Share 3
Της Πηνελόπης Κοψιδά
ΔΡΥΜΩΝΑΣ
Περπάτησα όλο το πρωί, ψάχνοντας να βρω το χωριό.
Περπάτησα στα στενά λιθόστρωτα σοκάκια. Όμορφα σπίτια, πέτρινα, ανακαινισμένα, σκεπασμένα με λευκό κεραμίδι, προσπαθούσαν να βρουν τη θέση τους στο χώρο, χωρίς να ενοχλήσουν, μέσα σ΄ένα σύνολο από μισογκρεμισμένους πέτρινους τοίχους, δέντρα και μνήμες.
Ο θνησιγενής χρόνος αφήνει ερείπια. Και αυτοί που έφυγαν, γιατί ο χρόνος τους τελείωσε, άφησαν τα σπίτια τους που έγιναν ερείπια. Κάποιοι απόγονοι όμως γύρισαν πίσω, αναστήλωσαν τα ερείπια κι έφτιαξαν όμορφα σπίτια, παρόμοια με τα παλιά.
Κάτι σαν τη μόδα που επαναλαμβάνεται μετά από κάποιες δεκαετίες. Όπως βρίσκουμε τα ρούχα της μαμάς μας σε κάποια άκρη της ντουλάπας και λέμε «α! αυτό ήρθε πάλι στη μόδα». Όμως τα καινούρια δεν είναι ίδια με τα παλιά. Είναι μια μίμηση…. Και αυτό είναι ξεκάθαρο. Τα παλιά δεν μπορούν πλέον να φορεθούν. Αντιπροσωπεύουν μια άλλη εποχή, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα ρούχα της γενιάς εκείνης.
Κάπως έτσι και τα καινούρια σπίτια. Μοιάζουν ή ακόμα είναι τα ίδια τα παλιά, ανακαινισμένα. Όμως όταν στο ανακαινισμένο σπίτι, κρατάμε το τζάκι στη θέση που ήταν, αλλά για πολυτέλεια στη διακόσμηση, δεν πλησιάζει ούτε στο ελάχιστο την παλιά του χρήση. Τότε που ο ξεπαγιασμένος ξωμάχος γύριζε σπίτι του, μετά την ολοήμερη σκληρή δουλειά και το άναβε για να ζεσταθεί, να μαγειρέψει το φαγητό και να καθίσει δίπλα του να κάνει τον απολογισμό της μέρας και να σχεδιάσει τις δουλειές της επόμενης.
Οι θολωτές πόρτες στα κατώγια περίμεναν τα ζώα φορτωμένα με τις ελιές ή τα σταφύλια, να ξεφορτώσουν, να ξεδιψάσουν και να μπουν μέσα να ξεκουραστούν και να προφυλαχθούν από το κρύο. Τώρα αυτοί οι ίδιοι θόλοι αποτελούν περίτεχνη διακόσμηση στις εισόδους των σπιτιών, όσων γύρισαν πίσω κι έκαμαν τ΄ανώγεια και τα κατώγεια όμορφες κατοικίες.
Κι είναι κακό αυτό; Όχι βέβαια! Είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί. Άνθρωποι, αγαπώντας τον τόπο και τις ρίζες τους και τιμώντας τους προγόνους και το παρελθόν τους, έδωσαν νέα ζωή στις πέτρινες σκάλες, στα μπαλκόνια και στις αυλές τους. Αυτή είναι μια ευτυχής συνέχεια. Ούτως ή άλλως, άλλη δεν υπάρχει. Ο χρόνος προχωρεί, οι άνθρωποι φεύγουν, οι εποχές και οι καταστάσεις αλλάζουν. Όλα ακολουθούν μια κίνηση προς τα εμπρός, μια κίνηση που πότε καταστρέφει, πότε δημιουργεί, πότε μεταλλάσει και πότε εξελίσσει. Κοινό μυστικό επιβίωσης, η προσαρμογή.
Η μετανάστευση, εσωτερική κι εξωτερική, ρήμαξε το χωριό. Αλλά το χωριό, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις όσων αγωνιούσαν για την τύχη του, δύο και τρεις δεκαετίες πίσω, δεν πέθανε… επιβίωσε. Προσαρμόστηκε, κι ίσως ταιριάζει να πούμε ότι μεταβλήθηκε σε θερινό προορισμό. Η αγάπη για τις πέτρες, τους τοίχους, τις ξερολιθιές και τα δέντρα, κληρονομήθηκε μαζί μ΄αυτά, στους απογόνους. Κι όλο γυρνάνε πίσω και δίνουν με το δικό τους τρόπο συνέχεια και ζωή στο χωριό.
Εγώ, όμως, περπάτησα όλο το πρωί για να βρω το χωριό. Το χωριό που ήξερα. Αλλά αυτό το χωριό δεν υπήρχε…
Όταν μεσολαβούν χρόνοι πολλοί και βλέπεις κάποιον άνθρωπο, ξαφνιάζεσαι στην αρχή από την εξωτερική του αλλαγή. Όμως δεν λυπάσαι, απλώς προσπαθείς να διακρίνεις την ομορφιά της σοφίας που του χάρισαν τα χρόνια. Όταν αντικρίζεις όμως, μετά από χρόνια ένα σπίτι λυπάσαι. Όχι μόνο για την πιθανή φθορά του, αλλά κυρίως γιατί αυτό το σπίτι έπαιρνε ζωή από αγαπημένους ανθρώπους που τώρα δεν υπάρχουν. Τα σπίτια έχουν αυτό το χαρακτηριστικό. Συνήθως ζουν πιο πολύ από τους ανθρώπους….
Το χωριό που έψαχνα δεν υπήρχε. Ή καλύτερα να πω, κάποιες φορές το συνάντησα εκείνο το πρωί, αλλά είχε μια διαφορετική σύσταση. Ήταν άυλο. Αποτελούνταν από ασπρόμαυρες εικόνες και ήχους που διαρκούσαν λίγο και χάνονταν και από γκρεμισμένους τοίχους που παρέμεναν εκεί, σταθεροί στις αισθήσεις.
Περπάτησα στα στενά σοκάκια. Πολλά είχαν μεταβληθεί σε αδιέξοδα, κλεισμένα από χώμα, πέτρες και βλάστηση. Μπροστά στα μάτια μου εκτυλισσόταν η διαρκής μάχη ανάμεσα στα έργα των ανθρώπων και τη φύση. Τη φύση που υπομονετικά, αλλά αργά και σταθερά, όταν της δίνεται η ευκαιρία, ανακαταλαμβάνει το χώρο από τον οποίο εκδιώχθηκε, απλώνοντας ρίζες και κλαδιά στα αδιάβατα πλέον σοκάκια.
Κοίταζα μέσα από τα ορθάνοιχτα παραθυρόφυλλα και με συγκλόνιζε το παράδοξο… να είμαι εγώ απ΄έξω και η φύση να με κοιτά θριαμβευτικά από μέσα. Ολοπράσινα κλαδιά δέντρων, είχαν βρει τη θέση τους ανάμεσα στα δοκάρια που στήριζαν κάποτε το πάτωμα και κάθε λογής αγριόχορτα στόλιζαν σαν παρτέρια τα χωνεμένα στους χοντρούς πέτρινους τοίχους κοιλώματα, που κάποτε ήταν τα ντουλάπια του σπιτιού.
Είδα εικόνες των πρώτων παιδικών μου χρόνων, να αναδύονται για λίγο και να ξεθωριάζουν, να σβήνουν, αφήνοντας την λαχτάρα μου ακόρεστη.
Άκουσα γέλια και παιδικές φωνές και είδα παιδικά παντελονάκια να στρίβουν στις γωνιές των δρόμων. Ένα μακρύ φουστάνι να χάνεται στο δροσερό, σκοτεινό κατώι, κρατώντας ένα δεμάτι άχυρο. Άκουσα μακρινά βελάσματα από τους στάβλους και είδα καπνισμένες κατσαρόλες να κοχλάζουν πάνω στην πυροστιά.
Κι όλο έσβηναν, έσβηναν κι εγώ φωτογράφιζα ότι έμενε και προχωρούσα σ΄άλλη γειτονιά με τη λαχτάρα να μου εμφανιστούν νέες εικόνες.
Κι έτσι περιπλανήθηκα ώρα πολύ. Κι όταν ο ήλιος άρχισε να βάφει χρυσοκόκκινο το πέλαγος, ένιωσα τελικά ότι μ΄άγγιξε κι εμένα η σοφία του χρόνου. Κι είπα: το χωριό που ψάχνω δεν υπάρχει πια… το χωριό που ψάχνω το κουβαλάω μέσα μου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου