Πάτρα Αγορά Αργύρη Δευτέρα ,11-11-2024
Αριστοτέλης Βαλαωτίτης (1824-1879):
Τόσες χιλιάδες κόσμος, κι ούτ’ ένα όνειρο γλυκό,
ούτ’ ένα καρδιοχτύπι!
ούτ’ ένα καρδιοχτύπι!
Επέτειος μνήμης για τον μεγάλο ποιητή του νησιού μας και έτος Βαλαωρίτη το 2024 για την Λευκάδα. Χρόνια πριν σε μια συγκέντρωση ανάλογη με την δική μας ο Λίνος Πολίτης, μιλώντας για τον Σολωμό έλεγε ότι οι επέτειοι είναι ευκαιρίες για να επιστρέψει κάθε γενιά σε παλιότερα κείμενα για
να δει αν έχουν κάτι να της πουν, αν έχουν να της μιλήσουν. Ας δούμε λοιπόν αυτή την επέτειο ως μια ευκαιρία να επαναπροσεγγίσουμε το έργο του, να το ξαναδιαβάσουμε με μια καινούργια ματιά και γιατί όχι να ανανεώσουμε το ενδιαφέρον μας γι’ αυτό.
Πριν λίγους μήνες - τον Μάρτιο του 2024 - στην παρουσίαση του βιβλίου του Αλέξη Πολίτη «Διαβάζοντας Ποίηση» στο βιβλιοπωλείο Ιανός ο Τίτος Πατρίκιος που παρευρέθηκε εκεί, όταν ρωτήθηκε ο ίδιος πότε άρχισε να διαβάζει ποίηση και να συνδέεται μαζί της απάντησε:
« Ποίηση από πολύ νωρίς άρχισα να διαβάζω ή να ακούω, πήγαινα και σε θέατρα που γινόταν απαγγελία ποίησης από πολύ μικρός. Θυμάμαι λ.χ. τον Ορέστη Λάσκο και τα σατιρικά του ποιήματα για τον πόλεμο των Ιταλών στην Αιθιοπία – Αβυσσηνία. Αλλά, εκεί που αισθάνθηκα πραγματικά να με σαγηνεύει η ποίηση και να θέλω πραγματικά να την ακολουθήσω και να γράψω και εγώ με τον ίδιο τρόπο είναι ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο οποίος με καταμάγεψε και με κατενθουσίασε όταν μας επετέθη η Ιταλία και άρχισε ο πόλεμος και όλη η πατριωτική φλόγα που μας άναψε η Αντίσταση. Και οι πρώτες νίκες απέναντι στους εισβολείς με οδήγησαν στη συστηματική για να μη πω μανιακή ανάγνωση του Βαλαωρίτη που μας έδινε ποιητική απάντηση και ποιητική διέξοδο στα όσα συνέβαιναν στο μέτωπο.»
Το δωδεκάχρονο αγόρι που ήταν το 1940 ο Τίτος Πατρίκιος βρήκε έμπνευση και παρηγοριά, αλλά και το πρότυπό του στην ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη – 60 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή και να θυμηθούμε τα μεγάλα γεγονότα-σταθμούς που όρισαν τον βίο του ποιητή και καθόρισαν την προσωπικότητα και το έργο του, αλλά και πλευρές του που είναι λιγότερο προβεβλημένες.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στην Λευκάδα την 1η Σεπτέμβρη του 1824, όταν η Λευκάδα και όλα τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό την Αγγλική Προστασία, ενώ στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο ήταν σε εξέλιξη η Επανάσταση. Γονείς του ήταν ο γερουσιαστής Ιωάννης Βαλαωρίτης με απώτερη καταγωγή από αρματολούς της Ευρυτανίας που είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Βενετών κατά τους Βενετο-Τουρκικούς πολέμους και είχαν λάβει ως αντάλλαγμα μεγάλη κτηματική περιουσία στην Λευκάδα. Μητέρα του η Αναστασία Τυπάλδου Φορέστη από αριστοκρατική οικογένεια της Κεφαλλονιάς.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης μετά τις εγκύκλιες κατ’ οίκον σπουδές του και την φοίτησή του στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας, κατά το σύνηθες των Επτανησίων αρχοντόπουλων, θα πάρει τον δρόμο για ανώτερες σπουδές σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ευρώπης, Γενεύη, Παρίσι, Πίζα – όπου από το τελευταίο θα ανακηρυχθεί διδάκτωρ της Νομικής Σχολής. Κατά την διάρκεια των σπουδών του στην Ιταλία θα μετάσχει στις επαναστατικές κινήσεις και τις πατριωτικές οργανώσεις για την απελευθέρωση της Ιταλίας. Είναι η περίοδος που στην Ευρώπη επικρατεί ένα γενικότερο κλίμα ξεσηκωμού εναντίον των μοναρχικών καθεστώτων. Παράλληλα με την επαναστατική του δράση, ταξιδεύει, διαβάζει Ιταλούς και Γάλλους ποιητές επηρεάζεται από τον ιταλικό και γαλλικό ρομαντισμό και έρχεται σε επαφή με την γερμανική φιλοσοφία του Κάντ και του Έγελου. Το 1847 θα εκδώσει και ο ίδιος την πρώτη του ποιητική συλλογή Στιχουργήματα, πρώτα στην Κέρκυρα και μετά στην Αθήνα, με τη γενική αφιέρωση «εις την πατρίδα μου». Το 1852 παντρεύεται την Ελοϊσία Τυπάλδου – Πρετεντέρη, κόρη του Αιμίλιου Τυπάλδου, επιφανούς λογίου της ελληνικής παροικίας της Βενετίας και το 1853 εγκαθίστανται στην Λευκάδα όπου η ενασχόληση με τον πολιτική θα γίνει ακόμα πιο έντονη.
Το 1857 εκδίδει την δεύτερη ποιητική συλλογή του Μνημόσυνα, και την ίδια χρονιά εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής Λευκάδας στη Βουλή των Ιονίων Νήσων. Ως πολιτικός θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Ένωση των Επτανήσων με το ελληνικό βασίλειο και μετά το 1864 από το αθηναϊκό κοινοβούλιο ως βουλευτής του κόμματος του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου – εκλέχτηκε δύο φορές (το 1865 και το 1868) - θα αγωνιστεί για τα εθνικά ζητήματα, την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Κρήτης. Η πολιτική σύντομα θα τον απογοητεύσει, αντιλαμβανόμενος τα παιχνίδια εξουσίας, τις αυθαιρεσίες, τη διαφθορά και τις νοθείες σε κάθε έκφανσή της. Δύο φορές θα του προταθεί υπουργική θέση, και τις δύο θα αρνηθεί, θεωρώντας τον εαυτό του ακατάλληλο για την ενεργή πολιτική με τους όρους που ασκούνταν. Και αν η δημόσια ζωή του Βαλαωρίτη ήταν γεμάτη απογοητεύσεις η ιδιωτική ζωή του ήταν οδυνηρότερη. Από νωρίς την σημαδεύει ο θάνατος. Στα είκοσι εννιά του χρόνια, το 1853 χάνει την πρωτότοκηκόρη του Μαρία σε ηλικία 2 ετών. Ο Βαλαωρίτης τότε θα γράψει το «Ψυχοσάββατο»:
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα
εκεί που καρτερούσα
νά ’λθει η Μαρία να με βρει
κι έστεκα κι αγρυπνούσα,
μέσα στο φως του φεγγαριού
μου φάνη πως την είδα
πὄφευγε σαν αχτίδα.
Την επόμενη χρονιά πεθαίνουν οι γονείς του. Το 1866 χάνει ακόμη μια κόρη, Μαρία κι εκείνη, που πεθαίνει ολιγοήμερη. Το 1869 ο σεισμός στο Ιόνιο ισοπεδώνει το πατρικό του σπίτι. Στις εκλογές του ίδιου έτους δεν θα επιδιώξει να θέσει υποψηφιότητα για το βουλευτικό αξίωμα, θα αποχωρήσει από την Αθήνα και θα εγκατασταθεί στο ιδιόκτητο νησάκι του, τη Μαδουρή,όπου ο χρόνος του θα μοιράζεται στη μελέτη, την συγγραφή , την άσκηση πολιτικής σε τοπικό επίπεδο και την εμπλοκή του στην οργάνωση απελευθερωτικών κινήσεων στην Ήπειρο. Τα τελευταία όμως αυτά χρόνια της ζωής του θα είναι τα πιο δυστυχή. Η υγεία του χειροτερεύει ραγδαία. Το 1875 την πεντάχρονη κόρη τουΝαθαλία. Το 1878 ο γιος του Αιμίλιος νοσεί βαριά από φυματίωση για το λόγο αυτό εγκαθίσταται στην Μαδέρατης Ισπανίας όπου έχει κοντά του τη μητέρα του. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης χωρίς κανέναν δικό του στο πλευρό του πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στις 24 Ιουλίου 1879 πριν κλείσει τα 55 του χρόνια.
H νεοελληνική κριτική στο πρόσωπο και το έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, αναγνώρισε τον διάδοχο του Σολωμού και τον ενέταξε στην ποιητική τριανδρία των κορυφαίων του αιώνα του, μαζί με τους δύο Επτανήσιους ομοτέχνους του, τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο. Το πλαίσιο που διαμόρφωσε την προσωπικότητα και τον ποιητικό του λόγο και μέσα στο οποίο πρέπει να επιχειρούμε την αξιολόγησή του είναι τα εθνικά, πολιτικοκοινωνικά και πνευματικά γεγονότα των πρώτων πενήντα χρόνων του ελεύθερου κράτους (1830-1880) που ορίζονται από την Επανάσταση, τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, τις πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές, την πολιτική διάσπαση των Ελλήνων, την αμφισβήτηση της καταγωγής τους, την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, τη Μεγάλη Ιδέα, τη θεμελίωση της εθνικής ιδεολογίας και της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού στο τρίσημο σχήμα Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος Ελληνισμός, όπως το αποτύπωσαν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Στην ζοφερή εκείνη πραγματικότητα της πεντηκονταετίας που ακολούθησε την Επανάσταση η ποίηση απέκτησε έναν ρόλο εκτονωτικό και παραμυθητικό. Μέσα από την ποιητική δημιουργία η ελληνική κοινωνία ήλπιζε σ’ ένα απότομο ποιοτικό άλμα που θα τις χάριζε το καινούργιο, επιθυμητό πρόσωπο. Η Μεγάλη Ιδέα ήταν η πρώτη ουτοπία που ενστερνίστηκαν οι Έλληνες για να ανακάμψουν ηθικά. Η ποίηση ήταν το δεύτερο αποκούμπι τους. Ιδίως η ρομαντική ποίηση, με τη ρητορεία, την παραφουσκωμένη έκφραση, την υπερβολή που την χαρακτηρίζει, τους πρόσφερε μια διέξοδο από την πεζή και αντίξοη πραγματικότητα. Όταν αναφερόμαστε στην ποίηση του Βαλαωρίτη, μέσα σε αυτό το κλίμα θα πρέπει να διερευνούμε τους στόχους της και να επιχειρούμε την αξιολόγησή της.
Ο ίδιος υποστήριζε ότι η μόνη δυνατή ποίηση είναι μια ποίηση ιστορική. Στα Ποιήματά του (Μνημόσυνα, Κυρά Φροσύνη, Αθανάσιος Διάκος, Φωτεινός) –πηγαίνει να συναντήσει τα ιστορικά πρόσωπα στην ιστορική «στιγμή» τους και να αφηγηθεί την προσωπική θυσία τους στο βωμό του έθνους με το πάθος του ιστορικού. Ο πνιγμός της κυρά Φροσύνης (παρουσιασμένος με λεπτομέρειες πραγματιστικές λαογραφικής ή ιστορικής μελέτης), ο Αθανάσιος Διάκος, προλογισμένος με την ίδια φροντίδα να δοθούν ακριβώς οι περιστάσεις και τα προηγούμενα της μάχης και της ύψιστης θυσίας, ο Φωτεινός – που μια και μόνο χειρονομία – η εκδίωξη των σκύλων του Γρατσιανού Τζώρτζη, πλασματικά οδηγεί στον ξεσηκωμό – την Επανάσταση της Βουκέντρας – είναι όλες κορυφαίες στιγμές όπου συνοψίζεται η ιστορία σε μια μόνη πράξη ηρωισμού.Αλλά και στα μικρότερα ποιήματα στον «Κατζαντώνη», στον «Αστραπόγιαννο», τον «Σαμουήλ», τη «Φυγή», τον «Ευθύμιο Βλαχάβα», το ποίημα για τον «Ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄» συνοψίζονται οι πράξεις των ηρώων του ’21 και των προηγηθέντων αγώνων των Κλεφτών και των Αρματολών. Οι εισαγωγές και οι σημειώσεις που συνοδεύουν τα ποιήματά του σε λόγια διάλεκτο αποτελούν το αναγκαίο συμπλήρωμα αλλά και την προϋπόθεση της ανάγνωσης των ποιημάτων του τοποθετώντας τα με ακρίβεια στον χωροχρόνο της ιστορίας. Οι λεπτομέρειες που βρίθουν στα ποιητικά του έργα ως συμπληρώματα, κατάλογοι, λεξιλόγια, αποτελούν έναν ενιαίο ποιητικό κόσμο, αναπόσπαστο από τη στιχουργία και αναδεικνύουν τον ποιητή ως ιστορικό, ερευνητή ηθών και εθίμων και παραδόσεων του ελληνικού έθνους. Γενικά, στην παρασκευή τα ποιήματα του Βαλαωρίτη βασίζονται σε έναν τρόπο εργασίας που είναι ξένος στους σημερινούς ποιητές: έρευνα πηγών, κατάστρωση του θέματος και ανάπτυξή του σε έκταση, δραματουργική επεξεργασία των χαρακτήρων και της ακολουθίας των συμβάντων, ψυχολογική και πραγματολογική λεπτομέρεια. Έχει μια ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι συγκέντρωνε ιστορικά στοιχεία για τους ήρωες του από έρευνές του στο Αρχειοφυλάκιο Λευκάδας και ότι μέχρι τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα το ποιητικό του έργο λειτούργησε και ως ιστορικό ανάγνωσμα που διαβάστηκε ή ακούστηκε από όλα τα στρώματα της λευκαδίτικης κοινωνίας. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι τα έργα του ενέπνευσαν όπερες και κινηματογραφικές ταινίες, μυθιστορήματα και θεατρικές παραστάσεις.
Επίκεντρο του ποιητικού κόσμου του Α. Βαλαωρίτη είναι η υπέρτατη θυσία – η θυσία που επανέρχεται ποικιλοτρόπως κάθε φορά – είτε πρόκειται για ένα «Ξερριζωμένο δέντρο», ή για τον θάνατο προσφιλών συγγενών και φίλων. Ο θάνατος ιδωμένος ως μια μοίρα, του θνητού όντος, που με κάποιο τρόπο θυσιάζεται και αυτό, συχνά πρόωρα, στην παιδική ηλικία ή στα νιάτα του, σε έναν εξίσου σκληρό και αδυσώπητο αφέντη όπως ήταν ο Τούρκος – τον Χάρο. Οι απώλειες που σημάδεψαν την ζωή του είναι η ανοιχτή πληγή που τροφοδοτεί τα πολυάριθμα μνημόσυνα που έγραψε: Επί τω θανάτω της θυγατρός μου Ναθαλίας, Επί του τάφου Μάρκου Φλαμπουριάρου, Επί του τάφου της θυγατρόςΔρουμμόνδ Ουλφ, Μνημόσυνον επί του εν τω αθηναϊκώνεκροταφείω μνήματος της οικογένειας Βερέττα: Τη Κυρία Χρυσούλα Βερέττα Σπέιδ, Εις τον φίλον μου ΣτέφανονΠιερρήν, Ρωξάνῃ Σούτσου κ.ά.
Όμως μνημόσυνα δεν είναι μόνο τα ποιήματα που είναι αφιερωμένα στους αγαπημένους οικείους. Επιτάφια ποιήματα είναι στην ουσία ο Αστραπόγιαννος, ο Ευθύμης Βλαχάβας, το ποίημα για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, το Δ΄ άσμα του Αθανάση Διάκου, που συνιστά γενικό προσκλητήριο των νεκρών μαρτύρων του έθνους.
Χιλιάδες ήρθανε μεμιάς τριγύρω στο Θανάση
ψυχές μεγαλοδύναμες από τον άλλον κόσμο
με τα παλιά τους βάσανα, με την παλικαριά τους,
και του φιλούν το μέτωπο και τον περιδροσίζουν.
Στη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμένες,
απλώνουν τα φτερούγια τους κι επάνωθέ του ανοίγουν
βαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερώνουν
μ’ αθάνατες ενθύμησες, μοσχοβολιές του τάφου.
Αυτός ο λυρικός, μελαγχολικός, σχεδόν αντιηρωικός Βαλαωρίτης ακόμα αναζητά την αποτύπωσή του στο δημόσιο πορτραίτο που του έχουμε φιλοτεχνήσει.
Αναμφισβήτητα η θέση του στην ελληνική λογοτεχνία είναι κορυφαία. Ο Βαλαωρίτης ανήκει στους λίγους, στους ελάχιστους εκφραστές του ελληνικού 19ου αιώνα. Το έργο του διακρίνεται για την έκτασή του, τη συνθετική δύναμη, την δραματική ένταση, την επική ανάπτυξη, την τεχνοτροπική ποικιλία, την θεματική ευρύτητα, την διαχρονική επιρροή και απήχηση. Στα μέσα του 19ου αιώνα κανένας άλλος ποιητής μετά την δραματική και ημιτελή προσπάθεια του Σολωμού και την αναχρονιστική ιδιορρυθμία του Κάλβου – δεν έδωσε με τέτοια πληρότητα τον χώρο και τα όρια της δραματικής ποίησης – στο πλαίσιο του μυθιστορικού είδους.
Αν σήμερα εμείς αυτό δεν το βλέπουμε έχει να κάνει με τη δική μας αποκλειστικά αδυναμία, δηλ. την αδυναμία της εποχής μας να προσλάβει τις μεγάλες αρετές του έργου του. Η ιστορία της λογοτεχνίας είναι γεμάτη από μεγάλους συγγραφείς που κατέληξαν σε δυσμένεια ή και εντελώς στη λήθη επειδή οι επόμενες γενιές απλώς απέτυχαν να τους διαβάσουν. Θα πρέπει από την άλλη να δεχτούμε ότι κάθε εποχή είναι δασκαλεμένη να ανασκοπεί το παρελθόν με τον παραμορφωτικό φακό των αναγκών της και να δυσκολεύεται να διακρίνει ό,τι υπερβαίνει τον στενό της ορίζοντα.
Θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου με την γλαφυρή περιγραφή του ποιητή από τον βιογράφο του Βασίλειο Βυθούλκα την χρονιά του θανάτου του:
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης φύσεως δεξιάς, ευειδής, ευμήκης, ιπποτικός πλην απλοϊκός, αγαθός και λίαν δημοκρατικός, έχων φρόνημα υψηλόν, αίσθημα ευγενές, καρδίαν τρυφεράν και πάλλουσαν πάντοτε υπέρ πάσης γενναίας ιδέας, ενθουσιασμόν πυρώδη, λάτρης του λαού μειλίχιος, κατεκήλει το ακροατήριον αγορεύων εν ταις βουλαίς. Τις των γνωρισάντων αυτόν δεν εθαύμασε τον τε ποιητήν και πολιτικόν άνδρα;
Αριστοκράτης («ιπποτικός») πλην καταδεκτικός («απλοϊκός»), ένθους και όμως μειλίχιος. Ας κρατήσουμε τα γνωρίσματα αυτά του χαρακτήρα του. Ισχύουν και για την ποίησή του.
Βιβλιογραφία:
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: Ένας ρομαντικός, επιμέλεια και ανθολόγηση Νάνος Βαλαωρίτης, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1998, 230 σ.
Γρηγόρης Γεράσιμος (Σύνθεση – επιμέλεια), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο αρματολός της λύρας, 1824-1879, Βίος, έργα, ανθολογία, κριτική,εικόνες, βιβλιογραφία, Αθήνα, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 1975, Αθήνα 22008, 8+160 σ.
Ιστορητής και βάρδος: ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), εισαγωγή-ανθολόγηση Κώστας Κουτσουρέλης, Σειρά: Δύο αιώνες ελληνικής ποίησης, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης, Αθήνα 2022, 208σ.
Π. Δ. Μαστροδημήτρης, «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879). Ο Ιστορικός – Εθνικός ποιητής και οι θέσεις της κριτικής», ανακοίνωση στην Η’ Επιστημονική Συνάντηση (Μνήμη Γ. Π. Σαββίδη. Θέματα νεοελληνικής φιλολογίας: Γραμματολογικά, εκδοτικά, κριτικά) του Τομέα Μεσαιωνικών και Νέων Ανάτυπο από την «Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών», τ. ΛΑ΄ (1996-1997), 13σ.
2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου