Νάνος Βαλαωρίτης
Εκ πρώτης όψεως θα έλεγε κανείς ότι προσφέρεται το τόσο άγριο και βραχώδες νησί - η «Λευκάδα Πέτρη» του Ομήρου : παρ ' δ ' (σαν ώκεανο ϊο ροάς καί Λευκάδα πέτρην για την δημιουργία ποιητών.
Όμως η Λευκάδα του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού συναγωνίζεται λαμπρά τη Ζάκυνθο με τρεις ποιητές : Κάλβο, Σολωμό, Φώσκολο και την Κεφαλονιά με τους κυρϊως σατυρικούς Άβλιχο και Λασκαράτο. Όσο για την Κέρκυρα ο Πολυλάς δεν συγκρίνεται σε ανάστημα με τους δυο Λευκαδίτες. Η Κέρκυρα είναι μάλλον ένα νησί πεζογράφων (πλην του Ζακυνθινού Ξενόπουλου) και απουσιάζουν στη Λευκάδα - Δεν μιλάω για τυχόν συγχρόνους σε καμιά από τις δυο περιπτώσεις πεζογράφων-ποιητών, γιατί νέοι τείνουν να ανατρέψουν την ιστορική εικόνα μας. σημαντικές παρουσίες : π.χ. ο Νίκος Φωκάς και ο Αντρέας Παγκαλάτος, ποιητές Κεφαλλονίτες και ο φ. Δρακουταείδης, σημαντικός λευκάδιος πεζογράφος και άλλοτε ασφαλώς που είτε το ξεχνώ, είτε δεν το έχω υπόψη μου.
Στη Λευκάδα ξεχωρίζουν από τους νεώτερους ποιητές ο άτυχος Κυριάκος Φραγκούλης, που τον χάισαμε νωρίς πρόσφατα και ο Σπύρος Βρεττός : Ας μην ξεχνάμε και τους δυο σημαντικούς λόγιους και ποιητές με τον τρόπο τους, τον Ιωάννη και Σπύρο Ζαμπέλιο. Δεν παραγνωρίζω την παρουσία αναρίθμητων ιστορικών και φιλολόγων ιιτην Λευκάδα το 19° αιώνα.
Η μεγαλοφυία του Σολωμού σκόνταφτε συνεχώς στον ειδικό τρόπο που έμαθε τα ελληνικά απ" τη μάνα τους - χωρίς παιδεία, αφού τόσο νέος στάλθηκε στην Ιταλία.
Είχε μια προφορική, παρθένα γνώση της, με μια Ιταλική παιδεία που του έδινε μια άλλη διάσταση, κλασσική, ρομαντική ή ειδυλλιακή και την εμπειρία του γραπτού λόγου. Το ίδιο και ο Κάλβος με παιδεία ελληνική, κλασσική αλλά με την ηθελημένη άγνοια της ομιλημένης, ενώ ο Φώσκολος που διαλέγει ολόψυχα τα ιταλικά για να εκφράσει τον παθιασμένο ρομαντισμό του
Η ανισορροπία των τριών αυτών προικισμένων ποιητών φανερώνει την αστάθεια της ελληνικής συνείδησης γύρω από τη γλώσσα : και συνεπώς γύρω από το θέμα της έκφρασης, κυρίως ποιητικής. Αυτό το πρόβλημα δεν παρουσιάζεται με τους δυο λευκάδιους.
Ο μέν Βαλαωρίτης με κλασσική παιδεία αρχίζει να γράφει στην καθαρεύουσα, και κατόπιν μόνο στη δημοτική στα ποιήματα αλλά όχι στα πεζά του.
Η δημοτική του είναι άνετη, αφηγηματική και ποιητική συνάμα.
Εχει μια άνεση εκπληκτική για την εποχή, όπου ελάχιστοι ποιητές έγραφαν στη δημοτική. "Ηταν η άπλα του λόγου του και ικανότητα να μην κομπιάζει όπως ο Σολωμός. Βέβαια ο προσανατολισμός του ήταν διαφορετικός , επικο-δραματικός αντί για λυρικο-φιλοσοφικός, στην πλειονότητα των ποιημάτων του. Δεν υπάρχει όμως άλλος ποιητής με του εύρος της εκφραστικής του δύναμης. Από αυτόν βγαίνουν ο Παλαμάς απ" τη μια και ο Σικελιανός από την άλλη - όπου η δημοτική γλώσσα με τον Παλαμά συνεχίζει την Ιστορική κατεύθυνση του Βαλαωρίτη, τουλάχιστον στα μεγάλα ποιήματα και το Σικελιανό ωριμάζει και σαν φρούτο μεστό πια ξεχωρίζει στο επίπεδο της γλώσσας από πλούτο εικόνων, εκφράσεων και λεκτικών σχηματισμών πρωτόγνωρων :
Η ρίζα της ποίησής μας είναι ασφαλώς αυτοί οι δυο - ενώ το άνθος είναι ο Σολωμός - ένα άνθος τόσο ξύστρωτο, όπως αυτά που ανθούν για ένα σύντομο διάστημα και έπειτα σrωπούν.
Η Λευκάδα Πέτρη παράγει τον κορμό που τα παρακλάδια του είναι οι άλλοι.
Συχνά τείνουμε να αγνοούμε τον κορμό για τα κλαριά γιατί εκεί βγαίνουν τα άνθη και ο καρπός. Ασφαλής ο Σικελιανός, είναι ένας μεστός καρπός - του οποίου ο Βαλαωρίτης είναι το κλαρί, ο κορμός που του δίνει τη δυνατότητα να εκφραστεί.
Και ο Παλαμάς και ο Σικελιανός έπλεξαν το εγκώμιο του Βαλαωρίτη στον οποίο οφείλουν το μεγαλύτερο ύφος της ποιητικής τους αυτοπεποίθησης.
Αλλιώς μένουμε με τους δυο εκκεντρικούς, τον Κάλβο και τον Καβάφη.
Μεγάλοι ποιητές ασφαλώς αλλά όχι παραφυάδες της μεγάλης δημοτικής προφορικής παράδοσης. Όπως έγραψε ο Φωριέλ (που πρώτος συνάθροισε τα δημοτικά)- στην εισαγωγή του :
«Η Ελλάδα έχει έναν μεγάλο ποιητή, τον ελληνικό λαό.
Έκανε εντύπωση στον Ευρωπαίο ο εκφραστική δύναμη της λαϊκής γλώσσας -πράγμα που συνέβαινε ίσως μόνο στις Άγγλο-σκωτσέζικες μπαλάντες ..
. Έτσι πίσω από τον Βαλαωρίτη και το Σικελιανό είναι πάντα ο ελληνικός λαός.
Και βέβαια πολύ άμεσα και από το Σολωμό. Όμως δεν πρέπει όπως οι καθαρεύοντες υπερκριτικοί, όπως ο Αποστολάκης, να κατηγορούμε την προσωπική ποίηση εν ονόματι της δημοτικής, γιατί πρόκειται για πολύ διαφορετικά προϊόντα, το γραπτό και το προφορικό.
Κανένας δεν κατηγόρησε τους Κόλεριντζ και Γουόρνττζορθ ότι πρόδωσαν το πνεύμα των λαϊκών μπαλάντων. Απλώς γράφανε προσωπική ποίηση και όχι συλλογική. Ο Λευκαδίτικος λαός έχει ανάμεικτο πληθυσμό- άλλοι από τον Κρήτη, πρόσφυγες του 17°" μάλλον, πρόσφυγες από την 'Ηπειρο κυρίως και την ακαρνανία.
Οι μεσαιωνικοί λευκαδίτες θερισμένοι απ" τις επιδημίες της πανώλης, έμειναν πολύ λίγοι. Όμως αυτές οι εισδοχές, με τον νησιώτικο συντηρητισμό, που έκανε να υπάρχουν ακόμα σήμερα οι γυναικείες ενδυμασίες και βέβαια ο πλούτος της προφορικής παράδοσης δημιούργησαν ένα κλίμα ετερόκλιτο και ρωμαλέο. Από αυτό το μίγμα βγήκε ένας φλογερός ρομαντικός ποιητής, που ήθελε να ιστορήσει τις πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας των αγωνιστών του "21 για να μην ξεχαστούν και ετοίμασε τη συλλογή τα Μνημόσυνα, που είχαν σχέση όχι μόνο με τα ελεγειακά ποιήματα στο θάνατο φίλων και συγγενών, αλλά και επικολυρικά, όπως ο Αστραπό yιαωος, η Φυγή, ο Κατσαντώνης, που μνημόνευιrtν ηρωικές θυσίες και κατορθώματα. Αντίθετα με το Βαλαωρίτη για τον οποίο οι εξωτερικές πράξεις ήταν το κύριο θέμα του, ο Σικελιανός εστιάστηκε στην εσωτερικότητα, σε έναν υβρίιδο και συγκριτικό μυστικισμό που περιέχει όλες τις θρησκείες- ένα είδος θεοσοφικής αποκάλυιμης, και κυρίως τον αρχαιοελληνικό παγανισμό. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να επεκτείνει το Διονυσιασμό, και στο όνομα του Χριστού, της Θεομήτορος, της Μαγδαληνής, μαζί με την Ελένη της «Τροίας» και τους «Αργοναύτες».
Όμως η Λευκάδα του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού συναγωνίζεται λαμπρά τη Ζάκυνθο με τρεις ποιητές : Κάλβο, Σολωμό, Φώσκολο και την Κεφαλονιά με τους κυρϊως σατυρικούς Άβλιχο και Λασκαράτο. Όσο για την Κέρκυρα ο Πολυλάς δεν συγκρίνεται σε ανάστημα με τους δυο Λευκαδίτες. Η Κέρκυρα είναι μάλλον ένα νησί πεζογράφων (πλην του Ζακυνθινού Ξενόπουλου) και απουσιάζουν στη Λευκάδα - Δεν μιλάω για τυχόν συγχρόνους σε καμιά από τις δυο περιπτώσεις πεζογράφων-ποιητών, γιατί νέοι τείνουν να ανατρέψουν την ιστορική εικόνα μας. σημαντικές παρουσίες : π.χ. ο Νίκος Φωκάς και ο Αντρέας Παγκαλάτος, ποιητές Κεφαλλονίτες και ο φ. Δρακουταείδης, σημαντικός λευκάδιος πεζογράφος και άλλοτε ασφαλώς που είτε το ξεχνώ, είτε δεν το έχω υπόψη μου.
Στη Λευκάδα ξεχωρίζουν από τους νεώτερους ποιητές ο άτυχος Κυριάκος Φραγκούλης, που τον χάισαμε νωρίς πρόσφατα και ο Σπύρος Βρεττός : Ας μην ξεχνάμε και τους δυο σημαντικούς λόγιους και ποιητές με τον τρόπο τους, τον Ιωάννη και Σπύρο Ζαμπέλιο. Δεν παραγνωρίζω την παρουσία αναρίθμητων ιστορικών και φιλολόγων ιιτην Λευκάδα το 19° αιώνα.
Η μεγαλοφυία του Σολωμού σκόνταφτε συνεχώς στον ειδικό τρόπο που έμαθε τα ελληνικά απ" τη μάνα τους - χωρίς παιδεία, αφού τόσο νέος στάλθηκε στην Ιταλία.
Είχε μια προφορική, παρθένα γνώση της, με μια Ιταλική παιδεία που του έδινε μια άλλη διάσταση, κλασσική, ρομαντική ή ειδυλλιακή και την εμπειρία του γραπτού λόγου. Το ίδιο και ο Κάλβος με παιδεία ελληνική, κλασσική αλλά με την ηθελημένη άγνοια της ομιλημένης, ενώ ο Φώσκολος που διαλέγει ολόψυχα τα ιταλικά για να εκφράσει τον παθιασμένο ρομαντισμό του
Η ανισορροπία των τριών αυτών προικισμένων ποιητών φανερώνει την αστάθεια της ελληνικής συνείδησης γύρω από τη γλώσσα : και συνεπώς γύρω από το θέμα της έκφρασης, κυρίως ποιητικής. Αυτό το πρόβλημα δεν παρουσιάζεται με τους δυο λευκάδιους.
Ο μέν Βαλαωρίτης με κλασσική παιδεία αρχίζει να γράφει στην καθαρεύουσα, και κατόπιν μόνο στη δημοτική στα ποιήματα αλλά όχι στα πεζά του.
Η δημοτική του είναι άνετη, αφηγηματική και ποιητική συνάμα.
Εχει μια άνεση εκπληκτική για την εποχή, όπου ελάχιστοι ποιητές έγραφαν στη δημοτική. "Ηταν η άπλα του λόγου του και ικανότητα να μην κομπιάζει όπως ο Σολωμός. Βέβαια ο προσανατολισμός του ήταν διαφορετικός , επικο-δραματικός αντί για λυρικο-φιλοσοφικός, στην πλειονότητα των ποιημάτων του. Δεν υπάρχει όμως άλλος ποιητής με του εύρος της εκφραστικής του δύναμης. Από αυτόν βγαίνουν ο Παλαμάς απ" τη μια και ο Σικελιανός από την άλλη - όπου η δημοτική γλώσσα με τον Παλαμά συνεχίζει την Ιστορική κατεύθυνση του Βαλαωρίτη, τουλάχιστον στα μεγάλα ποιήματα και το Σικελιανό ωριμάζει και σαν φρούτο μεστό πια ξεχωρίζει στο επίπεδο της γλώσσας από πλούτο εικόνων, εκφράσεων και λεκτικών σχηματισμών πρωτόγνωρων :
Η ρίζα της ποίησής μας είναι ασφαλώς αυτοί οι δυο - ενώ το άνθος είναι ο Σολωμός - ένα άνθος τόσο ξύστρωτο, όπως αυτά που ανθούν για ένα σύντομο διάστημα και έπειτα σrωπούν.
Η Λευκάδα Πέτρη παράγει τον κορμό που τα παρακλάδια του είναι οι άλλοι.
Συχνά τείνουμε να αγνοούμε τον κορμό για τα κλαριά γιατί εκεί βγαίνουν τα άνθη και ο καρπός. Ασφαλής ο Σικελιανός, είναι ένας μεστός καρπός - του οποίου ο Βαλαωρίτης είναι το κλαρί, ο κορμός που του δίνει τη δυνατότητα να εκφραστεί.
Και ο Παλαμάς και ο Σικελιανός έπλεξαν το εγκώμιο του Βαλαωρίτη στον οποίο οφείλουν το μεγαλύτερο ύφος της ποιητικής τους αυτοπεποίθησης.
Αλλιώς μένουμε με τους δυο εκκεντρικούς, τον Κάλβο και τον Καβάφη.
Μεγάλοι ποιητές ασφαλώς αλλά όχι παραφυάδες της μεγάλης δημοτικής προφορικής παράδοσης. Όπως έγραψε ο Φωριέλ (που πρώτος συνάθροισε τα δημοτικά)- στην εισαγωγή του :
«Η Ελλάδα έχει έναν μεγάλο ποιητή, τον ελληνικό λαό.
Έκανε εντύπωση στον Ευρωπαίο ο εκφραστική δύναμη της λαϊκής γλώσσας -πράγμα που συνέβαινε ίσως μόνο στις Άγγλο-σκωτσέζικες μπαλάντες ..
. Έτσι πίσω από τον Βαλαωρίτη και το Σικελιανό είναι πάντα ο ελληνικός λαός.
Και βέβαια πολύ άμεσα και από το Σολωμό. Όμως δεν πρέπει όπως οι καθαρεύοντες υπερκριτικοί, όπως ο Αποστολάκης, να κατηγορούμε την προσωπική ποίηση εν ονόματι της δημοτικής, γιατί πρόκειται για πολύ διαφορετικά προϊόντα, το γραπτό και το προφορικό.
Κανένας δεν κατηγόρησε τους Κόλεριντζ και Γουόρνττζορθ ότι πρόδωσαν το πνεύμα των λαϊκών μπαλάντων. Απλώς γράφανε προσωπική ποίηση και όχι συλλογική. Ο Λευκαδίτικος λαός έχει ανάμεικτο πληθυσμό- άλλοι από τον Κρήτη, πρόσφυγες του 17°" μάλλον, πρόσφυγες από την 'Ηπειρο κυρίως και την ακαρνανία.
Οι μεσαιωνικοί λευκαδίτες θερισμένοι απ" τις επιδημίες της πανώλης, έμειναν πολύ λίγοι. Όμως αυτές οι εισδοχές, με τον νησιώτικο συντηρητισμό, που έκανε να υπάρχουν ακόμα σήμερα οι γυναικείες ενδυμασίες και βέβαια ο πλούτος της προφορικής παράδοσης δημιούργησαν ένα κλίμα ετερόκλιτο και ρωμαλέο. Από αυτό το μίγμα βγήκε ένας φλογερός ρομαντικός ποιητής, που ήθελε να ιστορήσει τις πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας των αγωνιστών του "21 για να μην ξεχαστούν και ετοίμασε τη συλλογή τα Μνημόσυνα, που είχαν σχέση όχι μόνο με τα ελεγειακά ποιήματα στο θάνατο φίλων και συγγενών, αλλά και επικολυρικά, όπως ο Αστραπό yιαωος, η Φυγή, ο Κατσαντώνης, που μνημόνευιrtν ηρωικές θυσίες και κατορθώματα. Αντίθετα με το Βαλαωρίτη για τον οποίο οι εξωτερικές πράξεις ήταν το κύριο θέμα του, ο Σικελιανός εστιάστηκε στην εσωτερικότητα, σε έναν υβρίιδο και συγκριτικό μυστικισμό που περιέχει όλες τις θρησκείες- ένα είδος θεοσοφικής αποκάλυιμης, και κυρίως τον αρχαιοελληνικό παγανισμό. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να επεκτείνει το Διονυσιασμό, και στο όνομα του Χριστού, της Θεομήτορος, της Μαγδαληνής, μαζί με την Ελένη της «Τροίας» και τους «Αργοναύτες».
Τα έργα του Βαλαωρίτη έχουν ξαναμελετηθεί τελευταία από τον Καθηγητή Π.Δ. Μαστροδημήτρη, που συμπίπτουν οι ιδέες του με τις δικές μου σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Ιδίως στο θέμα της ιστορικότητας και της διαφοράς με τον Καβάφη- που τον είχε υπόψη του- και τον εκτιμούσε με κάποια επιφύλαξη. Υπήρξαν αντίθετοι. Ο ένας χαρτογραφώντας τη χιλιόχρονη παρακμή και διάλυση του ελληνισμού - ο άλλος απομονώνοντας τις ηρωϊκές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας.
Στην εισαγωγή μου στην επιλογή που Θα βγει στον Ερμή, υπογραμμίζω την «μεταποικιακή αυτοσυνείδηδη» του Βαλαωρίτη, και τη διαύγειά του, άσχετα από τα αισθητικά και γλωσσικά προβλήματα.
Πάντως, σε σύγκριση με άλλες λογοτεχνίες, χωρίς τους δυο αυτούς ποιητές, η Ελλάδα Θα στερείτο από τον κορμό και θάχε μόνο τα κλαριά οδεύοντας από τον κλασσικισμό στον ρομαντισμό και από το ρομαντισμό στο συμβολισμό- ανοίγουν το δρόμο στο μοντερνισμό, έστω και μέσα από το δημοτικό κίνημα, αλλά με πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία και αίσθηση της γλώσσας από τον Παλαμά και τη Σχολή του που καταλήγει στην ευτυχώς τεχνητή γλώσσα του Καζαντζάκη (στην Οδύσσειά του).
Από το Βαλαωρίτη και το Σικελιανό περνάμε στον Υπερρεαλισμό χωρίς το πέρασμα αυτό να αποτελέσει «ανατροπή» αλλά εξέλιξη - ενώ σε σχέση με τον παλαμισμό αποτελεί ανατροπή. Γι' αυτό και ο νεοσυμβολισμός της δεκαετίας του 20-40 κυρίως με αρχηγούς τους Υράντη και Καρυωτάκη θα αποτελέσει κι αυτός ανατροπή στον Παλαμισμό- αλλά Θα αφήσει άθικτους το Βαλαωρίτη και το Σικελιανό, γιατί ουσιαστικά είναι μια επανάσταση της μορφής του ποιήματος απέναντι στην ατημέλητη μηχανική επανάληψη του Παλαμά και πολλών οπαδών του.
Ποτέ ο Βαλαωρίτης ή ο Σικελιανός δεν αμάρτησαν μηχανικά πεζολογώντας, ακόμα και όταν οι ρυθμοί τους παρηγορούν σε μια «Φυγή, μια Φούγκα - όπως π. χ. ο «Αλαφροϊσκιωτος»- κι ανάλογα του Βαλαωρίτη, η Φυγή και ο Ασrραπόγιαωος.
Ο ρόλος λοιπόν της Λευκάδας είναι χαραγμένος εκ των προτέρων από την αμφίρροπη θέση της ως νησί ή ως χερσόνησος- με στενούς δεσμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα και την παράδοση των αγωνιστών της, αλλά και με την επτανησιακή καλλιέργεια, τη στραμμένη προς τη Δύση- Βενετία και Γαλλία, κυρίως όμως και μια μακρινή σχέση με το Ρομαντισμό της Σκωτίας στην οποία μοιάζει γεωγραφικά.
Αν λοιπόν η Λευκάδα έπαιξε αυτόν το ρόλο στα γράμματά μας, έναν ρόλο καταλυτικό, δεν πρέπει να ξεχάσουμε και ένα υιοθετημένο τέκνο της, το Λευκάδιο Χερν, από μάνα Κυθηραία, τη Ρόζα Κασσιμάτη, που τον τριγύριζε παιδάκι σε όλη τη Λευκάδα, από τον οποίο και πήρε το όνομα του Λευκάδιος, και τον Ιρλανδό στρατιωτικό γιατρό, πατέρα του.
Διάσημος για τα ταξίδια του,
ιδίως στην Ιαπωνία (με την οποία ταυτίσθηκε εντελώς, είναι σήμερα διπλός ήρωας, των Ιαπωνέζων και των Λευκαδίων : ο άλλος που αξίζει να τον πολιτογραφήσουμε είναι ο αρχαιολόγος Dorpfeld, που θεώρησε τη Λευκάδα την Ομηρική Ιθάκη. Τα συγγράμματά του και οι ανασκαφές του πέτυχαν να θέσουν το Θέμα Λευκάδα στην προκλασσική εποχή, και τον ελλαδικό της πολιτισμό. Όταν όμως ο Όμηρος έγραφε- γιατί ασφαλώς έγραψε- «παρ' δ' ι σαν ώκεανο ίο ροάς και Λευκάδα Πέrρην», ό,τι και να εννοούσε, είτε τους γκρεμνούς, είτε το νησί, το είχε υπόψιν του ως κάτι ξεχωριστό από την Ιθάκη. Οι οπαδοί της Λευκάδας - Ιθάκης, θεωρούν το Λευκάδα πέrρη ως επίθετο -«λευκοί γκρεμνοί» αλλά και πάλι για τη Λευκάδα πρόκειται, όπως και να πάρουμε. Μ' αυτό καταλήγω να πω πως ξέχασαν σχεδόν σ" αυτόν τον ατελή απολογισμό του καλλιτέχνη Στάμιο, έναν σημαντικό διασπορικό Λευκάδιο, που τον χάσαμε πρόσφατα. Δυστυχώς δεν τον γνώρισα προσωπικά, αλλά εμπίπτει και αυτός στην ποιητική προοπτική ως «αφηρημένος εξπρεσσιονιστής» της Σχολής της Νέας Υόρκης.
Νάνος Βαλαωρίτης Παρίσι 8. 6. 98
Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στην Λωζάννη, στην Ελβετία και είναι γιος του Διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη, γιου του Ιωάννη Βαλαωρίτη. Γράφει από νέος — πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.https://el.wikipedia
==================================================
Μου δόθηκε όμως η ευτυχία να γνωρίζω το Σικελιανό
και η συνάντησή μου,
όταν ήμουν νεαρός, με αυτόν Θα μου μείνει αξέχαστη.
Είχε τη Λευκάδα στο αίμα του, και σχεδόν άκουγε κανείς
το βουητό εκείνου που απέπνεε η προσωπικότητά του.
Όσο για τους διασπορικούς Λευκαδίτες, που σήμερα τιμούμε
με αυτή τη συγκέντρωση, είναι αναρίθμητοι σε όλα τα επαγγέλματα,
που είμαι βέβαιος ότι θα μνημονευθούν εδώ από τους ενδεδειγμένους συμμετέχοντες.
Τους τιμώ και εγώ, χωρίς να τους γνωρίζω, με τη μικρή ετούτη προσφορά
γύρω από την ποιητική διάσταση του αγαπημένου μας νησιού.
Να μας ζήσει η Λευκάδα μας - στους αιώνες
- και να ευδοκιμήσει και να προκόψει ο λαός της.
Νάνος Βαλαωρίτης Παρίσι 8. 6. 98
Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στην Λωζάννη, στην Ελβετία και είναι γιος του Διπλωμάτη Κωνσταντίνου Βαλαωρίτη, γιου του Ιωάννη Βαλαωρίτη. Γράφει από νέος — πρωτοδημοσιεύει στα Νέα Γράμματα το 1939. Το 1944 δραπετεύει απ' την γερμανοκρατούμενη Ελλάδα μέσω του Αιγαίου στην Τουρκία, από εκεί στη Μέση Ανατολή και τελικά στην Αίγυπτο όπου συναντάει τον Σεφέρη ο οποίος υπηρετούσε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ως γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο. Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη ο Βαλαωρίτης ταξιδεύει στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Συναντά τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάζεται για τον Λούις ΜακΝις στο BBC. Εκτός από τη μελέτη αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, κάνει και μεταφράσεις (στα αγγλικά) Ελλήνων μοντερνιστών ποιητών, μεταξύ των οποίων του Ελύτη και του Εμπειρίκου. Το 1947 εκδίδει την Τιμωρία των Μάγων, την πρώτη του ποιητική συλλογή, στο Λονδίνο. Από το 1954 μέχρι το 1960 συμμετέχει στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισιού.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα, και ανάμεσα 1963 και 1967 είναι ο εκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Πάλι. Όταν η χούντα έρχεται στην εξουσία το 1967, νιώθει πως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυτοεξοριστεί, έτσι το 1968 ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου και διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια. Το 1983 βραβεύεται με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μερικές γυναίκες (ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολo του έργου του.https://el.wikipedia
==================================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου