Αγιομαυρίτικες ιστορίες
https://nikiana.wordpress.com/2
του
ΗΛΙΑ Π. ΓΕΩΡΓΑΚΗ
–Kύριε Μανούδη, υπέβαλα μια αίτηση στον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας.
–Και τι ζητάτε?
–Α! την νήσον… Σικελίαν (σ.σ. η απάντηση σε ύφος μπλαζέ).
Ο διάλογος μεταξύ του αξέχαστου καθηγητή Μανούδη και του Πάνου Κατωπόδη (ο επιλεγόμενος λόγιος από τα Βουρνικά με τα ανέκδοτα και το ανεξάντλητο χιούμορ του ο οποίος οραματίζονταν την ίδρυση μιας ανεξάρτητης κοινωνίας ποιητών και φιλοσόφων από όλα τα μέρη του κόσμου).
Οι Ακαρνάνες λέγανε ότι όταν σε περονιάσει το νερό της Μεγάλης Βρύσης γίνεσαι μπιτ μπ(ου)ρανέλος. Οι μπρανέλοι λοιπόν αυτοί οι διαφορετικοί χαρακτήρες, γνήσιοι, πνευματώδεις, με κουλτούρα και με ένα μοναδικό χιούμορ. Χάθηκαν όπως και η παλιά Λευκάδα. Αλλά όσοι έζησαν αυτή τη μοναδική εποχή κουβαλάνε μόνο ευχάριστες και μοναδικές αναμνήσεις. Παρά τη φτώχεια και τις κακουχίες. Ατελείωτες οι ιστορίες, οι φάρσες και τα καλαμπούρια. Φοβεροί τύποι. Κι αυτή ήταν η ιδιαιτερότητα των μπρανέλων. Το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός, η διαφορετική προσέγγιση της ζωής, ο ιδιόρρυθμος τρόπος σκέψης.
«Η Λευκάς κύριε έχει 35.000 ηθοποιούς» απάντησε κάποτε ο Σπύρος Φίλιππας-Πανάγος στον αείμνηστο Φρέντι Γερμανό όταν αυτός είχε μείνει έκπληκτος με το Λευκαδίτικο πνεύμα.
Αλήθεια και ποιος δεν θυμάται τον Ταγέα και τον Μπίρια. Ο Γεράσιμος καλόκαρδος και μεγάλη ψυχή -είχε ένα καροτσίνι τη Σούζη- και σύχναζε στου »Μύτα». Ο Σταύρος ο Ταγέας φώναζε «Αβάρααα!». Και ποιος δεν θυμάται τον Αντρέα τον Όπερα ή Ριγολέτο (που έσπρωχνε το καροτσίνι του σφυρίζοντας ριγολέτο), τον μπάρμπα Αντρέα με τα γλυκά του, τ’ αμπαλί στου Πάλα, τον Βαλαμόντε (Κοκονιώρο) με τις διαλέξεις, τον αξέχαστο Βούλη Βρεττό, τον Μπρούμη, τον Μπολσεβίκο, το Ζακχαίο, τον Σεραφείμ, το φοβερό Ζαχαρή με τις φάρσες του, το Γιάννη το Δεσύλα, τον Άγγελο τον Παταλέα, τον Σπυραντώνη, ο Νιόνος ο Πατσάς, ο Σπύρος Φίλιππας Πανάγος, ο Μαλιαρής, ο Τσίνας, ο «Συρματένιος», ο Νιόνιος ο Σοροκρασής, ο Λιώρης με την παράγκα του, ο Κοτσώλος, ο Αντώνης Κανιός, ο καθηγητής Μανούδης, ο Γούρμος, ο Γιάννης ο Σπρομήλιος, αλλά και τόσοι άλλοι. Ένας φοβερός τύπος ήταν και ο Νίκος ο Μανιώρος, οδοκαθαριστής με αισθήματα και ανωτερότητα, γνωστός για τις αγαθοεργίες του. Φορούσε κατακόκκινο πηλήκιο, πάντα στολισμένο με ένα φρέσκο άλικο γαρίφαλο, πουκάμισο κόκκινο και κόκκινο περιβραχιόνιο και ένα απίθανο μουστάκι.
Φυσικά ο μεγάλος πρωταγωνιστής στις φάρσες και στα καλαμπούρια ήταν ο Ζαχαρής Κατωπόδης. Ανεπανάληπτος, μοναδικός.
Υπάλληλος του ΤΕΒΕ, λοιπόν, θέλησε να κάνει τον έξυπνο και πείραξε τον Ζαχαρή που αμέσως πάει και βρίσκει τον παλιό καφετζή Γιάννη Βλάχο και του λέει:
-Επειδή σ΄αγαπάω και σε σέβομαι, όπως με σέβεσαι και εσύ και σου έχω και εμπιστοσύνη θα σου πώ ένα μυστικό αλλά θα μου δώσεις το λόγο σου πως δεν θα το πεις σε κανέναν. Να εδώ και 6 μήνες στους συνταξιούχους του ΤΕΒΕ που πολεμήσανε στην Αλβανία δίνουνε μια έκτακτη ενίσχυση από 500 δραχμές το μήνα αλλά τις κρατάει ο τάδε υπάλληλος. Εγώ το έμαθα τυχαία στην Αθήνα, πήγα και ζήτησα τα λεφτά μου και τα πήρα αναδρομικά! Τα ίδια και με ανάλογο τρόπο είπε και σ΄άλλους δυο-τρείς κι ένας-ένας πήγαινε και ζητούσε τα… καθυστερούμενα με αποτέλεσμα να βρει τον μπελά του ο υπάλληλος γιατί κανένας δεν πίστευε τους… όρκους του πως δεν είχε ιδέα! Μάλιστα για να το γλεντήσει ο Ζαχαρής πήγε και ο ίδιος και προέβαλλε τις αξιώσεις του κι όταν προσπάθησε ο υπάλληλος να τον διαβεβαιώσει ότι δεν σταλθήκανε τέτοια χρήματα ο Ζαχαρής τον αποστόμωσε. Ξέρω εγώ, είναι από τα… μυστικά κονδύλια! Βρέθηκε μάλιστα κάποιος ζόρικος να απειλήσει τον υπάλληλο, που στην απόγνωση του πήγε νύχτα στο σπίτι κάποιου κουμπάρου του και κατάφερε με χίλια παρακάλια να βγάλει το μυστικό! Κι από τότε, όταν βλέπει τον Ζαχαρή… αλλάζει καντούνι!!!
Μια άλλη ιστορία: Ο Ζαχαρής, πήγε για δουλειά στην Αθήνα παρέα με έναν συνάδελφο του δερματέμπορα, λίγο αφελή και πολύ τσιγκούνη. Καθίσανε να φάνε. Βλέποντας ο Ζαχαρής μια γύφτισσα λέει πως θα πάει στην τουαλέτα. Σε διάστημα λίγων λεπτών τη συναντάει κρυφά και την ενημερώνει σχετικά με το… ιστορικό του φίλου του! Η πανέξυπνη γύφτισσα αρπάζοντας την ευκαιρία ήρθε στο τραπέζι τους.
–Να σε πώ την μοίρα σου;
–Άει ξεφορτώσου μας να φάμε την μακαρονάδα γιατί μας τάραξε η πείνα, πετιέται ο Ζαχαρής.
–Εγώ λέω το κύριο να το πώ τη μοίρα του, πώχει σεβντά μεγάλο. Άνοιξε το χέρι σου. Τρία παιδιά έχεις, το ένα δεν είναι καλό.
–Τι λέει αυτή πετιέται πάλι ο Ζαχαρής. Διώξτην να ησυχάσουμε.
–Όχι λέγε, λέγε!
–Ασήμωσε να σε πώ!!!.
Ο Ζαχαρής παράτησε το φαΐ και προσποιούνταν τον κατάπληκτο ενώ η γύφτισσα αράδιαζε χαρτί και καλαμάρι, όλα τα οικογενειακά, κατάλληλα διανθισμένα, του θύματος της φάρσας που τάχε χαμένα κι ασήμωνε και ξανασήμωνε. Λέγεται, μάλιστα, πώς όταν γύρισε στη Λευκάδα, τσακώθηκε με τον αδελφό του γιατί η γύφτισσα του είπε πως τον κλέβει!!
– Πριν πολλά χρόνια λοιπόν κάποιοι μπρανέλοι έκαναν δήθεν σερενάτα κοντά στο σπίτι του εισαγγελέα και κάποια στιγμή χρησιμοποίησαν χυδαίο λεξιλόγιο. Την άλλη μέρα ο εισαγγελέας διέταξε ανακρίσεις καλώντας ορισμένους νυκτόβιους. Ένα βράδυ στην ταβέρνα του Φραγκούλη, ο Γιάννης ο Έμπλαστρας άρχισε με στόμφο να λέει:»…. Με εκάλεσε ο εισαγγελέας στο γραφείο του και χωρίς να μου προσφέρει καφέ, με ανέκρινε. Εγώ εθίγην βαθύτατα, σηκώνομαι από την καρέκλα μου και του λέω: Βρε αχρείε, βρε ανόητε, βρε φτωχέ άνθρωπε, ξέρεις ποιός είμαι εγω;; Του είπα πάρα πολλά και μετά βίας, από αξιοπρέπεια δεν τον χτύπησα.»
Εμείναμε όλοι άναυδοι και μέσα στην ταβέρνα επικρατούσε σιωπή θανάτου και όλοι τον κοιτούσαν με απορία. Μέχρι που κάποιος τον ερώτησε: «Και ο εισαγγελέας τι σου είπε;;;». Και ο Γιάννης με ύφος γαλαζοαίματου απαντά: «Α. αυτός δεν με άκουε, γιατί όλα αυτά τα έλεγα στο σπίτι μου σιγά σιγά για να μην ξυπνήσω την σειρήνα μου…» (σ.σ. καταλαβαίνετε τι γέλιο και τι φάπα έπεσε).
Μια, άλλη, αληθινή ιστορία είναι αυτή την με την «Έντελβαις» την όμορφη βάρκα του Γιάννη Καρύδη. Ο γιος του ο Νιόνιος με τον παιδικό του αυθορμητισμό, βλέποντας την όμορφη βάρκα να σκίζει -με το καινούργιο πανί της τα νερά στο κανάλι- φώναξε με ενθουσιασμό: «Ω δρόμο πατέρα!!!» Η φράση αυτή έγινε… φειγ βολάν από τους μπουρανέλους -και ακόμη και σήμερα οι παλιοί τη λένε για πείραγμα- σε σημείο ο μικρός Νιόνιος να κλειστεί από τα πειράγματα μέσα στο σπίτι του για πέντε μέρες.
Ακόμη μια από αυτές τις ιστορίες που δείχνουν το λευκαδίτικο χιούμορ είναι αυτή με το Νιόνιο το Κοτσώλο που συχνά-πυκνά την αφηγείται -με καταπληκτικό τρόπο- ο Ηλίας Λογοθέτης. Είναι η ιστορία όπου στο αποκριάτικο «Πάνθεον», στο χορό του Όρφέα ο Νιόνιος ντύθηκε, μαζί με τον δίδυμο αδελφό του, με ψηλά καπέλα και επίσημα ρούχα και άρχισαν να τραγουδούν ένα τραγούδι σε διασκευή-μελοποίηση του Νίκου Μορίνα:
«Ετούτη τη βραδιά / θα δώσουμε σ΄όλους μπρίο / κέφι καλή καρδιά / και την καλή μας συντροφιά. / Απόψε οι δυο μας αλλάξαμε στολές / μαύρο παπιόν / παράξενο μαλλί. / Απόψε οι δυο θα κάνουμε το παν/ για να χαρείτε όλοι σας πολύ.»
Κι ενώ το νούμερο «έτρεχε» κανονικά κάποιος θαμώνας φώναξε με δυνατή φωνή από τη γαλαρία:
–Κοτσώλοοοοοο…..
Ο Νιόνιος, χωρίς να τα χάσει, σταμάτησε το νούμερο και έβαλε τα χέρια του -σαν χωνί- στο στόμα του και απάντησε με στόμφο:
–Της μάνας σου τον κ….!…
Αυλαία φώναξε αμέσως ο κομπέρ. Και καταλαβαίνετε τι έγινε. Πανζουρλισμός.
Ο Σωτήρης ο Βαρζέλης ήταν ταμίας στην»Εθνική» τράπεζα. Λεπτός, καλοντυμένος και ασθενικός. Το χειμώνα φορούσε γκέτες στα παπούτσια του για να ζεσταίνεται, διπλά γιλέκα, χοντρό παλτό, μπερέ στο κεφάλι και κασκόλ στο λαιμό που το έβγαζε το Πάσχα. Σύχναζε στο φαρμακείο του Σπύρου Ζερβού. Πάντοτε έπαιρνε δυναμωτικά σιρόπια. Στις 12 το μεσημέρι ακριβώς ερχότανε ο συνοδός του ο Γιώργος Αραβανής-Κόμης που τον συνόδευε αλαμπρατσέντο σπίτι του. Έμεινε στο σπίτι του Σικελιανού. Για να μην κρυολογεί όταν σκούπιζε την κάμαρη του, η υπηρεσία του Κωνσταντίνα, έμπαινε στη ντουλάπα και άμα αργούσε η Κωνσταντίνα φώναζε:
-Νετάρισες; Για θα σκάσω.
Μια μέρα ήρθε τρεχάτη στο φαρμακείο του Ζερβού, η Κωσνταντίνα και αλαφιασμένη είπε ότι ο σιόρ Σωτηράκης είχε μεγάλο πυρετό 37 και δύο και ότι πρέπει να στείλει τον γιατρό τον Σουμέτα να τον εξετάσει. Σε ερώτηση του φαρμακοποιού πως συνέβηκε αυτό το κάζο, απάντησε η Κωσταντίνα:
-Μου φαίνεται ότι ο σιορ Σωτηράκης πήγε στο παραθύρι να κάνει χάζι και η λάστρα (το τζάμι) είχε χαραμάδα. Από κει μπήκε αέρας στη μύτη του και πουντάρισε…
Ο σιόρ Σωτηράκης έγινε καλά αλλά μυαλό δεν έβαζε. Έτσι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στις 5 το πρωί κατέβηκε στην πλατεία μπαρμπουλωμένος και παρέα με τους μπρανέλους, ξεκίνησε ακολουθώντας τη μουσική που έπαιζε τη Διάνα πηγαίνοντας στον Αη Μηνά. Μόλις έφθασε η πομπή στο ύψος του καφενέ του Τσαμπαρή που ήταν η προβολή του όλο λάστρα και καδινέλα, λέει ο σιόρ Σωτηράκης:
-Δεν θα μου δώστε και μένα την αμποξούλα μου;
-Αμποξούλα θέλει ο σιόρ Σωτηράκης, λέει ο Φωτάκιας, κι΄ αρχίζει με νόημα τ΄άμπομα, από το Χαμπέο το Γιώργη, στον Καρκαλίτσο, στο Λέτσο, στο Βαγενά τον Ντίνο, στο Τζεβελέκη τον Αντώνη και ο Φωτάκιας τελευταίος με ντάνο δίνει την αμποξούλα στον σιόρ Σωτηράκη που εξαφανίστηκε! Ρε παιδιά που ειναι ο σιορ Σωτηράκης. Πουθενά. Μια στιγμή κάποιος λέει:
-Παιδιά κοιτάτε να γελάστε: Ο σιόρ Σωτηράκης καθιστός επάνω σ΄ένα μαρμάρινο τραπέζι του Τσαμπαρή χωρίς να πάθει ούτε γρατσουνιά, παρόλο που σπάσανε τελάρα και λάστρες. Ήτανε η τελευταία χρόνια που φαρομάναγε γιατί έπαθε πνευμονία από το ατζάρδο του και αυτό και πέθανε (Χρονογράφημα του Κώστα Ζερβού, Φεβρουάριος 1979, «Ηχώ της Λευκάδας»).
Ο Σπύρος Ανυφαντής (Μπρούμης) είχε λατινιέρικο. Δεινός καλαμπουρτζής με βαριά φωνή και πολύτεκνος. Με δυσκολία τα έφερνε βόλτα και χρωστούσε στο ΤΕΒΕ. Ο εισπράκτορας Φαοκοιμίσης (Ρομποτής) τον παρέπεμψε στο δικαστήριο.
-Γιατί κύριε Ανυφαντή δεν πληρώνεις το ΤΕΒΕ;, τον ερώτησε με αυστηρό ύφος ο πρόεδρος.
-Θα πλερώσω κύριε πρόεδρε, θα πλερώσω, απαντάει ο Μπρούμης
Και ανοίγει ένα τσουβάλι γεμάτο χιλιάδες δεκάρες για να εκδικηθεί τον Φαοκοιμίση ο οποίος… ακόμη τις μετράει.
Kάποτε ένας φτωχός και άβουλος μπρανέλος έπιασε κάποτε στο σπίτι του τη γυναίκα του με τον φίλο της:
-Εσύ φεύγα, δεν έχω καμιά δουλειά μαζι σου, είπε στον άνδρα. Και αμέσως βγάζει τη ζώνη του και αρχίζει να δέρνει τη γυναίκα του.
-Λέγε μωρή, θα το ξανακάνς;
Και δώστου με την λουρίδα.
Η μοιχαλίς δεν απαντούσε, ώσπου στο τέλος ο σύζυγος απεφάνθη:
-Ω! δεν κρέν, θα το ξανακάν.
Και σταμάτησε το ξύλο, γιατί το θεώρησε περιττό αφού θα το… ξανάκανε.
-Προπολεμικά (αλλά και μεταπολεμικά) η συγκοινωνία Λευκάδας-Πειραιά γινόταν με πλοία, με ενδιάμεσους σταθμούς. Ο »Γλάρος», η «Λουτσίντα», το »Πάτραι» και η «Πύλαρος» ήταν ορισμένα από τα πλοία που προσέγγιζαν την προβλήτα του λιμανιού ή αγκυροβολούσαν αρόδο και η εξυπηρέτηση των επιβατών γινόταν με βάρκες. Εδώ έγινε στη δεκαετία του ’50 (με το «Πάτραι») ένα δυστύχημα με ανατροπή βάρκας στο λιμάνι. Μεταξύ των επιβατών που έπεσαν στη θάλασσα ήταν και ο Σπύρος Φίλιππας-Πανάγος (ο αείμνηστος συγγραφέας και δημοσιογράφος με το εκρηκτικό χιούμορ). Ο κυρ Σπύρος λοιπόν (όπως τον φώναζαν) αφηγείται στο θρυλικό στέκι στου Μουτρούκαλη την περιπέτεια που έζησε, μέσα στο καταχείμωνο, όταν με βάρκα προσπάθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο (που ήταν αγκυροβολημένο στη μέση του λιμανιού) αλλά ένα ξαφνικό μπουρίνι την ανέτρεψε και έπεσαν όλοι μαζί με τα μπαγκάζια στη θάλασσα (σ.σ. μάλιστα είχαμε και νεκρό). Ο κυρ Σπύρος με το ένα χέρι κρατούσε μια μικρή τσάντα, όπου μέσα είχε και τα ποιήματα του και πήγαινε στην Αθήνα για να τα εκδώσει. Έτσι για να μην πνιγεί με το ένα χέρι κρατούσε υπό μάλης την δερμάτινη τσάντα (που μάλιστα είχε δανειστεί) και με το άλλο κολυμπούσε απεγνωσμένα ώστε να πιαστεί από ένα κουπί της βάρκας που επέπλεε.
–»Αστραπές, βροντές, κύματα προσπαθώ να πιαστώ και να μην πνιγώ, κρατάω και την τσάντα και δος του», αφηγούνταν με παραστατικό τρόπο ο κυρ Σπύρος την φοβερή εμπειρία του, βάζοντας για χάριν της αφήγησης και την υπερβολή. Και όπως ήταν εκφραστικός έκανε με τα χέρια του τις κινήσεις.
— «Κυρ Σπύρο η τσάντα τι είχε μέσα», τον διέκοψε ο Φίλος (Θεόφιλος) ο Μπάτσας (σ.σ. ο πατέρας της διάσημης μετζοσοπράνο Αγνής);;;
–Και δίνω μια απλωτή με το ένα χέρι, συνέχισε ο κυρ Σπύρος, αστραπές, βροντές, χαμός. Λες και ήμουν χαμένος στον ωκεανό. Κολυμπούσα με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσα τη τσάντα. Παναγιά Φανερωμένη βόηθα!!!
— »Κυρ Σπύρο η τσάντα τι είχε μέσα», τον διέκοψε, πάλι, ο Φίλος ο Μπάλτσας.
Τότε σηκώνεται εξαγριωμένος ο Πανάγος και με θυμό -αλλά και με υποτιμητικό ύφος- του λέει:
–» Όχι Μωρέ π…. δεν σου λέω. Εγώ πνίγομαι και εσύ με ρωτάς τι είχε μέσα η τσάντα»!
Ο Ζαχαρής Κατωπόδης ήταν ο μεγαλύτερος φαρσέρ της παλιάς Λευκάδας. Ο άνθρωπος-χαμόγελο. Σατανικό μυαλό. Μοναδικό χιούμορ. Μυθικές οι φάρσες του. Η καλύτερη όμως φάρσα που σκάρωσε είχε σχέση με εμπόριο… γατών. Για καιρό σκάρωνε αυτή τη φάρσα. Με μεθοδικότητα. Στην αρχή έλεγε για τα Ιταλικά καράβια που έρχονται να πάρουν χέλια από το Ιβάρι. Μίλησε για τις σχέσεις του με Ιταλούς εμπόρους και διέδωσε εντέχνως ότι του ανέθεσαν την οργάνωση μιας ξεχωριστής λαϊκής αγοράς στη Λευκάδα. Κυκλοφόρησε, λοιπόν -παραμονή Πρωταπριλιάς- στην πόλη και στα χωριά ένα φειγ βολάν που έγραφε τα εξης: »Ιταλική Λαΐκή Αγορά. Σας ανακοινούμεν ότι αύριον έρχεται στη Λευκάδα και θα παραμείνει 24ωρες μια περίεργη Ιταλική Λαϊκή Εταιρεία η οποία θα διαθέτει προς πώληση διάφορα ενδιαφέροντα είδη λαϊκής τέχνης. Έχει πχ σπουδαία μηχανήματα που θα εκθέσει εις το κινηματογραφοθέατρο «Τσιριμπαση». Ένα άλλος είδος που θα διαθέσει είναι πολλά και διάφορα είδη σκυλιών παγκοσμίου προελεύσεως. Ο ίδιος όμιλος ενδιαφέρεται και θα αγοράσει από δω ό,τι εντόπιο προϊόν της αρεσκείας του. Το ενδιαφέρον θα είναι για όλους μας αρκεί να σημειωθεί ότι θα προβούν εις αγοράν και ζώων πχ γάτες κλπ. Πληροφορίες παρέχει ο κ. Γ…Λ… (καφενείον).»
Αυτό ήταν το περιεχόμενο του φειγ βολάν. Έξυπνα γραμμένο. Και φυσικά σε κανένα δεν πέρασε από το μυαλό ότι πρόκειται για φάρσα. Το νέο κυκλοφόρησε παντού. Σε όλο σχεδόν το νησί. Και έγινε της κακομοίρας. Όλοι έτρεχαν να πιάσουν γάτες. Τσουβάλια με γάτες, αυτοκίνητα με γάτες, φορτηγάκια με γάτες. Στην πόλη ένας έβγαλε από την κάμαρα τα παιδιά του και τις γέμισε με γάτες. Άλλος έκλεισε σε τσουβάλια γάτες και όταν η ανύποπτη γυναίκα του άνοιξε την πόρτα έπεσε λιπόθυμη γιατί νόμισε ότι το σπίτι γέμισε φαντάσματα. Ταξί από χωριά του νησιού ήρθαν στην πόλη γεμάτα γάτες. Πολλοί ήταν και οι αγρότες που κουβάλησαν και τους σκύλους τους. Τα παιδιά στους δρόμους που δεν άφηναν τις γάτες στην ησυχία τους, δεν σταματούσαν να μαζεύουν γάτες. Ένα πραγματικό πανδαιμόνιο. Η Κυριακή της Πρωταπριλιάς ήρθε.
Ο Ζαχαρής -με υποσχέσεις για χρήματα- έπεισε τους συνεργάτες του να κουβαλήσουν καρέκλες και τραπέζια στο «Φοίνικα», το θερινό κινηματογράφο στην παραλία. Και όλοι περίμεναν με αγωνία το αυτοκίνητο της Ιταλικής εταιρείας. Ο Ζαχαρής (… ως γάτα), την «κοπάνησε» για την Αθήνα. Και όσο περνούσε η ώρα ο κόσμος άρχισε να δυσανασχετεί. Και μέσα σε λίγες ώρες όταν έγινε αντιληπτή η φάρσα γέμισε η Λευκάδα από αδέσποτους σκύλους και γάτες. Το γεγονός είναι αληθινό. Και δείχνει ότι η παλιά Λευκάδα ήταν θρυλική. Και ανεπανάληπτη.
Ο Άγγελος ήταν ένας φοβερός τύπος της παλιάς Λευκάδας. Παμφάγος και αχόρταγος. Λαίμαργος με όλη τη σημασία της λέξης. Σπούδαζε στην Αθήνα ώσπου μια μέρα έλαβε ένα τηλεγράφημα: «βρακατσάνοι γουρμάσανε». Και ο Άγγελος έφυγε για πάντα από την Αθήνα για να ικανοποιήσει τη λαιμαργία του τρώγοντας βρακατσάνους. Αλλά η φοβερή, αληθινή, ιστορία με τον Άγγελο είναι η παρακάτω που μας αφηγείται συχνά ο Ηλίας Λογοθέτης (Φρούφαλος). Ο Άγγελος, λοιπόν, για πολλούς μήνες έκανε μεγάλη οικονομία ώστε να προετοιμαστεί για το μεγάλο τραπέζι. Ένα μοναδικό τσιμπούσι. Αλλά δεν ήθελε με καμία δύναμη να τον πάρει χαμπάρι η μάνα του. Της είπε ότι έχει υποχρέωση σε κάποιους Πρεβεζάνους. Αγόρασε λοιπόν αυγοτάραχο, σαλάμια, γάμπαρες, μια μεγάλη γαλοπούλα, μια τεράστια συναγρίδα, ένα μικρό χοιρίδιο, σαλάτες, τυριά, γλυκά, κρασιά, ούζο και φρούτα. Όλα τα καλούδια. Και είχε ετοιμαστεί για ένα λουκούλλειο δείπνο. Η μεγάλη βραδιά έφθασε. Και ο Άγγελος λέει στη μάνα του: «Μάνα, θα έρθουν οι καλεσμένοι αλλά επειδή θ’ αρχίσουν τ’ αφσκόλογα πήγαινε για ύπνο». Πράγματι η μάνα του Άγγελου αποσύρθηκε στην κάμαρά της. Της έβαλε και το καδινάτσο για σιγουριά.
Οι καλεσμένοι έφθασαν γύρω στις 10 το βράδυ. Ο Άγγελος κατέβηκε τη σκάλα για να τους υποδεχθεί. Καλώς τους. Καλησπέρα. Καλώς το Γιάννη, καλώς το Νίκο, καλώς το Χρίστο. Χαθήκαμε ρε παιδιά, είχα καιρό να σας δω. Και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα με τρόπο σαν ν’ ανέβαιναν και οι καλεσμένοι του. Μετά από λίγο άρχισε το τσιμπούσι. Ο Άγγελος ήταν μεγάλος μίμος. Και άρχισε τους διαλόγους:
— Παναγία μου τη ψαρούκλα είναι αυτή!
— Και το γουρουνόπουλο είναι φοβερό.
— Καλά Άγγελε, η γαλοπούλα σου είναι το κάτι άλλο.
Και να το τσούγκρισμα των ποτηριών. Εβίβα, γειά σου, να ‘σαι καλά Άγγελε, πάντα από τέτοια. Και τα ρέστα. Η ώρα περνούσε. Οι διάλογοι συνεχίζονταν μαζί και το φαγητό. Τα μαχαίρια και τα κουτάλια χτυπούσαν στα πιάτα.
— Εις υγείαν.
— Είναι όλα υπέροχα!
— Μπράβο Άγγελε, σου χρωστάμε και εμείς τραπέζι στην Πρέβεζα….
Η ώρα είχε φθάσει 5 το πρωί. Οι καλεσμένοι (εννοείται) έφυγαν. Και η μάνα του Άγγελου κατάφερε να διακρίνει από τη χαραμάδα της πόρτας το γιο της πεσμένο με τα μούτρα πάνω στο τραπέζι, σκασμένο απ’ το φαΐ. Και σταυροκοπήθηκε. «Μπα το ξεπατωμένο», μονολόγησε.
Ο Άγγελος κατάφερε το απίστευτο. Το μοναδικό. Έφαγε μόνος του όλα τα φαγητά. Μέχρι σκασμού. Είχε παραθέσει τραπέζι στον εαυτό του!!!
Τον αποκαλούσαν, Μπολσεβίκο γιατί -όπως λέγανε- από μικρό παιδί ήταν κατάμαυρος και μικροκαμωμένος. Στην κεντρική αγορά ήταν το μαγαζί του: »Οινομαγειρείο η φτώχεια, Άγγελος Σταγιάννος». Μονίμως με ένα γαρίφαλο στο αριστερό του αυτί, πλατύ μάλλινο ζωνάρι και καλή καρδιά. Το μαγαζί του ήταν διακοσμημένο με τη τότε Βασιλική οικογένεια, με λιθογραφίες εποχής και με ένα καντήλι σε εικονοστάσι. Κλασικός τύπος Λευκαδίτη με το κρασί του, το καλαμπούρι, το μεζέ και το τραγούδι. Και φυσικά μόνο… μπολσεβίκος δεν ήταν. Αλλά αυτό το παρατσούκλι το πλήρωσε ακριβά. Μόλις ήρθανε οι Γερμανοί στη Λευκάδα ζήτησαν να τον γνωρίσουν αμέσως.
–Εσύ είσαι ο Μπολσεβίκος, τον ρώτησαν.
–Ναι, απάντησε αυθόρμητα ο Άγγελος. Και τότε τον πλάκωσαν αλύπητα στο ξύλο ενώ τον έκλεισαν για 20 ημέρες στο φρούριο του Τεκέ, στην Ακαρνανία, στο δρόμο για τη Λευκάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου