Το Φουρναριό !
Ο Φούρνος του σπιτιού μου, μικρός όπως όλοι του χωριού μου,
που όμως ικανοποιούσε όλες τις ανάγκες της οικογένειας,
Είχε το δικό του ξεχωριστό χώρο.
Το φουρναριό, όπως το λέγαμε.
0 φούρνος μας χωρούσε δεκαοχτώ καρβέλια ή τέσσερα ταψιά.
Δίπλα από το φούρνο η θυμωνιά μετα ξύλα.
Τα κουβαλούσαμε μετα ζώα, αλλά και οι γυναίκες
πολλές φορές έφερναν το δεμάτι, φορτωμένες στο κεφάλι,
για να φάνε το κλα-ρί τα ζωντανά και τα ξύλα η φωτιά.
Δίπλα από το φούρνο όρθια τα σύνεργα.
Το σταυλί, η ξύλινη δυχάλα που έσπρωχνε τα κλαριά
να πάνε στη μέση, εκεί που καίει η φωτιά.
Το γράβαλο, μ' αυτό τραβούν έξω την θράκα και τη στάχτη,
η πάνα, μ' αυτήν σκούπιζαν το φούρνο μ' ένα πανί
δεμένο σε ξύλο, σαν τη σφουγκαρίστρα.
Εμείς φτιάχναμε με χλωρά ψήλιθρα, δεν καίγονταν
τόσο εύκολα, τα δέναμε μπροστά στο ξύλο
και οι γυναίκες έκαναν τη δουλειά τους, τον σκούπιζαν καλά.
Πότε ήταν έτοιμος ο καμένος φαύρνος.
Κοίταζαν ν' αλλάζει χρώμα και να γίνει κάπως άσπρος.
Τότε μετά το σκούπισμα, έριχναν ένα μικρό χλωρό κλαρί
κι αν ήταν έτοιμος, άρπαζε φωτιά.
Σαν τις πρωτάρες μαγείρισσες που πετούν
το μακαρόνι στο τοίχο κι αν είναι βρασμένο κολλά
και δεν πέφτει χάμω.
Πάντως οι νοικοκυρές μόνο που έβλεπαν
την ασπράδα και πόσο πύρωνε,
ήξεραν πως είναι έτοιμος, για να φουρνίσουν
τα ψωμιά ή τα ταψιά.
Άφησα τελευταίο το φσυρναρόφτιαρο,
γιατί μ' αυτό έβαζαν τα καρβέλια και τα ταψιά
στη Θέση τους και όταν ήταν έτοιμα ροδοψημένα,
μ' αυτό τα ξεφούρνιζαν. Μέσα στο σπίτι,
εάν δεν υπήρχε ειδικό δωμάτιο, συνή θως
δίπλα απ' την κουζίνα, υπήρχε πάντως
ειδική γωνιά μ' όλα τα σύνεργα, το σκαφίδι
κρεμασμένο στην θέση του (το καλό σκαφίδι
είναι ατόφιο από πελεκητό κορμό δένδρου)
και η πινακωτή.
Εμείς είχαμε μεγάλη,
με δώδεκα Θέσεις και μικρή με έξι Θέσεις.
Εκεί κρεμασμένο και το πλαστήρι μαζί με τον πλάστη
και γύφτικη σιδερένια σπάτουλα για να ξύνει το σκαφίδι.
Εκεί κρεμασμένες και οι σίτες, η αργιοατιά, για τα ψωμιά (καρβέλια).
Η κουλουρόστρα για λειτουργιές, κουλού ρια και
πίτες συνήθως, εκεί κρεμούσαν και την καφοσιά,
εκεί και τα ταψιά το ένα μέσα στο άλλο.
Στον ίδιο χώρο και η μεγάλη πήλινη λεκάνη
για το λίγο ζυμάρι, για λειτουργις ή κουλούρια και πίτες.
Την σφραγίδα την κρεμούσαμε πάντα στα εικονίσματα.
. Το σκαφίδι η μάνα το ακουμπούσε πάνω
σε μια καναβέτα για να είναι σωστό το ύψος
και να βολεύει στο ζύμωμα.
Πάνω στην πινακωτή έριχναν ένα άσπρο
καθαρό μεσάλι και έβαζαν στη Θέση τους
τα ψωμιά, τα σκέπαζαν κατά την εποχή
για να φουσκώσουν, για να γίνει,
όπως έλεγαν οι γυναίκες,
και να το φουρνίσουν.
Το φούρνο συνήθως τον έφτιαχναν μόνοι τους,
όπως ο πατέρας μου. Αλλά υπήρχαν και μάστοροι.
Εάν δεν υπήρχε από παλιά εκεί φούρνος, έφτιαχναν
τη βάση με ξερολιθιά στα ύψος που ήθελαν,
τη γέμιζαν πέτρες και χώμα, το πατούσαν,
το χτυπούσαν για να στρώσει και ναγίνει στέρεο.
Εκεί επάνω έφτιαχναν τη βάση του φούρνου.
Κουβαλούσαν άσπρο χώμα, "άργιλο", πηλό,
όπως το έλεγαν στο χωριό, το ανακάτευαν
με άχυρο από βρώμη, το πατούσαν μετα
πόδια πολλή ώρα,
ώσπου να γίνει λάσπη.
Το άπλωναν πάνω στη βάση με μια σανίδα,
το ίσιωναν με το μυστρί, το έστρωναν
όσο μπορούσαν, για να είναι ίσιο.
Γέμιζαν ένα ταψί νερό, το έβαζαν
στη μέση και μ' αυτότο αλφάδιαζαν.
Το άφηναν να ξεραθεί καλά.
Ανδρέας Λάζαρης - Καρούσος
Ο Φούρνος του σπιτιού μου, μικρός όπως όλοι του χωριού μου,
που όμως ικανοποιούσε όλες τις ανάγκες της οικογένειας,
Είχε το δικό του ξεχωριστό χώρο.
Το φουρναριό, όπως το λέγαμε.
0 φούρνος μας χωρούσε δεκαοχτώ καρβέλια ή τέσσερα ταψιά.
Δίπλα από το φούρνο η θυμωνιά μετα ξύλα.
Τα κουβαλούσαμε μετα ζώα, αλλά και οι γυναίκες
πολλές φορές έφερναν το δεμάτι, φορτωμένες στο κεφάλι,
για να φάνε το κλα-ρί τα ζωντανά και τα ξύλα η φωτιά.
Δίπλα από το φούρνο όρθια τα σύνεργα.
Το σταυλί, η ξύλινη δυχάλα που έσπρωχνε τα κλαριά
να πάνε στη μέση, εκεί που καίει η φωτιά.
Το γράβαλο, μ' αυτό τραβούν έξω την θράκα και τη στάχτη,
η πάνα, μ' αυτήν σκούπιζαν το φούρνο μ' ένα πανί
δεμένο σε ξύλο, σαν τη σφουγκαρίστρα.
Εμείς φτιάχναμε με χλωρά ψήλιθρα, δεν καίγονταν
τόσο εύκολα, τα δέναμε μπροστά στο ξύλο
και οι γυναίκες έκαναν τη δουλειά τους, τον σκούπιζαν καλά.
Πότε ήταν έτοιμος ο καμένος φαύρνος.
Κοίταζαν ν' αλλάζει χρώμα και να γίνει κάπως άσπρος.
Τότε μετά το σκούπισμα, έριχναν ένα μικρό χλωρό κλαρί
κι αν ήταν έτοιμος, άρπαζε φωτιά.
Σαν τις πρωτάρες μαγείρισσες που πετούν
το μακαρόνι στο τοίχο κι αν είναι βρασμένο κολλά
και δεν πέφτει χάμω.
Πάντως οι νοικοκυρές μόνο που έβλεπαν
την ασπράδα και πόσο πύρωνε,
ήξεραν πως είναι έτοιμος, για να φουρνίσουν
τα ψωμιά ή τα ταψιά.
Άφησα τελευταίο το φσυρναρόφτιαρο,
γιατί μ' αυτό έβαζαν τα καρβέλια και τα ταψιά
στη Θέση τους και όταν ήταν έτοιμα ροδοψημένα,
μ' αυτό τα ξεφούρνιζαν. Μέσα στο σπίτι,
εάν δεν υπήρχε ειδικό δωμάτιο, συνή θως
δίπλα απ' την κουζίνα, υπήρχε πάντως
ειδική γωνιά μ' όλα τα σύνεργα, το σκαφίδι
κρεμασμένο στην θέση του (το καλό σκαφίδι
είναι ατόφιο από πελεκητό κορμό δένδρου)
και η πινακωτή.
Εμείς είχαμε μεγάλη,
με δώδεκα Θέσεις και μικρή με έξι Θέσεις.
Εκεί κρεμασμένο και το πλαστήρι μαζί με τον πλάστη
και γύφτικη σιδερένια σπάτουλα για να ξύνει το σκαφίδι.
Εκεί κρεμασμένες και οι σίτες, η αργιοατιά, για τα ψωμιά (καρβέλια).
Η κουλουρόστρα για λειτουργιές, κουλού ρια και
πίτες συνήθως, εκεί κρεμούσαν και την καφοσιά,
εκεί και τα ταψιά το ένα μέσα στο άλλο.
Στον ίδιο χώρο και η μεγάλη πήλινη λεκάνη
για το λίγο ζυμάρι, για λειτουργις ή κουλούρια και πίτες.
Την σφραγίδα την κρεμούσαμε πάντα στα εικονίσματα.
Σ' αυτότο χώρο και τα σακιά με
το αλεύρι σταρένιο και καλαμποκίσιο.
Αλλά και τα τσουβάλια με το σιτάρι
και τα όσπριά , εκεί κοντά τα είχαν.
Εμείς, όπως και άλλες οικογένειες,
είχαμε στο κατώι αμπάρι γιατο σιτάρι
σε μια καναβέτα για να είναι σωστό το ύψος
και να βολεύει στο ζύμωμα.
Πάνω στην πινακωτή έριχναν ένα άσπρο
καθαρό μεσάλι και έβαζαν στη Θέση τους
τα ψωμιά, τα σκέπαζαν κατά την εποχή
για να φουσκώσουν, για να γίνει,
όπως έλεγαν οι γυναίκες,
και να το φουρνίσουν.
Το φούρνο συνήθως τον έφτιαχναν μόνοι τους,
όπως ο πατέρας μου. Αλλά υπήρχαν και μάστοροι.
Εάν δεν υπήρχε από παλιά εκεί φούρνος, έφτιαχναν
τη βάση με ξερολιθιά στα ύψος που ήθελαν,
τη γέμιζαν πέτρες και χώμα, το πατούσαν,
το χτυπούσαν για να στρώσει και ναγίνει στέρεο.
Εκεί επάνω έφτιαχναν τη βάση του φούρνου.
Κουβαλούσαν άσπρο χώμα, "άργιλο", πηλό,
όπως το έλεγαν στο χωριό, το ανακάτευαν
με άχυρο από βρώμη, το πατούσαν μετα
πόδια πολλή ώρα,
ώσπου να γίνει λάσπη.
Το άπλωναν πάνω στη βάση με μια σανίδα,
το ίσιωναν με το μυστρί, το έστρωναν
όσο μπορούσαν, για να είναι ίσιο.
Γέμιζαν ένα ταψί νερό, το έβαζαν
στη μέση και μ' αυτότο αλφάδιαζαν.
Το άφηναν να ξεραθεί καλά.
Κάρφωναν στο κέντρο μια πρόκα, έδεναν ένα σπάγκο,
έκαναν τον κύκλο. Συνήθως κοίταζαν κάποιον
που να τους ταιριάζει. Τον είχαν για πρότυπο.
Κοντά στην πρόκα έβαζαν ένα σίδερα όσο ύψος το ήθελαν,
να έχει στο εσωτερικό ο φούρνος.
Κι άρχιζαν να ψευτοχτίζουν όλο
το εσωτερικό του φούρνου, όλο το κουφάρι.
Στο τέλος το πασάλειβαν με λασπόχωμα,
να γίνει ολοστρόγγυλος, όπως ήθελαν
να 'ναι από μέσα ο φούρνος. Τον άφηναν
να ξεραθεί, έφτιαχναν την ίδια λάσπη
που έβαλαν για στρώση στο πάτο.
"Εβαζαν στη θέση του το σιδερένιο
στόμιο κι άρχιζαν σιγά - σιγά να τον
στήνουν πάνω στον ψεύτικο.
"Εφτιαχναν σωστό τον αληθινό,
τον πραγματικό φούρνο. Πιο ψηλά από το στόμιό του.
Έφτιαχναν την ξεθυμάστρα κι άφηναν κι αυτόν
να ξεραθεί καλά. Αλλά και τον πασάλειβαν
με αραιωμένο το ίδιο υλικό για να κλείνει
όποια κι αν γινόταν χαραματιά (σκασιά),
γκρέμιζαν τον μέσα και ο φούρνος ήταν
έτοιμος στη θέση του και καμαρωτός να δει
κι αυτός τις χαρές του σπιτιού.
0 φούρνος τότε ήταν έτοιμος για κάψιμο.
Του έβαζαν φωτιά, στην αρχή σιγά - σιγά.
Μετά έριχναν αρκετά ξύλα και η φωτιά
όλο και δυνάμωνε. Ώσπου να πουν
οι μεγαλύτεροι πως τώρα είναι έτοιμος.
Τα σημάδια τους ήταν γνωστά, το άσπρο χρώμα.
Χανόταν όλη τη μαυρίλα που αποκτούσε απ' τον καπνό.
Του έκλειναν την πόρτα και τον άφηναν μόνο του να κρυώσει,
αφού πρώτα καούν όλα τα κάρβουνα και γίνουν στάχτη.
Από αυτό το κάψιμο γίνεται ο καλός φούρνος,
που με δυο κλαριά, όπως έλεγαν οι γυναίκες για
τον δικό τους φούρνο, ήταν έτοιμος για τα καρβέλια,
τις πίτες τα κουλούρια,
τα αξέχαστα πατσούρια,
τις σημερινές πίτες απ' τα σουβλάκια.
Ανδρέας Λάζαρης - Καρούσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου