Μακεδονομαχώντας



Οι πρόσφατες, ραγδαίες εξελίξεις στο ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημο­κρατίας της Μακεδονίας έχουν ήδη αναζωπυρώσει στην χώρας μας το γνωστό εκείνο κλίμα έντα­σης, πάθους και οξείας αντιπαράθεσης που έχει κατά καιρούς κυριαρχήσει και σε άλλες περιόδους της πολιτικής μας ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, όσοι έχουν ως βασική ενασχόλησή τους την ιστορία και τον πολιτισμό, θα πρέπει, κατά την γνώμη μας, να κρούσουν έναν θεμελιώδη κώδωνα κιν­δύνου: το μακεδονικό ή σκοπιανό ζήτημα είναι ένα ζήτημα δυσχερέστατο και εξαιρετικά σύνθετο. Είναι ένα από τα θέματα εκείνα που όσο περισσότερο τα μελετά κανείς ιστορικά τόσο πιο πολύ χάνεται σε έναν κυκεώνα ιστορικών, εθνολογικών, γλωσσικών, ταυτοτικών και εν γένει πολιτισμι­κών περι­πλοκών. Το μακεδονικό είναι ένας αληθινός «γόρδιος δεσμός», κάτι που έχει εξαρχής μια πολύ συ­γκεκριμένη συνέπεια: όποιος το προσεγγίζει με όρους φανατισμού, γηπεδισμού, ύβρεων, προσβο­λών και τάσεων πλήρους ισοπέδωσης της κάθε είδους διαφορετικής άποψης δεν κάνει τίπο­τε άλλο από το να προδίδει το έλλειμμα πολυπλοκότητας που διακρίνει την δική του κατανόηση του ζητήμα­τος. Σε αυτό το κείμενο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε λίγα σημεία που κατά την γνώμη μας καταδεικνύουν τον σύνθετο χαρακτήρα του ζητήματος, για να καταλήξουμε παίρνοντας θέση ανα­φορικά με την συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των δύο πρωθυπουργών Α. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ.
1. Το σύνθημα «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», διατυπωμένο με αυτό τον τρόπο, ισχύει μόνο αν κανείς δεν έχει ως τώρα μελετήσει καθόλου την ιστορία της Μακεδονίας. Η Μακεδονία δεν υπήρξε στην πορεία της ιστορί­ας «μία», υπό την έννοια ότι τα διοικητικά της όρια άλλαζαν. Η ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας έφθανε π.χ. ώς την Στερεά Ελλάδα, ενώ το βυζαντινό θέμα Μα­κεδονίας ήταν γεωγραφικά μετατοπι­σμένο προς την Θράκη. Η Μακεδονία επίσης δεν είναι μόνο ελληνι­κή. Όσο κι αν το ελληνικό στοι­χείο υπήρξε πάντα παρόν και σημαντικό, στα εδάφη της Μα­κεδονίας έζησαν στο διάβα των αιώνων και πολλοί άλλοι πληθυσμοί, π.χ. σλαβικής, βλαχικής, τουρκικής καταγωγής. «Εντοπίους» ονομάζουν, μάλιστα, ακόμη και σήμερα οι ελληνικοί προσφυ­γικοί πληθυ­σμοί τους σλαβικής καταγωγής γείτονές τους σε αρκετές περιοχές της Μακεδονίας. Αψευδείς μάρ­τυρές των πληθυσμών αυτών αποτελούν και τα μη ελληνικά τοπωνύμια, πολλά από τα οποία είναι ακόμα εν χρήσει (π.χ. Κο­ζάνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Πρέσπα, Πόζαρ, Προσοτσάνη, κλπ.), ενώ πολλά άλλα εξελλη­νίστηκαν κατά τον 20ό αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, στον τοπωνυμιακό εξελληνι­σμό περιοχών της Μακεδονίας ενεπλάκη­σαν και τα ονόματα στρατηγών και διαδόχων του Μ. Αλε­ξάνδρου, π.χ. με τα άλλοτε Καϊλάρια να μετονομάζονται σε Πτολεμαΐδα, το χωριό Ναλμπάν Κιοΐ σε Περδίκκα, κ.ο.κ. Σε μία τουλάχιστον τέτοια περίπτωση, αυτή του Κλείτου Κοζάνης, η σημασία του τοπωνυμίου δεν γίνεται ενίοτε αντι­ληπτή ούτε από τους σύγχρονους Έλ­ληνες κατοίκους της πε­ριοχής, όπως προδίδει η χρήση του σε ουδέτερο γένος («το Κλείτος»). Ανάλογες περιπτώσεις απο­τυχημένου εξελληνισμού έχουμε φυσικά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π.χ. στην περίπτωση της μετονομασίας του άλλοτε αρβανίτι­κου χωριού Λαλι­κώστα στην Αχαΐα, όπου λόγω της τοπικής γλωσσικής ασυνέχειας το αρχαίο τοπω­νύμιο Φαραί (σε πληθυντικό αριθμό, κατά το «Αθήναι») χρησιμοποιείται πλέον και αυτό ανύποπτα σε ουδέτερο γένος («το Φα­ραί»).
2. Είναι σαφές πως οποιοσδήποτε γλωσσικός και εθνικός συσχετισμός των σύγχρονων σλαβόφω­νων κάτοικων της ΠΓΔΜ με το αρχαίο ελληνικό μακεδονικό βασίλειο συνιστά ιστορική μυθοπλα­σία. Όπως είχε παραδεχθεί κάποτε ο Κίρο Γκλιγκόροφ, οι συμπατριώτες του είναι Σλάβοι που έφθασαν στον γεωγραφικό αυτό χώρο τον 6ο αιώνα μ.Χ. Εδώ όμως υπάρχει ένα σημείο που χρήζει προσοχής: Ο λόγος που ως Έλληνες διαμαρτυρόμαστε για την οικειοποίηση της αρ­χαίας ελληνικής μακεδονικής κληρονομιάς εκ μέρους των σλαβοφώνων της ΠΓΔΜ δεν είναι μόνο αυτός. Η χρονολόγηση της «έλευσης των Σλάβων» στα εδάφη της Μακεδονίας δεν θα απασχολούσε κα­νέναν μας, αν αυτοί είχε συμβεί να προσδεθούν κάποια στιγμή στο σώμα της νεοελληνικής γλωσσικής και εθνικής ταυτότητας. Αν αυτό είχε γίνει, θα είχαν κι αυτοί ενταχθεί στο «τρίσημο» της ιστορίας του ελληνικού έθνους κατά τον Παπαρρηγόπουλο, θα τους δεχόμασταν, επομένως, ως απογόνους των αρχαίων και βυζαντινών Ελλήνων. Θα κάναμε, δηλαδή, ό,τι κάνουμε και με τις άλλοτε αρβανι­τόφωνες και βλαχόφωνες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες έφθασαν στον ελλαδικό χώρο πολύ αρ­γότερα από τους σλαβόφωνους και κατέληξαν να ενσωματωθούν στον νεοελληνικό εθνικό και γλωσσικό κορμό. Ανάλογες προσπάθειες ενσωμάτωσης έγιναν φυσικά και με τους σλαβόφωνους. Δεν είναι τυχαίο ότι στις αρχές του 20ού αιώνα η ιστορική μυθοπλασία περί του Μεγάλου Αλεξάν­δρου ως προγόνου των Σλαβομακεδόνων προωθήθηκε κατά καιρούς και από ελληνικούς προπαγαν­διστικούς κύκλους. Ήταν τότε που η σύνδεση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας/ες» με τους σλαβόφωνους πληθυσμούς του γεωγραφικού αυτού χώρου ήταν συμβατή με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, ως στρατηγική αποβουλγαρισμού τους, δηλαδή απόσπασής τους από την βουλγαρική επιρροή.
3. Είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτή η διάκριση ανάμεσα στις αντικειμενιστικές και υποκειμενι­στικές προσεγγίσεις της ταυτότητας. Οι αντικειμενιστικές προσεγγίσεις είναι αυτές του εξωτερικού παρατηρητή. Ο εξωτερικός παρατηρητής μπορεί π.χ. να ισχυριστεί ότι οι Γερμανοί και οι Αυστρια­κοί έχουν κοινή γλωσσική και εν πολλοίς πολιτισμική ταυτότητα. Αυτό όμως δεν έχει ιδιαίτερη ση­μασία για τον υποκειμενιστικό αυτοπροσδιορισμό τους: οι ίδιοι (Γερμανοί και Αυστριακοί) αισθάνονται ότι σε επίπεδο εθνικής ταυτότητας διαφέρουν, ασχέτως των όποιων ομοιοτήτων. Η αντικειμενιστική και η υποκειμενιστική προσέγγιση δεν αποκλείουν σε αυτές τις περιπτώσεις η μία την άλλη: μπορούμε να επιστρατεύσουμε είτε την μία είτε την άλλη είτε αμφότερες, ανάλογα με το τι ερευνούμε ή περιγράφουμε (ή επιδιώκουμε) κάθε φορά. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη ή όχι «μακεδο­νικού έθνους» ή «μακεδονικής γλώσσας» δεν θα κριθεί αποκλειστικά με αντικειμενιστικούς όρους. Θα καθοριστεί και με όρους υποκειμενιστικού αυτοπροσδιορισμού, συνεπώς αυτό που μπορεί να τεθεί υπό κρίσιν είναι τα όρια του τελευταίου: αν κανείς π.χ. αυτοπροσδιοριστεί ως «ιδιοκτήτης του σπιτιού μας», τότε είναι σαφές ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.
4. Απόρροια του προηγούμενου σημείου είναι ότι το ονοματολογικό σημαίνον (δηλαδή η σύνδεση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας/ες» με τους εν λόγω σλαβόφωνους πληθυσμούς, την οποία, όπως είδαμε, ενθάρρυνε κάποτε και η ίδια η Ελλάδα) αποτελεί πρόβλημα στον βαθμό που συναρτάται με το αλυτρωτικό σημαινόμενο. Αυτό σίγουρα ισχύει σε σημαντικό βαθμό: ο συγκεκρι­μένος αλυτρωτισμός σαφώς συνδέεται στενά με το όνομα, δεν ταυτίζεται όμως πλήρως με αυτό. Και αυτό διότι, αν η άποψη ότι «το όνομα [ενν. Μακεδονία] είναι το όχημα του αλυτρωτισμού» ίσχυε απολύτως, τότε θα ήταν σαν να ισχυριζόμασταν ότι τα ιστορικά πάθη, οι εθνικισμοί, τα μίση, οι υπαρκτές ιστορίες καταπίεσης και γενικότερα οι μνήμες ενός εν μέρει ζοφερού παρελθόντος, δη­λαδή οι παράγοντες που βρίσκονται στην βάση του αλυτρω­τισμού, εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από ένα όνομα και θα πάψουν να υπάρχουν, αν αυτό εξαλειφθεί ή τροποποιηθεί. Και αυτό μάλλον δεν το ισχυριζόμαστε, όπως απέδειξαν οι ελληνικές αντιδράσεις στην πρόταση των Σκοπί­ων περί «Δημοκρατίας της Μακεδονί­ας του Ίλιντεν». Κανείς π.χ. δεν αντιπρότεινε εδώ την ονομα­σία «Δημοκρατία του Ίλιντεν» (χωρίς το «Μακεδονία»), αφού θεωρήθηκε ότι η επίκληση της εξέγερσης του Ίλιντεν αποτελεί από μόνη της τον «αλυτρωτισμό αυ­τοπροσώπως». Κατά συνέπεια, έστω και κάπως ανεπεξέργαστα, παραδε­χόμαστε ότι το όνομα «Μακεδονία» είναι μεν το σημαντικό επιφαινόμενο του αλυτρωτισμού όχι όμως και η βαθύτερη βάση του.
5. Ο εθνικισμός δεν είναι μόνο θέμα ιδεολογίας, ιστορίας, πολιτικής ή διεθνών σχέσεων. Είναι και ζήτημα κοινωνικής δομής. Στο πεδίο αυτό, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ορισμένα χαρακτη­ριστικά κοινά στοιχεία στην κοι­νωνική ανθρωπολογία ενός μέρους του λαού της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ. Η απόλυτη διεκδίκηση π.χ. αποκλειστικότητας ως προς την έννοια της Μακεδονίας μοιάζει να αντα­νακλά μια κοσμοαντίληψη μικρής οικιστικής κλίμακας, περιορισμένων εξωτερικών επαφών και γεωγραφικής περιχαράκωσης στο πλαί­σιο του μη αστικού χώρου, η οποία ανάγεται πι­θανότατα σε οικιστικά και δημογραφικά δε­δομένα των προηγούμενων αιώνων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μάλι­στα, αντιπαρα­γωγική υπήρ­ξε κάπο­τε η μαξιμαλιστική άποψη του «ούτε Μακεδονία ούτε παράγω­γα». Και αυτό διότι στο δού­ναι και λαβείν της διαπραγμάτευσης, η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να δώσει το επίθετο, το οποίο έχει μια πιο ξεκάθαρα γεωγραφική-επιμεριστική διάσταση, προκει­μένου να αποφύγει το ου­σιαστικό. Να διατυπώσει δηλαδή (αντι)προτάσεις, όπως π.χ. «μα­κεδονική Δημοκρατία των Σκοπί­ων» ή ακόμη και «μακεδονική Δη­μοκρατία του Ίλιντεν», αν οι γεί­τονες έδει­χναν ουσια­στική διάθε­ση για μια σύγχρονη, μη αλυτρωτι­κή ανάγνωση και νοη­ματοδότηση του ιστορικού αυ­τού κεφαλαί­ου. Υπό το ίδιο ανθρωπολογικό πρίσμα μπορεί να ερμη­νευθεί και η χαρακτηριστική λο­γική «μικρο­κόσμου» όσον αφορά την αντίληψη στοιχείων του ζητή­ματος: στην μεν ΠΓΔΜ πολλοί αδιαφορούν για το ότι η φανατική διασύνδεση ενός σύγχρονου σλα­βόφωνου πληθυσμού με την αρ­χαία ελληνι­κή Μακεδο­νία θεωρείται έωλη από κάθε εγγράμματο πολίτη στον υπόλοιπο κόσμο, ενώ στην Ελ­λάδα ένα κομμάτι του πληθυσμού υποβαθμίζει χαρακτη­ριστικά το διεθνές τετελε­σμένο της ανα­γνώρισης της γειτονικής χώρας με το όνομα «Μακεδονία» από τις περισσότερες χώρες της υφηλί­ου, στον τύπο, την καθημερινή γλώσσα, κλπ.
Τα ανωτέρω σημεία απλώς υποψιάζουν ακροθιγώς για τον εξαιρετικά σύνθετο χαρακτήρα του συ­γκεκριμένου ζητήματος. Στον κυκεώνα της ιστορικής αυτής ακολουθίας έρχεται να προστεθεί πλέον και η συμφωνία Α. Τσίπρα και Ζ. Ζάεφ. Το σαφώς θετικό της στοιχείο είναι η πρόθεση επίλυ­σης του χρόνιου αυτού ζητήματος, έστω και υπό το κράτος εξωτερικών πιέσεων. Η πρόθεση αυτή αποκτά αξία κυρίως διότι μοιάζει να διέπεται από μια ειλικρινή διάθεση προσέγγισης των μετριο­παθών τμημάτων των δύο λαών, η οποία είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος μακροπρόθεσμης άμβλυν­σης της βάσης του αλυτρωτισμού και όχι απλώς του όποιου ονοματολογικού της επιφαινομένου. Σαφώς θετική είναι και η προοπτική τροποποίη­σης της συνταγματικής ονομασίας της ΠΓΔΜ, αν και το «Βόρεια Μακεδονία» για πολλούς και διάφορους λόγους δεν συνιστά ίσως την βέλτιστη λύση. Προκειμένου να αποσπάσει την συγκεκριμένη τροποποιημένη ονομασία, η ελληνική πλευρά διαχει­ρίστηκε, ωστόσο, με αμφιλεγόμενο τρόπο το θέμα της γλώσσας και της ιθαγένειας. Κατά την δική μας άποψη, η Ελλάδα θα μπορούσε στο θέμα αυτό να αποδεχθεί την εισαγωγή του όρου «ελ­ληνομακεδονικός», που χρησιμοποίησε ο Α. Τσίπρας, για τις ανα­φορές στην ελληνική Μα­κεδονία, προκειμένου η άλλη πλευρά να δεσμευτεί στη χρήση του όρου «σλαβομακεδονικός» ή «μακεδονι­κός σλαβικός» όσον αφορά τη γλώσσα και «βορειομακεδονικός» όσον αφορά την ιθα­γένεια (ούτως ώστε να ενσω­ματώνει και τον αλβανόφωνο πληθυσμό). Υπό το πρίσμα προσεγγίσε­ων στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να μοιάζει επισφαλής ή και επικίνδυνη για την Ελλάδα. Αν, ωστόσο, θεωρήσουμε ότι στην βάση των μονοπω­λιακών αξιώσεων ως προς την έννοια της Μακεδονίας υποκρύπτονται και δομικοί παράγοντες κοινωνικοανθρωπολο­γικής φύσεως, τότε η πρόταση αυτή είναι ίσως η μόνη που μπορεί να λειτουργή­σει ντετερμινιστικά, «αναδιαρ­θρώνοντας» μεσομακροπρόθεσμα την βαθύτερη νοητική δομή της συγκεκριμένης, «μονο­πωλιακής» κοσμοαντί­ληψης και στις δύο πλευρές των συνόρων.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η διαπραγματευτική διαχείριση του θέματος της γλώσσας και της ιθαγένειας συνιστά ένα σημαντικό πρόβλημα της συμφωνίας. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και το θεσμικό ζήτημα της παράκαμψης της Βουλής κατά την διαδικασία σύναψης της συμφωνίας, τότε η γενική μας άποψη για αυτήν είναι έστω και οριακά αρνητική. Η ευθύνη, εντούτοις, για την κάθε εξέλιξη σε αυτές τις περι­πτώσεις δεν βαρύνει εξ ολοκλήρου την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά καταμερίζεται και στις υπόλοι­πες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες διαμορφώνουν κι αυτές με την στάση τους το γενι­κότερο κλίμα και πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Αν η άποψή μας για την συμφωνία είναι οριακά αρνητική, κάθε­τα αρνητική είναι η στάση μας απέναντι σε κάθε ακραία, μονόπλευρη και γηπεδι­κή προσέγγιση ενός τόσο σύνθετου ζητήματος. Προδίδοντας εύγλωττα ότι τα προβλήματα πολιτισμι­κής ταυτότη­τας δεν αφορούν μόνο τους σλαβόφωνους της ΠΓΔΜ, οι εκτροπές αυτές του δημο­σίου λόγου υπονομεύουν το μέλλον της Ελλάδας τουλάχιστον εξίσου με τους λιγότερο ή περισ­σότερο επικίνδυνους αλυτρωτισμούς άλλων χωρών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: