ΤΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΠΟΡΣΑΝΙΚΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ
ΤΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ (  ΠΟΡΣΑΝΙΚΟ) ΜΑΧΑΙΡΙ

Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Πνευματική Επαρχία" του Γιάννη Βουκελάτου, έτος Β', τεύχος 5 του 1972


Χριστόφορου Λάζαρη Επιτίμου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών 

'Εχει ξεχωριστή Θέση ανάμεσα στ' άλλα προϊόντα λαϊκής τέχνης της Λευκάδας το "πορσάνικο μαχαίρι", όπως το λένε οι ντόπιοι, το "λευκαδίτικο μα-χαίρι", όπως το λένε στη Ρούμελη, την "Ηπειρο, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο, όπου ήταν φημισμένο και πε-ριζήτητο.

Αποτελούσε απαραίτητο εξάρτημα για τους αντάμηδες του νησιού και τους ασί-κηδες της Δυτικής Ελλάδος, γιατί είχε πανελλήνια φήμη στον κόσμο της παλικαριάς, της παρεξήγησης και του καυγά, αλλ' ήταν επίσης πολύτιμο επαγγελματικό εργαλείο για τους τσομπάνηδες, τους ζωέ-μπορους, τους χασάπηδες και τους γεωρ-γούς.
Στην Εισαγγελία Ιωαννίνων προπο-λεμικά, το δωμάτιο των πειστηρίων ήταν ένα μουσείο παντοειδών όπλων, αλλά τα μαχαίρια κατά 90% ήταν λευκαδίτικα.
Το λευκαδίτικο μαχαίρι το Θαύμαζε κα-νείς σε ποικιλία μεγεθών και σχημάτων, από μαχαιράκια μέχρι χαντζάρια στα πα-λιά χασάπικα της χώρας και το έτρεμε η ψυχή του κάθε φιλήσυχου ανθρώπου στους γάμους και τα πανηγύρια και στα χορο-στασά, όταν έβλεπε την πλουμισμένη μ' ανάγλυφα διακοσμήματα, συμμετρική, μπρούντζινη πιάση του να προβαίνει από τ' άσπρο ή κόκκινο πλεχτό ζωνάρι των αντάμηδων, δείγμα παλικαριάς, εφόδιο πα-ρεξήγησης κι επιδεικτική, άφωνη απειλή προς το έμψυχο σύμπαν,
 Αισθανότανε κα-νείς το "ζην επικινδύνως", όταν, μπαίνο-
ντας στα παλιά χασάπικα της χώρας για να ψωνίσει, το `βλεπε ν' ανεβοκατεβαίνει ατημέλητα ή ν' ανεμίζει εδώθε-εκείθε, αι-μόφυρτο στο χέρι του χασάπη, να μπήγεται και να τραβιέται στα κρεμασμένα σφα-χτά, για να χωρίσει ή να κόψει κι απάνω στον τάκο για να λιανίσει, κατά τις περι-στάσεις.
 Πολύ συχνά, όμως, ο οιοσδήποτε περιπατητής της αγοράς άκουγε μ' ανα-τριχίλα τους χασάπηδες, που τους οδη-γούσε κάποιος απωθημένος κανιβαλισμός, προϊόν της επαγγελματικής εξοικειώσεως με τις σφαγές και τα αίματα, να τρουχάνε και να βροντάνε το να με τ' άλλο τα μαχαίρια και τα χαντζάρια τους με βάναυσο βόρυβο για... διαφήμιση.
Παλιότερα μάλι-στα διαλαλούσαν το εμπόρευμα με το χο-ντρό επαγγελματικό τους πνεύμα: "γρουν' χωριάτη... βόιδ' αφέντη!" υποσημαίνοντας την προτίμηση του χωρικού στοιχείου στο χοιρινό και της αρχοντιάς στο βόίδινό, αλλά και χλευάζοντας μαζί και τα δυο μέρη.
Τα βόιδια, τα τραγιά, τα κριάρια, τα μη-λιόρια, τα ζυγούρια, τα δαμάλια, τα χοιρι-νά, εσφάζονταν κι εγδέρνονταν αποκλει-στικά με τα μαχαίρια της ντόπιας κατα-σκευής, αλλά και τ' αρνάκια και τα κατσι
κάκια της Λαμπρής το ίδιο μαχαίρι τα νε-τάριζε στη χώρα και στα χωριά.

Τα επαγγελματικά μαχαίρια και χαντζά-ρια (σπαθωτά ή με στήθος) με απλά διακο-σμήματα στη λάμα, είχαν συνήθως πιάση (λαβή) από δυο άσπρα ή μαύρα πλευρικά "κοκαλάρια", δηλαδή δυο κομμάτια γιδοκέ-ρατο (ισοπεδωμένο και γυαλισμένο, αφού ζεστάθηκε στη φωτιά) συναρμονισμένα με πειράκια στην πίσω προέκταση της λάμας.
Ετσι διακρινότανε σε ασπρομάνικα και μαυ-ρομάνικα.
 Το μαυρομάνικο μαχαίρι, που 'χε περι-βληθεί με δεισιδαιμονικές προλήψεις και μαγικές ιδιότητες, ήταν απαραίτητο και για τη θάλασσα.
 Οταν οι ναυτικοί της ιστιοφόρου ναυτι-λίας έπεφταν απάνω σε τρόμπα (Θαλάσσιο σίφωνα), ο καπετάνιος έπρεπε, βαστώντας το μαυρομάνικο μαχαίρι, να σταθεί στην κουβέρτα, να κάμει το σταυρό του με κα-τάνυξη και ψιθυρίζοντας το καθιερωμένο ξόρκι (απόρρητο για μας τους ανάλατους) να κόψει σταυρωτά με το μαυρομάνικο την τρόμπα που σκόρπαγε με τη σύντομη αυτή τελετουργία.

Την αριστοκρατία, όμως, του είδους, αποτελούσαν τα μαχαίρια της παλικαροσύνης με την ωραία φουσκωτή (για το φούχτωμα) κι ανάγλυφη πιάση από πάφλα (φύλλο ορειχάλκου) αμφίπλευρα κι αριστοτε-χνικά κολλημένο στο πίσω μέρος της λά-μας αντίς για κοκαλάρια, γιομάτη γιόγλια και στολίδια (φελιά μ' έκτυπες πλευρές, κομμένα στις τέσσερις αγκωνές από ολο-στρόγγυλα μαύρα μάτια, με ανάγλυφες ελλείψεις ανάμεσα στις δυο γωνιές του μάκρους, μικροεγχαράξεις

 Σαν φειδοτόμαρο στα επίπεδα, με δυο - τρεις ανάγλυφες μαργαρίτες στο πίσω μέρος των οποίων
το κέντρο έχει μαύρα ένθετο κ.τ.ό).
 Ακόμα καλλιτεχνικότερες, όμως, είναι οι εγχαράξεις στα πλευρά της λάμας (λεπίδας).
Στη μια πλευρά, τη δεξιά, βάνουν ένα ζευγάρι ψάρια το να αντίκρυα στ άλλο ή ένα ψάρι κι ένα περιστέρι με συμπληρωματικές κλάρες κι άλλα πλουμίδια που προδίνουν μεγάλη ευχέρια σχεδιάσεως.
 Στην άλλη πλευρά, την αριστερή, έχει τη Θέση της η στιχουργία με την ατημέλητη ορθογραφία της, περιβόλι ηθογραφικής και ψυχολογικής ανατομίας.

 Να μερικά δίστι-χα απ' τα συνηθέστερα:

 Ποτε μου δεν εφοραισα στη μεσι μου μαχαιρι
Και τορα το φωρο για σε γλικιτατο μου τερι

Ολο το yκοζμο γιρισα ανατολι και δισυ
 Κανις από τους φιλουζ μου να μι μου το ζιτισι

 Με δακρια προς κινισε σε τουτο το μαΧεΡι
 Μινηπος και σε σπλαχνισθη το εδικο μου χερι

Αχ -βαχ
 Εάν ισθε πεταr φυγεται
 κε αν ισθε δεκα ελαται
Κε μενα το μαχαιρι μου κανεναν δεν φοβσται

Πορος Λευκαδας

 Τραβα ρε π... το σπαθη
 κυεγο τραόο την καμα
 Να ιδουμε πιος θα σκοτοθι
 πιανου θα κλαιμη η μανα

 Αχ βαχ τιχη ατιχη

 Αυτά τα μαχαίρια, με μάκρος της πιά-σης 0,10 και της κόψης 0,20 εκατοστόμε-τρα περίπου, διακρίνονται

 στα μονόκοπα (με μια κόψη),

τις μαχαιρόκαμες (με μια κόψη και μισή απ' την αντίθετη πλευρά)

και τις κάμες (δίκοπα μαχαίρια).
(   Η λέξη "κάμα" είναι ttερσοτουρκική, απ' τον καιρό των πολεμικών κ.λπ. δοσοληψιών με τους Πέρ-οες και τους Τούρκους, προφανώς.   )

 Στον τύπο του μονόκοπου αυτού μα-χαιριού φκιάνονται και μικρά κομψότατα μαχαιράκια (σε μήκος 018 εκατοστομέτρων συνολικά) που είναι περιζήτητα σαν κομ-ψοτεχνήματα λαϊκής τέχνης για γραφεία και για σπίτια.
Και δε στεκόντανε επίδειξη κουτσαβακισμού και δε γινόντανε καυγάς στη Λευ-κάδα, τη Ρούμελη, την "Ηπειρο, την Κεφα-λονιά, τη Ζάκυνθο, εδώ και κάμποσα χρόνια, χωρίς την υλική και ηθική ενίσχυση του λευκαδίτικου μαχαιριού στο ζωνάρι.
 Ποιος από μας τους παλιότερους δεν έζησε την ηλεκτρική εκκένωση που προκαλούσαν στον κόσμο των φιλήσυχων και άοπλων οι στερεότυπες φράσεις "φορεί μαχαίρ" "ετράβ'σε μαχαίρ"!
 Και πόσοι δεν Θυμούνται τον καλοκάγαθο Κρητικό γερο-πρόεδρο του δικαστηρίου μας μακαρίτη Ε., Καπελλάκη με την αρματολική φυσιογνωμία, όταν εδικαζόταν η οπλοφορία στο τριμελές πλημμελειοδι-κείο; Παρόντες, μάρτυρες οι χωροφύλα-κες, που `χαν αφοπλίσει τον κατηγορούμε-νο. Μπροστά στο δικαστήριο επί της έδρας η κατεσχημένη κάμα ως πειστήριο.
 Ομο-λογούσε ο κατηγορούμενος με την άτονη εξήγηση πως το 'χε για να κόβει ...ψωμί.
 Ο πρόεδρος, αφού αγωνιζόταν απεγνω-σμένα και μάταια ν' αποσπάσει μια απόφα-ση "αμφιβολιών" απ' τους δικαστές, τρα-βώντας με τρόπο πότε τον αριστερό απ' το σακάκι, πότε το δεξιό απ' το πανωφόρι, αναγκαζόταν ν' απαγγείλει κομπιάζοντας την καταδίκη.
 Μα όταν ετελείωνε αυτή την οδυνηρή αγγαρεία σαν πρόεδρος, τότε αμόλαγε από μέσα του τον οπλολάτρη Κρι-τίκαρο.
Πέταγε τη δικογραφία στο γραμ-ματέα και οιωνεί εν ηρωικώ επιλόγω εδογ-μάτιζε:
 "Τσα ορέ!  Τι να τον εκάνεις το ρωμηό, χωρίς την πιστόλα του τσαί χωρίς τη μα-σαίρα του!!!'.

 Για να πούμε, όμως, κι εμείς του στρα-βού το δίκιο, υπήρξαν περιπτώσεις που το λευκαδίτικο μαχαίρι εδοξάστηκε, όπως και το Κρητικό σε πολεμικά επεισόδια, σαν αυτό που μου διηγήθηκε με την πηγαία ογκολιθική του παραστατικότητα, δακρύζοντας στην ανάμνηση της σκηνής, ο μακαρίτης τώρα, ήρωας του Μικρασιατικού πολέμου Δημοσθένης Στραγαλινός:
"Ο λόχος μας, αποδεκατισμένος και μι-σοπεθαμένος από την πείνα και τη δίψα, μέρες ολόκληρες είχε σκορπίσει.
 Είχαμε μείνει καμιά σαρανταριά και χαλεύαμε να συνδεθούμε με τους άλλους, οπού μας καν' ν' ένα γιρούσ' και μας περκυκλών' οι τσέ-τες.
 Ερίξαμε λίγα φυσίγγια π' μας μείνανε κι από κοντά ετσουρμώσαμε ο ένας με τον άλλονε σαν πρόβατα π' τα δέρν' το χαλάζ.
Οι τσέτες εσαλτήσαν' απ' τα' άλογα και μας αμπώνανε και μας χτπάγανε να μας Βαλ' νε στ' γραμμή. "Ηταν η τελευταία μας ώρα!
Τότε σκέφτκα το πατριωτάκι που `χα στ' μέσ' μ' πάντα... και τραβώντας το έβγαλα μια φωνή.• `μωρέ παιδιά... έτς κι έτς χαμέν είμαστε.. Απάν'τα μωρέ να πεθάνωμε σαν άντρες!" και χύμ'σσ με το μαχαίρ!!
 Έσκισα ένανε... δυο... δεν ήξερα τι έκανα... είδα μοναχά πως επτεθήκανε και κάτι άλλοι με τις ξιφολόγχες..
 Απάν' στ' ανακάτωμα ακούμε μια σάλ-πιγκα δική μας που χτύπαγε επίθεσ'"
 Οι τσέτες τα σαστίσανε κι ετρέχανε να πια-στούνε στ' άλογα! Πέραθε εφάν'κε δκό μας ιππικό πουρχόντανε καπνός! Μας ελπήθ'κε ο Θεός, αλλ' αν δεν ένιω-θα κοντά μ' το μαχαίρ' θα μας είχανε φάει τα όρνια τότενες...':
Συνηθισμένο υλικό για τη λάμα του λευλαδίτικου μαχαιριού είναι το ατσάλι της λίμας, που μετά την πυράκτωση και τη διαμόρφωση δέχεται πάλι το "βάψιμο" στο λάδι, για να ξαναπάρει τη σκληρότητά του.
 Η τέχνη της κατασκευής και της διακο-σμήσεως αποτελεί μυστικό καταπίστευμα της οικογενείας Κατωπόδη απ' τον Πόρο, της οποίας τελευταίος μύστης είναι ο επι-ζών Πάνος Ι. Κατωπόδης και, καθώς πλη-ροφορούμαι, κανένας νεότερος δεν εξε-δήλωσε ενδιαφέρον να μυηθεί και να τον διαδεχθεί σ' αυτή τη δουλειά.
 Ετσι τώρα που ανθίζουν τόσο ζωηρές ελπίδες τουριστικής κινήσεως και αξιοποιή-σεως της λάίκής μας κομιμοτεχνίας, αυτή η παράδοση του ποιρσάνικου μαχαιριού της Λευκάδος πλησιάζει στον τάφο της εξα-φανίσεως. Κι όμως αυτή η τέχνη θα `χει αρκετό ψωμί για μερικούς Λευκαδίτες, αν κινηθεί αποτελεσματικά κάποιο αρμόδιο ενδιαφέ-ρον ή κάποιος ατομικός ζήλος. Ενα φορητό βιτρινάκι (τελλάρο) στημένο στη φάτσα ενός κεντρικού καταστήματος της χώρας με ωραία μονόκοπα λευ-καδίτικα μαχαίρια διαφόρων μεγεθών και σχημάτων και ιδία μικρά, με την παφιλένια λαβή, θα 'νοιγε αγοραστικό ρεύμα τώρα το καλοκαίρι και για τις κυρίες ακόμα που Θα επισκεφθούν το νησί μας, όπως συμβαίνει με τα κρητικά μαχαίρια και τα σκιαθίτικα που γέμισαν τα σαλόνια και τα γραφεία των καλών σπιτιών στην πρωτεύουσα. Δε θα βρεθεί, άραγε, κανείς από τους τόσους καλούς συμπολίτες, που αγαπούν τη Λευκάδα και τη λαϊκή μας τέχνη, να καθοδηγήσει και να ενισχύσει τον τελευ-ταίο μας καλλιτέχνη μαχαιροποιό, για να ζήσει κι αυτός και να εξασφαλισθεί μια διαδοχή στην τέχνη του, κι ένα εισοδηματάκι απ τη διατήρησή της, πριν πάρει μαζί του στον τάφο το οικογενειακό μυστικό της τέχνης;

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: