Για γυναίκες που αγαπούν την ποίηση Νέο Βιβλίο του Δημήτρη Ε. Σολδάτου


Νέο Βιβλίο του Δημήτρη Ε. Σολδάτου

 1

Μόλις κυκλοφόρησε απ’ το Βιβλιοπωλείο Τσιρίμπαση το βιβλίο
 «Για γυναίκες που αγαπούν την ποίηση», το οποίο περιέχει 
ένα ερωτικό ποίημα που έγραψα σ’ επτά ενότητες το 2012. 
Εδώ, θα σας πω, ελπίζοντας να μην χαθεί η 
αναγνωστική μαγεία, την μικρή του ιστορία.
Συναντήθηκα στην Ναύπακτο (εξού και το έμβλημα του Δήμου 
Ναυπακτίας στο οπισθόφυλλο) με μια γυναίκα που γνώρισα 
μέσω διαδικτύου. Είχαμε καιρό που επικοινωνούσαμε, 
στην αρχή με ηλεκτρονική αλληλογραφία και κατόπιν 
στο τηλέφωνο. Αυτή εργαζόταν σε καθημερινή εφημερίδα 
των Αθηνών και αγαπούσε την ποίηση και ειδικότερα
τον Ελύτη. Στην μοναδική φωτογραφία της που είχε
 αναρτημένη, έμοιαζε στην Κάρολ, την γυναίκα του 
Τζο Ίγκλις απ’ «Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι»,
 την σειρά που βλέπαμε μικροί στην τηλεόραση. 
Εξέπεμπε γλυκύτητα και απλότητα, 
είχε ευγενικά χαρακτηριστικά,
 «γαλήνιο μέτωπο κι αμίλητα μαλλιά».
DSC_3863
Επιλέξαμε την Ναύπακτο ως μέρος συνάντησης για να
 μοιράσουμε την απόσταση. Συν τοις άλλοις ήταν και μια 
όμορφη παραθαλάσσια πόλη. Πήγα απ’ το πρωί, αν και
 θα συναντιόμαστε αργά το απόγευμα, και νοίκιασα
 ξενοδοχείο πλάι στην θάλασσα, με θέα την γέφυρα 
του Ρίου. Το δωμάτιο διέθετε ένα μεγάλο
 κρεβάτι κι ένα μικρότερο. 
Σε περίπτωση που όλα δεν πήγαιναν κατ’ ευχήν, 
θα είχαμε μια κάποια εναλλακτική λύση. 
Ήταν το τριήμερο της Αποκριάς, Φεβρουάριος μήνας,
 κόσμος πολύς στην πόλη, συννεφιά, διαστήματα 
με ψιλόβροχο και κατά το απόγευμα αρκετή ψύχρα. 
Για να περάσω την ώρα μου, τριγύριζα σε στενά
και σοκάκια αναζητώντας ωραία μαγαζιά που θα την
 πήγαινα και όμορφα μέρη για περίπατο. Ένιωθα ένα 
περίεργο σφίξιμο στην καρδιά, δύσπνοια, και ρίγη 
διαπερνούσαν το κορμί μου: ήταν ολοφάνερο πως
 ήμουν ήδη ερωτευμένος… με μια φωτογραφία! 
Έφτιαχνα σενάρια με την φαντασία μου κι ευχόμουν
 να ήμουν στο σωστό σημείο, την σωστή στιγμή και με
 τον σωστό άνθρωπο. Μα τι τρέλα κι αυτή!
 Ν’ αφήσω τον εαυτό μου τόσο ευάλωτο απέναντι 
στο άγνωστο, κυριευμένος ολοσχερώς από 
σφοδρά συναισθήματα κι έμμονες φαντασιώσεις!
 Αν ερχόταν και ήταν όπως στην φωτογραφία και 
χωρίς να μιλήσουμε καθόλου πηγαίναμε στο ξενοδοχείο 
και κατατρώγαμε ο ένας τον άλλον ως τα χαράματα, 
θα μου φαινόταν απολύτως φυσιολογικό!
 Όλα τ’ άλλα μου φαινόταν αφύσικα! Καφέδες,
 φαγητά, ποτά, λόγια: μάταια, μάταια! 
Εγώ δεν ήρθα εδώ για κουβέντες, 
αλλά για να συναντήσω το πεπρωμένο μου!
DSC_3838
Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά… Αργόσυρτες σαν χελώνες…
 Ο ήλιος πίσω απ’ τα σύννεφα αιμόφυρτος βασίλευε!
 Το σούρουπο σέρνονταν στα νύχια του. 
Τ’ ακόνιζε πάνω στο κορμί μου! 
Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνό μου! 
Την είχε αφήσει το λεωφορείο στο πορθμείο Ρίου – Αντιρρίου. 
Ρωτούσε αν μπορούσα να πάω να την πάρω. 
Σκοτώθηκα να φτάσω!
 Πήρα βαθιά ανάσα κι άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου.
 Κατέβηκα και κοίταξα γύρω μου: δεν ήταν πουθενά! 
Τότε, μια γυναίκα με σχεδόν κόκκινα μαλλιά 
με πλησίασε και μου είπε: «Δεν μοιάζω και πολύ 
με την φωτογραφία, ε; Αυτήν που έχω αναρτήσει μου
την τράβηξε πριν χρόνια ένας φίλος μου στο Λονδίνο»
. Έμεινα σύξυλος! Όχι πως δεν είχε κι αυτή την γοητεία της,
 αλλά δεν ήταν η άλλη: αυτή που τόσον καιρό φαντασιονόμουν! 
Κι όχι μόνον δεν ήταν αυτή, αλλά η άλλη δεν υπήρχε πουθενά! 
Ήταν απλώς χάρτινη, ηλεκτρονική, 
αλλά πάντα φωτογραφία! Προσπάθησα, ενώ οδηγούσα,
 ν’ ανιχνεύσω χαρακτηριστικά πάνω της που
 θα μου θύμιζαν την φωτογραφία: λίγα πράγματα!
 Μόνον τα μάτια της ίσως, σκούρα καστανά 
προς πράσινα: «Ό,τι μου απόμεινε το πόνταρα
 στην πράσινη τσόχα των ματιών της».
Δεν ήθελε να πάμε στο ξενοδοχείο αμέσως. 
Άφησε τα πράγματά της στο αυτοκίνητο 
και πήγαμε για ποτό. Ήταν γραφικό το λιμανάκι 
καθώς βράδιαζε, και πόσο οικείο μου φάνηκε
 το άγαλμα του Θερβάντες¹! Σαν τον Δον Κιχώτη
 κι εγώ: κυνηγούσα ανεμόμυλους και δινόμουν
 σε φανταστικά κατορθώματα για μιαν ανύπαρκτη 
Δουλτσινέα! «Κάτω απ’ τον τρούλο 
του απογεύματος ο πόνος ο παντοκράτορας 
κι η ερημιά η νεφελοκρατούσα.».
 Ήδη άρχιζα να σχεδιάζω το ποίημα από τότε. 
Σαν ίαση για την πληγή που ερχόταν. 
Η κουβέντα κυλούσε αρκετά δύσκολη.
 Σαν να έδινα εξετάσεις. Νύχτωσε πλέον 
και «φως» δεν έβλεπα πουθενά! Ξαφνικά, 
μου είπε: «Ψύχρα κάνει!». Τότε άπλωσα το
 χέρι μου και την έσφιξα τρυφερά πάνω μου.
«Κι όταν την κράτησα αγκαλιά να μην 
κρυώνει έτρεμα εγώ, σαν το Φύλλο του Σεφέρη –
 πώς να μην με πάρει ο άνεμος;» 
Στην αρχή ανταποκρίθηκε κάπως, 
αλλά κατόπιν τραβήχτηκε διακριτικά 
λέγοντας κάποιο αστείο. 
Το ποίημα στο μυαλό μου συνεχιζόταν, 
με την παραποίηση του Σεφέρη: 
«Όπου και να σε χαϊδέψω, το κορμί σου με πληγώνει».
 Δεν είχαμε μείνει πάνω από ώρα, όταν 
μου είπε κάπως βαριεστημένα:
«Πάμε; Είμαι κουρασμένη απ’ το ταξίδι!».
Δεν μου άρεσε καθόλου η λέξη «κουρασμένη»
, αλλά τι να κάνω; Την ακολούθησα αποκαρδιωμένος. 
Τα υπόλοιπα τα φαντάζεστε: δεν της «έβγαινε» 
να κοιμηθούμε μαζί, ούτε καν να κοιμηθώ 
στο πλαϊνό κρεβάτι. Με παρακάλεσε 
να νοικιάσω το δίπλα δωμάτιο και προθυμοποιήθηκε
 να το πληρώσει εκείνη, μιας κι αυτό που 
νοίκιασα το είχα πληρώσει εγώ. 
Καληνύχτισα και βγήκα, ξέροντας πως
θα κοιμηθώ στο αυτοκίνητο: πού να βρεις 
δωμάτιο αποκριάτικα; 
Την νύχτα η θερμοκρασία έπεσε
 στους τρεις βαθμούς. Κάθε λίγο άναβα την
 μηχανή για να ζεσταίνομαι. Μαύρος ύπνος! 
«Τώρα και φτερά να μου έδιναν για να πετάξω,
θα τα χρησιμοποιούσα για επιτάχυνση 
στην πτώση μου». Χειρότερα δεν γινόταν! 
Ή μήπως όχι; Την άλλη μέρα ξύπνησα
 από τις έξι. Μήπως κοιμήθηκα δηλαδή; 
Ώσπου ν’ ανοίξει κάποιο μαγαζί να πιω καφέ,
 έκανα «μαύρα μάτια». Μέχρι, δε, να 
ξυπνήσει η κυρία, πήγε μαύρο μεσημέρι! 
Με πήρε τηλέφωνο ν’ ανέβω για πρωινό, 
ενώ, ώρα που ήταν, έπρεπε να με προσκαλέσει σε… γεύμα,
 κι εκεί μου ανακοίνωσε πως
 δεν θα έμενε και το βράδυ, γιατί, λέει, 
προέκυψε μια συνέντευξη που δεν είχε
 υπολογίσει κι έπρεπε να φύγει το απόγευμα.
«Αλλά, μην στεναχωριέσαι, μου είπε,
 θα πάμε μια βόλτα στο Κάστρο!».
DSC_3849
«Το κάστρο πέτρινο φίδι στον λαιμό του λόφου. Ανεβαίναμε λες και κατεβαίναμε στον Άδη και στα χείλη της κόχλαζαν κάτι νερόβραστες λέξεις. Είπε πως έκανε ζέστη. Δεν είπα πως έκανε θλίψη. Είπε είναι όμορφη η θέα. Δεν είπα είσαι όμορφη σαν θεά. Τι να πω σε μια γυναίκα που κοιτάζει το πεπρωμένο της και με βρίσκει απ’ έξω;». Η πληγή εξακολουθούσε να αιμορραγεί και το ποίημα ήδη στο μυαλό μου συνεχιζόταν. «Με μια μακρύκανη σιωπή καρτέραγα τ’ αποδημητικά της λόγια. «Τί έχεις;». Δεν έχω εσένα. «Τι με κοιτάς;». Μ’ ακρωτηρίασες ολόκληρο με το μισώ που μ’ αγαπάς». Ήπιαμε έναν καφέ (της παρηγοριάς) στην καφετερία του κάστρου χωρίς άλλες μάταιες λέξεις. «Τα λόγια σε λάθος χείλια μοιάζουν περίστροφα σε λάθος χέρια. Εύκολα σχίζεται τ’ όνειρο, σαν τσιγαρόχαρτο στα δάχτυλα άπειρου καπνιστή.». Γι’ άλλη μια φορά, σκέφτηκα πως «οι μεγαλύτερες αποστάσεις είναι εκείνες που μας ενώνουν. Κι οι μικρότερες εκείνες που μας χωρίζουν». Κατεβήκαμε απ’ τον λόφο σιωπηλοί σαν να κηδεύαμε τ’ όνειρο. Πήγαμε για φαγητό. Κι εκεί, μην έχοντας πια τίποτα να χάσω, της μίλησα για την ποίηση, για την ζωή, για μένα, την ρώτησα για κείνη, γελάσαμε, ήπιαμε, πήραμε τους δρόμους… «Περπατήσαμε πολύ – ωραία που θα ήταν να πετούσαμε λιγότερη ώρα σε αναζητήσεις για να μας μείνει ένα λεπτό να φιληθούμε. Η μοναξιά κολλημένη σαν τ’ αλάτι κόβει τα χείλια κόβει τα βλέφαρα κι αποθηκεύεται στις αλυκές των στίχων να νοστιμίζουν τις ανάλατες ζωές τους οι αναγνώστες. Όταν έφευγε άρχισε να ψιχαλίζει, μα εγώ πνίγηκα στα μάτια της καθώς αποδακρύνονταν…».
DSC_3849
Με τι καρδιά να γυρίσω πίσω; Η βρεγμένη άσφαλτος, ο ουρανός που εγκυμονούσε καταιγίδα: «Τώρα μην νοιάζεσαι ποιος θα πτωχεύσει τον ουρανό απ’ τ’ αστέρια του αν δεν είσαι ούτε αστέρι ούτε ουρανός», η νύστα απ’ το ξενύχτι στο αυτοκίνητο και τα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα μοναξιάς μέχρι την Λευκάδα! Είναι κάτι στιγμές που θέλεις να ξαπλώσεις κάτω και να ξεψυχήσεις! Ούτε κλάματα, ούτε παρηγοριές. Να ξαπλώσεις κάτω και να ξεψυχήσεις! Εμένα μ’ έσωσε αυτό το ποίημα, που έναν μήνα έγραφα κατόπιν, μιας κι «έβρεχε μοναξιά κι έπρεπε ν’ αδιαβροχοποιηθώ ερωτοφλεγόμενος». Το ποίημα, στην γυναίκα που αγαπούσε την ποίηση, σε μια πρώτη μορφή, της το έστειλα: «Γυναίκες που αγαπούν την ποίηση και μισούν τους ποιητές. Που σχίζουν την καρδιά σου σαν τις άκοπες σελίδες. Που κρέμονται απ’ τα χείλη σου αλλά όχι απ’ τον λαιμό σου. Που κρατούν τα χειρόγραφά σου κι αποδιώχνουν τα χέρια σου. Που κοιμούνται πιο εύκολα με τα βιβλία σου στο μαξιλάρι τους παρά μ’ εσένα πλάι τους. Γυναίκες που αγαπούν την ποίηση για να την μισήσεις εσύ». Εκείνη φάνηκε μάλλον να χάρηκε που με ενέπνευσε παρά να λυπήθηκε μ’ αυτά που διάβασε. Μου έστειλε μάλιστα ως αντίδωρο το βιβλίο «Συν τοις άλλοις» του Ελύτη, με αφιέρωση απ’ «τα ερωτοκαταδιωκτικά της χέρια». Κατόπιν φρόντισε να χαθούμε στην «ονειροφάγα πραγματικότητα». Κάποια στιγμή, είδα πως έκανε αιτήματα φιλίας και σε άλλους φίλους ποιητές! Ξέρετε υπάρχουν γυναίκες που έχουν λόξα να γνωρίζουν καλλιτέχνες! Κι ίσως να έχουν και λόξα να τους απορρίπτουν, νομίζοντας πως «χωράνε στην παλάμη τους μόνον αυτοί που τσαλακώνουν». Το βιβλίο ξεκίνησα να το γράφω ραντίζοντας τους στίχους μ’ ένα διακριτικό άρωμα Ελύτη, μιας και τόσο της άρεσε ο ποιητής αυτός. Στην πορεία, όμως, άλλαξαν πολύ οι στίχοι. Σε κάποια σημεία «τα λόγια σαν κομμάτια» μέλανος καρυωτακικού βελούδου: «Το τελευταίο καράβι της γραμμής ήταν το κορμί σου». Αλλού ρέουν σαν απ’ την καλλίκρουνη πηγούλα του δημοτικού τραγουδιού: «Χείλια με χείλια πίναμε από την ίδια βρύση κι έκαψε εμένα το νερό που εσένα είχε δροσίσει». Πάντα, όμως, θεωρώ τους στίχους αυτούς, απ’ τους πιο ειλικρινείς που έγραψα ποτέ.
Αυτή ήταν η μικρή μου ιστορία. Περίεργος τρόπος, μα την αλήθεια, για να παρουσιάσει κανείς ένα βιβλίο! Μα οι εξομολογήσεις, «τα τινάγματα του μέσα βίου, έξω», όπως θα έλεγε κι η Δημουλά, είναι ενίοτε λυτρωτικές. Να και το επιμύθιο:
«Αχ, αδερφή μου ύαινα, στου κόσμου αυτού την γύμνια,
πάντα πεινάω για έρωτα και πάντα τρώω ψοφίμια.» ²
line1
¹ Στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου, που διεξήχθη στις 7/10/1571 και στην οποία πολέμησαν ενωμένες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κατά των Οθωμανών, ο Θερβάντες (συγγραφέας του Δον Κιχώτη) πολέμησε ηρωικά ως δεκανέας και πληγώθηκε βαριά με δύο τραύματα στο στήθος κι ένα στο αριστερό χέρι, που «έμεινε παράλυτο προς δόξα του δεξιού». Εξού και το άγαλμά του στο λιμάνι της Ναυπάκτου.
² Τα κλεισμένα σε εισαγωγικά αποσπάσματα είναι στίχοι που είτε χρησιμοποιήθηκαν στο ποίημα είτε απορρίφθηκαν στην τελική έκδοση.

T. S. Eliot: Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε πως θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης


T. S. Eliot: Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε πως θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης

 0
Ο Τόμας Έλιοτ θεωρείται από τους σημαντικότερους 
ποιητές του 20ου αιώνα, και ηγετική φυσιογνωμία του
 μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση.
 Γεννήθηκε στο St. Louis, του Missouri στις 26 Σεπτεμβρίου 1888.
Το 1909 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Harvard,
 και στα 1909-1910 έκανε Master’s Degree. 
Έμεινε για ένα διάστημα στο Μόναχο και το 1911 
επέστρεψε στο Harvard όπου έκανε επί τρία χρόνια 
σπουδές Σανσκριτικής Γλώσσας και Ινδικής Φιλοσοφίας.
 Μελέτησε επίσης Ελληνική Φιλοσοφία στο
 Πανεπιστήμιο Oxford (1914) και Γαλλική Φιλολογία
 στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού.
 Έγινε βοηθός στη Φιλοσοφική Σχολή του Harvard 
και πήρε υποτροφία για το Marburg απ’ όπου 
επέστρεψε στην Αγγλία με την κήρυξη του πολέμου.
Ασχολήθηκε επί τρία χρόνια με μελέτες λογικής, 
ψυχολογίας, Μεταφυσικής.
Από το 1917-1919 ήταν εκδότης του περιοδικού Egoist. 
Το 1922 άρχισε να εκδίδει το Κριτήριο, φιλοσοφικό
 και φιλολογικό περιοδικό. Τον ίδιο καιρό δημοσίευσε
 το ποίημα Waste Land (Έρημη Χώρα)
 που θεωρήθηκε το σημαντικότερο ποίημα
 του καιρού του και είχε μεγάλη επίδραση
 στη σύγχρονη ποίηση.
1
Το σημαντικότερο έργο του είναι τα Τέσσερα Κουαρτέτα 
(ό ίδιος πίστευε ότι ήταν το καλύτερο έργο του), ένα μήνυμα 
μυστικιστικής εμπειρίας από τη μυστικιστική εσωτεριστική 
γνώση για το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και τη 
σχέση της με την αιωνιότητα, όπου η σύμπτωση
 μορφής και ουσίας δίνουν ένα έργο μεγάλης 
δύναμης και ομορφιάς.
Τα τέσσερα κουαρτέτα με τον συμβολισμό τους 
και τη στοχαστική φιλοσοφική διάθεση, απευθύνονται
 διαχρονικά στους ανθρώπους κάθε εποχής
 όπως κάθε μεγάλη τέχνη που αντέχει στο χρόνο. 
Είναι μια εξελικτική πορεία προς την
 Υπέρβαση που κορυφώνεται στην Ένωση 
με το Απόλυτο.
Είχα την τύχη πριν από μια δεκαετία περίπου 
να πάρω στα χέρια μου μια μετάφραση και ερμηνευτικό 
δοκίμιο του έργου αυτού, γραμμένο το 1978, 
από τη φιλόλογο και λογοτέχνιδα Έφη Αθανασίου 
με μεγάλο ζήλο. Οι αναλύσεις που γίνανε στο ποίημα,
 είναι διεξοδικές και ορισμένες φορές
 προχωρούν στίχο με στίχο.
Σας παραθέτω δυο αποσπάσματα, 
με τις ερμηνευτικές σημειώσεις από αυτό το δοκίμιο.
BURNT NORTON
Χρόνος παρών και περασμένος χρόνος
Είναι ίσως κι οι δυο παρόντες στον μελλοντικό καιρό,
Και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών
Όλος ο χρόνος είναι ανεξαγόραστος.
Αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει είναι μια αφαίρεση
Που παραμένει μια αιώνια δυνατότητα
Μέσα σε έναν κόσμο από εικασίες.
Ότι θα μπορούσε να έχει γίνει κι ό,τι έγινε
Κατευθύνουν σ’ ένα σκοπό που είναι πάντοτε παρών.
Βήματα αντηχούν στη μνήμη
Κάτω στο μονοπάτι που δεν πήραμε
Προς τη θύρα του ροδόκηπου
Που δεν ανοίξαμε ποτέ. Τα λόγια μου αντηχούν
Έτσι, μέσα στο νου σου.
Αλλά για ποιο σκοπό
Ταράζουν τη σκόνη σ’ ένα βάζο με ροδοπέταλα
Δεν ξέρω.
Άλλοι ήχοι ενοικούν τον κήπο. Θ’ ακολουθήσουμε;
Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους, βρέστε τους,
Εκεί πίσω απ’ τη γωνιά. Μέσα απ’ την πρώτη πύλη,
Στον πρώτο μας τον κόσμο, θ’ ακολουθήσουμε
Το ξεγέλασμα της τσίχλας;
3
Η παρουσία του παρόντος και του παρελθόντος στο μέλλον συνδέεται εδώ με την έννοια του νόμου ανταπόδοσης των πράξεων προηγούμενων ζωών, ο παρελθών χρόνος είναι πάντα παρών, δεν λυτρώνεται γιατί πάντα σχετίζεται με τον παρόντα χρόνο. Ο χρόνος δεν εξαγοράζεται. Ότι θα μπορούσε να έχει γίνει κι ότι έγινε, κατευθύνουν σ’ ένα σκοπό που είναι πάντοτε παρών σαν μια δυνατότητα για τον άνθρωπο να διαλέξει αυτό το μονοπάτι που οδηγεί σε μια άλλη σφαίρα ύπαρξης, διαφορετική που θα αλλάξει τη μοίρα του. Αναμνήσεις έρχονται στη μνήμη από βήματα που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν στο μονοπάτι που οδηγεί στο ροδόκηπο της υπερβατικής ζωής για το δρόμο της γνώσης.
Η σκόνη στα ροδοπέταλα συμβολίζει τη σύγχυση της εξωτερικής ζωής που δυσκολεύει την καθαρή εσωτερική όραση του ανθρώπου. Αλλά στον κήπο, τη ζωή δηλαδή, υπάρχουν μόνιμα οι άλλο ήχοι, που είναι η αλληγορία της εξωτερικής ζωής κι έτσι οι λέξεις αυτές του μηνύματος δεν μπορούν να ακουστούν. Υπάρχει πάντα ο κατώτερος εαυτός(εδώ συμβολίζεται με το πουλί) που παροτρύνει τον άνθρωπο να βρει και να τρέξει στους άλλους ήχους της εξωτερικής ζωής. Η ζωή όμως αποκαλύπτεται μόνο αν μείνουμε στη γωνιά, αν αποσυρθούμε από το θόρυβο της εξωτερικής ζωής και οδηγηθούμε στον πρώτο, τον πρωταρχικό μας κόσμο, στην πρώτη θύρα της παιδικής μας αθωότητας.
EAST COKER
Να το πω πάλι; Για να φτάσεις εκεί,
Να φτάσεις εκεί που είσαι, να ‘ρθεις από κει που δεν είσαι,
Πρέπει να πας από ένα δρόμο που δεν υπάρχει έκταση.
Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν γνωρίζεις
Πρέπει να πας από ένα δρόμο που είναι ο δρόμος της άγνοιας.
Για ν’ αποκτήσεις ό,τι δεν κατέχεις
Πρέπει να πας από το δρόμο της στέρησης.
Για να φτάσεις σ’ αυτό που δεν είσαι
Πρέπει να πας από το δρόμο που δεν είσαι.
Κι ό,τι δεν ξέρεις είναι το μόνο πράγμα που ξέρεις
Κι ό,τι κατέχεις είναι αυτό που δεν κατέχεις
Κι εκεί που είσαι είναι εκεί που δεν είσαι.
Εδώ πλησιάζει το Σωκρατικό «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» που είναι η αρχή κάθε ξεκινήματος στην πραγματική γνώση και σοφία.
Όμως το έργο του Έλιοτ είναι μεγάλο, βαθύ και ανεξάντλητο, το μέγεθός του και η σημασία του δεν εξαντλούνται σε μια πρώτη ελάχιστη αναφορά, η οποία ίσως κινήσει το ενδιαφέρον σε όσους αναγνώστες θα ήθελαν να ασχοληθούν περισσότερο με ένα ποίημα που χαρακτηρίζεται από τα σημαντικότερα ποιήματα όλων των αιώνων.
Επιμέλεια: Ελένη Μ. Ματαράγκα