http://aromalefkadas.gr/
Ιουστίνη Φραγκούλη - Αργύρη • 21 July, 2016
Share 3
Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Ε! Λοιπόν ποτέ δεν τη ζήλεψα την κατασκήνωση κι ας έρχονταν τα ξαδέλφια μου (του θείου Μαραγκού του δάσκαλου) κι ας έλεγε η Κάτια πως περνούσαν τόσο ωραία και τόσο ωραία με τα άλλα παιδιά στους κοιτώνες. (Είχε βέβαια φύλακα φρουρό τον δάσκαλο-πατέρα της και η μητέρα της εκεί βρισκόταν εξάλλου).
Και ήμουν ευτυχής που η μαμά φοβόταν μην πιάσουμε ψείρες κι έτσι, όχι μόνο δεν μας έστελνε στην κατασκήνωση του Πασά, αλλά την απαρνιόταν μετά βδελυγμίας. Εβγαζε φλίχταινες όταν άκουγε για κατασκήνωση.
Αλλά μας έπιασε δυστυχώς η φάκα της κατασκήνωσης. Ηταν τότε που ο Μτροπολίτης Νικηφόρος βρισκόταν στη νεότητά του και είχε κτίσει με ενθουσιασμό τις κατασκηνώσεις της Μητρόπολης στο ειδυλλιακό σημείο του λόφου της Φανερωμένης με θέα το Ιόνιο Πελαγος και τους Μύλους της Λευκάδας.
«Ανάγκα και θεοί πείθονται», όμως κι έτσι η μαμά αναγκάστηκε και μας ανάγκασε να πάμε στην κατασκήνωση της Μητρόπολης για να δώσουμε το καλό παράδειγμα και να ακολουθήσουν κι άλλοι έφηβοι στο δρόμο που θα χαράζαμε εμείς τα παπαδόπουλα.
Ο αδελφός μου με τα πρώτα μου ξαδέλφια, τον Κώστα και το Νιόνιο, πήγαν την πρώτη περίοδο και ήταν κατενθουσιασμένοι και οι τρείς γιατί έπαιζαν ποδόσφαιρο, μπάσκετ κι άλλα ιερά σπόρτς, οπότε ήταν η καλύτερή τους. Επίσης, γνωρίστηκαν με ομαδάρχες νεαρούς φοιτητές που είχαν καταπλεύσει απο την Αθήνα και τους μάθαιναν αθηναϊκές καινοτομίες.
Εμείς τα κορίτσια, η Πεταλούδα, η Λίτσα και η Καίτη (πρώτες μου ξαδέλφες) πήγαμε τη δεύτερη χρονιά που είχαν ανοίξει οι κατασκηνώσεις και μάλιστα την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου που η Λευκάδα ζούσε την παραφορά του φεστιβάλ, των βραδυνών εξόδων και γενικά του τρελού καλοκαιριού της.
Εγώ ήμουν 12 ετών και μίσησα κυρολεκτικά την ώρα και τη στιγμή που με ανάγκασαν να υποστώ την ζωή της κατασκήνωσης.
Πρώτον δεν ήμουν παιδί της ομάδας,ήμουν πάντα της αυτοδιάθεσης και με ενοχλούσαν όλα: το ότι ξυπνούσαμε χαράματα (7 το πρωί στις διακοπές μας),ότι κάναμε τα πάντα μαζί μέσα σε αυστηρό πρόγραμμα που δεν παρέκκλινε με τίποτε.
Μισούσα την κοινή τράπεζα διότι ήμουν πάλι ο παρίας καθώς δεν έτρωγα το τυρί και όλα τα παιδιά με κορόιδευαν. Και ζούσα το βιασμό του κοινωνικού περίγυρου που δεν συγχωρούσε τις μικρές παρεκκλίσεις των άλλων παιδιών.
Μισούσα την τέντα στην οποία κοιμόμασταν ανά δώδεκα κορίτσια και δεν είχαμε ιδιωτική στιγμή να διαβάσουμε ένα βιβλίο πριν κοιμηθούμε. Μισούσα το χώμα στο οποίο ήταν στημένη η σκηνή και γέμιζε με σαρανταποδαρούσες όταν έβρεχε και φρίκαρα να τις βλέπω μέσα στις σαγιοναρίτσες μου.
Μισούσα τα πάντα, όλα, κι έκλαιγα απαρηγόρητη τα βράδυα όταν έγερνε ο ήλιος και τα φώτα της πόλης άναβαν στα πόδια μας. Κι εμείς αντί να είμαστε στο πάρτυ και στο χαλασμό, τραγουδούσαμε τραγουδάκια της αθωότητας και της χαράς.
Εκλαιγα, σπάραζα, τηλεφωνούσα στη μαμά να έρθει να με πάρει, να μας πάρει με την Κωνσταντίνα, αλλά εκείνη κι ο πατερούλης ήταν ανένδοτοι γιατί έπρεπε να γίνουμε το καλό παράδιεγμα, ήμασταν τα παπαδοκόριτσα κι αν εμείς δεν πηγαίναμε ποιά κορίτσια θα πήγαιναν;
Και μια φορά με την Κωντσταντίνα είπαμε να το σκάσουμε, να δραπετεύσουμε, παίρνοντας την κατηφόρα της Φανερωμένης. Κι εγώ ετοιμάσθηκα κι αναψοκοκκίνισα και φούσκωσα –ξεφούσκωσα και ξεκινήσαμε να πάμε προς τον κεντρικό δρόμο αλλά η αδελφή μου πάντα συνεπαρμένη απο το αίσθημα του καθήκοντος, έκανε πίσω κι απέτυχε η απόπειρα.
Τίποτε δεν με παρηγορούσε, ούτε οι φίλες μου, η Μαριάννα και η Αλέκα, που υφίσταντο τα ίδια δεινά με μένα. Ούτε το γεγονός ότι τουλάχιστον είχαμε ατέρμονες συζητήσεις και γέλια τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες μας.
Το μαρτύριο της κατασκήνωσης κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, τα τρία δεκαπενθήμερα που βίωσα την ομαδική ζωή μου φάνηκαν ατέρμονες πηγές δυστυχίας μέσα στα καλοκαίρια μου.
Κι ύστερα το 1974, ήρθε δυστυχώς το πραξικόπημα στην Κύπρο και έφυγαν οι άντρες στο στρατό και διακόπηκε βιαίως η κατασκήνωση και γυρίσαμε σπίτια μας. Ουφ, είπα απο μέσα μου γιατί δεν καταλάβαινα τη σοβαρότητα των γεγονότων, μόνο την απαλλαγή μου απο τον εφιάλτη.
Κι εγώ ήμουν πια 14 ετών και απο την επόμενη χρονιά πάτησα πόδι και δεν ξαναπήγα στην κατασκήνωση. Ωστόσο, θα θυμάμαι σαν ανάπαυλα, στην τόση απέχθεια προς την ομαδική ζωή, τις υπέροχες δεσποινίδες-ομαδάρχισσες, διδα Ειρήνη Γεωργάκη, διδα Λύτρα, διδα Φωτεινή, που ήταν κοσμοκαλόγριες και μας αγαπούσαν και μας ανεχόνταν μέσα στην εφηβική μας έκκρηξη. Τις θυμάμαι να με κοιτάζουν με κατανόηση κι αγάπη, μια αγάπη που τότε δεν καταλάβαινα γιατί μου ήταν περιττή.
Τώρα όμως τις συναντώ και αντιλαμβάνομαι τον μεγάλο και υπεύθυνο ρόλο τους, την υπέροχη συνάρτησή τους και την αιθέρια επιρροή τους στα παιδικά χρόνια της Λευκάδας.
Τζουστινάκι
Ιουστίνη Φραγκούλη - Αργύρη • 21 July, 2016
Share 3
Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Ε! Λοιπόν ποτέ δεν τη ζήλεψα την κατασκήνωση κι ας έρχονταν τα ξαδέλφια μου (του θείου Μαραγκού του δάσκαλου) κι ας έλεγε η Κάτια πως περνούσαν τόσο ωραία και τόσο ωραία με τα άλλα παιδιά στους κοιτώνες. (Είχε βέβαια φύλακα φρουρό τον δάσκαλο-πατέρα της και η μητέρα της εκεί βρισκόταν εξάλλου).
Και ήμουν ευτυχής που η μαμά φοβόταν μην πιάσουμε ψείρες κι έτσι, όχι μόνο δεν μας έστελνε στην κατασκήνωση του Πασά, αλλά την απαρνιόταν μετά βδελυγμίας. Εβγαζε φλίχταινες όταν άκουγε για κατασκήνωση.
Αλλά μας έπιασε δυστυχώς η φάκα της κατασκήνωσης. Ηταν τότε που ο Μτροπολίτης Νικηφόρος βρισκόταν στη νεότητά του και είχε κτίσει με ενθουσιασμό τις κατασκηνώσεις της Μητρόπολης στο ειδυλλιακό σημείο του λόφου της Φανερωμένης με θέα το Ιόνιο Πελαγος και τους Μύλους της Λευκάδας.
«Ανάγκα και θεοί πείθονται», όμως κι έτσι η μαμά αναγκάστηκε και μας ανάγκασε να πάμε στην κατασκήνωση της Μητρόπολης για να δώσουμε το καλό παράδειγμα και να ακολουθήσουν κι άλλοι έφηβοι στο δρόμο που θα χαράζαμε εμείς τα παπαδόπουλα.
Ο αδελφός μου με τα πρώτα μου ξαδέλφια, τον Κώστα και το Νιόνιο, πήγαν την πρώτη περίοδο και ήταν κατενθουσιασμένοι και οι τρείς γιατί έπαιζαν ποδόσφαιρο, μπάσκετ κι άλλα ιερά σπόρτς, οπότε ήταν η καλύτερή τους. Επίσης, γνωρίστηκαν με ομαδάρχες νεαρούς φοιτητές που είχαν καταπλεύσει απο την Αθήνα και τους μάθαιναν αθηναϊκές καινοτομίες.
Εμείς τα κορίτσια, η Πεταλούδα, η Λίτσα και η Καίτη (πρώτες μου ξαδέλφες) πήγαμε τη δεύτερη χρονιά που είχαν ανοίξει οι κατασκηνώσεις και μάλιστα την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου που η Λευκάδα ζούσε την παραφορά του φεστιβάλ, των βραδυνών εξόδων και γενικά του τρελού καλοκαιριού της.
Εγώ ήμουν 12 ετών και μίσησα κυρολεκτικά την ώρα και τη στιγμή που με ανάγκασαν να υποστώ την ζωή της κατασκήνωσης.
Πρώτον δεν ήμουν παιδί της ομάδας,ήμουν πάντα της αυτοδιάθεσης και με ενοχλούσαν όλα: το ότι ξυπνούσαμε χαράματα (7 το πρωί στις διακοπές μας),ότι κάναμε τα πάντα μαζί μέσα σε αυστηρό πρόγραμμα που δεν παρέκκλινε με τίποτε.
Μισούσα την κοινή τράπεζα διότι ήμουν πάλι ο παρίας καθώς δεν έτρωγα το τυρί και όλα τα παιδιά με κορόιδευαν. Και ζούσα το βιασμό του κοινωνικού περίγυρου που δεν συγχωρούσε τις μικρές παρεκκλίσεις των άλλων παιδιών.
Μισούσα την τέντα στην οποία κοιμόμασταν ανά δώδεκα κορίτσια και δεν είχαμε ιδιωτική στιγμή να διαβάσουμε ένα βιβλίο πριν κοιμηθούμε. Μισούσα το χώμα στο οποίο ήταν στημένη η σκηνή και γέμιζε με σαρανταποδαρούσες όταν έβρεχε και φρίκαρα να τις βλέπω μέσα στις σαγιοναρίτσες μου.
Μισούσα τα πάντα, όλα, κι έκλαιγα απαρηγόρητη τα βράδυα όταν έγερνε ο ήλιος και τα φώτα της πόλης άναβαν στα πόδια μας. Κι εμείς αντί να είμαστε στο πάρτυ και στο χαλασμό, τραγουδούσαμε τραγουδάκια της αθωότητας και της χαράς.
Εκλαιγα, σπάραζα, τηλεφωνούσα στη μαμά να έρθει να με πάρει, να μας πάρει με την Κωνσταντίνα, αλλά εκείνη κι ο πατερούλης ήταν ανένδοτοι γιατί έπρεπε να γίνουμε το καλό παράδιεγμα, ήμασταν τα παπαδοκόριτσα κι αν εμείς δεν πηγαίναμε ποιά κορίτσια θα πήγαιναν;
Και μια φορά με την Κωντσταντίνα είπαμε να το σκάσουμε, να δραπετεύσουμε, παίρνοντας την κατηφόρα της Φανερωμένης. Κι εγώ ετοιμάσθηκα κι αναψοκοκκίνισα και φούσκωσα –ξεφούσκωσα και ξεκινήσαμε να πάμε προς τον κεντρικό δρόμο αλλά η αδελφή μου πάντα συνεπαρμένη απο το αίσθημα του καθήκοντος, έκανε πίσω κι απέτυχε η απόπειρα.
Τίποτε δεν με παρηγορούσε, ούτε οι φίλες μου, η Μαριάννα και η Αλέκα, που υφίσταντο τα ίδια δεινά με μένα. Ούτε το γεγονός ότι τουλάχιστον είχαμε ατέρμονες συζητήσεις και γέλια τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες μας.
Το μαρτύριο της κατασκήνωσης κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, τα τρία δεκαπενθήμερα που βίωσα την ομαδική ζωή μου φάνηκαν ατέρμονες πηγές δυστυχίας μέσα στα καλοκαίρια μου.
Κι ύστερα το 1974, ήρθε δυστυχώς το πραξικόπημα στην Κύπρο και έφυγαν οι άντρες στο στρατό και διακόπηκε βιαίως η κατασκήνωση και γυρίσαμε σπίτια μας. Ουφ, είπα απο μέσα μου γιατί δεν καταλάβαινα τη σοβαρότητα των γεγονότων, μόνο την απαλλαγή μου απο τον εφιάλτη.
Κι εγώ ήμουν πια 14 ετών και απο την επόμενη χρονιά πάτησα πόδι και δεν ξαναπήγα στην κατασκήνωση. Ωστόσο, θα θυμάμαι σαν ανάπαυλα, στην τόση απέχθεια προς την ομαδική ζωή, τις υπέροχες δεσποινίδες-ομαδάρχισσες, διδα Ειρήνη Γεωργάκη, διδα Λύτρα, διδα Φωτεινή, που ήταν κοσμοκαλόγριες και μας αγαπούσαν και μας ανεχόνταν μέσα στην εφηβική μας έκκρηξη. Τις θυμάμαι να με κοιτάζουν με κατανόηση κι αγάπη, μια αγάπη που τότε δεν καταλάβαινα γιατί μου ήταν περιττή.
Τώρα όμως τις συναντώ και αντιλαμβάνομαι τον μεγάλο και υπεύθυνο ρόλο τους, την υπέροχη συνάρτησή τους και την αιθέρια επιρροή τους στα παιδικά χρόνια της Λευκάδας.
Τζουστινάκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου