By Βιολέττα Σάντα On Τρίτη, Απριλίου 30th, 2013
Η Μεγάλη Βρύση – Γράφει ο Νίκος Βαγενάς
Η Fontanone* των Βενετσιάνων, αιώνες ολόκληρους υδροδοτούσε τη Χώρα και άρδευε τα περιβόλια της, ιδίως εκείνα που ευρίσκοντο από το σταυροδρόμι του Αγίου Μηνά, μέχρι και πιο πέρα από το Καλλιγώνι, στη θέση «Πέραμα», ενώ οι συνεχόμενες πεδινές εκτάσεις εποτίζοντο από τα νερά της «Σπασμένης» Βρύσης των νέων Καρυωτών.
Επρόκετο για μια πηγή (σήμερα έχει σφαλιστεί) στους πρόποδες του λοφίσκου που υψώνεται, δίπλα από το ’ξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής (ή της «Μεγαλο-βρυσιώτισσας») ακριβώς στα δεξιά του δρόμου, οδεύοντας προς το Καλλιγώνι.
Η μορφολογία του εδάφους απέτρεπε την χάραξη του δρόμου σε άλλη θέση, αφού το εξερχόμενο νερό, οδηγείτο σε μια τεράστια τεχνητή λίμνη, σ’ ένα νεροκράτη όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, τέτοιο έργο, στο τοπικό γλωσσάριο.
Το βάθος εκείνης της λίμνης ανήρχετο περί τα 2 μέτρα (ίσως και παραπάνω) ενώ ο πυθμένας ήταν λασπώδης, γλοιώδης και ρυπαρός, εξ’ αιτίας των σαπροφύτων που υπερ-αφθονούσαν στις παρυφές της. Έτσι, η μόνη σταθερή θέση για τον δρόμο ευρίσκετο στους πρόποδες του λόφου, όπου η ροή της πηγής για να μην καθιστά προβληματική τη διέλευση, διευθετήθη σε μορφή τοιχοκτίστου αυλακιού, το οποίο στη συνέχεια υπερκαλύφθη με ισχυρές λιθόπλακες, δημιουργώντας ένα τυπικό γεφυράκι.
Το εξερχόμενο νερό από το στόμιο του γεφυριού, μέσω δυο χανδακιών κατευθύνετο προς διαφορετικές τοποθεσίες. Το ένα, το ανατολικό, ήταν μικρού μήκους και με τοιχόκτιστες όχθες, οδηγούσε το νερό προς την λίμνη, επιτυγχάνοντας έτσι την σταθερή στάθμη της συγκεντρωμένης ποσότητας, αφού η πλεονάζουσα εξήρεχετο δι’ ενός άλλου χανδακιού το οποίο στη συνέχεια διεκλαδίζετο είτε προς τα περιβόλια είτε προς τους νερομύλους του Καλλιγωνίου.
Τα διάφορα αρχαία κατάλοιπα στην πεδιάδα του Καλλιγωνίου και της Χώρας, που παραπέμπουν σε αγροτο-βιοτεχνικές εγκαταστάσεις ή αγροικίες διαφόρων περιόδων (κλασσικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής) είναι αδιάψευστοι μάρτυρες ότι, από τότε, η Μεγάλη Βρύση έδινε ζωή στην περιοχή. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο η τεχνική λίμνη να ήταν ένα έργο πανάρχαιο και κατά πάσα πιθανότητα, η πλησιόχωρη κατακλυζομένη έκταση (όπως δι’ ανασκαφών απεδείχθη) στη κλειστή στροφή του Καλλιγωνίου, όπου επ’ αυτής ανηγέρθησαν τα (νεοφτιαγμένα) κτήρια που παρατηρούνται σήμερα, να ήτο ένα παρόμοιο έργο.
Το άλλο χανδάκι, εστερείτο τοιχοκτίστων παρειών, και οδηγούσε το νερό προς την πόλη, όχι για την ύδρευσή της αλλά για τα πλησιόχωρα προς αυτήν περιβόλια.
Την κεφαλή, την κυρία έξοδο της πηγής, σηματοδοτούσε εν εγκάρσιο, προς τον δρόμο, τοιχάριο, το οποίο απέληγε σε λιθόκτιστο υπερυψωμένο πεσσό, παρόμοιο με τοιχόκτιστο κίονα μεθ’ επιστέψεως. Στη φωτογραφία ** εμφαίνονται στα αριστερά του δρόμου δυο μικροί τετράπλευροι οικίσκοι (τα αντλιοστάσια), ενώ στο βάθος, όπου η βάση του καμπαναριού, το κελλί όπου διέμενε ο/οι ιερωμένος/οι σε κάποιο όχι και τόσο κοντινό παρελθόν. Απέναντι από το καμπαναριό υπήρχε ένας μεγάλος πλάτανος όπου οι έμμισθοι οδοποιοί, φρόντισαν να «μας απαλλάξουν» από την παρουσία του, καθώς επίσης την αυτή χρονική περίοδο «εξηφάνισαν» και τον αντίστοιχο της Σπασμένης Βρύσης.
Βλέπετε, οι σβέλτοι της ασφάλτου και οι αργο-ξυπνημένοι κρατικάνθρωποι, έπρεπε να είναι το συντομότερο δυνατόν στις υπηρεσίες τους, παρέχοντάς τους την δυνατότητα, της ιλιγγιώδους ταχύτητας.
Ήδη από τα μέσα του 19ου αι. σε αγγλικό σχεδιάγραμμα, με ιταλικούς τίτλους και επεξηγήσεις ομοίως στα Ιταλικά, εμφαίνεται η περιοχή της Μεγάλης Βρύσης και ο εν λόγω πλάτανος.
Μάλιστα ο ινζενιέρος (μηχανικός) τον προσδιορίζει ως βασικό στοιχείο αποκαλώντας τον ως Gran Platano. Από αυτό τεκμαίρεται ότι το δένδρο από τότε εχαρακτηρίζετο ως μεγάλο, το οποίο μάλιστα κατά την κοπή του είχε ήδη δημιουργήσει μεγάλο κούφωμα (κουφάλα), φανερώνοντας την μεγάλη ηλικία του.***
Η αιτιολογία γνωστή! Εθυσιάσθη χάριν της αναπτύξεως, όπως πιθανότατα θα υποστηρίζουν οι αντιθέτως φρονούντες, αλλά όμως εκείνο το οποίο χαρακτηρίζει την ανάπτυξη, να μη συνάδει, πρωτίστως, με τα, καλώς εννοούμενα, συμφέροντα ομάδας ατόμων ή φορέων. Δεν κοστίζει τίποτε στο να παρατηρήσει κανείς την κακάσχημη εικόνα που έχει διαμορφωθεί από το Καλλιγώνι μέχρι τον Άη Γιάννη. Μια κακόγουστη-άναρχη δόμηση και χαράξεις δρόμων, με πολλά ερωτηματικά, συνετελέσθησαν… βάσει Νόμου. Ξέφυγε το θέμα όμως!
Από την τεχνητή λίμνη, ξεκινούσε ένα άλλο αυλάκι, δηλαδή ένα κτιστό χαντάκι, επιμελημένης κατασκευής, το οποίο εκτός από τις τοίχινες όχθες του είχε τοίχινο και τον πυθμένα του. Από τα ελάχιστα ίχνη που ανευρέθηκαν, εφάνη ότι το κτιστό αυτό αυλάκι, εξετείνετο παράλληλα με τον επαρχιακό δρόμο και δη κατά την έννοια της αριστερής πλευράς τους, οδεύοντας προς το Καλλιγώνι.
Επί της, τότε, κλειστής στροφής και νυν κόμβου Καλλιγωνίου, το κτιστό αυλάκι διεχωρίζετο σε τρεις κλάδους. Ο μικρότερος, οδηγούσε προς τα αριστερά του πεδινού συνοικισμού του Καλλιγωνίου, προς την τοποθεσία «Βούρκος» εξ’ αιτίας του, κατά εποχές κατακλυζομένου, εδάφους. Επειδή το αυλάκι αυτό απέληγε στην ανωτέρω τοποθεσία, απεκαλέσθη ομοίως ως «Βούρκος».
Το δεξιό σκέλος, εξετείνετο κατά μήκος του επρχιακού δρόμου και απέληγε κάτω στην τοποθεσία «Πέραμα» κοντά στα Σουλαϊδοπουλέϊκα, ενώ το κεντρικό σκέλος διέσχιζε κατά μήκος τον πεδινό συνοικισμό του Καλλιγωνίου και αφού κινούσε δυο νερόμυλους, απέληγε στη θάλασσα. Το κεντρικό αυλάκι, καλούμενο και ως «μυλαύλακο» άρχιζε από τον σημερινό κόμβο στηριζόμενο πάνω στο καταρρευμένο αρχαίο τείχος.
Στα κενά του αρχαίου τείχους, συνεπεία της διαρπαγής του υλικού κατά το παρελθόν, έγινε η απαραίτητη συμπλήρωση με το ίδιο υλικό, σε δεύτερη χρήση. Το νερό οδηγείτο προς τον πρώτο νερόμυλο και συντελούσε στην κίνηση της μεγάλης, εξωτερικής, φτερωτής, η οποία περιστρέφετο όρθια, σύμφωνα με τον ρωμαϊκό τύπο φτερωτής.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του κατοίκου Περικλή Χαλικιά, ο νερόμυλος δεν άλεθε μόνο δημητριακά και καλαμπόκι, αλλά άλεθε επίσης και τον ελαιόκαρπο.
Το περισσεύον νερό οδηγείτο, μέσω της επεκτάσεως του ιδίου μυλαυλάκου προς τον παράκτιο νερόμυλο, ο οποίος διέφερε στη λειτουργία από τον προηγούμενο, αφού ηφτερωτή του ήτο εσωτερική και περιστρέφετο οριζοντίως. Φυσικά, δεν θα γίνει αναφορά στην υπάρχουσα κατάσταση των νερομύλων, καθ’ ότι το απαραβίαστον της ιδιωτικής περιουσίας και η αδιαφορία των παραγόντων περί πολιτισμικής ή παραδοσιακής κληρονομιάς, δεν συνηγορούν προς βελτίωση της εικόνας των.
Το χανδάκι που οδηγούσε προς την πόλη, αφού διέσχιζε την τοποθεσία «Μόρφη», η οποία σημειωτέον μετεπήδησε στο ειπωμένο χανδάκι, απέληγε στην περιοχή του Άη Μηνά, πίσω από τα μετέπειτα χάνια, και μέχρι την πρώτη δεκαετία του 19ου αι. στο «Χαντάκι», δηλαδή τη μεγάλη περιφερειακή τάφρο που προστάτευε τη Χώρα κατά το μέτωπο της εξοχής.
Τα στόμια της τάφρου («Χαντάκι») ευρίσκοντο κατά πλάτος της Χώρας, όπου το μεν βόρειο γειτνίαζε με την απομακρυσμένη, τότε, συνοικία του Αγίου Αντωνίου, το δε ανατολικό κοντά, στη σημερινή Αγία Κάρα. Έργο των Γάλλων του Μ. Ναπολέοντα, ένωνε τα νερά των δυο θαλασσών, φέροντας άγνωστο αριθμό γεφυρών. Πάντως η κεντρική ευρίσκετο στον Άγιο Μηνά κατ’ επέκταση της κεντρικής αγοράς, αφού σ’ εκείνο το σημείο συνέκλιναν οι στενοί, τότε, δρόμοι που οδηγούσαν προς το εσωτερικό του νησιού.
Επί Τουρκοκρατίας, υπήρχε δίκτυο υδρεύσεως, το οποίο εξεκινούσε από τη Μεγάλη Βρύση, δίχως όμως να υπάρχει σαφής εικόνα ή μαρτυρία της πορείας του. Πάντως, δεν πρέπει να απείχε και πολύ από τον σημερινό επαρχιακό δρόμο αν κρίνει κανείς, ότι τμήμα του, επεκαλύφθη στο οικόπεδο Γιάννη Κουνιάκη (Σκουλήκης) κατά την διενέργεια σωστικών ανασκαφών κατά το 1992, αλλά και παλαιότερα κατά το 1965-66 όπου αναινίσθη το δημοτικό δίκτυο υδρεύσεως.http://www.kolivas.de
Μεσούσης της δεκαετίας του 1950, η Μεγάλη Βρύση είχε χάσει την μεγάλη κίνηση που είχε, αφού η συντήρηση της πηγής είχε ελαττωθεί λόγω των νέων έργων αντλήσεως του νερού. Παρ’ όλα αυτά όμως εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται από τις λαϊκές γυναίκες όπου με μπόγους στο κεφάλι, πήγαιναν για πλύσιμο χονδρορούχων, μαλλιών ακόμη και ασπρορούχων κάνοντας μάλιστα και τη χρήση του (ξυλο)κόπανου για ορισμένες κατηγορίες απ’ αυτά. Οι, γνωστές, σούδες είχαν αρχίσει να χορταριάζουν και ανάλογα με τις εποχές τις επισκέπτονταν οι κυνηγοί για νερόκοττες ή μπεκάτσες.
Καμμιά φορά στην τεχνική λίμνη «έπεφταν» ως και παπιά ακόμα, όπου τα κτυπημένα πουλιά τα έβγαζαν με τη βοήθεια του σκύλλου. Επίσης μαζί με το εξερχόμενο νερό της πηγής, έβγαιναν χέλια (και κάπως σπάνια) ως και ένα είδος παγουριών (καβούρια), τα οποία στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν, εκρύβοντο μέσα στα κάρδαμα, που εφύτρωναν μέσα στις σούδες και στις όχθες.
Ως συνήθως, σύμφωνα με τη ρήση του Ηρακλείτου «τα πάντα ρει», έτσι κι εδώ τα πάντα έρρευσαν και αποξεχάστηκε μια εποχή έντονης και παραγωγικής δραστηριότητας, που απευθυνόταν προς όλους. Σήμερα η εικόνα δεν θυμίζει απολύτως τίποτε από ’κείνο το παρελθόν και ίσως ο χώρος να είναι γνωστός μόνον στους παλιούς, όσοι έχουν απομείνει, κοιτάζοντας το καμπαναριό της Μεγαλοβρυσιώτισσας.
(*) Fontana = Πηγή – φυσική και ενίοτε τεχνητή κρήνη.
Fontanone = Η μεγάλη πηγή – κρήνη – βρύση
Fontanone = Η μεγάλη πηγή – κρήνη – βρύση
(**) Η φωτογραφία προέρχεται από το Λεύκωμα του «Ορφέα» που εξέδοσε στα 1954 υπό τον τίτλο «ΛΕΥΚΑΣ». Στα δεξιά, απαθανατίζεται ο «Gran Platano» και τα κτίσματα κάποιου βυρσοδεψείου, το οποίο τότε είχε πάψει, ήδη, να λειτουργεί.
(***) Το σχεδιάγραμμα του χάνδακα της «Fontanone» υπάρχει στο Ιστορικό αρχείο Λευκάδας.
http://www.kolivas.de
http://www.kolivas.de
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου