Αφιέρωμα: Ξενοφώντας Γρηγόρης, ο Γιατρός, ο Άνθρωπος [Α΄Μέρος]
http://www.kolivas.de/archives/14484
Μα ίσως αυτή να είναι σήμερα η μοίρα όσων πρόσφεραν. Ίσως να περισσεύει πια στην εποχή μας η αγνωμοσύνη. Ίσως να μπήκαμε, από καιρό, στην εποχή που μόνον στα λεφτά πιστεύει. Που μόνο στον εκφυλισμό συντάσσεται. Το ξέρει και το ζει πλέον αυτό ο κάθε ένας, που στις μέρες μας προσφέρει δίχως την προκαταβολή ή προείσπραξη, κάθε λογής του αντιτίμου. Μα στην περίπτωση του «γιατρού», η αχαριστία και η αγνωμοσύνη φαίνονταν από μακριά. Κραύγαζε και προκαλούσε.
http://www.kolivas.de/archives/14484
http://www.kolivas.de/archives/14484
Ένας θρύλος
Στις 8 Μαΐου συμπληρώνονται 25 χρόνια απ’ όταν ο Γιατρός της Λευκάδας Ξενοφώντας Γρηγόρης θα σφαλίσει για πάντα τα μάτια και θα βυθιστεί στον πανύστατο ύπνο.
Ο Ξενοφώντας Γρηγόρης ξεπέρασε όσο κανένας άλλος τους όρους και τα όρια όχι μόνο των προσωπικών του αντοχών, αλλά και των προσδοκιών του έμψυχου τόπου του. Γίνηκε ένας θρύλος. Κι οι θρύλοι μετριούνται με της ιστορίας την υπέρβαση, με οδύνη πολλή και γενναιότητα, που φαίνεται πως στους καιρούς μας δραπέτευσαν και πάνε…
Ο Γιατρός, η γυναίκα του η Χαρίκλεια και στο μέσον η κόρη τους η Έμη |
Η διαδρομή της ζωής του
Ο Ξενοφώντας Γρηγόρης γεννήθηκε στο Σπανοχώρι Λευκάδας το 1902. Στο χωριό του έμαθε τα πρώτα γράμματα, ζυμώθηκε με το αδρό περιβάλλον, πρωτόζησε τη φτώχεια, τα σκοντάμματα, τις αγωνίες και τη σκληρή πραγματικότητα του χωριού και των ξωμάχων Σφακισάνων.
Το σπίτι στο Σπανοχώρι Λευκάδας που γεννήθηκε ο Ξενοφώντας Γρηγόρης και το ιατρείο – κατοικία στην πλατεία του Αγίου Μηνά στην πόλη της Λευκάδας | |
Γεννήθηκε με τάξιμο να υπηρετήσει τον άνθρωπο και μάλιστα το φτωχό ξωμάχο, τον αγωνιστή της ζωής. Να διαγνώσει την ασθένεια και να την πολεμήσει ως το τέλος, το συχνότερο νικητής, άλλοτε μάρτυρας. Πάντοτε, ωστόσο, μαχητής, κονταρομάχος του κακού, του πόνου ξορκιστής.
Παιδί του χωριού, από φτωχή, οικογένεια, κολλημένο στη γη, στα μυστήρια και τα μυστικά της. Τσαλαβούτησε στο λασπερό μονοπάτι, έπαιξε στις ανοιχτές αλάνες του τόπου του, έπεσε, μάτωσε τα ποδάρια του, έκλαψε, πόνεσε, χάρηκε την ομορφιά, την αυθεντικότητα του μικροκόσμου του. Ήτανε παιδί του παιδεμού και τούτο το κουβάλησε πολύτιμο φορτίο μέσα του, ίσαμε τ’ ακροχόρδια της ζήσης του.
Οικογενειακές στιγμές – Αριστερά: Με το γιο του Γιώργο Δεξιά: Με τη γυναίκα του Χαρίκλεια και τα παιδιά του Γιώργο και Έμη | |
Μπολιάστηκε έτσι με δύναμη, πείσμα και θέληση να πετύχει. Να ξεφύγει από τη μιζέρια, ν’ αποκτήσει δύναμη και μέσα για προσφορά, για δόσιμο στον ανήμπορο Λευκαδίτη. Στη Χώρα κατέβηκε στα δώδεκα χρόνια του, για να τελειώσει το Γυμνάσιο της εποχής του, να σπουδάσει, να παιδευτεί, να προκόψει σ’ άλλους παιδεμούς. Κι εκειός τούτη τη μυστική παραγγελιά την τίμησε με το παραπάνω.
Διακρίθηκε σαν μαθητής, έδειξε τις αρετές του χαρακτήρα του, την οξύνοια και τον εσωτερικό του πλούτο. Με ευκολία μπήκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και με μεράκι, μεθοδικότητα και οργάνωση, αλλά προπάντων με όραμα και προοπτική, τελείωσε τις σπουδές του και έδωσε τον όρκο του Ιπποκράτη με φανερή αφοσίωση και συνείδηση στο ιερό και ακατάλυτο πνεύμα του κλασικού της Ιατρικής επιστήμης.
Με το πέρας των σπουδών του πέτυχε οχταετή υποτροφία Rockefeler για την Αμερική. Την αποποιήθηκε. Την προσπέρασε συνειδητά, με αληθινή γενναιότητα. Είχε τάξει στον εαυτό του να γυρίσει στο νησί και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Λευκαδίτικο λαό.
Δεν τον κέρδισαν οι υποτροφίες, οι διακρίσεις, η σίγουρη πανεπιστημιακή καριέρα, που εύκολα ανοιγόταν μπρος του. Τα μέριασε όλα και ματαγύρισε. Ήταν ένας νόστος με ψυχή. Ένα πάθος κι ένας πόθος κατάβυθος να προσφέρει στου τόπου του τα σκοντάμματα, τις έγνοιες και τα πόθια. Σε εποχές, μάλιστα, που πέρσευε η ανέχεια, η αγωνία κι ο αγώνας για την επιβίωση.
Η πρώτη, μεγάλη, ιστορική και αναντίλεκτη προσφορά του Γρηγόρη είναι τούτη. Να μεριάσει τις ευκαιρίες για παραπέρα σπουδές στην αλλοδαπή, ν’ αποτινάξει τους γλυκούς πειρασμούς για επιστημονικές διακρίσεις και υποσχόμενη πλούσια και χτυπητή καριέρα και να θελήσει με πλήρη συνείδηση, με καρδιά και τολμηράδα να σταθεί πλάι στο Λευκαδίτη της πόλης και του χωριού.
Το πρώτο βήμα ήτανε και το καταλυτικό. Γινόταν ο γιατρός του τόπου του ο αναντίγραφος κι όχι μονάχα ο κονταρομάχος της ασθένειας, όχι μονάχα ο διαγνώστης και θεραπευτής του σωματικού πόνου, όχι. Ο Σαμαρείτης του Ευαγγελίου σ’ όλη του τη βαθύτητα, σ’ όλο του το εύρος. Κι ο μαχητής, ο ιδεολόγος, ο μπροστάρης για μια κοινωνία με χαμόγελο, με συγκατάβαση και ανθρωπιά.
Στη Λευκάδα ολόκληρη, το Μεγανήσι και τον Κάλαμο, αλλά και στη γειτονική Αιτωλοακαρνανία, μέχρι πέρα στο Μύτικα, όταν στον Ξενοφώντα Γρηγόρη αναφέρονταν, σπάνια έλεγαν το όνομά του. Έλεγαν μόνον, ο «γιατρός». «Πήγα ή θα πάω στο γιατρό». «Μου είπε ο γιατρός». «Είπα του γιατρού» κ.λ.π. Κι όλοι ήξεραν πως η λέξη γιατρός έτσι μόνη της, χωρίς προσθήκη ονόματος, αφορούσε αποκλειστικά τον Ξενοφώντα Γρηγόρη. Νομίζω πως με τη λέξη αυτή οι Λευκαδίτες χαρακτήριζαν τον άνθρωπο Γρηγόρη. Γιατί ο Ξενοφώντας ήταν ο «γιατρός» της προσφοράς. Της ανθρώπινης και της ιατρικής προσφοράς. Ο «γιατρός» της συμπαράστασης, όχι μόνο στον πόνο της αρρώστιας, αλλά και της ανέχειας.
Στον πόλεμο του 1940 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου στην Αλβανία και βίωσε από μέσα τον αγώνα του Έθνους για τα ιερά και τα όσιά του. Ας σημειωθεί ότι με προσωπική του αβίαστη επιλογή στάλθηκε στην πρώτη γραμμή. Με την κατάρρευση και την εισβολή των Γερμανών έρχεται στη Λευκάδα και πρωτοστατεί στη συγκρότηση του πρώτου αντιστασιακού πυρήνα κατά των κατακτητών, ενώ παράλληλα αγωνίζεται για την ίδρυση και λειτουργία δημόσιων ιατρείων και κέντρων εμβολιασμού.
Επιστολικά δελτάρια από το Παρθένι Λέρου, τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων της χούντας των συνταγματαρχών, με παραλήπτη το γιο του Γιώργο. | |
Την ίδια εποχή συγκροτεί ένοπλες ομάδες για την προστασία των αγαθών της λευκαδίτικης γης από τους άρπαγες κατακτητές. Για τη δράση του αυτή θα φυλακιστεί από τους Ιταλούς για πέντε μήνες σε απομονωτήριο.
Τότε ήταν που από τις άθλιες συνθήκες και κακοποιήσεις προσβλήθηκε από φυματίωση. Με την αποφυλάκισή του συνεχίζει την αντιστασιακή του δράση.
Γράμματα στο γιο του Γιώργο από τη Λέρο όπου ήταν εξόριστος. | |
Ο Γρηγόρης σε κείνες τις κρίσιμες για το έθνος ώρες έδειξε πόσο βαθιά μέσα του πίστευε στην Ελλάδα, στην ελευθερία, στην αξιοπρέπεια και στην προκοπή του τόπου του.
Μετά την απελευθέρωση, στα 1946, θα εξοριστεί και το τέλος της εξορίας του θα σημάνει και το σοβαρό κλονισμό της υγείας του.
Η ιατρική στα χέρια και στο νου του γίνεται μαγεία. Κυνηγά την αρρώστια, την προσεγγίζει, την αναγνωρίζει, την πολεμά. Άλλοτε την νικάει, άλλοτε τον προσπερνάει. Μα εκείνος τη μάχεται με πείσμα, με γνώση, με αληθινή σοφία.
Ο Γρηγόρης εκείνες τις ταραγμένες εποχές στέκεται πάνω από σκοπιμότητες και προκαταλήψεις. Υπηρετεί με πάθος και αυταπάρνηση τους Λευκαδίτες χωρίς καμία διάκριση, δίχως βαρυγκωμιά και υστεροβουλία. Γίνεται έτσι ο γιατρός. Χτίζει το δικό του μαγικό κόσμο της επιστήμης και της αρετής.
Το 1963-64 ο Λευκαδίτικος λαός εκτιμά στο πρόσωπό του ήθος και ικανότητες και τον στέλνει στη Βουλή των Ελλήνων, όπου τον εκπροσωπεί με ωριμότητα και αποτελεσματικές παρεμβάσεις.
Τον Απρίλιο του 1967 η χούντα της εποχής θα τον εξορίσει στη Γυάρο και στη Λέρο. Σ’ εκείνες τις εξορίες θα τον ακολουθήσει και η σύντροφος της ζωής του Χαρίκλεια.
Το 1970 διακόπτεται η εξορία του για ανήκεστη βλάβη της υγείας του. Γυρίζει στο νησί και συνεχίζει ασταμάτητα να ασκεί το λειτούργημά του. Δίδεται με πάθος, προσφέρει υπηρεσίες αναντίγραφες, σώζει κυριολεκτικά σε πάμπολλες περιπτώσεις ασθενείς και πάσχοντες.
Ο Γρηγόρης Θα μείνει στη Λευκαδίτικη συνείδηση ένας θρύλος όχι μόνο για τις επιτυχέστατες και αλάνθαστες διαγνώσεις, τις θεραπευτικές του παρεμβάσεις, αλλά και για τον αλτρουϊσμό και την ατσιγκούνευτη συμπαράστασή του στο φτωχό ασθενή του χωριού και της πόλης. Είναι μνημειώδεις οι περιπτώσεις, όπου όχι μόνο δε δεχόταν ιατρική αμοιβή, αλλά πλήρωνε και τις συνταγές των φαρμάκων…
Έτσι θα συνεχίσει ως τα στερνά της ζωής του.
—————————————————————————–
Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά το Γιατρό, όσο ζούσε. Από τις πρώτες μου όμως παιδικές μνήμες, ηχούνε στα αυτιά μου οι ευχές και οι ευχαριστίες της μανούλας μου, για το Γιατρό.
Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά το Γιατρό, όσο ζούσε. Από τις πρώτες μου όμως παιδικές μνήμες, ηχούνε στα αυτιά μου οι ευχές και οι ευχαριστίες της μανούλας μου, για το Γιατρό.
Η ιδέα γι’ αυτό το μικρό αφιέρωμα τριγύριζε στο μυαλό μου αρκετούς μήνες. Σήμερα αισθάνομαι πολύ τυχερή γιατί η συλλογή και η μελέτη αυτού του αρχειακού υλικού αποτέλεσε για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία.
Είναι το ελάχιστο, που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε, έναντι του μεγάλου χρέους ολόκληρης της Λευκάδας στον ξεχωριστό της πολίτη Ξενοφώντα Γρηγόρη.
Τελειώνω με την πεποίθηση ότι το χρέος αυτού του νησιού απέναντι στον Ξενοφώντα Γρηγόρη δεν ξεπληρώθηκε. Δεν τιμήθηκε όπως και όσο του άξιζε. Οι λόγοι είναι προφανείς…
(Ευχαριστώ τον Τάσο Κοντομίχη (υπεύθυνο της Χαραμόγλειου Βιβλιοθήκης) για την πολύτιμη βοήθειά του. Τα ιατρικά βιβλία -κάποια φθαρμένα από την χρήση-, τα ιατρικά εργαλεία, το μικροσκόπιο του Γιατρού, προσφέρθηκαν στη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη από την θυγατέρα του Παναγιώτα Γρηγόρη. Αισθάνθηκα ντροπή, όταν αντίκρισα το σημαντικό αυτό αρχειακό υλικό, τυλιγμένο σε εφημερίδες μέσα σε ντουλάπι της Βιβλιοθήκης. Η προθήκη στην οποία φυλασσόταν έσπασε από το σεισμό και έκτοτε δεν αντικαταστάθηκε! Είναι όνειδος για όλο το νησί.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον γιο του, Γιώργο Γρήγορη και τη γυναίκα του Μαριάννα, για το υλικό που μου προσέφεραν).
Αφιέρωμα: Ξενοφώντας Γρηγόρης, ο Γιατρός, ο Άνθρωπος [B΄Μέρος]
Ένας θρύλος
Στις 8 Μαΐου συμπληρώνονται 25 χρόνια απ’ όταν ο Γιατρός της Λευκάδας Ξενοφώντας Γρηγόρης θα σφαλίσει για πάντα τα μάτια και θα βυθιστεί στον πανύστατο ύπνο.
Ο Ξενοφώντας Γρηγόρης ξεπέρασε όσο κανένας άλλος τους όρους και τα όρια όχι μόνο των προσωπικών του αντοχών, αλλά και των προσδοκιών του έμψυχου τόπου του. Γίνηκε ένας θρύλος. Κι οι θρύλοι μετριούνται με της ιστορίας την υπέρβαση, με οδύνη πολλή και γενναιότητα, που φαίνεται πως στους καιρούς μας δραπέτευσαν και πάνε…
Μνήμες ριπές
Καβάλα σ’ άλογο κείνα τα χρόνια τα δύσκολα διάβαινε ο γιατρός σε ρούγες και χωριά. Ποτέ του δεν είχε πει όχι σ’ όποιον τον εφώναζε, ποτέ. Μέρα ή νύχτα, με το λιοβόρι ή την μπόρα, πρόστρεχε στον πονεμένο. Έσκυβε στο μιντέρι, στράτευε τη σοφοσύνη του, έβρισκε τα σημάδια της αρρώστιας, την ανακάλυπτε. Ψαχούλευε σιμά – σιμά το κορμί, τα σωθικά της, χανόταν πίσω απ’ το προσωπείο της, την αναγνώριζε. Ύστερα έπιανε μαχητά μαζί της, πόλεμο ιερό, για ζωή ή για θάνατο.
Άμα ξεμπέρδευε με την ανίχνευση και μάθαινε καλά – καλά την ταυτότητα της έρμης της αρρώστιας, όριζε το φάρμακο, έδινε την ορμήνια του, στράτευε τον άρρωστο να πολεμήσουνε αντάμα το μικρό ή το τρανό κακό.Ήξερε, κιόλας, ο γιατρός το κονάκι που ‘μπαινε, ήξερε τον παρτσινέβελο, τη νοικοκυρά. ‘Όλα τα ‘ξερε, όσα φαινόντανε κι όσα παραμέσα σώπαιναν.
Κι ήτανε φορές πολλές, που σαν ξεμπέρδευε με της αρρώστιας τα τούτα και τα κείνα του, έσκυβε εδεκεί στο μιντέρι, άπλωνε το χέρι, τάχα για να χαιρετήσει, κι άφηνε στο προσκέφαλο της ανέχειας μικρό κανίσκι, να ‘χει να πορέψει ο μαυράνθρωπος του κρεββατιού. Να ‘χει να πληρώσει το φάρμακο, να νικήσει την έρμη και τη σκοτεινή την αστένεια. Κι ο άρρωστος κείνες τις φορές σήκωνε το βλέμμα, ετήραε το γιατρό στα μάτια και τα ‘βλεπε θολά και μελωμένα.
Στο ιατρείο του Αϊ – Μηνά από μπονώρα έπιανε σειρά η βαβά κι η νια, ο άντρας, ο παππούλης, το παιδόπουλο. Στη σειρά ο ξωμάχος, ο άνθρωπος της Χώρας, ο γνωστός κι ο άγνωστος, ο φίλος, ο οικείος. Όλοι το ‘ξεραν πως η σειρά ήταν για όλους και πως ο γιατρός τον άρρωστο δεν τον ξεχώριζε ποτέ… Οι άρρωστοι όλοι είχανε την ίδια ταυτότητα οπού ‘γραφε:
- Γιατρέ μου…, βοήθα.
- Γιατρέ μου…, βοήθα.
Είχε συνεννοηθεί με το Χαρίλαο τον Καββαδά. Στο φαρμακείο του -πίσω- έκανε για καιρό ιατρείο, δεχόταν το Λευκαδίτη ξωμάχο, το Λευκαδίτη της Χώρας, Εξέταζε, αποκάλυπτε την αρρώστια, έγραφε συνταγές, τις έδινε στον άρρωστο, τον ορμήνευε.
- Πάρε τώρα τα φάρμακα και κάμε ό,τι σου ‘πα.
Έδινε τη συνταγή ο άρρωστος, ή του αρρώστου η συντροφιά. Ο Χαρίλαος ο φαρμακοποιός ήξερε . Είχε τη συνεννόηση με το γιατρό. ‘Έπαιρνε τη συνταγή κι άμα έβλεπε ένα κόκκινο, διακριτικό σταυρό πάνω στο χειρόγραφο του γιατρού, έδινε τα φάρμακα κι έλεγε στον άρρωστο:
- Εντάξει, είναι πληρωμένη η συνταγή.
Εκείνος έριχνε μια κρυφή ματιά στην πίσω μεριά του φαρμακείου κι έκανε το σταυρό του. Καταλάβαινε και προσευχότανε στον αγιάνθρωπο….
- Πάρε τώρα τα φάρμακα και κάμε ό,τι σου ‘πα.
Έδινε τη συνταγή ο άρρωστος, ή του αρρώστου η συντροφιά. Ο Χαρίλαος ο φαρμακοποιός ήξερε . Είχε τη συνεννόηση με το γιατρό. ‘Έπαιρνε τη συνταγή κι άμα έβλεπε ένα κόκκινο, διακριτικό σταυρό πάνω στο χειρόγραφο του γιατρού, έδινε τα φάρμακα κι έλεγε στον άρρωστο:
- Εντάξει, είναι πληρωμένη η συνταγή.
Εκείνος έριχνε μια κρυφή ματιά στην πίσω μεριά του φαρμακείου κι έκανε το σταυρό του. Καταλάβαινε και προσευχότανε στον αγιάνθρωπο….
Ο «γιατρός», τόσα χρόνια στο επάγγελμα, δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του. Δεν είχε καταφέρει, άλλωστε, ούτε ένα σπίτι να αποκτήσει κι έμενε στο γνωστό σπίτι του Αη-Μηνά, ιδιοκτησία πάντα της οικογένειας της Χαρίκλειας, όχι δικό του.
Κι όμως αυτόν τον άνθρωπο, όταν σταμάτησε ανήμπορος στα τελευταία χρόνια της ζωής του να δουλεύει, ελάχιστοι ήταν εκείνοι, που τον
συντρόφεψαν. Ελάχιστοι κι εκείνοι που στο βαρύ του πόνο για τον πρόωρο χαμό της κόρης του της Έμης, σταθερά του συμπαραστάθηκαν, πέρα από τις πρώτες μέρες.
συντρόφεψαν. Ελάχιστοι κι εκείνοι που στο βαρύ του πόνο για τον πρόωρο χαμό της κόρης του της Έμης, σταθερά του συμπαραστάθηκαν, πέρα από τις πρώτες μέρες.
Μα ίσως αυτή να είναι σήμερα η μοίρα όσων πρόσφεραν. Ίσως να περισσεύει πια στην εποχή μας η αγνωμοσύνη. Ίσως να μπήκαμε, από καιρό, στην εποχή που μόνον στα λεφτά πιστεύει. Που μόνο στον εκφυλισμό συντάσσεται. Το ξέρει και το ζει πλέον αυτό ο κάθε ένας, που στις μέρες μας προσφέρει δίχως την προκαταβολή ή προείσπραξη, κάθε λογής του αντιτίμου. Μα στην περίπτωση του «γιατρού», η αχαριστία και η αγνωμοσύνη φαίνονταν από μακριά. Κραύγαζε και προκαλούσε.
Μα όταν πέθανε και μεταφέρθηκε απ’ τους δικούς του στη Λευκάδα, συνοδευόμενος κι από όσους φίλους το μπορούσαν, απλώθηκε σαν αστραπή η είδηση του τέλους του και μαζεύτηκαν στην κηδεία χιλιάδες συνοδοί του, οι Λευκαδίτες. Σαν να ξυπνούσαν ξαφνικά από λήθαργο, σαν να ξανάβρισκαν περίπου τον παλιό μα ξεχασμένο εαυτό τους, σαν, πες, να ανάσταινε ο θάνατός του τη νεκρωμένη τους συνείδηση ήρθαν εκεί, από την πόλη κι όλα τα χωριά κι από τον Κάλαμο, το Μεγανήσι, την Περατιά και την Πλαγιά κι απ’ όπου το μπορούσαν, γυναίκες κι άντρες, νέοι και μεσήλικες, μα κι οι ανήμποροι γερόντοι να συνοδέψουν το «γιατρό» στο διάβα του στον άλλο κόσμο.
Γεμίζοντας το σπίτι και την πλατεία του Αη-Μηνά και το παζάρι όλο, απάνω – κάτω. Κι είδα πολλούς, τους πιο πολλούς, γυναίκες κι άντρες να κλαίνε, βρύσες δίχως κρατημό, κι άλλους πολλούς και γέρους και μεσήλικες και νιους βουβοί να στέκουν, με τον πόνο φανερό, τον πόνο τον αληθινό, που χαρακώνει των προσώπων την εικόνα κι ένιωσα πως αυτός ο κόσμος, ο πολύς λαός, αναλογιζόταν εκείνη τη στιγμή και συνειδητοποιούσε πως έχανε ένα σύμβολο, πως έμενε ορφανός.Κι είδα και άλλους, που από χρέος τυπικό είχαν έρθει να συμμετάσχουν στην καθολική οδύνη και τους ακόμα πιο λιγότερους που συμμετείχαν, έχοντας ετοιμάσει και τον ανάλογο επικήδειο. Αλλά ευτυχώς η οικογένειά το αρνήθηκε, ευγενικά μα σταθερά κι επίμονα, να εκφωνηθούν λόγοι.
Κείνη την ώρα, δίχως των επικήδειων τις κενολογίες κι υποκριτικές επιδιώξεις, πάνω απ’ το πλήθος όλο, νεκρός κυριαρχούσε ο «Γιατρός»…
——————————————————————————-
Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά το Γιατρό, όσο ζούσε. Από τις πρώτες μου όμως παιδικές μνήμες, ηχούνε στα αυτιά μου οι ευχές και οι ευχαριστίες της μανούλας μου, για το Γιατρό.
Η ιδέα γι’ αυτό το μικρό αφιέρωμα τριγύριζε στο μυαλό μου αρκετούς μήνες. Σήμερα αισθάνομαι πολύ τυχερή γιατί η συλλογή και η μελέτη αυτού του αρχειακού υλικού αποτέλεσε για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία.
Είναι το ελάχιστο, που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε, έναντι του μεγάλου χρέους ολόκληρης της Λευκάδας στον ξεχωριστό της πολίτη Ξενοφώντα Γρηγόρη.
Τελειώνω με την πεποίθηση ότι το χρέος αυτού του νησιού απέναντι στον Ξενοφώντα Γρηγόρη δεν ξεπληρώθηκε. Δεν τιμήθηκε όπως και όσο του άξιζε. Οι λόγοι είναι προφανείς…
(Ευχαριστώ τον Τάσο Κοντομίχη (υπεύθυνο της Χαραμόγλειου Βιβλιοθήκης) για την πολύτιμη βοήθειά του. Τα ιατρικά βιβλία -κάποια φθαρμένα από την χρήση-, τα ιατρικά εργαλεία, το μικροσκόπιο του Γιατρού, προσφέρθηκαν στη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη από την θυγατέρα του Παναγιώτα Γρηγόρη. Αισθάνθηκα ντροπή, όταν αντίκρισα το σημαντικό αυτό αρχειακό υλικό, τυλιγμένο σε εφημερίδες μέσα σε ντουλάπι της Βιβλιοθήκης. Η προθήκη στην οποία φυλασσόταν έσπασε από το σεισμό και έκτοτε δεν αντικαταστάθηκε! Είναι όνειδος για όλο το νησί.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον γιο του, Γιώργο Γρήγορη και τη γυναίκα του Μαριάννα, για το υλικό που μου προσέφεραν).
Βιολέττα Σάντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου