‘Παλαιά’ και ‘Νέα’ Ιαπωνία: Η μαρτυρία του Λευκάδιου Χερν

15-04-2014

http://www.lefkadaslowguide.gr/lefkada-zin/

Home   Πρώτο Προηγούμενα Επόμενο Τελευταίο
‘Παλαιά’ και ‘Νέα’ Ιαπωνία: Η μαρτυρία του Λευκάδιου Χερν
του Σωτήρη ΧαλικιάΗ ομιλία στις εκδηλώσεις για τον Λευκάδιο Χερν που οργανώθηκαν στο ΒΕΤΟΝ
Δεν πρόκειται να καταλάβουμε το θαυμασμό που ένιωσε για την Ιαπωνία ο Λευκάδιος Χερν, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του εκεί, αν δεν λάβουμε υπόψη μας πως γι' αυτόν ο κόσμος που άφησε πίσω του ποτέ δεν υπήρξε απόλυτα ο δικός του. Όπως ήδη από τη Νέα Ορλεάνη έγραψε σ' αυτόν που θεωρούσε ως «αγαπητό γέρο πατέρα» του, τον τυπογράφο Γουώτκιν: «Η καρδιά μου αισθάνεται πάντα σαν νάναι ένα πουλί, που αδημονεί να έλθει η εποχή της αποδήμησης. Μού φαίνεται πως θάνοιωθα απόλυτα ευτυχής αν ήμουν ένα χελιδόνι που θα μπορούσε να χτίσει τη φωλιά του το καλοκαίρι στο αυτί ενός Αιγύπτιου κολοσσού ή σε μια σπασμένη κολώνα του Παρθενώνα».

Όλη την προηγούμενη περίοδο, με άλλα λόγια, είχε την αίσθηση πως ανήκε σε έναν άλλον κόσμο, όπου όμως του ήταν αδύνατο να επιστρέψει. Από τα παιδικά του κιόλας χρόνια, για ν' αντέξει την καταθλιπτική ατμόσφαιρα του μεγάλου σπιτιού της κυρίας Μπρενάν, κατέφευγε στη βιβλιοθήκη. Με το υλικό που αντλούσε απ' τις σελίδες των βιβλίων της, έφκιαχνε στο μυαλό του κόσμους ονειρικούς, που τού προσέφεραν αφειδώς τη στοργή και την αποδοχή που τού αρνήθηκε τόσο σκληρά ο κόσμος της πραγματικότητας. Εκεί αντίκρυσε και τις πρώτες εικόνες της κλασσικής ελληνικής τέχνης, εικόνες που θα τις λατρέψει, θα τις θεωρήσει λυτρωτικές απέναντι στον στοιχειωμένο κόσμο εκείνου του σπιτιού. Κόσμο που ταύτισε με την καθολική πίστη της θείας του, πίστη που τη σκληρότητα και τη βαθειά υποκρισία του γνώρισε τόσο επώδυνα, από το ένα καθολικό σχολείο στο άλλο, όπου τόν υποχρέωναν να φοιτήσει. Σ' ένα απ' αυτά θα υποστεί τη μοιραία απώλεια του ματιού του, καθοριστικό στοιχείο για την ίδια την προσωπικότητά του.

Στην Αμερική ένιωσε, όπως ήταν φυσικό, ακόμη περισσότερο ξεριζωμένος. Ξερίζωμα που το τροφοδότησε κι άλλο η μισαλλοδοξία των ανθρώπων της, μ' εξαίρεση τους λιγοστούς φίλους που τον δέχτηκαν παρά τη δύστροπη ιδιοσυγκρασία του, έχοντας κατορθώσει να διακρίνουν το φόβο –αλλά και τον πλούτο– που έκρυβε εκείνη η δυστροπία. Πολύ νωρίς, λοιπόν, γεννήθηκε μέσα του η επιθυμία να γνωρίσει άλλες χώρες, με διαφορετικούς πολιτισμούς από εκείνον που τη σκληρότητά του γευόταν για τα καλά στο πετσί του: «Δεν θάπρεπε να είχα γεννηθεί ετούτον τον αιώνα», έγραφε την περίοδο που ζούσε ακόμη στο Τσιντσινάτι «στα όνειρά μου ζω σε άλλες εποχές, σε άλλες πίστεις, σε άλλες ηθικές...». Ήταν η εποχή που η γνωριμία του με το έργο του Χέρμπερτ Σπένσερ τον πλημμύρισε «με την ακαθόριστη αλλά πανίσχυρη παρηγοριά της Μεγάλης Αμφιβολίας», το πνευματικό του στήριγμα για την αμφισβήτηση της οικουμενικότητας του δυτικού κόσμου, στο απόγειο της κατακτητικής εξόρμησης της Δύσης στον υπόλοιπο πλανήτη.

Από τα γράμματά του, σταλμένα από τη Νέα Ορλεάνη προς τον «αγαπητό γέρο πατέρα», έχουμε σαφή ιδέα για το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον του για τον ασιατικό κόσμο και ειδικότερα για την Άπω Ανατολή. Το Μάρτιο του 1881 αναφέρει για πρώτη φορά την Ιαπωνία: « ...το μικρό σου Κοράκι (όπως ο Λευκάδιος Χερν χαρακτήριζε τον εαυτό του – επηρεασμένος από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε που λάτρευε– στα γράμματά του στον κύριο Γουώτκινς )... έχει κάποιες θεωρίες σχετικά με την Ιαπωνία... Κλίμα σαν εκείνο της Αγγλίας – ίσως λίγο πιο απαλό. Πάρα πολλοί Ευρωπαίοι. Αγγλικές, αμερικανικές και γαλλικές εφημερίδες...»

Στις 7 Ιουλίου 1882, σε ένα άλλο γράμμα του, αναφέρεται με περισσότερες λεπτομέρειες στο αυξανόμενο ενδιαφέρον του για τη μελέτη του κόσμου της Ανατολής: «στις ελεύθερες ώρες μου μελετώ τις θεωρίες της Ανατολής, την ποίηση της αρχαίας Ινδίας, τα διδάγματα του σοφού σχετικά με την απορρόφηση και την εκπήγαση, τις ψευδαισθήσεις της ύπαρξης και της ευτυχίας ως το ισοδύναμο της εξολόθρευσης. Σκέφτομαι ότι είναι σοφότεροι και από τον πιο σοφό δυτικό εκκλησιαστή».

Και στις 26 Οκτωβρίου 1882: «...Έχω πέσει με τα μούτρα στη συλλογή ανατολικών θρύλων – βραχαμανικούς, βουδιστικούς, ταλμουδιστικούς, αραβικούς, κινέζικους, πολυνησιακούς – τους οποίους ελπίζω να έχω έτοιμους ως την άνοιξη...»

Στην Παγκόσμια Βιομηχανική Έκθεση της Νέας Ορλεάνης, το Δεκέμβριο του 1884, την προσοχή του τράβηξαν τα ασιατικά περίπτερα. Στο ιαπωνικό περίπτερο μελέτησε ένα ένα τα εκθέματα με τη βοήθεια του Ιτζίζο Χατόρι, ειδικού απεσταλμένου για τα εκπαιδευτικά θέματα (του ανθρώπου δηλαδή που, εκτός από τη γενικότερη συμπαράστασή του τα πρώτα χρόνια στην Ιαπωνία, θα του έβρισκε και τη θέση του καθηγητή των Αγγλικών στη Ματσούε, όταν ο Λευκάδιος αποφάσισε να παραμείνει εκεί). Κι αν η αγάπη του για τον κρεόλικο κόσμο και η γοητεία της παραμονής του στην Μαρτινίκα έμοιαζε να τον αγκυρώνει σ' αυτήν την εκδοχή άλλου κόσμου, η σκληρή πραγματικότητα τον υποχρέωσε να δεχτεί την πρόταση του περιοδικού Χάρπερ για μια σειρά άρθρων που θα παρουσίαζαν στο αναγνωστικό κοινό του περιοδικού την Ιαπωνία των ημερών τους. Ο ίδιος ο Λευκάδιος ξεκαθάρισε από την αρχή τη μελλοντική προσέγγισή του: «…Αν επιχειρήσω να γράψω ένα βιβλίο για μια τόσο πολυπερπατημένη χώρα όπως είναι η Ιαπωνία δεν είναι ότι ελπίζω... ν' ανακαλύψω νέα πράγματα, αλλά να δω τα πράγματα από μία εντελώς νέα σκοπιά...»

Στις 17 Μαρτίου 1890, στο Βανκούβερ, επιβιβάστηκε στο πλοίο Αβυσσηνία. Έφτασε στη Γιοκοχάμα στις 12 Απριλίου. Άρχισε έτσι η πορεία που στη διάρκειά της ο Λευκάδιος Χερν επρόκειτο να γίνει ο Γιακούμο Κοϊζούμι.

*

Το βασικό ερώτημα που πρέπει ν' απαντηθεί, πριν αναφέρουμε συνοπτικά την τόσο σύντομη -αλλά και τόσο μεστή- παρουσίαση της ιαπωνικής ζωής από το Λευκάδιο Χερν, είναι ως ποιο βαθμό η Ιαπωνία των κειμένων του είναι η πραγματική χώρα της ιστορικής εκείνης περιόδου ή αντίθετα κάτι σαν αυτό που ο Roland Barthes αποκαλεί ‘nation imaginaire’, με άλλα λόγια μία χώρα που προκύπτει μάλλον ως εικόνα των προσδοκιών μας. Κι αν απ' αυτή τη σκοπιά ακόμη και σήμερα -στην ισοπεδωμένη από την παγκοσμιοποίηση κοινωνική πραγματικότητά τους- οι χώρες της Άπω Ανατολής εξακολουθούν να γοητεύουν ως μαγικός αντίποδας της πεζότητας των χωρών της Δύσης, την εποχή της άφιξης του Λ. Χερν στην Ιαπωνία, είναι φανερό πως αυτό ήταν πολύ πιο έντονο. Άλλωστε απ' τα γραφτά τους, γνωρίζουμε τις ανάλογες εμπειρίες μιας σειράς αξιόλογων πνευματικών ανθρώπων της Δύσης στις διάφορες χώρες της Ανατολής που επισκέφτηκαν ή όπου έζησαν καιρό. Εμπειρίες που ωστόσο είχαν ως κοινό στοιχείο την απογοήτευση που, αργά ή γρήγορα, διαδεχόταν τον αρχικό ενθουσιασμό, καθώς οι νέοι αυτοί παράδεισοί τους έμοιαζε να επιδιώκουν να βρεθούν το γρηγορότερο στη θέση των χωρών που άφησαν πίσω τους εκείνοι. Ενδεικτική απ' τη σκοπιά αυτή η ακόλουθη φράση για το ευμετάβλητο των συναισθημάτων που μπορεί να νοιώσει κάποιος για την Ιαπωνία, από μία επιστολή, το 1892, του καθηγητή Chamberlain - του ανθρώπου που όχι απλώς στήριξε το Λευκάδιο Χερν κοινωνικά και πνευματικά στα πρώτα βήματά του στη χώρα αυτή, αλλά ήταν και από τις λίγες περιπτώσεις δυτικών που έζησαν και σταδιοδρόμησαν στον νέο και απαιτητικό περίγυρό τους- : « ... κάτι σαν το πέρα δώθε του εκκρεμούς: τη μια μέρα προς την απαισιοδοξία και την άλλη προς την αισιοδοξία». Η πρώτη, όπως διευκρινίζει αμέσως μετά «...σχετίζεται με κάποιες από τις πτυχές της Νέας Ιαπωνίας και η άλλη απ' ό,τι εξακολουθεί να είναι η παλιά Ιαπωνία».

Ωστόσο δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, για όποιον μελετά τα κείμενά του από την Ιαπωνία, ότι ο Λ. Χερν, όση κι αν ήταν η αγάπη που τού γέννησε η χώρα αυτή, ποτέ δεν έκρυψε από τον εαυτό του –κι έτσι και απ' όλους εμάς που τον διαβάζουμε– την πραγματικότητα που με τόση προσπάθεια τού επέτρεπε να δει η περιορισμένη του όραση∙ την ομορφιά, δηλαδή, της Ιαπωνίας, όπου η η παλαιά κατάσταση παρέμενε ανέπαφη, αλλά και την ασχήμια της εικόνας που προέκυπτε από την έκδηλη ανυπομονησία των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων της Ιαπωνίας να γίνει η χώρα τους κομμάτι του κόσμου που την υποχρέωσε ν' ανοίξει στην απληστία του, έστω και αν αυτό το ήθελαν πάνω απ' όλα για να μπορέσουν να τον πολεμήσουν.

Όσο κι αν ο συγκλονισμός του από την πρώτη επαφή μ' αυτό το ενσαρκωμένο Άλλο, είναι συναρπαστικά έκδηλος στο κείμενό του Η πρώτη μου ημέρα στην Ανατολή - καρπός της περιήγησής του μ' ένα κουρούμα έξω από την ευρωπαϊκή συνοικία της Γιοκοχάμα- μια μικρή πόλη στις ακτές της ιαπωνικής θάλασσας, η Ματσούε, η πρωτεύουσα της Επαρχίας των θεών, όπως θα την αποκαλέσει, ήταν ο τόπος που τού παρείχε αφείδωλα την καλύτερη εικόνα της παλιάς Ιαπωνίας. Μολονότι έμεινε στη Ματσούε μόλις λίγο παραπάνω από ένα χρόνο, εκεί βρήκε τα πάντα: δουλειά, οικογένεια, σπίτι κι εκεί άρχισε να γίνεται ο Λευκάδιος Χερν της Ιαπωνίας. Υπήρξε έτσι ο βασικός μάρτυρας της ομορφιάς που παρέμενε ανέπαφη από την αλλαγή, και άρχισε να καταγράφει με αγάπη -αλλά και με την συναίσθηση ότι γρήγορα πρόκειται να χαθούν- τις παραδοσιακές ζωές που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει. Οι περιγραφές του είναι απ' τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε για ό,τι μπορούσες να δεις έναν αιώνα πριν σε ολόκληρη τη χώρα και σήμερα πουθενά: «Εδώ είμαι πια, στη χώρα των ονείρων που την περιστοιχίζουν παράξενοι θεοί. Μού φαίνεται πως τους γνώρισα και τους αγάπησα κάπου αλλού πριν... η Φύση εδώ δεν είναι η Φύση των τροπικών... Είναι μία εξοικειωμένη φύση που αγαπάει τον άνθρωπο, και γίνεται όμορφη γι' αυτόν μ' έναν γκρίζο και γαλάζιο τρόπο, σαν τις γυναίκες της Ιαπωνίας, κι όπου τα δέντρα μοιάζει να καταλαβαίνουν τι λένε οι άνθρωποι γι' αυτά – μοιάζει να έχουν κι αυτά ανθρώπινη ψυχή...».

Είχε έντονα την αίσθηση ότι πατούσε χώματα που, όπως στην αρχαία Ελλάδα, εκτός από ανθρώπους τα περπατούσαν και θεοί κι όπου τα ιερά σημάδια ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν για όσους ζούσαν πλάι τους. Τόποι, με άλλα λόγια, ιεροί κι ανέγγιχτοι. Αλλά και η ζωή των ανθρώπων αυτής της Επαρχίας των θεών τού φάνηκε ανώτερη απ' ό,τι είχε γνωρίσει ως τότε στις χώρες που υποχρεώθηκε να ζήσει. Οι σκέψεις του για αυτή τη ζωή αποτελεί έτσι το κύριο περιεχόμενο της αλληλογραφίας του εκείνη την περίοδο με τον καθηγητή Chamberlain. Αλληλογραφία που για το λόγο αυτό αποτελεί για μάς την πιο πολύτιμη πηγή για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της σκέψης του σχετικά με την Ιαπωνία: «...όλο και πιο πολύ, παρατηρώντας την ευτυχισμένη ζωή αυτών των ανθρώπων, αμφιβάλλω αν ο πολιτισμός μας είναι ηθικά ό,τι πιστεύουμε πως είναι... » Και σε μια άλλη επιστολή διαβεβαιώνει ότι έχει πια την πεποίθηση: «...ότι η ηθική πλευρά του παλαιού ιαπωνικού πολιτισμού ήταν τόσο πιο πολύ προχωρημένη όσο πιο πίσω ήταν από την υλική σκοπιά». Και φυσικά όσα ξεδιπλώνονταν ως αξίες αυτής της ζωής ήταν φυσικό να τον οδηγήσουν σε μια καίριας σημασίας –ακόμη και για τις μέρες μας– έλλειψη οποιασδήποτε αυταπάτης για την πραγματικότητα που έκρυβε η έννοια «πρόοδος»: «Ίσως ο νόμος της προόδου σημαίνει απλά αύξηση της αθλιότητας και αξιοθρήνητη ανάπτυξη του εγωϊσμού και της ζήλειας, όπως επίσης την καταπίεση των πολλών προς όφελος των λίγων. Ίσως ο Σοπενάουερ να έχει δίκιο...»

Όλες αυτές οι σκέψεις καθόρισαν ουσιαστικά και το περιεχόμενο της γλωσσικής διδασκαλίας του καθώς, όπως ρητά δήλωνε, δίδασκε στους μαθητές του την ξένη γλώσσα με κύρια επιδίωξη να τους καταστήσει ικανούς να την μετατρέψουν σε εκφραστικό όργανο του δικού τους κόσμου. Τους έκανε έτσι να αισθάνονται περήφανοι για τις παραδόσεις και τους θεσμούς τους και δεν έχανε ευκαιρία να μην καταδικάσει το προσηλυτιστικό έργο των ιεραποστόλων (από την σκοπιά αυτή η ιστορία Η περίπτωση της Ο Ταϊ είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει για το θέμα), έχοντας απόλυτα ξεκάθαρο στο μυαλό του ότι η Ιαπωνία δεν έχει να κερδίσει τίποτα από τον χριστιανισμό: «...Είμαι πρακτικά ένας προδότης για την Αγγλία (ε;) κι αποστάτης. Στην αιώνια τάξη των πραγμάτων όμως, ξέρω ότι έχω δίκιο...»

Όταν οι οικογενειακές ανάγκες – αυτός ήταν η μόνη χρηματική πηγή της πολυπληθέστατης παραδοσιακής οικογένειάς του μετά το γάμο – τον οδήγησαν να βρεί δουλειά και να ζήσει με τη σειρά στις πόλεις Κουμαμότο, Κόμπε και τέλος στο Τόκυο, τού αποκαλύφτηκε σε πολύ πιο έντονο βαθμό η ασχήμια της Νέας Ιαπωνίας, καθώς ξανάβρισκε ό,τι πίστεψε ότι είχε αφήσει πίσω του οριστικά, όταν έφτασε στην Ιαπωνία. Η αντίδρασή του για την πόλη Κουμαμότο, είναι ενδεικτική: «...θάθελα τόσο να πετάξω για πάντα έξω απ' την περίοδο Μεϊτζί, να κολυμπήσω ενάντια στο ρεύμα του Χρόνου, στην περίοδο Τέμπο ή στην εποχή του Μικάδο Γυριάκου, δεκατέσσερις εκατονταετίες πίσω... Η Κουμαμότο δεν μού φαίνεται Ιαπωνία. Τη μισώ...» Κι από την πόλη Κόμπε, κάτι ανάλογο: «...το συμπέρασμά μου είναι ότι η γοητεία της ιαπωνικής ζωής είναι σε μεγάλο βαθμό η γοητεία της παιδικής ηλικίας, κι ότι αυτή, πιο όμορφη απ' όλες τις φυλετικές παιδικές ηλικίες, περνάει σε μια εφηβεία που απειλεί να είναι αποκρουστική...» Και ο κολοφώνας της απογοήτευσης, η διαπίστωση στο Τόκυο: «Τι άραγε τελικά υπάρχει στην Ιαπωνία ν' αγαπήσεις, εκτός απ' ό,τι χάνεται;...» Κι η θλίψη, η νοσταλγία αλλά και το αναπόφευκτο της ροής των πραγμάτων διατυπώθηκε τόσο καίρια στην τελευταία φράση του κειμένου Χοράϊ: «... Μοχθηροί άνεμοι απ' τη Δύση φυσούνε πάνω στη Χοράϊ ∙ κι η μαγική ατμόσφαιρα, αλλοίμονο! μαζεύεται και φεύγει καθώς φτάνουν...δεν πρόκειται πια να την ξαναβρεί παρά μονάχα σε ζωγραφιές, ποιήματα και όνειρα...»

Όπως συμπεραίνει ο Donald Richie: «Με το ένα μάτι του ο Χερν είδε καλά τι ήταν αυτό που συντελούνταν στην Ιαπωνία του»! Ωστόσο είναι εξίσου αληθινό ότι ο Λευκάδιος Χερν δεν απέρριπτε τελείως τη νέα πραγματικότητα που είχε επιφέρει η βιομηχανική επανάσταση στη ζωή των ανθρώπων ή τουλάχιστον αναγνώριζε ότι αυτή αποτελούσε το αμετακίνητο πλαίσιο της ανθρώπινης ζωής στην εποχή μας. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά στον καθηγητή Chamberlain: «... Ό,τι αγαπάμε εγώ κι εσείς – ό,τι θαυμάζουμε – ό,τι προσδοκούμε – δεν ανήκει στον βιομηχανικό κόσμο ∙ ωστόσο μόνο με την εκβιομηχάνιση ο καθένας από μας – ακόμη και ο Σπένσερ ή ο Χάξλεϋ ή ο Τέννυσον – μπορεί να υπάρξει. Μπορούμε και πράττουμε ό,τι είναι όμορφο ή ορθό μόνο με τη βοήθεια της εκβιομηχάνισης, εκτός και αν, όπως ο Θορώ, επιλέξουμε να ζήσουμε στο δάσος...».

Στο Τόκυο βέβαια η έδρα της Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο που του προσφέρθηκε το Δεκέμβριο του 1895 αποτελούσε την ουσιαστική αναγνώριση της σημαντικής προσφοράς του, ενώ παράλληλα, αρχικά τουλάχιστον, διασφάλιζε οικονομικά την κατάστασή του. Όταν μετά το θάνατό του, δημοσιεύτηκαν στο σύνολό τους οι πανεπιστημιακές παραδόσεις του, επαινέθηκαν ως μία από τις πιο γοητευτικές και πρωτότυπες παρουσιάσεις της αγγλικής λογοτεχνίας. Στην ίδια την Αγγλία μάλιστα θεωρήθηκαν έργο ξεχωριστής σημασίας.

Παράλληλα ωστόσο συνέχισε και στο Τόκυο την προσπάθειά του ν' ανιχνεύσει σε ό,τι συνιστούσε τη νέα κοινωνική πραγματικότητα την επιβίωση στοιχείων της Παλαιάς Ιαπωνίας, ενώ όλο και πιο πολύ επιχειρούσε να κατανοήσει τα ουσιαστικά διακυβεύματα της νέας πορείας που ακολουθούσε η χώρα της οποίας ήταν ήδη πολίτης: Ο Γιακούμο Κοϊζούμι είχε πάρει, δηλαδή, οριστικά τη θέση του Λευκάδιου Χερν, με τη μοίρα όμως να μοιάζει ότι θέλει να τού παίξει ακόμη ένα παιχνίδι, καθώς η δυσχερής οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκε η οικογένεια μετά την παραίτησή του από το Πανεπιστήμιο, το Μάρτιο του 1903, τον ωθούσαν να δεχτεί τις προτάσεις που του είχαν γίνει για τη θέση λέκτορα, τόσο από το Cornel University όσο και από το University of London.

Ο πρόωρος θάνατός του στις 19 Σεπτεμβρίου του 1904, τα ματαίωσε όλα αυτά, αφήνοντας για πάντα το Λευκάδιο Χερν στο χώμα της χώρας που έζησε τα πιο δημιουργικά χρόνια της σύντομης ζωής του. Ένα απ' τα τελευταία κείμενά του (Survivals), περιέχει τη σύνοψη ίσως της γοητείας που άσκησε επάνω του η Ιαπωνία, γοητεία που στα μάτια των συγχρόνών του έμοιαζε αρχαϊκή και άρα ήταν η γοητεία του κόσμου που δεν γίνεται να ξαναβρούμε «...αν δεν αισθάνεσαι την ομορφιά αυτής της αρχαϊκής ζωής είναι σαν ν' αποδείχνεις στον εαυτό σου ότι είσαι ανίκανος να αισθανθείς την οποιαδήποτε ομορφιά. Ακόμη κι ο ελληνικός κόσμος, για τον οποίον οι λόγιοι και οι ποιητές μας εκφράζουν τόσον ενθουσιασμό, θα πρέπει από πολλές απόψεις να ήταν ένας τέτοιος κόσμος, κόσμος που την καθημερινή πνευματική ύπαρξη κανένα σύγχρονο μυαλό δεν μπορεί να συμμεριστεί».

Θα 'θελα να τελειώσω, ως συνοπτική, ουσιαστική όμως, αξιολόγηση της σπουδαιότητας των κειμένων του Λευκάδιου Χερν για την Ιαπωνία, με το ακόλουθο απόσπασμα από το επιμνημόσυνο κείμενο του ποιητή Γιόνε Ναγκούσι, λίγες μέρες μετά την κηδεία του Χερν: «...Αληθινά ήταν ένα λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο ιαπωνικό βάζο, παλιό όσο κι κόσμος, όμορφο σαν μπουμπούκι κερασιάς. Αλλοίμονο! Το πανέμορφο βάζο έσπασε. Δεν είναι πια ανάμεσά μας. Σίγουρα θάταν καλύτερα να είχαμε χάσει δύο τρία αντιτορπιλικά μας στο Πορτ Άρθουρ, παρά που χάσαμε το Λευκάδιο Χερν».

Ευχαριστώ