά
με πλησίασε και μου είπε: «Δεν μοιάζω και πολύ
με την φωτογραφία, ε; Αυτήν που έχω αναρτήσει μου
την τράβηξε πριν χρόνια ένας φίλος μου στο Λονδίνο»
. Έμεινα σύξυλος! Όχι πως δεν είχε κι αυτή την γοητεία της,
αλλά δεν ήταν η άλλη: αυτή που τόσον καιρό φαντασιονόμουν!
Κι όχι μόνον δεν ήταν αυτή, αλλά η άλλη δεν υπήρχε πουθενά!
Ήταν απλώς χάρτινη, ηλεκτρονική,
αλλά πάντα φωτογραφία! Προσπάθησα, ενώ οδηγούσα,
ν’ ανιχνεύσω χαρακτηριστικά πάνω της που
θα μου θύμιζαν την φωτογραφία: λίγα πράγματα!
Μόνον τα μάτια της ίσως, σκούρα καστανά
προς πράσινα: «Ό,τι μου απόμεινε το πόνταρα
στην πράσινη τσόχα των ματιών της».
Δεν ήθελε να πάμε στο ξενοδοχείο αμέσως.
Άφησε τα πράγματά της στο αυτοκίνητο
και πήγαμε για ποτό. Ήταν γραφικό το λιμανάκι
καθώς βράδιαζε, και πόσο οικείο μου φάνηκε
το άγαλμα του Θερβάντες¹! Σαν τον Δον Κιχώτη
κι εγώ: κυνηγούσα ανεμόμυλους και δινόμουν
σε φανταστικά κατορθώματα για μιαν ανύπαρκτη
Δουλτσινέα! «Κάτω απ’ τον τρούλο
του απογεύματος ο πόνος ο παντοκράτορας
κι η ερημιά η νεφελοκρατούσα.».
Ήδη άρχιζα να σχεδιάζω το ποίημα από τότε.
Σαν ίαση για την πληγή που ερχόταν.
Η κουβέντα κυλούσε αρκετά δύσκολη.
Σαν να έδινα εξετάσεις. Νύχτωσε πλέον
και «φως» δεν έβλεπα πουθενά! Ξαφνικά,
μου είπε: «Ψύχρα κάνει!». Τότε άπλωσα το
χέρι μου και την έσφιξα τρυφερά πάνω μου.
«Κι όταν την κράτησα αγκαλιά να μην
κρυώνει έτρεμα εγώ, σαν το Φύλλο του Σεφέρη –
πώς να μην με πάρει ο άνεμος;»
Στην αρχή ανταποκρίθηκε κάπως,
αλλά κατόπιν τραβήχτηκε διακριτικά
λέγοντας κάποιο αστείο.
Το ποίημα στο μυαλό μου συνεχιζόταν,
με την παραποίηση του Σεφέρη:
«Όπου και να σε χαϊδέψω, το κορμί σου με πληγώνει».
Δεν είχαμε μείνει πάνω από ώρα, όταν
μου είπε κάπως βαριεστημένα:
«Πάμε; Είμαι κουρασμένη απ’ το ταξίδι!».
Δεν μου άρεσε καθόλου η λέξη «κουρασμένη»
, αλλά τι να κάνω; Την ακολούθησα αποκαρδιωμένος.
Τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε: δεν της «έβγαινε»
να κοιμηθούμε μαζί, ούτε καν να κοιμηθώ
στο πλαϊνό κρεβάτι. Με παρακάλεσε
να νοικιάσω το δίπλα δωμάτιο και προθυμοποιήθηκε
να το πληρώσει εκείνη, μιας κι αυτό που
νοίκιασα το είχα πληρώσει εγώ.
Καληνύχτισα και βγήκα, ξέροντας πως
θα κοιμηθώ στο αυτοκίνητο: πού να βρεις
δωμάτιο αποκριάτικα;
Την νύχτα η θερμοκρασία έπεσε
στους τρεις βαθμούς. Κάθε λίγο άναβα την
μηχανή για να ζεσταίνομαι. Μαύρος ύπνος!
«Τώρα και φτερά να μου έδιναν για να πετάξω,
θα τα χρησιμοποιούσα για επιτάχυνση
στην πτώση μου». Χειρότερα δεν γινόταν!
Ή μήπως όχι; Την άλλη μέρα ξύπνησα
από τις έξι. Μήπως κοιμήθηκα δηλαδή;
Ώσπου ν’ ανοίξει κάποιο μαγαζί να πιω καφέ,
έκανα «μαύρα μάτια». Μέχρι, δε, να
ξυπνήσει η κυρία, πήγε μαύρο μεσημέρι!
Με πήρε τηλέφωνο ν’ ανέβω για πρωινό,
ενώ, ώρα που ήταν, έπρεπε να με προσκαλέσει σε… γεύμα,
κι εκεί μου ανακοίνωσε πως
δεν θα έμενε και το βράδυ, γιατί, λέει,
προέκυψε μια συνέντευξη που δεν είχε
υπολογίσει κι έπρεπε να φύγει το απόγευμα.
«Αλλά, μην στεναχωριέσαι, μου είπε,
θα πάμε μια βόλτα στο Κάστρο!».
«Το κάστρο πέτρινο φίδι στον λαιμό του λόφου. Ανεβαίναμε λες και κατεβαίναμε στον Άδη και στα χείλη της κόχλαζαν κάτι νερόβραστες λέξεις. Είπε πως έκανε ζέστη. Δεν είπα πως έκανε θλίψη. Είπε είναι όμορφη η θέα. Δεν είπα είσαι όμορφη σαν θεά. Τι να πω σε μια γυναίκα που κοιτάζει το πεπρωμένο της και με βρίσκει απ’ έξω;». Η πληγή εξακολουθούσε να αιμορραγεί και το ποίημα ήδη στο μυαλό μου συνεχιζόταν. «Με μια μακρύκανη σιωπή καρτέραγα τ’ αποδημητικά της λόγια. «Τί έχεις;». Δεν έχω εσένα. «Τι με κοιτάς;». Μ’ ακρωτηρίασες ολόκληρο με το μισώ που μ’ αγαπάς». Ήπιαμε έναν καφέ (της παρηγοριάς) στην καφετερία του κάστρου χωρίς άλλες μάταιες λέξεις. «Τα λόγια σε λάθος χείλια μοιάζουν περίστροφα σε λάθος χέρια. Εύκολα σχίζεται τ’ όνειρο, σαν τσιγαρόχαρτο στα δάχτυλα άπειρου καπνιστή.». Γι’ άλλη μια φορά, σκέφτηκα πως «οι μεγαλύτερες αποστάσεις είναι εκείνες που μας ενώνουν. Κι οι μικρότερες εκείνες που μας χωρίζουν». Κατεβήκαμε απ’ τον λόφο σιωπηλοί σαν να κηδεύαμε τ’ όνειρο. Πήγαμε για φαγητό. Κι εκεί, μην έχοντας πια τίποτα να χάσω, της μίλησα για την ποίηση, για την ζωή, για μένα, την ρώτησα για κείνη, γελάσαμε, ήπιαμε, πήραμε τους δρόμους… «Περπατήσαμε πολύ – ωραία που θα ήταν να πετούσαμε λιγότερη ώρα σε αναζητήσεις για να μας μείνει ένα λεπτό να φιληθούμε. Η μοναξιά κολλημένη σαν τ’ αλάτι κόβει τα χείλια κόβει τα βλέφαρα κι αποθηκεύεται στις αλυκές των στίχων να νοστιμίζουν τις ανάλατες ζωές τους οι αναγνώστες. Όταν έφευγε άρχισε να ψιχαλίζει, μα εγώ πνίγηκα στα μάτια της καθώς αποδακρύνονταν…».
Με τι καρδιά να γυρίσω πίσω; Η βρεγμένη άσφαλτος, ο ουρανός που εγκυμονούσε καταιγίδα: «Τώρα μην νοιάζεσαι ποιος θα πτωχεύσει τον ουρανό απ’ τ’ αστέρια του αν δεν είσαι ούτε αστέρι ούτε ουρανός», η νύστα απ’ το ξενύχτι στο αυτοκίνητο και τα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα μοναξιάς μέχρι την Λευκάδα! Είναι κάτι στιγμές που θέλεις να ξαπλώσεις κάτω και να ξεψυχήσεις! Ούτε κλάματα, ούτε παρηγοριές. Να ξαπλώσεις κάτω και να ξεψυχήσεις! Εμένα μ’ έσωσε αυτό το ποίημα, που έναν μήνα έγραφα κατόπιν, μιας κι «έβρεχε μοναξιά κι έπρεπε ν’ αδιαβροχοποιηθώ ερωτοφλεγόμενος». Το ποίημα, στην γυναίκα που αγαπούσε την ποίηση, σε μια πρώτη μορφή, της το έστειλα: «Γυναίκες που αγαπούν την ποίηση και μισούν τους ποιητές. Που σχίζουν την καρδιά σου σαν τις άκοπες σελίδες. Που κρέμονται απ’ τα χείλη σου αλλά όχι απ’ τον λαιμό σου. Που κρατούν τα χειρόγραφά σου κι αποδιώχνουν τα χέρια σου. Που κοιμούνται πιο εύκολα με τα βιβλία σου στο μαξιλάρι τους παρά μ’ εσένα πλάι τους. Γυναίκες που αγαπούν την ποίηση για να την μισήσεις εσύ». Εκείνη φάνηκε μάλλον να χάρηκε που με ενέπνευσε παρά να λυπήθηκε μ’ αυτά που διάβασε. Μου έστειλε μάλιστα ως αντίδωρο το βιβλίο «Συν τοις άλλοις» του Ελύτη, με αφιέρωση απ’ «τα ερωτοκαταδιωκτικά της χέρια». Κατόπιν φρόντισε να χαθούμε στην «ονειροφάγα πραγματικότητα». Κάποια στιγμή, είδα πως έκανε αιτήματα φιλίας και σε άλλους φίλους ποιητές! Ξέρετε υπάρχουν γυναίκες που έχουν λόξα να γνωρίζουν καλλιτέχνες! Κι ίσως να έχουν και λόξα να τους απορρίπτουν, νομίζοντας πως «χωράνε στην παλάμη τους μόνον αυτοί που τσαλακώνουν». Το βιβλίο ξεκίνησα να το γράφω ραντίζοντας τους στίχους μ’ ένα διακριτικό άρωμα Ελύτη, μιας και τόσο της άρεσε ο ποιητής αυτός. Στην πορεία, όμως, άλλαξαν πολύ οι στίχοι. Σε κάποια σημεία «τα λόγια σαν κομμάτια» μέλανος καρυωτακικού βελούδου: «Το τελευταίο καράβι της γραμμής ήταν το κορμί σου». Αλλού ρέουν σαν απ’ την καλλίκρουνη πηγούλα του δημοτικού τραγουδιού: «Χείλια με χείλια πίναμε από την ίδια βρύση κι έκαψε εμένα το νερό που εσένα είχε δροσίσει». Πάντα, όμως, θεωρώ τους στίχους αυτούς, απ’ τους πιο ειλικρινείς που έγραψα ποτέ.
Αυτή ήταν η μικρή μου ιστορία. Περίεργος τρόπος, μα την αλήθεια, για να παρουσιάσει κανείς ένα βιβλίο! Μα οι εξομολογήσεις, «τα τινάγματα του μέσα βίου, έξω», όπως θα έλεγε κι η Δημουλά, είναι ενίοτε λυτρωτικές. Να και το επιμύθιο:
«Αχ, αδερφή μου ύαινα, στου κόσμου αυτού την γύμνια,
πάντα πεινάω για έρωτα και πάντα τρώω ψοφίμια.» ²
¹ Στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου, που διεξήχθη στις 7/10/1571 και στην οποία πολέμησαν ενωμένες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κατά των Οθωμανών, ο Θερβάντες (συγγραφέας του Δον Κιχώτη) πολέμησε ηρωικά ως δεκανέας και πληγώθηκε βαριά με δύο τραύματα στο στήθος κι ένα στο αριστερό χέρι, που «έμεινε παράλυτο προς δόξα του δεξιού». Εξού και το άγαλμά του στο λιμάνι της Ναυπάκτου.
² Τα κλεισμένα σε εισαγωγικά αποσπάσματα είναι στίχοι που είτε χρησιμοποιήθηκαν στο ποίημα είτε απορρίφθηκαν στην τελική έκδοση.