το νέο μουσείο της (αρχαίας) Ακρόπολης ΙΙ

http://anamorfosis.net/blog/?p=1081


Ένας νεόπλουτος ημιμαθής:

 το νέο μουσείο της (αρχαίας) Ακρόπολης ΙΙ

Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου εξετάσαμε
 τις αρχαιολογικές και μουσειολογικές παραμέ­τρους,
 στις οποίες το νέο μουσείο της Ακρόπολης 
παρουσιάζει μια σειρά από σοβαρά σημεία ανεπάρκειας.
 Ασχοληθήκαμε με την σχέση κτηρίου και εκθεμάτων, 
καθώς και με το γενικότερο σύστημα πα­ρουσίασης 
των αρχαίων ευρημάτων. Στο τέλος του κειμένου 
υπονοήσαμε ότι εκεί που η πε­ριήγηση στο μουσείο 
τελειώνει, στον αποθαυμασμό δηλαδή του Παρθενώνα
 στον ανώ­τερο όροφο, εκεί ακρι­βώς αρχίζει
 να αναφαίνεται το πιο θεμελιώδες ίσως πρόβλημα
 στην φιλο­σοφία του νέου μουσείου. Ποιο μπορεί να είναι αυτό;
parthenon-1.jpg
Ο Παρθενώνας κατά τον 17ο αιώνα.
Όταν επισκεπτόμαστε μια σημαντική αρχαιολογική θέση, 
πιστεύουμε συνήθως πως αυτό που αντικρίζουμε 
είναι ότι άφησε πίσω του ο χρόνος. Συχνά όμως στην
 πραγματικότητα η κατά­σταση διατήρησης κάποιων
 αρχαίων καταλοίπων έχει να κάνει λιγότερο 
με το μακραίωνο του παρελθόντος και περισσό­τερο 
με συγκεκριμένες ερευνητικές ή ιδεολογικές κατευθύνσεις 
του πα­ρόντος. Όταν π.χ. επισκε­πτόμαστε 
την ακρόπολη των Μυκηνών, δεν αντικρίζουμε 
το σύνολον των αρχαίων καταλοίπων αυτής της θέσης,
 αλλά μόνο αυτά που αποτέλεσαν κάποτε 
το ερευ­νητικό ενδιαφέρον ενός συ­γκεκριμένου ανθρώπου, 
του Ερρίκου Σλήμαν. Απομακρύνοντας τα μεταμυκηναϊκά
 ίχνη χρήσης του χώρου (αρχαϊκά, ελληνιστικά, 
βυζαντινά), ο Γερμανός ερευνη­τής ταύτισε την
 θέση με μία ορισμένη περίοδο της ιστορίας της 
(την κατ΄ αυτόν ομηρική) και ανέδειξε αποκλειστικά αυτήν.
Το ίδιο ακριβώς σύμπτωμα απαντά και 
στην Ακρόπολη των Αθηνών. Αυτό που αντικρίζει
 ο σημερινός επισκέπτης είναι μια προσπάθεια 
ανάκλησης της μορφής του χώρου στο δεύτερο
 ήμισυ του 5ου αι. π.Χ., όταν δηλαδή αυτός απέκτησε 
την μνημειακότερη μορφή του κατά την αρ­χαιότητα.
 Στους επόμενους αιώνες ο χώρος του κλασικού 
ιερού γνώρισε καταστροφές, επι­σκευές, μετασκευές,
 εμπλουτίστηκε με αναθήματα, επιγραφές, 
προσκτίσματα, πύργους, μιναρέ­δες και τζαμιά. 
Το κυριότερο: για πάνω από 2500 χρόνια, από
 το πρώτο μισό της 1ης χιλιετίας π.Χ. ως τον 
19ο αιώνα μ.Χ., η αθηναϊκή Ακρόπολη αποτελούσε 
τόπο θρησκευτικής λατρείας. Στο πλαίσιο μιας 
αδιάσπαστης γραμμής συνέχειας στην χρήση του χώρου, 
η Ακρό­πολη – πα­ράλληλα προς τις κατά καιρούς παράπλευρες
 λειτουργίες της (κάστρο, κατοικία αρχόντων, κ.α.) – 
έγινε προσκύνημα διαδοχικά της αρχαίας ελληνικής, 
της χριστιανικής και της μουσουλμα­νικής θρησκείας. 
Η γραμμή αυτή διακόπτεται τον 19ο αιώνα, όταν 
η τότε κυρίαρχη γερμανική κλασι­κιστική αντίληψη για
 την αποκατάσταση των αρχαίων μνημείων και η
 εγχώρια ετερό­φωτη αντίληψη της ελλη­νικής ιστορίας
 ως γέφυρας που συνδέει το παρόν απευθείας 
με το κλα­σικό παρελθόν συνερ­γούν σε μια παράδοξη
 προσπάθεια: να αναδείξουν την ιστορική συ­νέχεια 
του ελληνισμού δια­κόπτοντάς την. Το μικρό τέμενος
 που υπήρχε στο εσωτερικό του Παρθενώνα (εικ. 2) 
δεν μετατρέπεται, όπως θα συνέβαινε σε παλαιότερες
 εποχές, σε χριστιανικό ναό, αλλά απομα­κρύ­νεται 
από την Ακρό­πολη μαζί με όλα τα υπόλοιπα 
κατάλοιπα που δεν εί­χαν σχέση με την κλα­σική εποχή.
 Πολλά από αυτά, κατασκευασμένα από πιο
 φθαρτά υλικά εν σχέσει προς τα ολομάρμαρα 
κλασικά μνημεία, είχαν καταρρεύσει ή πέσει 
θύματα ανθρώπινων παρεμ­βάσεων ήδη σε 
περα­σμέ­νες εποχές. Στις περιπτώσεις εκείνες
 δεν επρόκειτο ωστόσο για συνειδη­τές επεμ­βά­σεις
 φο­ρέων της σύγχρονης επιστήμης και αρχαιολογίας. 
Οι ιστορικές αντι­λήψεις που οι τελευ­ταίοι θέ­λησαν
 τον 19ο αι. να προβάλλουν επάνω στην αθηναϊκή
 Ακρόπολη (ύπαρξη «ανώ­τερων» και «κατώτερων»
 ιστορικών περιόδων, αξιολογική διάκριση των
 κοινω­νιών του πα­ρελθό­ντος σε «φωτει­νές» και 
«σκοτεινές», ιδεολογικοποιημένη ψυχολογική 
ταύτιση με κάποιες περιό­δους και…απάρνηση άλλων) 
καταδικάζονται σήμερα ακόμη και από τον εν 
ισχύ στη χώρα μας αρ­χαιολογικό νόμο που απαγορεύει
 πλέον την κατεδάφιση αρχιτε­κτονικών λει­ψάνων στις ανα­σκαφές.
Και αν τον 19ο αι. έγιναν στην Ακρόπολη οι αναφερθείσες 
επεμβάσεις, κι αν ακόμη δεχθούμε πως τα λείψανα των
 βυζαντινών και νεότερων φάσεων δεν ήταν 
όντως τότε ούτε καν αναστη­λωτέα, πως 
εκπροσωπούνται τουλάχιστον εν έτει 2009 στο
 νεόκτιστο μουσείο της Ακρόπολης τα «χαμένα» 
περ. 1200 χρόνια (6ος –19ος αι. μ.Χ.-) της 
ιστορίας της; Δυστυχώς (πλην της κακώς
 λογοκριθείσαςβιντεοταινίας με καλλιτεχνικό όμως
 [ή καλλιτεχνίζοντα ιδεοληπτικό] και όχι ενη­μερωτικό χαρακτήρα) μόνον από μια μα­κέτα της μεσαιωνικής Ακρόπολης, η οποία βρίσκεται σε μια γωνία του πρώ­του ορόφου και προξενεί την περιέργεια των τουριστών, κυρίως επειδή δεν συνοδεύεται από κα­νένα ενημερω­τικό κείμενο. Είναι η μακέτα για την οποία κάναμε λόγο στο τέλος 
του πρώτου μέρους του άρθρου και η οποία 
αναδεικνύει μάλλον το κενό που προ­ορίζεται να καλύψει.
 Ανα­πόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης 
ημι-ιστορίας είναι φυσικά η ημιμά­θεια. 
Ο επι­σκέπτης του νέου μουσείου της Ακρόπολης 
δεν πρόκειται π.χ. να προβληματιστεί ποτέ για το 
ότι η εξέ­χουσα θέση που κατέ­χει σήμερα στην συνείδησή μας
 ο Παρθενώνας εν σχέ­σει προς τα Προπύ­λαια
 ή το Ερέ­χθειο είναι καθώς φαίνεται κληρονο­μιά
 περισσότερο των βυζα­ντινών χρό­νων και λιγότερο 
της αρ­χαι­ότητας. Ως χριστιανική εκκλη­σία
ο Παρθενώνας υπήρξε στα χρόνια του Βυ­ζαντίου 
πολύ πιο σημαντικός υπερτοπικά από ότι υπήρξε 
ποτέ ως αρχαίος ναός. Η αρχαία Ακρό­πολη χρω­στούσε
 την φήμη της όχι τόσο στον χαρακτήρα της 
ως ιερού όσο στην ανάδειξή της σε ιδεολο­γικοπολιτικό
 σημείο αναφοράς για την πόλη των Αθηνών και
 σε διάσημο καλλιτε­χνικό αξιοθέ­ατο. Αντιθέτως,
 η Πα­ναγία η Αθηνιώ­τισσα υπήρξε για αιώνες 
ένα από 3-4 σημα­ντικότερα προ­σκυνήματα του 
ανατο­λικού χριστιανι­σμού οδηγώ­ντας στα­διακά 
στην ταύτιση σχεδόν ενός άλ­λοτε ευρύτερου 
αρχιτε­κτονικού συγκρο­τήματος με ένα μό­νον 
από τα αρχικά του μέρη. Τίποτα επίσης δεν 
πρόκειται να μάθει ο επισκέπτης για την 
άσβε­στη λαμπάδα του Βασι­λείου του Β΄
 (διάσημο ανάθημα των αρ­χών του 11ου αι., 

στο οποίο πιθα­νώς έχει τις ρίζες της η 
μεταγενέστερη φιλολογία περί της ειδικής «σχέσης»
 Παρθενώνα και αττι­κού φωτός) ή το μω­σαϊκό της
αψίδας που κατά την παράδοση δεν μπόρε­σαν να καλύψουν οι Τούρ­κοι.
 Τίποτα και για το «λί­θινο χρο­νικό» (το πλήθος 
των με­σαιωνικών επιγραφών στην Ακρό­πολη).
 Εκτός αυτών, στο σκοτάδι μέ­νει ο επι­σκέπτης
 και ως προς κάποια στοιχεία της ση­μερι­νής 
μορφής του Παρθε­νώνα που ανά­γονται σε 
μεταγενέστερες της κλασικής εποχές. 
Ατενί­ζο­ντας δηλ. την Ακρόπολη από τον 
δεύ­τερο όροφο του νέου μουσείο (αί­θουσα 
Παρθενώνα) βλέπει κανείς μια πλευρά του κτη­ρίου, 
στην οποία κά­ποιοι κίονες είναι πε­ρισσό­τερο «φαγωμέ­νοι»,
 σώ­ζονται δηλ. σε χαμηλό­τερο ύψος από τους 
υπό­λοιπους. Είναι το ση­μείο στο οποίο προ­σέκρουσε το μοιραίο βλήμα του
 βενε­τικού πυ­ροβολικού το έτος 1687. Θα ήταν σίγουρα
 χρήσιμο στον επι­σκέπτη ένα ενημερω­τικό 
κείμενο στο σημείο παρατήρησης, στο οποίο θα 
μπορούσε να γίνεται μνεία και των 300 περίπου 
ανθρώπων (πολλοί γυναίκες και παιδιά) που κατά 
την έκρηξη βρήκαν τον θάνατο στο εσωτερικό του ναού.
Επειδή φυσικά η φιλοσοφία της έκθεσης δεν 
πρόκειται να αλλάξει (την κάλυψη των 
σχετικών κενών αναλαμβάνουν ήδη ατομικές 
πρωτοβουλίες), θα ήταν πιο πρακτικό να 
τροποποιηθεί η ονομασία του νέου μουσείο 
επί το ακριβέστερον:μουσείο της αρχαίας Ακρόπο­λης.
 Σε αυτή την περίπτωση θα υπάρχει βέβαια ένα μικρό 
πρόβλημα με τα αρχαιολογικά ευρή­ματα στην είσοδο 
του μουσείου, τα οποία κατά ειρωνικό τρόπο ανήκουν
 ως επί το πλείστον στην βυζαντινή περί­οδο 
και θα προκαλούν εύλογες απορίες στον 
απροκατάληπτο επισκέπτη…
Συνοψίζοντας το άρθρο ως όλον μπορεί να 
υποστηριχθεί ότι το νέο μουσείο της Ακρόπολης
 θυ­μίζει την χαρακτηριστική εκείνη συνύπαρξη 
υπερσύγχρονου και υπανάπτυκτου που συναντά

 κανείς σε κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες. 
Η υψηλού επιπέδου μοντέρνα αρχιτε­κτονική του
 κτηρίου και η προσπάθεια μιας διαλεκτικής 
ανάμεσα σε δύο απομακρυσμένες αρχιτεκτονι­κές εποχές 
(κλασική και σύγχρονη) συνυπάρχουν με την απουσία
 μουσειο­λογικής μέριμνας για την αρμο­νική σχέση
 κτηρίου και ευρημάτων, με κραυγαλέα ελλείμματα
 συστήματος και μεθόδου στην γνώση (άρα και 
παρουσίαση) των εκθεμάτων, καθώς και με 
ιδεολογικοποιημένα σχήματα-αντι­λήψεις περί 
ιστορίας που ανήκουν στην νηπιακή ηλικία της
 εξέλιξης των σύγχρονων επιστη­μών. Ιδίως η 
ετερόφωτη κλασικιστική εμμονή περασμένων αιώ­νων
 με την ανάδειξη μόνον της αρ­χαίας και κυρίως της
 κλασικής εποχής δεν συντηρεί απλώς
 μια νοσηρή συμπλεγματική στάση έναντι του 
δυτικού κόσμου, αλλά οδηγεί σαφώς και στην
 ημιμάθεια εκείνη που ούτως ή άλλως κρύβεται 
στην ρίζα τέτοιων ψυχολογικών αντιδράσεων. Υπό 
το πρίσμα αυτό, το μάλλον αδιαμ­φισβήτητο απο­τέλεσμα 
είναι ότι το νέο μουσείο της (αρ­χαίας) Ακρόπολης 
ανήκει στα έργα εκείνα που επενδύουν όχι στην 
συστηματική γνώση, αλλά στον επιφανειακό 
εντυπωσιασμό. Κι αν κρίνει κανείς από τις πρώτες
 αντιδράσεις των περισσοτέρων επισκεπτών, 
η επέν­δυση ήταν μάλλον σωστή…
parthenon-2.jpg
2. Ο Παρθενώνας από ΒΔ, 1839. Δαγγεροτυπία.
Εικόνες από: Π. Τουρνικιώτης (επιμ.), 
Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρό­νια
Μέλισσα 1994, σελ. 154, εικ. 20 και σελ. 193, εικ. 52.

Δεν υπάρχουν σχόλια: