Το Ακρωτήρι Λευκάτας (ή Κάβος της Κυράς
ή Κάβος της Νιράς ή Κάβο Δουκάτο),
απ’ όπου εικάζεται ότι πήρε και το όνομά του
το νησί της Λευκάδας, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του νησιού.
Λευκοί απόκρημνοι βράχοι, που προξενούν και σήμερα ακόμη δέος,
σχηματίζουν αυτό το μνημείο της φύσης.
Από το ακρωτήρι αυτό, έπεσε στο πέλαγος
και βρήκε το θάνατο, σύμφωνα με τη παράδοση,
η αρχαία ποιήτρια Σαπφώ,
απελπισμένη από τον άτυχο έρωτά της για τον Φάωνα.
Το ακρωτήρι είναι ένας από τους πιο γνωστούς βράχους της αρχαιότητας, πιθανότατα
η ομηρική «Λευκάς Πέτρη» (Ομήρου Οδύσσεια, ω 11-14),
με άσπρα βράχια σε ύψος 60 μέτρα
πάνω από τα κύματα του Ιονίου πελάγους.
Αναφέρει σχετικά ο Αλέκος Φίλιππας στο βιβλίο του «Λευκάδα –
Η Ομηρική Ιθάκη»: Ο Ντάιρπφελντ προβληματίζεται
αν ο Λευκάτας, το νοτιοδυτικό ακρωτήρι της Λευκάδας,
είναι η Λευκάς πέτρη,
η περιοχή που ο Ερμής οδηγεί στον Άδη
τις ψυχές των μνηστήρων και γράφει:
«Εννοείται με την Λευκάδα πέτρην -τον λευκάζοντα βράχον-
το σημερινόν ακρωτήριον Λευκάτας; Το βραχώδες τούτο ακρωτήριον
αποτελεί από αιώνων το όριον μεταξύ της εσωτερικής ηρέμου
θαλάσσης των Οδυσσειακών νήσων και της ταραχώδους
εξωτερικής θαλάσσης, η οποία φθάνει ανοικτή μέχρι της Σικελίας
. Επί των ανοικτοχρώμων βράχων υψούτο κατά την Αρχαιότητα
εις ναός του Λευκάτα Απόλλωνος, του οποίου ελάχιστα
υπολείμματα ανεσκάφησαν υφ΄ ημών (Βλ. Μέρος Πέμπτο, Β, 3).
Ήτο ο εις την θάλασσαν απότομος βράχος, από τον οποίον εκρημνίζοντο κατά την Αρχαιότητα οι κακούργοι δια να ακυρωθή η καταδίκη των εάν έφθανον σώοι. Θεωρείται ότι οι σύγχρονοι Έλληνες, οι οποίοι το αποκαλούν Ακρωτήριον (κάβος) της Κυράς, αναφέρονται εις την Σαπφώ ως κυράν. Εις την λαϊκήν γλώσσαν αναφέρεται ως της Νιράς, το οποίον ο Partsch ερμηνεύει ως εις την ιεράν, δηλαδή την Σαπφώ.
»Εις το ερώτημα εάν ο Όμηρος εννοή με τον λευκάζοντα βράχον το εν λόγω ακρωτήριον η ιδική μας γνώμη είναι σαφώς αρνητική, διότι ο ποιητής τοποθετεί τον βράχον μεταξύ του Ωκεανού και των θυρών του Ηλίου, δηλαδή εις το πέρας της Γης. Η νήσος Λευκάς αποτελεί όμως δια τον ποιητήν και την εποχήν του το δυτικόν άκρον της χώρας των Αχαιών, είτε η νήσος ήτο η κατ΄ εμέ Ιθάκη, είτε η στερεά κατά τους αντιφρονούντας».
Στα πανάρχαια χρόνια (1200 πχ) έκαναν θυσίες για να εξευμενήσουν τους θεούς και το Πνεύμα της Τρικυμίας. Αργότερα (400 πχ) αντικατέστησαν τα θύματα με κατάδικους που τους έδιναν πιθανότητες σωτηρίας. Πριν τους ρίξουν στο βράχο, τους έδεναν γύρω από το σώμα τους πουλιά και φτερά για ομαλότερη προσγείωση. Αν ο κατάδικος γλίτωνε, του χάριζαν τη ζωή.
Τις προγενέστερες λατρείες στο βράχο τις αντικατέστησε το ιερό του Λευκάτα Απόλλωνα, γνωστό σ΄ όλο τον αρχαίο κόσμο μιας και ο Απόλλωνας ήταν και θαλάσσιος θεός, προστάτης των ναυτικών. Κάθε χρόνο γίνονταν γιορτές με Πανελλήνιο χαρακτήρα, πιθανόν στις αρχές της άνοιξης. Στον Απόλλωνα αποδίδεται το πήδημα από το βράχο σαν μέσο ενάντια στο βασανιστικό ερωτικό πάθος.
Τον 6ο πχ αιώνα η παράδοση για το πήδημα των ερωτευμένων ήταν πολύ διαδεδομένη, αφού το αναφέρουν σε στίχους τους πολλοί αρχαίοι ποιητές. Αυτό θα μνημόνευε και η Σαπφώ, η μεγάλη ποιήτρια της αρχαιότητας, και από εκεί βγήκε ότι τάχα πήδηξε από το Λευκάτα. Ο Μύθος φτάνει μέχρι της μέρες μας και γιαυτό ονομάζεται και Κάβος της Κυράς. Σήμερα δεν έχει απομείνει κανένα ίχνος του ιερού του Απόλλωνα, γιατί στη θέση του υψώνεται ο φάρος που είναι χτισμένος πάνω στο ιερό.
Στο θεατρικό έργο του Μενάνδρου με τίτλο «Λευκαδία» τη διάσωση του οποίου οφείλουμε στονΣτράβωνα διαβάζουμε:
Γράφει ο λόγιος και δικαστικός Θεόδωρος Ν. Φλογαΐτης για «Το άλμα της Λευκάδος»:
«… Εξεγείρει όμως εικότως την περιέργειαν των μελετητών της ελληνικής αρχαιότητος δια το εξαιρετικόν όλως του πράγματος η κοινώς επικρατήσασα το πάλαι πεποίθησις περί της θριαμβευτικής εις θεραπείαν των υπό ερωτικής νόσου διαβιβρωσκομένων δυνάμεως του άλματος της Λευκάδος, ήτοι του πηδήματος από του ακρωτηρίου Λευκάτα της νήσου Λευκάδος εις την θάλασσαν, όπερ ην άλλως δια το ύψος του ακρωτηρίου τοσούτο επικίνδυνον, ώστε πλείστοι όσοι μεθ΄ όλας τας λαμβανομένας προφυλάξεις απηλλάσοντο μεν του οχληροτάτου φόρτου των ερωτικών αδημονιών, αλλά συναπηλλάσσοντο εν ταυτώ και της προφιλεστάτης αυτοίς άλλως ζωής. Τις αγνοεί ότι εκεί εθανατώθη μεταξύ πολλών άλλων και Σαπφώ η αοίδιμος, Μούσα η δεκάτη, η κατ΄ εξοχήν του έρωτος ποιήτρια, θέλουσα να ιαθή από της καταλαβούσης αυτήν εκ του προς τον περικαλλή Φάωνα ατυχούς έρωτος ψυχοβόρου νόσου; Δύο μόνον ωδαί αυτής μικραί περιεσώθησαν άχρις ημών· αλλ΄ εν αυτοίς καταφαίνεται διαυγώς η τρυφερά και ευαίσθητος αυτής καρδία, η ανεξάντλητος φαντασία, το αιδήμον των ερώτων αυτής πυρ, το λείον και γλαφυρόν και αρμονικώτατον μέτρον, εφ΄ ω εθαύμασαν αυτήν και ο Διονύσιος και ο Λογγίνος. Και όμως επέπρωτο να συνθραυσθώσιν εκεί της καλλιφθόγγου αυτής λύρας αι χορδαί μετ΄ αυτής της εξόχου λυριστρίας, ζητούσης την ίασιν αυτής υπό του κυριεύσαντος αυτήν καρδιοβόρου πάθους… (Θεόδωρος Ν. Φλογαΐτης, Το άλμα της Λευκάδος, Ημερολόγιον Σκόκου, Τομ. 13, 1898).
Ο φάρος κατασκευάστηκε το 1890. Το ύψος του πύργου του είναι 14 μέτρα και το εστιακό του ύψος 70 μέτρα. Σύμφωνα με την δίγλωσση εντοιχισμένη πινακίδα της Υπηρεσίας Φάρων του Πολεμικού Ναυτικού λειτούργησε για πρώτη φορά το 1890 με πηγή ενέργειας το πετρέλαιο. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρέμεινε σβηστός και επαναλειτούργησε το 1945 με πηγή ενέργειας πάλι το πετρέλαιο. Το 1950 καταστράφηκε από σεισμό και προσωρινά λειτούργησε ως αυτόματος πυρσός ασετυλίνης μέχρι το 1956, οπότε αποπερατώθηκαν οι εργασίες επισκευής. Το 1986 ηλεκτροδοτήθηκε, αντικαταστάθηκαν τα μηχανήματα πετρελαίου και λειτούργησε έκτοτε ως ηλεκτρικός.
http://www.kolivas.de/archives/132031
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου