Μια «αντι- Προυστ» συνέντευξη στον Έκτορα Γ. Χόρτη
Η 90χρονη θεια Βασίλω Βουκελάτου είναι ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας του χωριού μας. Κάθομαι δίπλα της στην αυλή, με φόντο το Μέγα βουνό και τη θάλασσα του Κομπλιού, που φαίνεται από δω ήρεμη και γαλήνια, όπως μειλίχια και προσηνής είναι κι η θεια Βασίλω,που, περιμένοντας τον καφέ απ’ τα χέρια της Πόπης, αρχίζει να ξετυλίγει όψεις της προσωπικής της ιστορίας αλλά και της ιστορίας του χωριού, με ακομπανιαμέντο το θρόισμα των φύλλων απ’ τον ελαφρύ μαϊστρο που ’ρχεται απ τη Νεραϊδόλυμπα. Ας απολαύσουμε, λοιπόν, την ποιότητα, την πηγαία ευγένεια και την κοφτερή ματιά με την οποία η θεια Βασίλω βλέπει τα πράγματα και τον κόσμο.
Φέρε, μάτι μου, ένα κουταλάκι Ο καφές με το παραδοσιακό λαδοκούλουρο καταφθάνει κι η θεια Βασίλω αυτοσυστήνεται, όχι βέβαια ενσυνείδητα, με μια έκφραση απέραντης τρυφερότητας: - Φέρε, μάτι μου, ένα κουταλάκι - Για να ιδούμε θεια Βασίλω αν σόφκιασε η νοικοκυρά αθώωνε καφέ - Γε, τι μου θυμίζεις τώρα! Κάποτα είχαμε μύλο π’ άλεθε στάρι με λία κλωνιά καφέ. Εβάναμε και γαρούφαλα και φλούδες από πορτογάλι κι εγενόντανε ωραίος. Τον εφκιάναμε με το σουβλί, τον εψέναμε και μετά ανοίαμε μια πορτοπούλα που’ χε το σουβλί κι αν ήτανε ψημένος τον εβγάναμε και τον αλέθαμε. Τώρα όμως δεν τα ξέρει κανένας αυτά. Τώρα πίνεις καφέ και δεν ξέρεις τι πίνεις. Κι ο τόπος ακόμα έχει ξεπλυθεί –Και με το μαέρεμα τι γένεται; Τα ίδια κι εκεί. Και να μαερέψουμε σήμερα δεν έχουμε. Παλιά με τα φασούλια εμαγερεύαμε τ’ς κορφάδες κι ήτανε πράμα. Τώρα δεν έχουμε τίποτα. Τώρα σου κάζει καλύτερα; Απ’ τα φαγιά εκειά οι πατάτες γιαχνί, ας πούμε, μοσκοβολάανε. Τώρα όμως δεν έχουνε ουσία. Ό,τι λάδι και να τους βάλεις, δε γένεται τίποτα. Γιατί εφτό; Γιατί κι ο τόπος ακόμα έχει ξεπλυθεί. Κροπιές δε βάνουμε, να το σκάψουμε το χωράφι δεν τον σκάφτουμε, να το οργώσουμε δεν το οργώνουμε. Τι καρτερείς έτσι; Βγάναμε κάποτα κρεμμύδια θερία, έδε τόσα! Τώρα βάνουνε κρεμμύδια και βγάνουνε ούλο σκαμπάβλι, δηλαδή τίποτα, τίποτα. Άμα βγάνει από φτο, πέτα τα, δε φελάνε. Έδε τόσο κρεμμύδι. Τώρα, ψυχή μου, έφυγε η ουσία τ’ς περιουσίας. Κιαπέ τότενες προσέχαμε και το χωράφι. Τη νια χρονιά βάναμε κουκιά, την άλλη γέννημα, γαύρο. Κι είχε ο γαύρος ένα μουστάκι, ήτανε ένας γαύρος μαυρομούστακος πο λεες “Παναγία βόηθα”. Αλλά τώρα ποιος τηνε κάνει αυτήνη τη δουλειά; Τώρα ακόμα και για να βάλεις ένα μηχάνημα να οργώσει δύσκολο είναι, γιατί η κυβέρνηση ούτε από φτο δεν έχει να δώκει, βεντζίνες. - Η φακή όμως γένεται καλή. Ή όχι; - Με τη φακή είν’ αλλιώς. Είναι το χωράφι που την κάνει κάλοψη. Είναι κάποια χωράφια που ’ναι κάλοψα μοναχά τ’ς. Έλεα: Θα σπείρω φακή στις Τραχωλαρές, γιατί γένεται κάλοψη. Γιατί οι Γκλουβσάνοι παίρνουνε πολλά λεφτά απ’ τη φακή; Γιατί γένεται κάλοψη. Ούτε κροπιά χρειάζεται ούτε λίπασμα . Απάνου εκεί στο βουνό και τα χορτιώτικα χωράφια βγάνουνε κάλοψη φακή. Η φακή θέλει μοναχά βοτάνισμα. - Ποιος όμως θα (ν)τηνε σπείρει, θεια Βασίλω; - Τήραξε. Κι η κυβέρνηση να δώκει λεπτά για να γυρίσουνε στα χωριά, οι νέοι δεν τήνε κάνουνε αυτήνη τη δουλειά που γενόντανε παλιά. Να σπείρεις, να βοτανίσεις, να θερίσεις, να το μάσεις, κι ούλα τ’ άλλα, είναι πάρα πολλή δουλειά. Τώρα τα παιδιά είναι καλομαθημένα, και με το δίκιο τους κιόλας δε μπορούνε, γιατί, άμα δεν ξέρεις μια δουλειά, δεν μπορείς και να την κάμεις. Εδώ εμείς παλιά σηκωνόμαστε το μπονόρα, 5-6 η ώρα, ζυμώναμε, αφήναμε το ζυμάρι και γενόντανε, κολάαμε το φούρνο. Είχε κόπο, είχε δουλειά, γιατί να το σείσεις με τη σίτα, για να βγάλεις τόσα καρβέλια ψωμί θέλεις μια μεριά, πα’ να πει κοντά ένα σακί αλεύρι. Μετά ν’ αναπιάσουμε το προζύμι, να κουβαλήσουμε νερό … Σάματι είχαμε και ξύλα; Δεν είχαμε τίποτα. “Χέστα κι άστα”, με το συμπάθιο. Τώρα το παίρνουμε το ψωμί έτοιμο. Άλλο όμως ψωμί. Καμιά σχέση μ’ εκειό που φκιάναμε. Νερό δεν είχαμε, φως δεν είχαμε. Με το φανάρι ή το λυχνάρι να κατεβείς κάτου να σελώσεις τα πράματα, να τα βγάλεις όξου, να τ’ς δώκεις λίου βρώμη, να πας ας πούμε στον Αη Πέτρο για τ’ς ελιές, δύο ώρες να πας και δύο να ’ρτεις. Είχαμ’ όμως λάδι – όχι κι ούλοι -, είχαμε κουκιά, είχαμε πατάτες όσες εθέλαμε. Όμως τότενες τα χωράφια τα είχαμε συγυρισμένα με κροπιά και σκάφταμε και βαθιά, όχι αστεία. Στ’ς Παναγιάς είχαμε κήπους με φασούλια, ντομάτες, αγγουριές, κολοκυθιές, ρόκες, ου… και μηλιές. Βάναμε τα μήλα και τις πατάκες κάτου απ’ τα κρεβάτια- είχαμε κρεβάτια ψηλά με καβαλέτα και τάβλες και στρώμα με μαλιά κι απ’ κάτου από φτο άλλο στρώμα με άχερο από βρώμη. Τα ζώα τα είχαμε σα να ’τανε άνθρωποι - Δηλαδή θεια Βασίλω στα πράματα εδίνατε και πρωινό, βρώμη. - (Γέλια η θεια Βασίλω). Αμ τι κάνε! Τα ζώα τα είχαμε σα να ’τανε άνθρωποι. Τότενες είχαμε ούλοι πράματα και τα προσέχαμε πολύ, γιατί χωρίς εφτά δε γενόντανε. Είχαμε και τα χοντρά – το θυμάσαι τ’ άλογο που το λεε η Έφη «το άγολο»; Ε, εφτό δεν ήταν άλογο, ήταν ένας άγγελος. Νια φορά είχε πέσει η Έφη κι εφτό για να μην τηνε βαρέσει εσάλτησε από ’να χαντάκι με κίντυνο να τσακιστεί το ίδιο. Και με τα γιδοπρόβατα τα ίδια. Για να τα βοσκήσουμε εφτάναμε ως κάτου στ’ Αντζουλή την ελιά, προς τη Νεραϊδόλυμπα.
Η πρώτη επαφή με τη θάλασσα - Αλήθεια,θεια Βασίλω, τώρα πού ‘πες Νεραϊδόλυμπα, ποια ήτανε η πρώτη επαφή σου με τη θάλασσα; - Ακουρμάσου. Όταν ήμαστε παιδιά την είχαμε την πονηριά τ’ς ηλικίας. Μια μέρα μας έβαλε ο πατέρας μας εμένανε και τον αδερφό μου να πάμε να ψάξουμε για δυο γίδες που χαθήκανε. Εμείς ψάξαμε σε κάνα δυο μεριές κατά το Καλαμτσώτικο και μετά τραβήξαμε κατά τα Καπνιστά νερά. Τα Καπνιστά νερά τα βλέπεις και δεν ξέρεις τι είναι, καπνός ή νερό. Από κεί που ήμαστε, εκείθε απ’ τον Άσπρο βράχο, το Σκαλί, βρήκαμε ένα λαγκάδι. Εφοράαμε τσαρούχια. Κολοσυρτά – κολοσυρτά και κάτου και κάτου και κάτου και κάτου κατεβήκαμε στη μαύρη Σπηλιά, στη Νεραϊδόλυμπα. Ήτανε η σπηλιά μέσα βαθιά μαύρη, κατάμαυρη, πίσα, και γιομάτη φύκια. Εγώ ανέβηκα απάνου σ’ ένα κοντρί για να βγάλω πετάλες, αλλά δεν ήξερα. Και μου λέει ο αδερφός μου: - Τι πας να βγάλεις πετάλες με το χέρι, μωρή; Εφτές θέλουνε σουγιά. Τ’ς άφηκα και κατέβηκα κάτου απ’ το κοντρί. Ο,τι κατεβαίνω όμως μόρχετ’ ένα κύμα και με χώνει ως τη μέση. Και τότενες λέω: «Τώρα τσέκια μου». Και βάνω κάτι φωνές: -Μωρέ, μωρέ, μωρέ, μωρέ, η θάλασσα με πάει μέσα. Τράβαμ’ απ΄το χέρι και θα πάω καλιά μου… Τέλος πάντων εβήκαμε και με τα χίλια ζόρια ήρταμ’ απάνου. Για τ’ς γίδες είπαμε πως εφάαμ’ ούλο τον τόπο, αλλά δεν τ’ς βρήκαμε. Πού να ξέρανε πως αντί για τ’ς γίδες επήαμε στη θάλασσα. Κανένας δεν τόμαθε.
Η νοοτροπία μιας εποχής - Θυμάσαι τίποτ΄ άλλο που να σο ‘χει μείνει έντονα από κεια τα χρόνια; - Θυμάμαι κάτι που ξηγάει και τα ονείρατα. Εκεί που φυλάαμε τα πρόβατα με τον αδερφό μου κάτου στην Παναγιά, σε μια στιγμή μπήκαμε μέσα στην εκκλησά. Από μέσα - εκεί που ψέλνει ο παπάς - ήβραμε δύο πουλιά πράμα, πολύ ωραία, από ξύλο. Τα παίρνουμε τα πουλιά, τα πάμε σπίτι. Μια κι άλλη να τα παρουσιάσουμε, μια κι άλλη να τα παρουσιάσουμε, τα παρουσιάζουμε. - Δε μου λέτε, λέει η μάνα μου, τι είν εφτά πο ’χητε; - Τα βρήκαμε, λέω - Πού, λέει, τα βρήκτε εφτά; - Κάτου εκεί στο δρόμο, λέω. - Στο δρόμο εφτά τα πράματα; Δε γένεται εφτό, τέτοια πράματα να τα βρήκατε στο δρόμο. Πες μου πού τα βρήκατε. Δε μου λέτε, ε; Τσακιστείτε να τα πάτε αμέσως όθεν ήτανε, γιατί αλλιώς μαύρα σας κουλούρια. Εντάξει; - Εντάξει. Εμείς όμως επήαμε και τα κρύψαμε. Όμως το βράδυ βλέπω ένα όνειρο και το θυμάμαι ακόμα. Στο κατάπορο της εκκλησάς είχε δυο κυπαρίσα. Βλέπω, λοιπόν, την Παναγία ν’ ανοίει το πορτόνι και να κάνει απάνου. Είχε, λέει, μια φορεσά γαλάζα με χρυσά σχέδια στο πλάι και μας έσωσε απάν’ στο νταμάρι. Τα φρύδια της ήτανε γαϊτάνι, τέλεια. Τα μάτια της μαύρα, κατάμαυρα. Καλά! Τι να σου πω! Ήτανε τόσο όμορφη που δεν είχε τηραγμό! - Δε μου λέτε, πού πάτε; λέει. Γιατί τα πήρατε τα πουλιά; Να πάτε να τα φέρτε όθενε τα πήρατε, γιατί αλλιώς θα σας βγούνε τα νύχια απ’ τα χέρια κι απ’ τα ποδάρια. Εξύπνησα και δε μπόργα να κλείσω μάτι. Το μπονόρα του λέου τ’ αδερφού μου: - Έτσι κι έτσι. Θα μας βγάλει τα νύχια. Να τα πάμε πίσω. Και τα πήαμε όθεν ήτανε.
Η θέση της γυναίκας: Ήτανε στενά τα πράματα - Αν ήσουνα νέα τώρα, θεια Βασίλω, τι διαφορετικό θα μπορούσες να κάμεις απ’ αυτά που κάνατε τότε τα κορίτσια; - Αν ήμουνα νέα τώρα, θα να ’κανα ό,τι ήθελες. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια εκειά, αλλά ήμαστε και παιδιά και δεν το καταλαβαίναμε το μπορείς δε μπορείς. Έφευγες, δε λογάριαζες, κι ας ήτανε στενά τα πράματα. Ήμαστε νέοι. Μωρέ ας ήμουνα στα χρόνια της Γιωργίας τώρα και θα να ’βλεπες. Τα πράματα τότενες για μας τσι γυναίκες ήτανε πολύ στριμωχτά. Δεν εμπόργα εγώ ας πούμε να πάω στη Χώρα , να βρω μια δουλειά και να βγάνω δέκα δραχμές και να πορεύομαι. Υπήρχανε μοναχά αγροτικές δουλειές, τα χτήματα. Γιατί λες πως όταν εγενιόντανε κορίτσι είχανε κατεβασμένα τα μούτρα; Γιατί θέλανε προίκα. Θέλανε προίκα. Κι αφού θέλανε προίκα, τι να κάμει ο κόσμος; Και να βάργε κάποια ο άντρας της δεν εμπόρειε να πάει στ’ μάνα της. Πού να πάει; Δεν είχε δουλειά. Αν είχε όμως δουλειά, να παίρνει ένα φράγκο μοναχά έστω, δεν θα είχε ανάγκη. Θα να λεε: Φίλε μου, δε σ΄ έχω ανάγκη. Φεύγω και πάω παραπέρα κι ας έχω και λία, να χω ψωμί να τρώω. Ήτανε πολύ δύσκολα τα πράματα. Τώρα είν΄ αλλιώς. Τότενες δεν εμπόρειε καμιά να κάμει απάνου. Τώρα μπορούνε. - Για τις σχέσεις ανάμεσα στα κορίτσια και τα αγόρια τότε και τώρα τι λες; - Τότενες, ακόμα και μικρές, οι κοπέλες δεν κουτάανε να κρίνουνε στα παιδιά (τα αγόρια). Δε εμπόρειες να κουβεντιάσεις μ ένα παιδί, γιατί αν σ’ έβλεπε ο αδερφός σου, αγλοίμανό σου. Θα σο λεε: Γιατί κουβέντιασες; Τι δουλειά είχες; Θα σε κάνω, θα σε ράνω… Δε θέλω να κουβεντιάζεις. Αλλά και τα παιδιά τα ποδάρια μιας κοπέλας μοναχά αν τηράζανε, ήθελ’ α βρούνε μπελιά. Σήμερα εμένανε δε μ’ αρέσει να κάνουνε τα παιδιά ό,τι τους καπνίσει (διστάζει), παρόλο που έτσι είν’ η ζωή και δεν μπορείς να κάμεις τίποτα. Όμως τώρα είναι πιο λεύτερα, είναι πολύ καλύτερα από παλιά. Ανθρώπινες σχέσεις: Ήφερα αλάτι για ούλη τη γειτονιά - Οι ανθρώπινες σχέσεις παλιά πώς ήτανε; - Ήτανε άλλες. Ο λόγος ήτανε συμβόλαιο. Ήτανε διαφορετικά. Στις αλυκές που πήα και δούλεψα ήφερα αλάτι για ούλη τη γειτονιά. Τώρα δεν τα κάνουνε αυτά. Κι ούλο τον κόσμο να ’χουνε δικό τους, δεν τους ενδιαφέρει ο άλλος. Αφού τώρα το καλοκαίρι που μαζώνονται στο χωριό κόσμος πολλούς δεν τους γνωρίζω.
Απολογισμός ζωής - Επέρασα καλά. Απ’ τη ζωή μου είμαι πολύ ευχαριστημένη. Στην αρχή της παντρειάς χρειάστηκε λίους καιρός για να πάρω το κολάι. Μετά ήμουνα διευθυντής στα πράματα. Δεν είχα γρίνα. Και στο χωράφι και στις ελιές μου και στο ζύμωμα και σ’ ούλες τσι δουλειές η Βασίλω πρώτη, που λένε. Με την κουνιάδα μου δεν ανταλλάξαμε ποτέ μια πικρή κουβέντα. Τη ρωτάω: - Ορή, Αγγέλω, είμαστε τόσα χρόνια μαζί. Σ’ έβρισα ποτέ, σ’ επρόσβαλα, σου ’πα ποτέ έστω μια λέξη, για να σε στενοχωρήσω; - Όχι, λέει. Ποτέ.
Πηγή : Τα Χορτάτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου