ΛΕΥΚΑΔΑ Παραδόσεις






   Φορεσιά  Γυναικεία  ( Νυφική )




 




























Το νυφικό φουστάνι είναι μεταξωτό ή μαλλινομέταξο, σε πυκνή 

γυαλιστερή ύφανση. 

Απλώνεται φαρδύ, σχηματίζοντας πλατιές και φουσκωτές πτυχές.

 Κάτω στο γύρο του   είναι ραμμένα περιφερειακά  πλατιά χάρτζα,

 χρυσαφένια. Στολισμένη με χάρτζα είναι και η καμπζέλα - το πάνω

 μέρος του φουστανιού   - καθώς και ο ποδόγυρος. 

Τα χρώματα που προτιμούσαν για τα νυφικά φορέματα ήταν το θαλασσί, 

το ροζ, το μελιτζανί, το λαδί, το τριανταφυλλί. Πάνω από το φόρεμα φορούσαν 

τον τσουμπέ, έναν επενδύτη με κοντά και περίεργα μανίκια φουσκωτά

στους ώμους κι πιο κάτω εφαρμοστά που, σκεπάζοντας την πλάτη,

 κατεβαίνει ως κάτω στα πόδια και σέρνεται  απλωτός με

καλοσιδερωμένες πιέτες. Στο στένωμα των μανικιών υπάρχουν

 ωραιότατες διακοσμήσεις   με χάρτζα, ματαξογάιτανα και χρυσά σιρίτια.

 Ωραιότατο είναι και το κέντημα της πλάτης στον τσουμπέ. 

Όλη η επιφάνεια από τους ώμους μέχρι τη μέση είναι στολισμένη 

με κεντημένα λουλούδια από μετάξι και τη

 χρυσοκλωστή. Εντυπωσιακό μπροστομάντηλο είναι η σπαλέτα 

σε χρώμα λευκό, ροζ ή κίτρινο με ολόγυρα κρόσια καφασωτά. 

Απαραίτητο συμπλήρωμα   και στολίδι της σπαλέτας είναι τα χρυσαφικά:

 οι σπίλες, τα ποντάλια, οι καρφοβέλονοι και οι στηθοβελόνες. 

Τα ποντάλια  και οι σπίλες τα πλαισιώνουν χρυσές αλυσιδίτσες απ΄ τις

 οποίες πολλές φορές κρέμονται χρυσές καρδιές.

 Εκτός από τα κοσμήματα του λαιμού η εξάρτυση από χρυσαφικά περιελάμβανε

 και δαχτυλίδια  και   σκουλαρίκια. Υπέροχο επιστέγασμα της νυφικής

 στολής ήταν το φέσι. Οι νύφες το φορούν στραβά

 και πάντα στο αριστερά έτσι που να πιάνει ένα κομμάτι της χωρίστρας και

 να σκεπάζει λίγο   το μέτωπο.

 Είναι χρυσοκέντητο και όμορφα στολισμένο. Είναι από μαύρο βελούδινο

 ύφασμα κεντημένο στην επιφάνεια από χρυσοκλωστές άνθη και άλλες 

γραμμικές συνθέσεις. Το πιο όμορφο και χαρακτηριστικό

 κόσμημα που στολίζει το φέσι είναι η τρέμουλα, μια μετάλλινη βέργα

 μήκους 10 εκ. που στέκει όρθιο στην άκρη του φεσιού.

Στην κορυφή του ο μετάλλινος μίσχος έχει ένα άνθος με δύο - τρία χρυσά

 πλουμισμένα με διαμαντόπετρες.

 Πάνω από το φέσι μπαίνει το νυφικό αραχνοΰφαντο

 κεντητό  κεφαλοπάνι, που πέφτει πλούσιο και αστραφτερό

 στις πλάτες και τους ώμους
              
















   




                 


         


.ΑΝΤΡΙΚΗ (ΓΑΜΠΡΙΑΤΙΚΗ) Ο γαμπρός φορούσε άσπρο ομορφοκεντημένο πουκάμισο κι από πάνω το γελέκι που άλλοτε ήταν σταυρωτό και άλλοτε μονό, φτιαγμένο συνήθως από γαλάζιο βελούδο. Η πλάτη του γελεκιού ήταν από γυαλιστερό μετάξι σε χρώμα βυσσινί, κόκκινο ή παγωνί, με πλατύφυλλα φιόρα. Φορούσε ακόμα βράκα τσόχινη ή διμιτένια, που ήταν κεντημένη στις κάτω άκρες της και κάλτσες που ήταν και αυτές κεντημένες. Τη φορεσιά συμπλήρωναν το ζωνάρι, το φατσολέτο ή φέσι με μαύρη φούντα και, συνήθως, το μαντήλι του λαιμού.





                          







ΜΟΥΣΙΚΗ


 Οι μουσικές προτιμήσεις των διαφόρων περιοχών του νησιού αντικατοπτρίζουν και την πολιτιστική του ανομοιογένεια. Τα χωριά ακούνε λαϊκά και ρεμπέτικα - αποτέλεσμα της μόνιμης επαφής που είχαν με τη Ρούμελη. Η πόλη προτιμά μουσική με χορωδίες και μαντολινάτες, δείγμα της στενής σχέσης της με την Ιταλία, αφού σ΄ όλη τη διάρκεια της Ενετοκρατίας, κι ως την ένωση με την Ελλάδα, τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών σπούδαζαν ιατρική ή νομική στην Ιταλία και έφερναν, όταν γύριζαν, μαζί τους τον πολιτισμό και τις αξίες της Δύσης.
Οι Ενετοί απ’ την άλλη, προωθούσαν την κουλτούρα τους σε όλα τα Επτάνησα, με συνέπεια ακόμα και σήμερα να είναι ευδιάκριτη η μεγάλη επιρροή τους στη μουσική παιδεία.
Η Λευκάδα έχει την αρχαιότερη (μετά την Κέρκυρα) Φιλαρμονική της Ελλάδας (1850). Το δραστήριο Σωματείο συνέβαλε στην ανάπτυξη της μουσικής παιδείας των Λευκαδιτών ενώ έδωσε το παρόν σε σπουδαία ιστορικά γεγονότα, όπως η Ένωση των Επτανήσων το 1864, οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 1896, η Μεσολυμπιάδα του 1906, κ.ά. Το 1983 της απονέμεται το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Στη Φιλαρμονική λειτουργεί Μουσική Σχολή, Μπάντα, Μπαντίνα και Μουσικά Σύνολα.
Στη Λευκάδα, επίσης, δραστηριοποιούνται συγκροτήματα παραδοσιακών χορών, χορωδίες και μαντολινάτες με πανελλήνια, αλλά και διεθνή προβολή.



ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΗΜΑ
Η σημαντικότερη δραστηριότητα οικοτεχνικού χαρακτήρα - που άνθισε ιδιαίτερα στο παρελθόν και επιβιώνει ως τις μέρες μας - είναι η τέχνη του κεντήματος και του υφαντού, που αναπτύχθηκε σε αρκετούς ορεινούς οικισμούς και κυρίως την Καρυά, που έχει διατηρήσει σε μεγάλο βαθμό την παράδοση και τα έθιμα της. Τα περίφημα καρσάνικα κεντήματα - για τα οποία φημίζεται - είναι ένα μοναδικό είδος κεντητικής τέχνης, που καλλιέργησε η Μαρία Σταύρακα ή Κουτσοχέρω, όπως την έλεγαν λόγω της αναπηρίας της. Η τεχνική της γνώρισε μεγάλη απήχηση και διαδόθηκε έξω από τα όρια του νησιού, ακόμα και στο εξωτερικό. Εξαιρετικά είναι και τα υφαντά της περιοχής, φτιαγμένα με ασυνήθιστα μοτίβα και περισσή δεξιοτεχνία.










ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ Η γεωργία υπήρξε για αιώνες η κυριότερη ενασχόληση των κατοίκων της Λευκάδας και η πιο σημαντική δραστηριότητα απ’ όσες εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους. Προσφιλείς και προσοδοφόρες αγροτικές εργασίες ήταν η καλλιέργεια της ελιάς - κυρίως στα πεδινά - και η αμπελοκαλλιέργεια - στα ορεινά του νησιού - μια ασχολία αγαπητή στους Λευκαδίτες από την αρχαιότητα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς - όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) και ο Αθήναιος (160-250 μ.Χ.), ο συγγραφέας των «Δειπνοσοφιστών» - κάνουν αναφορές στο ονομαστό λευκαδίτικο κρασί. Εκτός από τις γεωργικές εργασίες, άλλες σημαντικές βιοποριστικές ασχολίες των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία και η αλιεία και - κατ΄ ακολουθία - το εμπόριο και οι πρακτικές τέχνες της καθημερινότητας.
Από την καθαρά γεωργική και κτηνοτροφική απασχόληση των κατοίκων προέκυψαν, παγιώθηκαν και δημιούργησαν τη δική τους παράδοση επαγγέλματα αυτονόητα στις μικρές αγροτικές κοινωνίες: του ζευγά, του θεριστή και του αλωνιστή, του μυλωνά, του λιοτρουβιάρη, του σκαφτιά, του χτίστη, του καμινέρη. Τα υπόλοιπα παραδοσιακά επαγγέλματα - του τσαγκάρη, του μαραγκού, του βαρελά, του σιδερά, του ράφτη και του εμπόρου - πλαισίωναν και συμπλήρωναν τα κύρια βιοποριστικά επαγγέλματα των φαμελιών.

ΤΡΙΤΣΕΝΤΟ



Σεπτεμβρίου 3rd, 2011http://www.kolivas.de

Ανδρομάχη-Φίλιππα Χαριτωνίδου: Ηθογραφίες Λευκαδίτικες – Το τριτσέντο


Γράφει ο Αιθεροβάμων

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΦΙΛΙΠΠΑ-ΧΑΡΙΤΩΝΙΔΟΥ

ΗΘΟΓΡΑΦΙΕΣ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΕΣ

TO ΤΡΙΤΣΕΝΤΟ

Η ΣΙΟΡΑ Ξανθόρω, η Σιόρα Κιάρα και η Σιόρα Τσελεστίνα. Κι οι τρεις γριούλες, πολύ γριούλες, μα φιλε­νάδες από τα μικρά τους νιάτα.
Φορούν τα ίδια βυσσινιά μεταξωτά φορέματα, τα ίδια μεταξωτά μαύρα παλτά, βιζίτ όπως τα έλεγαν, με τις πυ­κνές μακριές φράντσες. Και τα καπέλα τους την ίδια φόρ­μα έχουν. Μικρά με μακριά δετήρια από πλατιές κορδέλες που σχημάτιζαν φιόγκο στο λαιμό.

Ένα μικρό ρίτσο φτερό μαζί μ’ ένα ρόδινο άνθος στολίζει το καπελάκι, που πίσω είναι κομμένο σαν τόξο αφήνοντας έτσι διέξοδο στο κουλουροειδές κοτσάκι τους.

Έτσι ντυμένες, με τα μπαστουνάκια τους ξεκινούν κά­θε απόγευμα από το σπίτι της Σιόρα Ξανθόρως, διασχί­ζουν το Παζάρι και καταλήγουν στου Πάλα, τον αγαπη­μένο τους περίπατο.
Καθώς διαβαίνουν, οι καλφάδες των μαγαζιών σταμα­τούν τη δουλειά τους, σφυρίζουν, κτυπούν τους πάγκους, κάμνουν νοήματα.

- Το τριτσέντο! Παιδιά, το τριτσέντο!
Μ’ αυτό το όνομα τις έχουν βαφτίσει, μ’ αυτό το όνομα τις γνωρίζουν.
Κι αλήθεια είναι πως έχουν μια ψυχή σε τρία σώματα. Είναι πολύ αγαπημένες, αδελφωμένες, αχώριστες.
Κάποιο επεισόδιο νεανικό ετάραξε την καθαρή και διάφανη ζωή τους, τις έκαμε να πονέσουν, να πονούν, να πάσχουν.
Αυτός ο κοινός πόνος, ο όμοιος, τις ένωσε στον αδελφι­κό και αγνό δρόμο της φιλίας.

Τίποτε δεν κάνει η μια χωρίς να το γνωρίζει η άλλη. Πουθενά δεν πηγαίνει η μια χωρίς να πάνε όλες, και όταν η μια είναι άρρωστη τότε και οι άλλες δεν βγαίνουν μα της κρατάνε συντροφιά.
H Σιόρα Ξανθόρω συνηθίζει να κάνει πολλά ξορέξια, ξεραθυμιές, και τότε στέλνει στις άλλες δυο να φάνε, κομπιτίτο, όπως τους παραγγέλλει.
Μα και η Σιόρα Τσελεστίνα, τον Τρυγητή στο περιβόλι της ετοιμάζει με τη γυναίκα του σέμπρου πολλά καλούδια για τον χειμώνα και τότε εφοδιάζει τις φίλες της με τσεμπίμπω, μουσταλευριές, μουστόπιτες, σουντζούκια.
H Σιόρα Κιάρα δεν είναι τόσο εργατική, προτιμάει την κιθάρα που παίζει στις βεγγέρες τους όταν μαζεύονται και οι τρεις.
Είναι γριούλα ευχάριστη, πεταχτή με τα γέλια και τ’ α­στεία της.

Είναι ο γλεντζές της παρέας, ενώ η Σιόρα Ξανθόρω, σαν μεγαλύτερη από τις δυο, είναι η πρόεδρος, σοβαρή, αυστηρή, με κάποιο τσούξιμο στη γλώσσα. Γι’ αυτό η Σιόρα Κιάρα επαναστατεί, φέρει αντιρρήσεις, θυμώνει, μα γρήγορα τα φτιάνουν, γιατί η Σιόρα Ξανθόρω μετανοεί και την καλοπιάνει.
H ζωή τους περνά έτσι ήσυχη, με τ’ α­στεία τους, τις μελαγχολίες τους και τα τραγούδια στην κιθάρα.
H κάθε μια έχει δικό της τραγούδι που σ’ όλη της τη ζωή αυτό μόνο τραγουδεί ενώ η Σιόρα Κιάρα ακομπανιάρει.


Και το τραγούδι αυτό είναι η απεικόνισις της ζωής τους, είναι αυτή η ιστορία τους σε στίχους. Και πόσο λυπη­τερή ιστορία έχουν, γεμάτη πίστη, αφοσίωση, θυσία!

H Σιόρα Ξανθόρω, κόρη πλουσίου κτηματίου, είχε ερω­τευθεί στα δεκαοχτώ της χρόνια τον Κόντε Tσαγκαρόλο. Εμπόδιο κανένα δεν υπήρχε στη μέση, γιατί, μαζί με την ο­μορφιά, η Ξανθόρω είχε καλό σόι και πολλή προίκα που τ’ ασημικά και χρυσαφικά τα έπερνε με το πελατζέτο.
O Κόντες έδειξε έρωτα, περνούσε από το σπίτι της τρεις και τέσσαρες φορές, έστελλε πύρινα και φλογερά γράμματα γεμάτα στίχους και τραγούδια.

Με αγωνία περίμενε η Σιόρα Ξανθόρω να την ζητήσει σε γάμο, όταν έξαφνα λαμβάνει είδηση πως φεύγει για την Κέρκυρα που τον καλούν σπουδαίες κληρονομικές υπο­θέσεις. Γράφει πως γρήγορα θα γυρίσει να ενωθούν, ορκίζεται, εις όλες τις θεότητες πίστιν, και παρακαλεί το εκλεκτόν του άνθος να μην τον λησμονήσει.
H Σιόρα Ξανθόρω τηρεί με θρησκευτική πίστη και ευ­λάβεια τες παραγγελίες του Κόντε, πιστεύει πως γρήγορα θα γυρίσει και με χαρά αρχίζει να ετοιμάζει τα προικιά.
Οι Παργινοπούλες για μήνες κεντούν τα ρεκάμα στ’ ασπρόρουχα κι από τη Βενετία κάθε μέρα έρχονται βελου­δένια κουτιά γεμάτα μαργαριτάρια και τζοβαϊρικά.
Πέρασε ένας χρόνος, δύο, δέκα. O Κόντες δεν ξαναφάνηκε μα η Σιόρα Ξανθόρω και τώρα που είναι πολύ γριού­λα τον περιμένει τραγουδώντας μελαγχολικά το ίδιο τρα­γούδι.
Αναχωρείς κι αυτού που πας ελπίζω.

H Σιόρα Tσελεστίνα κόρη γιατρού και βουλευτού, από τους πρώτους που πήγαν στην Ιόνιο Βουλή, ερωτεύθηκε ένα τρεζοριέρη. Ήταν κατώτερος και η μάνα της μια ψηλομύτα, δεν έδινε τον λόγο της γιατί, επίστευε με φανατισμό πως ταιριάζει «σχοινί, με σχοινί και βούρλο με βούρλο». H Σιόρα Τσελεστίνα απελπισθείσα να ενωθεί ομαλώς απεφάσισε να επιτύχει την πραγματοποίησα του ονείρου της δια αντικανονικού τρόπου.
Ένα βράδυ συνεννοηθείσα μετά του εκλεκτού της καρ­διάς της έκαμε δέμα τα ρούχα και τα χρυσαφικά της και ε­πιχείρησε να δραπετεύσει.

Μα δεν ήταν τυχερή· στην σκά­λα του αρχοντικού της την έπιασαν, την έκλεισαν στην σαλμπαρόμπα για καιρούς, μετρώντας το ψωμί και το νε­ρό που της έδιναν. Ύστερα ο βουλευτής πατέρας της μετέ­θεσε τον τρεζοριέρη σε μέρος μακρινό κι εκείνος για εκδί­κηση πανδρεύθηκε εκεί στην εξορία του.
Έκλαψε πολύ η Τσελεστίνα για το γάμο του, μα δεν έπαυσε να πιστεύσει πως «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικός της θα ‘ναι».
Με την ελπίδα αυτή ζει και εννοεί να μείνει πιστή μέχρι τάφου και πέραν αυτού.

H Σιόρα Κιάρα στα νιάτα της ήταν η πιο δυστυχισμένη από όλες τις σύγχρονές της και τις τωρινές της φίλες. O πατέρας της, από μεγάλο σόι, πέθανε αφήνοντας την νεα­ρή Κιάρα στα χέρια μιας κακής μητριάς που είχε κι αυτή δική της κόρη. H μητριά φθονούσε την όμορφη κόρη του ανδρός της και στα πολλά της συνοικέσια έμπαινε στη μέ­ση δείχνοντας την κόρη της. Τέλος ήλθε κι ένας Αυστρια­κός πρόξενος και σε μια φέστα που έδωσε είδε την Κιάρα την αγάπησε τρελά, την εζήτησε σε γάμο.


H Κιάρα που δεν ήταν αδιάφορη στο αίσθημα αυτό έ­νιωσε τρελή χαρά και έπλεκε τα ωραιότερα όνειρα για την ένωσή της με τον ωραίο νέο που αγαπούσε.
Μα δεν ήταν τυχερό να γίνει ο γάμος αυτός. H κακή μητριά πλήρωνε γυναίκες, κόσμο, να την συκοφαντούν και να διαδίδουν εις βάρος της άδολης Κιάρας ό,τι χυδαίον και ταπεινόν υπάρχει.
H κακία της μητριάς υπερίσχυσε, ο Πρόξενος τ’ άκουσε, πίστεψε κι έφυγε σαν τρελός μα­κριά, πολύ μακριά.

Και όταν ύστερα από πολλά χρόνια πάλιν η τύχη τον ξανάστειλε στο νησί, πατούσε τ’ ακρογιάλι του με μια ό­μορφη γυναικούλα και το πρώτο τους παιδί. M’ αν δεν επανδρεύθηκε ο Πρόξενος την Κιάρα του, την Εγγλεζίνα του όπως την έλεγε, δεν την ξεχνά και τώρα ακόμα.
Όταν την βλέπει στο δρόμο της βγάζει το καπέλο ίσα με κάτω. H Κιάρα όταν τον βλέπει, έχει τόση χαρά που κά­θεται δυο μέρες νηστική.
Με γκόνει, λέγει, η ευτυχία.
Μέρα, παρά μέρα, τον βλέπει. Γι’ αυτό είναι πεταχτούλα γεμάτη χαρά κι αστεία. Είναι ευτυχισμένη ναι, πολύ ευτυχισμένη. Γιατί να μην είναι; Πού δεν υπανδρεύθηκε; Μ’ αυτό δεν είναι λόγος να λυπηθεί. Και μάλιστα καλύτερα που δεν υπανδρεύθηκε γιατί «ο γάμος είναι ο τάφος του έρωτος».
Έτσι λέγει στις φίλες της και παίρνοντας την κιθάρα τραγουδεί το δικό της τραγούδι:
Έτσι ο έρως σε με θε να μείνει
ώς που νάβγει η αθώα μου ψυχή.

Όπως πάντα και σήμερα η Tσελεστίνα πήγε να περάσει το απόγευμά της στο σπίτι της Σιόρα Ξανθόρως γιατί είναι στη Σπιανάδα κι έχει χάζι που το ζωηρεύει η ανοιχτόκαρ­δη Κιάρα. Μα σήμερα είναι μελαγχολικές γιατί ο γλεντζές τους δεν φάνηκε ακόμα.
H Σιόρα Ξανθόρω ανήσυχη ρωτά:
- Πώς αργεί έτσι αυτή η παλιοκοπέλα;
- Μη της συνέβηκε κανένα τσιδέντε; συμπληρώνει με α­γωνία η Σιόρα Tσελεστίνα.
- Μπα, μπα, ξοθιό της και ο Χριστός κοντά της.
- Να με! φωνάζει η χαρούμενη φωνή της Κιάρας που πεταχτή και γελαστή ανέβαινε την σκάλα.
- Πολλά χρόνια θα ζήσεις, λέγει η Σιόρα Ξανθόρω. Για σένα μιλούσαμε.
- Γιατί άργησα ε; Μη ρωτάτε, χαρές!
- Τί; Είδες το παιδί; ρωτούν με μια φωνή οι δυο φίλες.
- Ναι! Και μη ρωτάτε, το πρωί μαζί με την καπελαδούρα μού λέγει, «μποντζόρνο μία κάρα». Το μεσημέρι πέρασε πάλι και κοίταζε! Πώς κοίταζε! Μου ήλθε να του φωνάξω ν’ ανεβεί από την πισινή πόρτα. Μα σκέφθηκα την κακογλωσσιά του κόσμου.
- Καλά έκαμες, παιδάκι μου, λέγει η πρόεδρος, η Σιόρα Ξανθόρω.
- A όχι! Δεν έκαμα καλά! αντιτείνει έντονα η Σιόρα Κιάρα. Έπρεπε να τον φωνάξω!
- Έχεις δίκιο, Κιάρα, συμπληρώνει η Σιόρα Τσελεστίνα. Εγώ στουπίρω με την υπομονή που είχες να μη τον φωνά­ξεις.

- Αν γυρίσει ποτέ εκείνος, εγώ πρώτη θα τον φωνάξω κι ας είναι στη Σπιανάδα, στο Πενταφάναρο.
- Σιωπή τονίζει η Ξανθόρω.
Και δια ν’ απομακρύνει την παρούσαν υπηρέτρια, λέ­γει:
- Νικολέτα, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και όταν έφυγε η Νικολέτα, στρέφεται στις δυο της φίλες και λέγει αυστη­ρά.
- Μα τι επάθατε κοπέλες σήμερα και σηκώσατε παντιέ­ρα γκρέκα, στην υπηρέτρια εμπρός;
- Ε, άνθρωπος δεν είναι κι αυτή; Ας είναι εμπρός, αντι­τείνει η Κιάρα.
- Μα όχι, κοπέλα μου, δεν φέρεσαι σαν Σιόρα Κιάρα.
- Α έτσι; Αντίο σου!
- Στάσου καημένη που δεν μπορεί ν’ αστειευθεί κανέ­νας μαζί σου, σαν μεγαλύτερος!
Μα η Κιάρα ροβόλησε στη σκάλα.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί η Σιόρα Ξανθόρω βρέθηκε στο σπίτι της Κιάρας.
- Μπα! Μπα! Μουζοδούρο βλέπω την κοπέλα σήμερα. Ξέρεις γιατί ήλθα; Για να φωνάξουμε σήμερα το παιδί.
- Σπολάετη, απαντά η Κιάρα. Πέρασε! Και κοίταζε, κοίταζε, μα εγώ θυμόμουν τα λόγια σου και μπήκα μέσα.
- E, δεν πειράζει, αύριο!
Έτσι φεύγει η πίκρα της Σιόρας Κιάρας, που τρέχει, αγκαλιάζει τη φίλη της και ντύνεται γρήγορα γρήγορα για να πάνε στη Σιόρα Tσελεστίνα.

Όταν έφθασαν κοντά στην Παναγία των Ξένων, από μακριά είδαν την Tσελεστίνα στο παράθυρο.

Της έκαμαν νοήματα χαιρετισμού και όταν πλησίασαν η Σιόρα Ξανθόρω φωνάζει.
- Θα πάμε στη Σπιανάδα; Σήμερα Κυριακή η Μουσική θα παίζει ώς το μεσημέρι. Ήλθε ένας μαέστρος Ιταλός και λένε πως έβαλε καινούργιο πρόγραμμα. Θα παίξει Tραβιάτα, Λουτσία και Περκόλ.
- Να μη σας κρατώ κοπέλες, πηγαίνετε κι έρχομαι. Έχω μέσα βίζιτα. Θα σας πω και νέα.
- Ευχάριστα; Ρωτούν από κάτω οι δύο φίλες.
H Σιόρα Tσελεστίνα δεν άκουσε, είχε μπει μέσα.

Όταν έφθασαν στην Πλατεία, κάθησαν στη συνηθισμέ­νη τους θέση, από κάτω από ένα σπίτι, έχοντες τις πλάτες τους στον τοίχο για να μη τις φυσάει ο αγέρας.
Κόσμος πολύς άρχισε να πιάνει τα καθίσματα.
H Σιόρα Ξανθόρω βάζει τα γυαλιά της και ρωτά τη Σιόρα Κιάρα για μία, μία.
- Κι αυτός με τη χοντρή γυναίκα, ποιος είναι;
- O Κώστας ο ρεμεσιέρης.
- Και δεν κάνει χωρίς Σπιανάδα η ρεμεσιέραινα;
- Να, βλέπεις, που δεν κάνει, απαντά η συγκαταβατικη Κιάρα.
- Κι αυτός ο ψηλός ο λέλεκας με την κοντή γυναίκα που νομίζει κανείς πως την πήρε από το χέρι;
- Αυτός είναι ο γυρολόγος ο Ντέκος.
- E, πού καταντήσαμε! Κι αυτός ο ξεραγκιανός με την κουτσή;

- O Μίλιος ο λατονιέρης. Απαντά υπομονητικη η Σιόρα Κιάρα.
- Γιατί ηρθε; Για να πουλήσει μπρίκια;
- Ξέρω εγώ καημένη! Τι σε νοιάζει εσένα; O καθένας ό­πως τον γυρίσει ο καιρός κάνει.
- Δεν φεύγομε καλύτερα; Εδώ είναι τα ψηλά τζάκια, ε­μείς τι θέλομε;
- Κάθισε, καημένη, δεν θα σμαρίρεις. Δεν είναι αρρώ­στια να κολήσεις.
- Μα δεν μπορώ! Φαστιδιάρω. Δεν πάμε σπίτι να τις βλέπομε από ψηλά;
- Και η Τσελεστίνα; Ξέχασες πού θα μας ζητάει εδώ;
- Να την! φωνάζει η Σιόρα Ξανθόρω που είδε να έρχε­ται από μακρυά η Τσελεστίνα τρεχάτη, χαρούμενη. Μόλις τις αντίκρισε έπεσε στην αγκαλιά τους.
- Χαρείτε και σεις! Είμαι ευτυχής. Έρχεται.
- Ποιος Τσελεστίνα;
- Ποιος άλλος; Το παιδί! Είναι χήρος και άλλο δεν σκέ­πτεται παρά να έλθει.
- Ποιος σου τά ‘φερε τα νέα;
- Ήλθε ένας δικαστικός φίλος του και μου τα ανήγγειλε.
- Και όταν έλθει, θα τον πανδρευθείς;
- Αλλά; Θέλει και ρώτημα;
Κι άρχισε να μουρμουρίζει μια στροφή από το δικό της τραγούδι.
Στέφανος ίων και ρόδων ενόσμων
το ωραίον σον μέτωπον περικοσμεί.

H Μουσική της Πλατείας ετελείωνε το «αντίο ντελ πασάτο» τη στιγμή που τελείωνε και η Έσελεστίνα χαρούμενη το τραγούδι της.
H Σιόρα Ξανθόρω εσκούπισε με το μανδηλάκι της κα­θάριο ένα δάκρυ.
- Ξανθόρω, πάμε να φύγομε λένε με ένα στόμα οι δυο φίλες για να διασκεδάσουν την λύπη της.
- Κοπέλες, μη με παρεξηγήσειτε πως ζηλεύω. Κλαίω μόνο γιατί σκέπτομαι πως κι οι δυο έχετε κάποια είδηση, κάποιο νέο. Εγώ όμως; A! εγώ τίποτε; Από τον καιρό που έφυγε δεν ξεύρω πού είναι; Που βρίσκεται. Φάνηκε πολύ σκληρός, πολύ σκληρός για μένα.
- Μη το λες Ξανθόρω. Ίσως ο άνθρωπος να μη…
- Ή; Να μη ζει; «Ταράξου από τον τόπο σου». Να μη σώσω να πάρω το σπαβέντο. Κάλλιο να με λησμόνησε πα­ρά να έπαθε κακό και στην τρίχα του.
- Μα δεν έβαλες και κανένα να του γράψει, να μάθει πού βρίσκεται, να του πει δυο λόγια.
- Να του πει δυο λόγια; Α, όχι! Ποτέ δεν θα ρίψω τα μούτρα μου. Αν μ’ αγαπάει, να στείλει αυτός είδηση, όπως έστειλε ο δικός σου, Τσελεστίνα, κι όπως πάει γυρεύοντας να στείλει της Κιάρας.

Εν τω μεταξύ κουβεντιάζοντας είχαν φθάσει σπίτι. Ανέβηκαν σιωπηλές τα σκαλιά, και με μελαγχολία κάθησαν γύρω στις πολυθρόνες της τραπεζαρίας.
H Κιάρα για να διασκεδάσει τη φίλη της επήρε την κι­θάρα ακομπανιάροντας το τραγούδι της.
Αναχωρείς κι αυτού που πας ελπίζω
Τη στιγμή που ετελείωνε το τραγούδι, ο διανομεύς έφε­ρε στη Σιόρα Ξανθόρω ένα γράμμα. Με τρεμούλα το άνοι­ξε. Μια υπογραφή χοροπηδούσε στα μάτια της· Κόντες Τσαγκαρόλος.

H μαγική αυτή υπογραφή που στα μάτια της Ξανθόρως άλλαζε χίλια δυο χρώματα, εσκόρπισε τόση συγκίνη­ση στην ψυχή της γριούλας που έπεσε στην πολυθρόνα εξηντλημένη, ανίκανη να διαβάσει το περιεχόμενον. Οι δύο φίλες έτρεξαν να πάρουν το γράμμα, να της το διαβάσουν ενώ εκείνη με λυγμούς και αναφιλητά άκουε:
Ερασμία φίλη,
Ουδέποτε έγινα επιλήσμων, μολονότι παρήλθον πλέον των πεντήκοντα ετών. Ουδέποτε ενυμφεύθην. Περιπέτειαι αλγειναί, και μόνον περιπέτειαι με παρουσιάζουν ίσως ε­νώπιον της βασιλίσσης μου άστατον και επίορκον. Γράψε μου· τυγχάνω της συγγνώμης σου; Θέλεις να τρέξω κοντά σου να σε σφίξω εις την θερμήν και σφριγώσαν αγκάλην μου;
Φιλώ τους πόδας σου Ο Κόντες σου Τσαγκαρόλος
Y. Γ. Τηλεγραφικώς επιθυμώ να γνωρίζω την καταδίκην μου ή την χάριν, την ζωήν ή τον θάνατον. Τηλεγράφησε, άγγελέ μου, με συγχωρείς;
Ο ίδιος
-Ω τρεζόρο μου! φωνάζει η Σιόρα Ξανθόρω. Εάν σε συγχωρώ! Νικολέτα, Νικολέτα τρέξε στο τηλεγραφείο.
Κι ενώ η Νικολέτα βιαστική κατέβαινε τη σκάλα, η ε­ρωτευμένη γριούλα με σπουδή σίμωσε τον καθρέφτη, έσιαξε την κατάμαυρη και στιλπνή περούκα της, στερέωσε τις μπουκλίτσες.

- Δεν άσπρισαν τα μαλλιά μου. Ε! Τι λέτε κοπέλες; Ρω­τά τις φίλες της.
- Μπα! Σε καλό μας! Από τώρα; Απαντούν κι οι δυο με μια φωνή.
Ικανοποιημένη η Σιόρα Ξανθόρω φόρεσε ένα κρινόλευκο τούλινο ζαμπό και κάθισε ευχαριστημένη πια στον καναπέ της.
H Σιόρα Κιάρα πεταχτή πάντοτε έτρεξε στο μπουφέ, πηρε ροσόλι να τρατάρει.
- Καλορίζικες και οι τρεις, λέγει καθώς σήκωνε το πο­τηράκι. Να ζήσομε. Καμιά δεν μένει παραπονεμένη.
- Εβίβα του Κόντε! Εβίβα του Τρεζοριέρη! Εβίβα και του Κόνσολα!

Σημειώσεις.
1. Το Τριτσέντο είναι το έβδομο διήγημα από το βιβλίο «Ηθογραφίες Λευκαδίτικες» της Ανδρομάχης Φίλιππα-Χαριτωνίδου που κυκλοφόρησε το 2010 από την ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΥΚΑΔΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ.
Για το βιβλίο αυτό κατά την παρουσίασή του ο Δημήτρης Τσερές είπε: «…το βιβλίο αντιμετωπίζεται ως ένα ακόμα εργαλείο-οδηγός προς την τοπική αυτογνωσία, που δεν ανήκει όμως στα κλασσικά εργαλεία του ιστορικού, τις αρχειακές πηγές, αλλά ανήκει στο χώρο της λογοτεχνίας… Στις σελίδες αυτών των Ηθογραφιών παρελαύνουν κυρίως οι θλιβερές φιγούρες των υπολειμμάτων της ανίατα παρακμάζουσας κοινωνικής ελίτ και οι, απεχθείς για τη συγγραφέα, συμπεριφορές των ανερχόμενων λαϊκών στρωμάτων.»
Πέραν του ενδιαφέροντος που παρουσιάσουν οι έντεκα ηθογραφίες προσώπων της Λευκαδίτικης κοινωνίας που έζησαν τη χρονική περίοδο του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα κατά την ταπεινή μου άποψη ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα Επιλεγόμενα που έγραψαν τρεις σημαντικοί Λευκαδίτες Φιλόλογοι: Ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, ο Δημήτρης Τσερές και ο Βασίλης Φίλιππας.
Τα Επιλεγόμενα είναι τρεις αξιολογότατες εργασίες, στις οποίες γίνεται μια πλήρης, λεπτομερής και τεκμηριωμένη ανάλυση τόσο του λογοτεχνικού πρώτου μέρους του βιβλίου όσο και του αστικού κοινωνικού χώρου της Λευκάδας, που απαραίτητα πρέπει να διαβαστούν παράλληλα με τις ηθογραφίες.
2. Τα σκίτσα είναι του Χρήστου Λεφάκη όπως πρωτοδημοσιεύτηκαν στο Μακεδονικό Ημερολόγιο.
3. Το δικό μου σχόλιο για το Τριτσέντο είναι μια φράση του Ουίλιαμ Σαίξπηρ από την Τρικυμία:
«Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από υλικά ονείρων».
Αιθεροβάμων
  •  

Αυστραλία: Ο Ελληνικός πληθυσμός by Σύλλογος Λευκαδίων Πάτρας (Σημειώσεις) on Πέμπτη, 9 Φεβρουαρίου 2012 στις 3:06 μ.μ.



από ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΝΕΑ - INFO DIASPORA την Σάββατο, 30 Οκτώβριος 2010 στις 3:04 μ.μ.

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στην Αυστραλία ήταν κάποιος Δαμιανός Γκίκας, που μεταφέρθηκε στο Sydney ως κατάδικος το 1802. Λέγεται ότι ο Γκίκας ήταν Υδραίος καπετάνιος, συνελήφθη άδικα σαν πειρατής από ένα εγγλέζικο πολεμικό και καταδικάστηκε σε εξορία στην Αυστραλία. Ωστόσο, η ιστορία αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με σιγουριά, αφού δεν υπάρχει τίποτα σχετικό στα αρχεία της Αυστραλίας ή της Ελλάδας. Φαίνεται όμως ότι η ιστορία αυτή προέκυψε από την πραγματική ιστορία των πρώτων Ελλήνων στην Αυστραλία. Οι πρώτοι αυτοί Έλληνες που αποβιβάστηκαν στην Αυστραλία ήταν επτά νεαροί από την Υδρα, οι οποίοι έφτασαν εκεί το 1828, καταδικασμένοι σαν πειρατές από την Αγγλική Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες ιστορικές πηγές, πέντε απ’ αυτούς επαναπατρίστηκαν το 1836, γεγονός που δείχνει ότι μάλλον ήταν πατριώτες παρά κοινοί πειρατές.

Ο πρώτος Έλληνας ελεύθερος μετανάστης που έφτασε στην Αυστραλία ίσως να ήταν κάποιος ναυτικός ονόματι Τζών Πήτερς, που έφτασε στο Sydney το 1838, ενώ η πρώτη Ελληνίδα ήταν κάποια Αικατερίνη Πλέσσα, που έφτασε στην Αυστραλία το 1853. Έτσι, λίγο πριν την ανακάλυψη των πλούσιων κοιτασμάτων χρυσού στην Αυστραλία, είναι ζήτημα αν υπήρχαν περισσότεροι από 4-5 Έλληνες εγκατεστημένοι εκεί. Η ανακάλυψη αυτή δεν αύξησε ιδιαίτερα το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία, όπως συνέβη με μετανάστες από άλλες χώρες. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Έλληνες, παρόλο που στο μεταξύ ο συνολικός πληθυσμός της χώρας είχε σχεδόν τριπλασιαστεί – κύρια λόγω των νέων μεταναστών.

Το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία τον 19ο αιώνα άρχισε μετά το 1880. Η απογραφή του 1891 αναφέρει την ύπαρξη 482 ατόμων γεννημένων στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός, όπως και όλοι οι επόμενοι που αναφέρονται σε απογραφές ή εκτιμήσεις, είναι οπωσδήποτε συντηρητικός, αφού δεν συμπεριλαμβάνει τους Έλληνες που γεννήθηκαν στην Αυστραλία, όπως και αυτούς που, για τον ένα ή άλλο λόγο, δεν θέλησαν να καταγραφούν σαν Έλληνες. Αυτοί οι μετανάστες κατάγονταν κύρια από τα Κύθηρα, την Ιθάκη και το Καστελλόριζο, και ήταν αυτοί που έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνοαυστραλέζικης παροικίας και προκάλεσαν το φαινόμενο της αλυσσιδωτής μετανάστευσης, το οποίο οδήγησε στην αύξηση του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία σε 878 άτομα το 1901 και 1.798 άτομα το 1911. Η αύξηση του Ελληνικού πληθυσμού στην Αυστραλία συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς μέχρι μετά το 1950. Ετσι, το 1921 ο Ελληνικός πληθυσμός της Αυστραλίας αριθμούσε 3.654 άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, ενώ το 1933 υπήρχαν 8.337 Έλληνες στην Αυστραλία και το 1947 12.291.Μετά το 1952 η αύξηση του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία ήταν ραγδαία. Πράγματι, από το 1953 μέχρι το 1956 έφτασαν στην Αυστραλία σαν μετανάστες περίπου 30.000 Έλληνες, αυξάνοντας έτσι τον Ελληνισμό της Αυστραλίας σε 25.862 άτομα το 1954. Η μετανάστευση από την Ελλάδα κορυφώθηκε από το 1961 μέχρι το 1966, περίοδο κατά την οποία περίπου 69.000 Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία. Οι Έλληνες αριθμούσαν 77.333 το 1961 και 160.200 το 1971. Μετά το 1970 το μεταναστευτικό ρεύμα μειώθηκε και πάλι δραστικά, ενώ ήδη είχε αρχίσει μια αντίστροφη μετακίνηση μεταναστών προς την Ελλάδα, γεγονός που (μαζί με τους θανάτους) είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση των γεννημένων στην Ελλάδα Ελληνοαυστραλών σε 152.908 άτομα το 1976, 146.625 το 1981, και 137.611 το 1986. Φυσικά, οι αριθμοί αυτοί δεν αντιστοιχούν στο σύνολο του Ελληνικού στοιχείου της Αυστραλίας, μια και αφορούν μόνον άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, δηλαδή μετανάστες πρώτης γενιάς. Οπωσδήποτε όμως δίνουν μια σχετικά ακριβή αίσθηση της κινητικότητας Ελλήνων προς την Αυστραλία και μια εκτίμηση για το σύνολο του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία.

1.2 Ο σημερινός Ελληνικός πληθυσμός της Αυστραλίας

1.2.1 Συνολικά στοιχεία

Είναι γνωστό ότι τα στοιχεία των επίσημων απογραφών δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον υπολογισμό του πληθυσμού του Ελληνικού στοιχείου. Αυτό ισχύει γενικότερα για όλες τις χώρες υποδοχής Ελλήνων μεταναστών και όχι βέβαια μόνο για την Αυστραλία. Ο βασικός λόγος που καθιστά τα απογραφικά στοιχεία σχετικά ακατάλληλα για αξιόπιστες εκτιμήσεις είναι ότι αυτά αναφέρονται μόνο σε ομογενείς των οποίων και οι δύο ή μόνον ο ένας από τους γονείς γεννήθηκαν στην Ελλάδα, σε ομογενείς που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, αλλά κανένας από τους γονείς τους δεν γεννήθηκε εκεί και φυσικά στους ομογενείς που γεννήθηκαν οι ίδιοι στην Ελλάδα. Δεν περιλαμβάνονται οι ομογενείς των οποίων και οι δύο γονείς έχουν γεννηθεί στην Αυστραλία, δηλαδή οι Ελληνοαυστραλοί της δεύτερης, τρίτης, και τέταρτης γενιάς, ούτε οι ομογενείς από την Κύπρο, ούτε οι ομογενείς που γεννήθηκαν εκτός Ελλάδος. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί στη βιβλιογραφία διάφοροι υπολογισμοί, που ανεβάζουν τον συνολικό Ελληνικό πληθυσμό της Αυστραλίας κατά τη δεκαετία του 1980 σε 700.000 ή 750.000. Άλλοι υπολογισμοί αναφέρουν Ελληνικό στοιχείο της τάξης των 400.000 περίπου.

Η Αυστραλιανή απογραφή του 1986 βοηθά σημαντικά στον προσδιορισμό του Ελληνικού πληθυσμού στην Αυστραλία. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτής της απογραφής (σημειώνουμε ότι στοιχεία από την νεότερη απογραφή δεν έχουν ακόμη γίνει διαθέσιμα), ο συνολικός πληθυσμός Ελληνικής καταγωγής στην Αυστραλία είναι, 137.611 άτομα (70.687 άνδρες και 66.924 γυναίκες) πρώτης γενιάς (δηλαδή γεννημένα στην Ελλάδα) και 137.688 άτομα δεύτερης γενιάς (δηλαδή γεννημένα στην Αυστραλία με ένα ή και τους δύο γονείς γεννημένους στην Ελλάδα). Το σύνολο αυτών ανέρχεται σε 275.299 άτομα.

Ωστόσο, σε μια ερώτηση που τέθηκε για πρώτη φορά στην απογραφή αυτή, “Ποια είναι η καταγωγή σας;”, 336.782 άτομα απάντησαν ότι έχουν Ελληνική καταγωγή. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει άτομα γεννημένα στην Αυστραλία (49.8%), στην Ελλάδα (39.3%), στην Κύπρο (4.8%), στην Αίγυπτο (2.5%), αλλού (2.5%), ενώ ποσοστό 1.1% δεν απάντησε. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ερώτηση δεν δόθηκαν εξηγήσεις ως προς το τι σημαίνει “καταγωγή”, κατά συνέπεια ο κάθε ερωτώμενος έδωσε την δική του ερμηνεία του όρου. Ο συνολικός πληθυσμός της Αυστραλίας το 1986 ήταν 15.602.156, κατά συνέπεια ο Ελληνικής καταγωγής πληθυσμός αντιπροσωπεύει ποσοστό 2.16%.

Σημαντικό, λόγω και της επικαιρότητάς του, είναι το γεγονός ότι από τον πληθυσμό που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα (πρώτη γενιά), ποσοστό 3% δηλώνει “Μακεδονική” καταγωγή, διαχωρίζοντάς την από την Ελληνική. Στην Δυτική Αυστραλία, το ποσοστό αυτό φτάνει το 23.9%.Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι οι εκτιμήσεις που υπολογίζουν τον πληθυσμό του Ελληνισμού της Αυστραλίας σε 400.000 περίπου άτομα, είναι οι πιο βάσιμες.

1.2.2 Γεωγραφική κατανομή

Η σημερινή γεωγραφική κατανομή της πρώτης και της δεύτερης γενιάς στην Αυστραλία δεν παρουσιάζει μεγάλες διαφορές. Συγκεκριμένα, 46.79% ζει στην Πολιτεία Victoria, 32.93% στην Πολιτεία New South Wales, 10.25% στην Πολιτεία South Australia, 3.87% στην Πολιτεία Queensland, 3.38% στην Πολιτεία Western Australia, 1.22% στην Πολιτεία Australian Capital Territory, 0.96% στην Πολιτεία Νew Τerritories, και 0.60% στην Πολιτεία Tasmania.

Ο πληθυσμός αυτός είναι στην συντριπτική του πλειοψηφία αστικός. Πράγματι, η πρώτη γενιά ζεί κατά 95.6% στις 12 μεγάλες Αυστραλιανές πόλεις (Melbourne, Sydney, Newcastle, Wollongong, Geelong, Brisbane, Gold Coast-Tweed, Adelaide, Perth, Hobart, Darwin, Canberra-Queanbeyan), ενώ 77.4% ζεί στην Melbourne και Sydney. Περίπου ο μισός απ’ αυτόν τον πληθυσμό (47.6%) ζει στην Melbourne.

1.2.3 Ηλικία

Το ηλικιακό προφίλ της πρώτης και της δεύτερης γενιάς διαφέρει σημαντικά. Το μεγαλύτερο ποσοστό ομογενών πρώτης γενιάς βρίσκεται στην ηλικιακή ομάδα 30-54 ετών (64.4%) και το μικρότερο στην ηλικιακή ομάδα των 0-4 ετών (0.2%). Η μέση ηλικία των ομογενών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα είναι 46.2 έτη. Ο αντίστοιχος μέσος όρος του συνολικού πληθυσμού της Αυστραλίας είναι 31.1 έτη. Μόνο ποσοστό 1.5% είναι ηλικίας μικρότερης των 15 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για όλον τον πληθυσμό της Αυστραλίας ανεξάρτητα από καταγωγή είναι 23.3%. Το χαμηλό αυτό ποσοστό είναι φυσική απόρροια της χαμηλής μετανάστευσης των Ελλήνων προς την Αυστραλία τα τελευταία χρόνια.

Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το Ελληνικό στοιχείο πρώτης γενιάς στην Αυστραλία είναι γηρασμένο. Οι άνδρες είναι περισσότεροι από τις γυναίκες (τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 51.4% και 48.6%), αλλά σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες (30-54 και 65+) οι γυναίκες είναι περισσότερες. Ας σημειωθεί εδώ ότι το χαρακτηριστικό αυτό, δηλαδή η πληθυσμιακή υπεροχή των ανδρών, παρατηρείται συνεχώς σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του Αυστραλέζικου Ελληνισμού και σε μερικές μάλιστα είναι ιδιαίτερα έντονο, ιδίως στις αρχές του αιώνα, όταν ποσοστό μέχρι και 95% των Ελλήνων της Αυστραλίας ήταν άνδρες.

Αντίθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό της δεύτερης γενιάς βρίσκεται στην ηλικιακή ομάδα 5-14 ετών (31.8%) και το μικρότερο στην ηλικιακή ομάδα των 65+ ετών (0.6%). Έτσι, το Ελληνικό στοιχείο της δεύτερης γενιάς είναι μάλλον νέο σε ηλικία.

1.2.4 Χρόνος παραμονής στην Αυστραλία

Η παράγραφος αυτή αφορά μόνο τους ομογενείς πρώτης γενιάς, δηλαδή τους γεννημένους στην Ελλάδα. Ο μέσος όρος παραμονής τους στην Αυστραλία είναι 22.7 χρόνια, ενώ οι περισσότεροι απ’ αυτούς έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία στην περίοδο 1962-1966. Ποσοστό 22.5% ζούν στην Αυστραλία περισσότερα από 30 χρόνια, ενώ μόλις ποσοστό 4.6% ζούν στην Αυστραλία λιγότερα από 10 χρόνια.

1.2.5 Υπηκοότητα

Σε σύγκριση με μετανάστες άλλων εθνικοτήτων, οι Έλληνες της Αυστραλίας παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό απόκτησης της Αυστραλιανής υπηκοότητας. Πράγματι, ποσοστό 90.7% των γεννημένων στην Ελλάδα έχει αποκτήσει την Αυστραλιανή υπηκοότητα. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 95% γι’ αυτούς που ζούν στην Αυστραλία περισσότερο από 20 χρόνια.

1.3 Η Ελληνική οικογένεια της Αυστραλίας

1.3.1 Τυπική σύνθεση

Οι εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων εκτιμούν ότι μια τυπική οικογένεια Ελλήνων ομογενών της Αυστραλίας αποτελείται, κατά μέσον όρο, από 4-5 μέλη (γονείς και 2-3 παιδιά ή γονείς και 2 παιδιά, παπούς ή γιαγιά).Οι γάμοι των ομογενών διεξάγονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στην Εκκλησία (θρησκευτικοί) και σε μικρότερο στο Δημαρχείο (πολιτικοί). Η δειγματοληπτική έρευνα έδειξε ότι οι εκκλησιαστικοί γάμοι εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύουν ποσοστό 94% του συνόλου των γάμων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις βαπτίσεις.

Οι ομογενείς δημιουργούν οικογένειες με Έλληνες συζύγους. Η δειγματοληπτική έρευνα έδειξε ότι αυτό εκτιμάται ότι συμβαίνει σε ποσοστό 75.5% του συνόλου των γάμων.

Οι ομογενείς εκτιμάται ότι διατηρούν στενές σχέσεις με τους συγγενείς και φίλους τους στην Ελλάδα. Αυτό εκφράζεται και με τη συχνότητα που δέχονται επισκέψεις από την Μητρόπολη. Οι κυριότερες αιτίες των επισκέψεων αυτών εκτιμάται ότι είναι ο τουρισμός, οι σπουδές, λόγοι υγείας καθώς και επαγγελματικοί λόγοι. Η μεγαλύτερη συχνότητα επισκέψεων (με ποσοστό 71,4%) οφείλεται σε τουριστικούς λόγους.

1.3.2 Τάση για επαναπατρισμό

Η τάση επιστροφής των ομογενών στην Ελλάδα είναι γεγονός αναντίρρητο, που παρουσιάζει έξαρση κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων.Οι ομογενείς της Αυστραλίας επιβεβαιώνουν την τάση αυτή. Οι εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων εκτιμούν, σε ποσοστό 57%, ότι υπάρχει τάση επιστροφής των ομογενών στην Ελλάδα.

Η εκτίμηση είναι ότι η τάση αυτή εντοπίζεται στις οικογένειες στις οποίες και οι δύο σύζυγοι είναι Ελληνικής καταγωγής. Αντίθετα εκτιμάται ότι δεν υπάρχει τάση επαναπατρισμού όταν ο ένας εκ των συζύγων δεν είναι Ελληνικής καταγωγής. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με τον ίδιο τρόπο, τόσο στην Αυστραλία, όσο και στον Καναδά και στις ΗΠΑ.

Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων εκτιμούν ότι η θετική τάση για παλινόστηση είναι φυσική συνέπεια των εξής φαινομένων:

Της νοσταλγίας και της αγάπης για την πατρίδα, καθώς επίσης και για τους συγγενείς και φίλους που ζούν στην Ελλάδα.

Της κακής οικονομικής κατάστασης ή της ανεργίας που μαστίζει συχνά τους ομογενείς.

Της επικρατούσας κοινωνικής κατάστασης, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, καθώς και της – συχνά – χαμηλής ποιότητας ζωής στις υπερπόντιες χώρες.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν αρκετοί εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων, οι οποίοι εκτιμούν ότι η τάση για παλινόστηση μειώνεται, ως συνέπεια των εξής φαινομένων:

Της ενσωμάτωσης των ομογενών στα τοπικά πολιτισμικά και κοινωνικά πρότυπα, ιδιαίτερα των ομογενών δεύτερης και τρίτης γενιάς.

Της μακράς οικονομικής ύφεσης που μαστίζει την Ελληνική οικονομία, καθώς και της διαφαινόμενης ανησυχητικής αύξησης της ανεργίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.

1.3.3 Η θέση της “τρίτης ηλικίας”

Οι οικογένειες των ομογενών περιλαμβάνουν, όπως αναλύθηκε και προηγουμένως, ομογενείς δεύτερης, τρίτης και ίσως τέταρτης γενιάς. Η αντιμετώπιση των εκπροσώπων της “τρίτης ηλικίας”, σε μια οικογένεια ομογενών, είναι στοιχείο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα, δεδομένου ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συσχέτιση των οικογενειακών δεσμών μεταξύ οικογενειών αποδήμων και οικογενειών που διαμένουν στην Ελλάδα.

Το πρώτο χαρακτηριστικό που καταγράφηκε αφορά τον τόπο διαμονής των γονέων, όταν τα παιδιά τους αποκτούν δική τους οικογένεια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής μας έρευνας, εκτιμάται ότι, όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει, τότε αποχωρούν από το πατρικό σπίτι, προκειμένου να κατοικήσουν μόνοι με το/τη σύζυγό τους.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά την αντιμετώπιση των υπέργηρων ή ασθενών γονέων από τα παιδιά τους, σε ότι αφορά ειδικότερα τον τόπο διαμονής τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής μας έρευνας, εκτιμάται ότι οι υπέργηροι ή ασθενείς γονείς διαμένουν συνήθως μόνοι τους.

1.3.4 Κοινωνικά προβλήματα

Η κοινωνία της Αυστραλίας μαστίζεται από σειρά κοινωνικών προβλημάτων, όπως όλες άλλωστε οι σύγχρονες κοινωνίες. Από τα προβλήματα αυτά, οι ομογενείς εκτιμούν ότι τα σοβαρότερα που αντιμετωπίζουν αυτοί και οι οικογένειές τους είναι βασικά η ανεργία, καθώς και ο αποχωρισμός από τα μέλη της οικογένειάς τους (που βρίσκονται στην Ελλάδα), η κοινωνική απομόνωση και ο ρατσισμός. Αντίθετα, το πρόβλημα των ναρκωτικών, ο αλκοολισμός και η εγκληματικότητα φαίνεται να είναι μάλλον δευτερεύοντα για τους ομογενείς της Αυστραλίας.

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στην Αυστραλία ήταν κάποιος Δαμιανός Γκίκας, που μεταφέρθηκε στο Sydney ως κατάδικος το 1802. Λέγεται ότι ο Γκίκας ήταν Υδραίος καπετάνιος, συνελήφθη άδικα σαν πειρατής από ένα εγγλέζικο πολεμικό και καταδικάστηκε σε εξορία στην Αυστραλία. Ωστόσο, η ιστορία αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με σιγουριά, αφού δεν υπάρχει τίποτα σχετικό στα αρχεία της Αυστραλίας ή της Ελλάδας. Φαίνεται όμως ότι η ιστορία αυτή προέκυψε από την πραγματική ιστορία των πρώτων Ελλήνων στην Αυστραλία. Οι πρώτοι αυτοί Έλληνες που αποβιβάστηκαν στην Αυστραλία ήταν επτά νεαροί από την Υδρα, οι οποίοι έφτασαν εκεί το 1828, καταδικασμένοι σαν πειρατές από την Αγγλική Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες ιστορικές πηγές, πέντε απ’ αυτούς επαναπατρίστηκαν το 1836, γεγονός που δείχνει ότι μάλλον ήταν πατριώτες παρά κοινοί πειρατές. Ο πρώτος Έλληνας ελεύθερος μετανάστης που έφτασε στην Αυστραλία ίσως να ήταν κάποιος ναυτικός ονόματι Τζών Πήτερς, που έφτασε στο Sydney το 1838, ενώ η πρώτη Ελληνίδα ήταν κάποια Αικατερίνη Πλέσσα, που έφτασε στην Αυστραλία το 1853. Έτσι, λίγο πριν την ανακάλυψη των πλούσιων κοιτασμάτων χρυσού στην Αυστραλία, είναι ζήτημα αν υπήρχαν περισσότεροι από 4-5 Έλληνες εγκατεστημένοι εκεί. Η ανακάλυψη αυτή δεν αύξησε ιδιαίτερα το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία, όπως συνέβη με μετανάστες από άλλες χώρες. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι το 1880 υπήρχαν στην Αυστραλία περίπου 150 Έλληνες, παρόλο που στο μεταξύ ο συνολικός πληθυσμός της χώρας είχε σχεδόν τριπλασιαστεί – κύρια λόγω των νέων μεταναστών.Το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία τον 19ο αιώνα άρχισε μετά το 1880. Η απογραφή του 1891 αναφέρει την ύπαρξη 482 ατόμων γεννημένων στην Ελλάδα. Ο αριθμός αυτός, όπως και όλοι οι επόμενοι που αναφέρονται σε απογραφές ή εκτιμήσεις, είναι οπωσδήποτε συντηρητικός, αφού δεν συμπεριλαμβάνει τους Έλληνες που γεννήθηκαν στην Αυστραλία, όπως και αυτούς που, για τον ένα ή άλλο λόγο, δεν θέλησαν να καταγραφούν σαν Έλληνες. Αυτοί οι μετανάστες κατάγονταν κύρια από τα Κύθηρα, την Ιθάκη και το Καστελλόριζο, και ήταν αυτοί που έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνοαυστραλέζικης παροικίας και προκάλεσαν το φαινόμενο της αλυσσιδωτής μετανάστευσης, το οποίο οδήγησε στην αύξηση του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία σε 878 άτομα το 1901 και 1.798 άτομα το 1911. Η αύξηση του Ελληνικού πληθυσμού στην Αυστραλία συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς μέχρι μετά το 1950. Ετσι, το 1921 ο Ελληνικός πληθυσμός της Αυστραλίας αριθμούσε 3.654 άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, ενώ το 1933 υπήρχαν 8.337 Έλληνες στην Αυστραλία και το 1947 12.291.Μετά το 1952 η αύξηση του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία ήταν ραγδαία. Πράγματι, από το 1953 μέχρι το 1956 έφτασαν στην Αυστραλία σαν μετανάστες περίπου 30.000 Έλληνες, αυξάνοντας έτσι τον Ελληνισμό της Αυστραλίας σε 25.862 άτομα το 1954. Η μετανάστευση από την Ελλάδα κορυφώθηκε από το 1961 μέχρι το 1966, περίοδο κατά την οποία περίπου 69.000 Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία. Οι Έλληνες αριθμούσαν 77.333 το 1961 και 160.200 το 1971. Μετά το 1970 το μεταναστευτικό ρεύμα μειώθηκε και πάλι δραστικά, ενώ ήδη είχε αρχίσει μια αντίστροφη μετακίνηση μεταναστών προς την Ελλάδα, γεγονός που (μαζί με τους θανάτους) είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση των γεννημένων στην Ελλάδα Ελληνοαυστραλών σε 152.908 άτομα το 1976, 146.625 το 1981, και 137.611 το 1986. Φυσικά, οι αριθμοί αυτοί δεν αντιστοιχούν στο σύνολο του Ελληνικού στοιχείου της Αυστραλίας, μια και αφορούν μόνον άτομα γεννημένα στην Ελλάδα, δηλαδή μετανάστες πρώτης γενιάς. Οπωσδήποτε όμως δίνουν μια σχετικά ακριβή αίσθηση της κινητικότητας Ελλήνων προς την Αυστραλία και μια εκτίμηση για το σύνολο του Ελληνικού στοιχείου στην Αυστραλία.1.2 Ο σημερινός Ελληνικός πληθυσμός της Αυστραλίας1.2.1 Συνολικά στοιχείαΕίναι γνωστό ότι τα στοιχεία των επίσημων απογραφών δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον υπολογισμό του πληθυσμού του Ελληνικού στοιχείου. Αυτό ισχύει γενικότερα για όλες τις χώρες υποδοχής Ελλήνων μεταναστών και όχι βέβαια μόνο για την Αυστραλία. Ο βασικός λόγος που καθιστά τα απογραφικά στοιχεία σχετικά ακατάλληλα για αξιόπιστες εκτιμήσεις είναι ότι αυτά αναφέρονται μόνο σε ομογενείς των οποίων και οι δύο ή μόνον ο ένας από τους γονείς γεννήθηκαν στην Ελλάδα, σε ομογενείς που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, αλλά κανένας από τους γονείς τους δεν γεννήθηκε εκεί και φυσικά στους ομογενείς που γεννήθηκαν οι ίδιοι στην Ελλάδα. Δεν περιλαμβάνονται οι ομογενείς των οποίων και οι δύο γονείς έχουν γεννηθεί στην Αυστραλία, δηλαδή οι Ελληνοαυστραλοί της δεύτερης, τρίτης, και τέταρτης γενιάς, ούτε οι ομογενείς από την Κύπρο, ούτε οι ομογενείς που γεννήθηκαν εκτός Ελλάδος. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί στη βιβλιογραφία διάφοροι υπολογισμοί, που ανεβάζουν τον συνολικό Ελληνικό πληθυσμό της Αυστραλίας κατά τη δεκαετία του 1980 σε 700.000 ή 750.000. Άλλοι υπολογισμοί αναφέρουν Ελληνικό στοιχείο της τάξης των 400.000 περίπου.Η Αυστραλιανή απογραφή του 1986 βοηθά σημαντικά στον προσδιορισμό του Ελληνικού πληθυσμού στην Αυστραλία. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτής της απογραφής (σημειώνουμε ότι στοιχεία από την νεότερη απογραφή δεν έχουν ακόμη γίνει διαθέσιμα), ο συνολικός πληθυσμός Ελληνικής καταγωγής στην Αυστραλία είναι, 137.611 άτομα (70.687 άνδρες και 66.924 γυναίκες) πρώτης γενιάς (δηλαδή γεννημένα στην Ελλάδα) και 137.688 άτομα δεύτερης γενιάς (δηλαδή γεννημένα στην Αυστραλία με ένα ή και τους δύο γονείς γεννημένους στην Ελλάδα). Το σύνολο αυτών ανέρχεται σε 275.299 άτομα.Ωστόσο, σε μια ερώτηση που τέθηκε για πρώτη φορά στην απογραφή αυτή, “Ποια είναι η καταγωγή σας;”, 336.782 άτομα απάντησαν ότι έχουν Ελληνική καταγωγή. Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει άτομα γεννημένα στην Αυστραλία (49.8%), στην Ελλάδα (39.3%), στην Κύπρο (4.8%), στην Αίγυπτο (2.5%), αλλού (2.5%), ενώ ποσοστό 1.1% δεν απάντησε. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ερώτηση δεν δόθηκαν εξηγήσεις ως προς το τι σημαίνει “καταγωγή”, κατά συνέπεια ο κάθε ερωτώμενος έδωσε την δική του ερμηνεία του όρου. Ο συνολικός πληθυσμός της Αυστραλίας το 1986 ήταν 15.602.156, κατά συνέπεια ο Ελληνικής καταγωγής πληθυσμός αντιπροσωπεύει ποσοστό 2.16%.Σημαντικό, λόγω και της επικαιρότητάς του, είναι το γεγονός ότι από τον πληθυσμό που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα (πρώτη γενιά), ποσοστό 3% δηλώνει “Μακεδονική” καταγωγή, διαχωρίζοντάς την από την Ελληνική. Στην Δυτική Αυστραλία, το ποσοστό αυτό φτάνει το 23.9%.Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι οι εκτιμήσεις που υπολογίζουν τον πληθυσμό του Ελληνισμού της Αυστραλίας σε 400.000 περίπου άτομα, είναι οι πιο βάσιμες.1.2.2 Γεωγραφική κατανομήΗ σημερινή γεωγραφική κατανομή της πρώτης και της δεύτερης γενιάς στην Αυστραλία δεν παρουσιάζει μεγάλες διαφορές. Συγκεκριμένα, 46.79% ζει στην Πολιτεία Victoria, 32.93% στην Πολιτεία New South Wales, 10.25% στην Πολιτεία South Australia, 3.87% στην Πολιτεία Queensland, 3.38% στην Πολιτεία Western Australia, 1.22% στην Πολιτεία Australian Capital Territory, 0.96% στην Πολιτεία Νew Τerritories, και 0.60% στην Πολιτεία Tasmania.Ο πληθυσμός αυτός είναι στην συντριπτική του πλειοψηφία αστικός. Πράγματι, η πρώτη γενιά ζεί κατά 95.6% στις 12 μεγάλες Αυστραλιανές πόλεις (Melbourne, Sydney, Newcastle, Wollongong, Geelong, Brisbane, Gold Coast-Tweed, Adelaide, Perth, Hobart, Darwin, Canberra-Queanbeyan), ενώ 77.4% ζεί στην Melbourne και Sydney. Περίπου ο μισός απ’ αυτόν τον πληθυσμό (47.6%) ζει στην Melbourne.1.2.3 ΗλικίαΤο ηλικιακό προφίλ της πρώτης και της δεύτερης γενιάς διαφέρει σημαντικά. Το μεγαλύτερο ποσοστό ομογενών πρώτης γενιάς βρίσκεται στην ηλικιακή ομάδα 30-54 ετών (64.4%) και το μικρότερο στην ηλικιακή ομάδα των 0-4 ετών (0.2%). Η μέση ηλικία των ομογενών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα είναι 46.2 έτη. Ο αντίστοιχος μέσος όρος του συνολικού πληθυσμού της Αυστραλίας είναι 31.1 έτη. Μόνο ποσοστό 1.5% είναι ηλικίας μικρότερης των 15 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για όλον τον πληθυσμό της Αυστραλίας ανεξάρτητα από καταγωγή είναι 23.3%. Το χαμηλό αυτό ποσοστό είναι φυσική απόρροια της χαμηλής μετανάστευσης των Ελλήνων προς την Αυστραλία τα τελευταία χρόνια.Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το Ελληνικό στοιχείο πρώτης γενιάς στην Αυστραλία είναι γηρασμένο. Οι άνδρες είναι περισσότεροι από τις γυναίκες (τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 51.4% και 48.6%), αλλά σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες (30-54 και 65+) οι γυναίκες είναι περισσότερες. Ας σημειωθεί εδώ ότι το χαρακτηριστικό αυτό, δηλαδή η πληθυσμιακή υπεροχή των ανδρών, παρατηρείται συνεχώς σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του Αυστραλέζικου Ελληνισμού και σε μερικές μάλιστα είναι ιδιαίτερα έντονο, ιδίως στις αρχές του αιώνα, όταν ποσοστό μέχρι και 95% των Ελλήνων της Αυστραλίας ήταν άνδρες.Αντίθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό της δεύτερης γενιάς βρίσκεται στην ηλικιακή ομάδα 5-14 ετών (31.8%) και το μικρότερο στην ηλικιακή ομάδα των 65+ ετών (0.6%). Έτσι, το Ελληνικό στοιχείο της δεύτερης γενιάς είναι μάλλον νέο σε ηλικία.1.2.4 Χρόνος παραμονής στην ΑυστραλίαΗ παράγραφος αυτή αφορά μόνο τους ομογενείς πρώτης γενιάς, δηλαδή τους γεννημένους στην Ελλάδα. Ο μέσος όρος παραμονής τους στην Αυστραλία είναι 22.7 χρόνια, ενώ οι περισσότεροι απ’ αυτούς έφτασαν και εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία στην περίοδο 1962-1966. Ποσοστό 22.5% ζούν στην Αυστραλία περισσότερα από 30 χρόνια, ενώ μόλις ποσοστό 4.6% ζούν στην Αυστραλία λιγότερα από 10 χρόνια.1.2.5 ΥπηκοότηταΣε σύγκριση με μετανάστες άλλων εθνικοτήτων, οι Έλληνες της Αυστραλίας παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό απόκτησης της Αυστραλιανής υπηκοότητας. Πράγματι, ποσοστό 90.7% των γεννημένων στην Ελλάδα έχει αποκτήσει την Αυστραλιανή υπηκοότητα. Το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 95% γι’ αυτούς που ζούν στην Αυστραλία περισσότερο από 20 χρόνια.1.3 Η Ελληνική οικογένεια της Αυστραλίας1.3.1 Τυπική σύνθεσηΟι εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων εκτιμούν ότι μια τυπική οικογένεια Ελλήνων ομογενών της Αυστραλίας αποτελείται, κατά μέσον όρο, από 4-5 μέλη (γονείς και 2-3 παιδιά ή γονείς και 2 παιδιά, παπούς ή γιαγιά).Οι γάμοι των ομογενών διεξάγονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στην Εκκλησία (θρησκευτικοί) και σε μικρότερο στο Δημαρχείο (πολιτικοί). Η δειγματοληπτική έρευνα έδειξε ότι οι εκκλησιαστικοί γάμοι εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύουν ποσοστό 94% του συνόλου των γάμων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις βαπτίσεις.Οι ομογενείς δημιουργούν οικογένειες με Έλληνες συζύγους. Η δειγματοληπτική έρευνα έδειξε ότι αυτό εκτιμάται ότι συμβαίνει σε ποσοστό 75.5% του συνόλου των γάμων.Οι ομογενείς εκτιμάται ότι διατηρούν στενές σχέσεις με τους συγγενείς και φίλους τους στην Ελλάδα. Αυτό εκφράζεται και με τη συχνότητα που δέχονται επισκέψεις από την Μητρόπολη. Οι κυριότερες αιτίες των επισκέψεων αυτών εκτιμάται ότι είναι ο τουρισμός, οι σπουδές, λόγοι υγείας καθώς και επαγγελματικοί λόγοι. Η μεγαλύτερη συχνότητα επισκέψεων (με ποσοστό 71,4%) οφείλεται σε τουριστικούς λόγους.1.3.2 Τάση για επαναπατρισμόΗ τάση επιστροφής των ομογενών στην Ελλάδα είναι γεγονός αναντίρρητο, που παρουσιάζει έξαρση κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων.Οι ομογενείς της Αυστραλίας επιβεβαιώνουν την τάση αυτή. Οι εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων εκτιμούν, σε ποσοστό 57%, ότι υπάρχει τάση επιστροφής των ομογενών στην Ελλάδα.Η εκτίμηση είναι ότι η τάση αυτή εντοπίζεται στις οικογένειες στις οποίες και οι δύο σύζυγοι είναι Ελληνικής καταγωγής. Αντίθετα εκτιμάται ότι δεν υπάρχει τάση επαναπατρισμού όταν ο ένας εκ των συζύγων δεν είναι Ελληνικής καταγωγής. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με τον ίδιο τρόπο, τόσο στην Αυστραλία, όσο και στον Καναδά και στις ΗΠΑ.Οι περισσότεροι εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων εκτιμούν ότι η θετική τάση για παλινόστηση είναι φυσική συνέπεια των εξής φαινομένων:Της νοσταλγίας και της αγάπης για την πατρίδα, καθώς επίσης και για τους συγγενείς και φίλους που ζούν στην Ελλάδα.Της κακής οικονομικής κατάστασης ή της ανεργίας που μαστίζει συχνά τους ομογενείς.Της επικρατούσας κοινωνικής κατάστασης, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, καθώς και της – συχνά – χαμηλής ποιότητας ζωής στις υπερπόντιες χώρες.Παρόλα αυτά, υπάρχουν αρκετοί εκπρόσωποι των ομογενειακών οργανώσεων, οι οποίοι εκτιμούν ότι η τάση για παλινόστηση μειώνεται, ως συνέπεια των εξής φαινομένων:Της ενσωμάτωσης των ομογενών στα τοπικά πολιτισμικά και κοινωνικά πρότυπα, ιδιαίτερα των ομογενών δεύτερης και τρίτης γενιάς.Της μακράς οικονομικής ύφεσης που μαστίζει την Ελληνική οικονομία, καθώς και της διαφαινόμενης ανησυχητικής αύξησης της ανεργίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.1.3.3 Η θέση της “τρίτης ηλικίας”Οι οικογένειες των ομογενών περιλαμβάνουν, όπως αναλύθηκε και προηγουμένως, ομογενείς δεύτερης, τρίτης και ίσως τέταρτης γενιάς. Η αντιμετώπιση των εκπροσώπων της “τρίτης ηλικίας”, σε μια οικογένεια ομογενών, είναι στοιχείο που ενδιαφέρει ιδιαίτερα, δεδομένου ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συσχέτιση των οικογενειακών δεσμών μεταξύ οικογενειών αποδήμων και οικογενειών που διαμένουν στην Ελλάδα.Το πρώτο χαρακτηριστικό που καταγράφηκε αφορά τον τόπο διαμονής των γονέων, όταν τα παιδιά τους αποκτούν δική τους οικογένεια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής μας έρευνας, εκτιμάται ότι, όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει, τότε αποχωρούν από το πατρικό σπίτι, προκειμένου να κατοικήσουν μόνοι με το/τη σύζυγό τους.Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά την αντιμετώπιση των υπέργηρων ή ασθενών γονέων από τα παιδιά τους, σε ότι αφορά ειδικότερα τον τόπο διαμονής τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής μας έρευνας, εκτιμάται ότι οι υπέργηροι ή ασθενείς γονείς διαμένουν συνήθως μόνοι τους.1.3.4 Κοινωνικά προβλήματαΗ κοινωνία της Αυστραλίας μαστίζεται από σειρά κοινωνικών προβλημάτων, όπως όλες άλλωστε οι σύγχρονες κοινωνίες. Από τα προβλήματα αυτά, οι ομογενείς εκτιμούν ότι τα σοβαρότερα που αντιμετωπίζουν αυτοί και οι οικογένειές τους είναι βασικά η ανεργία, καθώς και ο αποχωρισμός από τα μέλη της οικογένειάς τους (που βρίσκονται στην Ελλάδα), η κοινωνική απομόνωση και ο ρατσισμός. Αντίθετα, το πρόβλημα των ναρκωτικών, ο αλκοολισμός και η εγκληματικότητα φαίνεται να είναι μάλλον δευτερεύοντα για τους ομογενείς της Αυστραλίας.

3
από ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΝΕΑ - INFO DIASPORA την Σάββατο, 30 Οκτώβριος 2010 στις 3:04 μ.μ.


http://www.sae.gr/?id=13226&tag=%CE%91%CF%85%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%B1