Το Δημοτικό Σχολείο στο Μαρκά – Γράφει ο Νίκος Βαγενάς
Μέρος Α΄
Γύρω στα μισά της δεκαετίας του 1930, στον τεράστιο χώρο που κατελάμβανε η άλλοτε, δημοτική αγορά, γνωστή ως «Μαρκάς» (από την ιταλική λέξη Mercantio = εμπόριο), κατεσκευάσθη το μεγάλο Δημοτικό Σχολείο της Χώρας. Μέχρι τότε ο χώρος, ως δημοτική αγορά, παρείχε τη δυνατότητα στους αστέγους επαγγελματίες, ευπαθών προϊόντων (ψάρια – κρέατα – λαχανικά), να έχουν ένα μόνιμο πόστο, μια «μπάγκα» (banca) όπως λέγανε.
Η περιγραφή που ακολουθεί, αφιερώνεται από τον γράφοντα, πρωτίστως, στους συμμαθητές/τριες καθώς και σε ’κείνους, των συμπολιτών, που φοίτησαν στο μοναδικό, τότε, Δημοτικό Σχολείο που είχε η πόλη. Ο γράφων ζητά συγνώμη, εκ των προτέρων, για όσες αθέλητες παραλείψεις διαπιστωθούν, από ’κείνους που διαθέτουν ισχυροτέρα μνήμη, αλλά το διάστημα που διέρρευσε (πέραν του μισού αιώνα) δεν είναι (και) ο καλύτερος σύμβουλος. Έγινε μια προσπάθεια μέσα κάποιων σχεδίων, να ξαναφερθούν στη μνήμη οι χώροι όπου μέσα από αυτούς θα ξεπηδήσουν, για τον καθένα, μαθητικά δρώμενα και τα, σχεδόν, ξεχασμένα ονόματα συμμαθητών και δασκάλων.
Σήμερα, στην κατ’ ευφημισμόν, πλέον, πλατεία του «Μαρκά», η διαμορφωθείσα εικόνα του χώρου δεν έχει να ζηλέψει, σε τίποτα, από τις τόσες και τόσες πλατείες που συναντά κανείς σε όλη την επικράτεια. Ελπίζοντας ότι οι παλαιότεροι θα θυμηθούν κάτι περισσότερο, αλλά και οι νεώτεροι, των συμπολιτών, έστω και υποτυπωδώς θα σχηματίσουν μια εικόνα, φτιάχτηκε (σχεδιάστηκε αν προτιμάτε) το πρώτο βοηθητικό σκαρίφημα, δηλαδή ένα πρόχειρο σχέδιο δίχως κλίμακα μέτρησης, αφού τα παλιά σημάδια, που θα προέκυπταν βασικές μετρήσεις, φρόντισε ο πολεοδόμος να τα απαλείψει ακόμη και επί του εδάφους.
Ας συγχωρηθεί η πεζότητα του γράφοντος, αλλά στην προσπάθεια να κατανοηθεί ο χώρος, από όσους δεν είναι σε θέση να «διαβάσουν» ένα σχέδιο, θα γίνει ο φθηνός παραλληλισμός του ιπταμένου… αναγνώστη. Παρατηρώντας, λοιπόν, το πρώτο σχεδιάγραμμα (Νο 1) υποτίθεται, ότι ο αναγνώστης, αφού βρέθηκε στο κέντρο της περιοχής, μπήκε μέσα σ’ ένα ελικόπτερο και αφού αυτό, υψώθηκε κάθετα, του υποδεικνύουν να κοιτάξει προς τα κάτω. Έτσι, εύκολα θα αναγνωρίσει τον μακρύ δρόμο (οδός Σκιαδαρέση) που αρχίζει από τον κεντρικό δρόμο (αγορά), περνά μπροστά από την Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη (τότε ήταν η Δημοτική ψαραγορά) και τους Αγίους Αναργύρους και ενώνεται με την οδό Ι. Μαρίνου, που «έρχεται» από τον σημερινό Ο.Τ.Ε. και αφού παρακάμψει την εκκλησία της Παναγίας των Ξένων, οδηγεί διακλαδούμενος στο εσωτερικό της παλιάς πόλης. Βόρεια της πλατείας του «Μαρκά» υπήρχε όπως άλλωστε και σήμερα το κτήριο της Δημοσίας Βιβλιοθήκης (πρώην Εθνική Τράπεζα) περιτριγυρισμένο από ευρύχωρο κήπο.
Το Σχολείο, κτίστηκε απέναντι, περίπου, από τους Αγίους Αναργύρους και κατελάμβανε ολόκληρο το πλάτος της πλατείας. Αποτελείτο από δυο ενσωματωμένα κτήρια εκ των οποίων το μικρότερο ήταν ισόγειο, ενώ το μεγαλύτερο διώροφο. Επειδή, τότε, η πλατεία στη συμβολή των οδών Σκιαδαρέση – Ι. Μαρίνου σχημάτιζε οξεία γωνία το όλο κτήριο του Σχολείου, τοποθετήθηκε προς το μέσον του χώρου όπου και στο δυτικό τμήμα, δημιουργήθηκε ο σχολικός κήπος. Μέσα σ’ εκείνον τον κήπο, υπήρχαν τέσσερις γιγάντιοι ευκάλυπτοι καθώς επίσης και παρτέρια με τριανταφυλλιές, μία δάφνη, ενώ στο έδαφος είχαν δημιουργηθεί διάδρομοι τους οποίους σχημάτιζαν οι κοντο-κουρεμένες ευθείες της λεβάντας.
Στο μεγάλο προαύλιο, στο οποίο έπαιζαν τα παιδιά στο διάλειμμα και γινόταν η πρωϊνή προσευχή και το μάθημα της γυμναστικής, υπήρχε μια σειρά από μικρές γαζίες στην απόληξη της οποίας κοντά στον τοίχο της δημοτικής ψαραγοράς, υπήρχε ένα είδος ακακίας δίχως αγκάθια. Οι γαζίες υπήρχαν και στην απέναντι πλευρά του προαυλίου αλλά για μικρό μήκος όμως, αφού λόγω του δρόμου ο χώρος γώνιαζε.
Στη γωνία αυτού του προαυλίου, υπήρχε ένα μικρό πρόχειρο οίκημα στο οποίο, κάθε πρωί (κατά την δεκαετία του 1950) εγένετο η παρασκευή του σχολικού συσσιτίου, δηλαδή του γάλατος. Σ’ επαφή με το μικρό αυτό οίκημα, υπήρχε το κτήριο W.C. των μαθητών, το οποίο στο άλλο άκρο, εφαπτόταν με τον μανδρότοιχο που χώριζε τον σχολικό χώρο από τον κήπο της Δημοσίας Βιβλιοθήκης. Σ’ αυτόν τον μανδρότοιχο, είχαν σταθεροποιηθεί πέντε ή έξι βρύσες των οποίων το νερό, συγκεντρωνόταν σε μια μακρόστενη τσιμεντένια γούρνα. Το περισσευούμενο νερό, οδηγούνταν μέσω ενός τσιμεντένιου και πολύ ρηχού αυλακιού (σχήματος ανοιχτού V) προς το πλάϊ της οδού Σκιαδαρέση.
Ο σχολικός χώρος κατά μήκος των οδών Ι. Μαρίνου και Σκιαδαρέςση, ήταν περιφραγμένος από σιδηρές ράβδους, κυκλικής διατομής (διαμέτρου περί τα 2 εκατοστά και αποστάσεως η μία από την άλλη περί τα 20 εκατοστά) οι οποίες αναφύονταν μέσα από ένα χαμηλό τσιμεντένιο τοιχάριο. Στο πάνω άκρο τους, εκείνες οι ράβδοι, ήταν πριτσινωτά συνδεδεμένες με μία άλλη ομοίως σιδερένια ράβδο, τετραγωνικής όμως διατομής. Στα ενδιάμεσα των ράβδων, στο άνω μέρος και από το σώμα εκείνης που τις ενωποιούσε, υψώνονταν σιδηρένιες αιχμές καμωμένες από τμήματα τετραγωνικών ράβδων (σκίτσο 1). Η περίφραξη απέληγε στον στεγασμένο χώρο της Δημοτικής ψαραγοράς και συνέχιζε από την απέναντι πλευρά μέχρι το μικρό κτίσμα, παρασκευής του συσσιτίου.
Συνολικά όλος ο αύλειος χώρος έφερε τέσσερις ομοίως, σιδερένιες αυλόθυρες (πορτόνια) εκ των οποίων, οι δυο ευρίσκοντο στον σχολικό κήπο και ο άλλες δυο στο κυρίως προαύλιο, όπως δείχνουν στο σχέδιο τα κενά που υπάρχουν στο περίφραγμα. Τέλος, κατά μήκος των οδών Μαρίνου και Σκιαδαρέση, παράλληλα με την καγκελοφραγή εξετείνοντο και το απαραίτητο πεζοδρόμιο, πλάτους περίπου 1,20 μέτρων.Όπως, πιο πάνω, σημειώθηκε το κτήριο της Δημοτικής ψαραγοράς, όχι μόνον αποτελούσε την πλευρά του προαυλίου αλλά και με την τοιχοποιϊα του, συνιστούσε και την περίφραξη, κατά κάποιον τρόπο. Η ψαραγορά ήταν ανοικτή απ’ όλες τις υπόλοιπες τρεις πλευρές και κατ’ ουσίαν, επρόκειτο για ένα στεγασμένο χώρο ο οποίος στηριζόταν πάνω σε ξύλινες κολώνες.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Σκιαδαρέση υπήρχε μια δημοτική βρύση, από ’κείνες που είχαν κυλινδρικό κορμό και η θέση της ήταν ακριβώς μπροστά από το κουρείο του γέρο-Καλάκη, ο οποίος εκ παραλλήλου επισκεύαζε και ’κείνες τις τεράστιες μαύρες ομπρέλλες. Τόσο ο γράφων όσο και δυο-τρεις άλλοι συμμαθητές του, των μικρών τάξεων (κατά πάσα πιθανότητα της Β΄ τάξης), στο διάλειμμα μαζευόνταν κάτω στην άκρη του προαυλίου, απέναντι από το κουρείο και αποκαλούσαν τον γέρο-Καλάκη «συμπαθητικό γεροντάκι», εξ’ αιτίας της μικροκαμωμένης και λεπτοκαμωμένης του σωματικής διάπλασης. Βέβαια αυτό θα σταματούσε εάν από την πρώτη στιγμή, δεν αντιδρούσε, λέγοντας μάλιστα τη φράση: «Θα σας πιάσω στα τριομφίδια» (ηχηρά χαστούκια), οπότε αυτό θεωρήθηκε διασκεδαστικό, για να συνεχίζεται το «σταύρωμα» (πείραμα) για μήνες.
Άλλη μία δημοτική βρύση βρισκόταν στο βόρειο πεζοδρόμιο, μπροστά από το πορτόνι και στη μνήμη έρχεται η φιγούρα των δασκάλων Μήτσου Μαλακάση και Τιμολέοντος (Μολιού) Μεσσήνη που το καλοκαίρι, εναλλάξ, πότιζαν τον κήπο του Σχολείου, παρά το ότι τελούσαν εν αδεία.
Η συνέχεια δίνεται στο κυρίως σχολικό κτήριο, έτσι όπως μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στο επόμενο σχέδιο Νο 2. Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, το μήκος του σχολείου εξαντλείτο στο πλάτος της πλατείας του «Μαρκά» και το περίγραμμά του, στο ισόγειο ήταν σχήματος «συνεπτυγμένου» γράμματος Γ. Το δάπεδο του ισογείου βρισκόταν περί τα 0,70 – 0,80 υψηλότερα από το προαύλιο και η πρόσβαση προς το εσωτερικό του κτηρίου, εγένετο από μια σκάλα, ικανού πλάτους.
Αριστερά της εισόδου, υπήρχε το γραφείο του Διευθυντή και των δασκάλων. Εκτός από τα γραφεία-τραπέζια και καρέκλες, υπήρχε η βιβλιοθήκη του σχολείου, το μεγάλο όρθιο καβαλέττο που στις υποδοχές του υπήρχαν τυλιγμένοι σε μεγάλα ρολλά οι παγκόσμιοι χάρτες, οι απεικονίσεις ζώων και φυτών, οι επί μέρους απεικονίσεις του ανθρωπίνου σώματος κ.ά. Επίσης εκεί εφυλάσσοντο, τα γεωμετρικά όργανα για την χρήση τους στον πίνακα) όργανα της φυσικής, κιμωλίες καθώς και οι αφίσσες ηρώων και διαφόρων άλλων απεικονίσεων, που αναφέροντο στις εθνικές επετείους. Φυσικά εκεί μέσα εφυλάσσοντο η σημαία του κάθε σχολείου(*) και τα ταμπούρλα για την εκμάθηση του «βήματος» στις επικείμενες παρελάσεις ή τις ξεχασμένες, σήμερα, γυμναστικές επιδείξεις.
Μετά το γραφείο των δασκάλων, η είσοδος μετατρεπόταν σ’ έναν ευρύχωρο διάδρομο ο οποίος, σε ορθή γωνία εστρέφετο προς τα δεξιά. Ακριβώς πίσω από το γραφείο των δασκάλων, υπήρχε μια ευρεία σκάλα, σχήματος Π που οδηγούσε προς τον όροφο του κτηρίου. Κάτω από το ενδιάμεσο πλατύσκαλο της σκάλας, υπήρχαν 2 μικροί χώροι W.C. για τους δασκάλους. Οι χώροι αυτοί εφωτίζοντο από δυο φεγγίτες που βρισκόνταν στην πλαϊνή πλευρά του ισογείου. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η πλευρά, κατά μήκος του πεζοδρομίου δεν έφερε παράθυρα για τις αίθουσες παρά μόνον τους δυο φεγγίτες. Οι λόγοι ευνόητοι, αφού όλα τα ανοίγματα-παράθυρα του Σχολείου δεν έφεραν σκούρα (εξώφυλλα).
Κατά μήκος της αριστερής πλευράς του διαδρόμου, υπήρχαν δυο αίθουσες διδασκαλίας και φιλοξενούσαν τις δυο πρώτες τάξεις. Στην δεξιά πλευρά του ιδίου διαδρόμου, υπήρχαν ακόμη δυο αίθουσες, όπου η μία προς τη μεριά της Δ. Βιβλιοθήκης φιλοξενούσε την Γ΄ τάξη και η άλλη την Δ΄ τάξη. Στην πρόσοψή τους όλες οι τάξεις έφεραν τεράστια ανοίγματα φωτισμού, τα οποία ήταν υποδιαιρεμένα σε παράθυρα, ξυλίνης κατασκευής, φέροντα υαλοπίνακες.
Μέσα στην ευρυχωρία του διαδρόμου και εισόδου, συνωστίζοντο οι μαθητές όταν ο καιρός ήταν βροχερός ή όταν εγένετο κάποια κινηματογραφική προβολή από κάποιους πλανόδιους «κινηματογραφιτζήδες» οι οποίοι, φυσικά, διέθεταν την σχετική άδεια του Υπουργείου Παιδείας και το σπουδαιότερο, ήταν… εγνωσμένων πολιτικών φρονημάτων!
Με την απόληξη του διαδρόμου, διαμορφωμένη σε αποθήκη, κλείνει η περιγραφή του ισογείου. Απ’ ό,τι είναι σε θέση να ενθυμηθεί ο γράφων, εκεί μέσα εφυλάσσοντο, κάποια σκαπτικά εργαλεία (σκαλιστήρια, λάστιχο ποτίσματος, τσάπες, ψαλλίδες καθώς και κάποια υλικά που χρησιμοποιούσαν οι καθαρίστριες του σχολείου σίσκλοι, σκάλες, σφουγγαρόπανα).Από την σκάλα, οδηγούνταν οι μαθητές της Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεως προς τον όροφο του σχολείου, ο οποίος κατελάμβανε, μικροτέρα έκταση, αφού το τμήμα του ισογείου, όπου στέγαζε την Α΄ και Β΄ τάξη, δεν υψώνετο αλλά δημιουργούσε μια μεγάλη ταράτσα, η οποία επικοινωνούσε με τον διάδρομο του ορόφου, μέσω δυο θυρών (τύπου μπαλκονόπορτας) δίχως όμως να φέρουν σκούρα.
Η διαρρύθμιση του ορόφου, ήταν ακριβώς όπως του ισογείου με τις εξής διαφορές. Η ακραία αίθουσα που βρισκόταν πάνω από την Γ΄ τάξη του ισογείου, είχε μετατραπεί σε αποθήκη που περιείχε, παλιά θρανία, καρέκλες και γενικά κατεστραμμένο σχολικό υλικό, το οποίο έπρεπε κάποια στιγμή να παραδοθεί ή να καταστραφεί βάσει πρωτοκόλλου. Στην απόληξη του διαδρόμου διαμορφώθηκε μια μικρότερη αποθήκη, όπου εκεί μέσα εφυλάσσοντο τα… κονιορτοποιημένα γάλατα (γάλα σκόνη) και περιστασιακά, τα κονσερβοποιημένα τυριά (όπως εκείνο το κίτρινο τυρί) του συσσιτίου. Μάλιστα τη διανομή του τυριού, φορώντας ποδιά και κόβοντάς το μ’ ένα τεράστιο μαχαίρι, επιμελείτο ο δάσκαλος Μήτσος Μαλακάσης.
Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ χώρων, ισογείου-ορόφου στη θέση του γραφείου των δασκάλων, ήταν ότι η υπερκείμενη αίθουσα δηλαδή εκείνη που φιλοξενούσε την ΣΤ΄ τάξη, ήταν μεγαλυτέρου εμβαδού, αφού συμπεριλαμβάνετο και το αντίστοιχο εμβαδόν της εισόδου. Δηλαδή με δυο λόγια, το όλο μήκος του κτηρίου, εσωτερικά εδιαιρείτο σε 3 ισοδύναμους χώρους, εκ των οποίων ο ένας, χάριν της εισόδου στο ισόγειο, εμειώθηκε ως προς το εμβαδόν του. Τούτο φαίνεται, καθαρά πλέον, στο σχέδιο του ορόφου (Σχέδιο Νο 3).
Η σκάλα, συνέχιζε κατά την ίδια φορά να ελίσσεται προς την ταράτσα του κτηρίου, η οποία στην απόληξή της ήταν καλυμμένη με μονοκλινή στέγη. (Σχέδιο Νο 4). Τόσο η ταράτσα του ορόφου, όσο και του εφαπτομένου ισογείου, ήταν στρωμένες με τετραγωνιαίες πλάκες σχιστολίθου, οι οποίες από την πολυκαιρία είχαν μαυρίσει. Και οι δυο ταράτσες, έφεραν περιμετρικά προστατευτικό τοίχινο στηθαίο με την επιπρόσθετη τοποθέτηση πάνω σ’ αυτό, χονδρού σιδηροσωλήνα εν είδει ψευδο-κιγκλιδώματος.Στο επίπεδο του προαυλίου και κατά μήκος της προσόψεως, είχε στρωθεί μια τσιμεντολωρίδα, πλάτους περί τα 3 μέτρα, επί της οποίας οι μαθητές/τριες στην ώρα του διαλείμματος έπαιζαν, αναλόγως της φύσεώς των, διάφορα παιγνίδια (λ.χ. τα κορίτσια, την «μέλισσα», το «σχοινάκι», το «χούλα-χουπ» κ.ά. ενώ τα αγόρια τον γνωστό «μπόμπολα» και κάπου-κάπου μαζί με τα κορίτσια τον «χάρακα»). Μάλιστα για το παιγνίδι του «μπόμπολα» ή του «τριγώνου με τα κουμπιά», τα αγόρια αφού εύρισκαν ένα στρογγυλό και λίγο μεγαλύτερο, των συνηθισμένων, χαλίκι, το πατούσαν και σέρνοντάς το, έτσι, κατά μήκος της τσιμεντόστρωσης, λείαιναν και λέπταιναν το πάχος στο βαθμό που επιζητούσαν. Τώρα, αν τα παπούτσια, ύστερα από τέτοια δοκιμασία, χρειαζόνταν «πέταλα» αυτό ήταν άλλο θέμα.
(*) Το Δημοτικό Σχολείο είχε δυο Σημαίες, μία για το Πρώτο Σχολείο και μία για το Δεύτερο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου