Η ΒΡΥΣΗ ΜΑΣ Η ΑΧΥΡΕΝΑ - «Κερατάδες Αλεξανδρίτες

http://www.kolivas.de/archives
Γράφει ο συνεργάτης μας Αιθεροβάμων…

Ενός περίπου, χιλιόμετρου απόσταση από την πλατεία μας (Πλατεία Φωτεινού στα Λαζαράτα) του δρόμου που πάει προς Αλέξανδρο, είναι η βρύση μας η Αχύρενα (ίσως την είπανε έτσι γιατί κάποτε το καλοκαίρι στερεύει και δεν κρατάει νερό, ούτε .άχυρα!)


........................................

Σούρουπο πήγε να γεμίσει τη βαρέλα της στη βρύση η όμορφη χήρα η Μαριγούλα η Βιόλενα. Ψηλή, λυγερή, γαλανομάτα με πρόσωπο, χέρια, πόδια τριανταφυλλένια.




Ζεστή γυναίκα κι έχουν να λένε τάχα, πως αν έμεινε χήρα στα τριάντα πέντε της χρόνια, η δική της η κάψα ήτανε η αφορμή.
Τον έφαγε η λυσσάρω τον καημένο τον Αντώνη (τον άντρα της) λέγανε.
Την πήρε χαμπάρι πως πάει για τη βρύση ο γείτονας της ο Ζώης ο Βαλτσόλας τριανταπεντάρης κι αυτός και παντρεμένος, που από καιρό της «τα' ριχνε», μα που δε μπορούσε να τη ξεμοναχιάσει. Στενός ο κύκλος.
Κι ύστερα, βλέπεις, «ο λόγγος έχει αυτιά κι ο κάμπος μάτια», που λένε.
Ύστερα κι η Μαριγούλα μ' όλη την κάψα της σάρκας της, που δύσκολα μπορούσε να κρύψει μέσα στα μαύρα φουστάνια της και τις κατάμαυρες σπαλέτες, μανδήλες και ποδιές της, δεν ήθελε να πέσει τ' όνομά της στις φαρμακερές γλώσσες της γειτονιάς.
Την πήρε λοιπόν χαμπάρι ο Ζώης που την παρακολουθούσε πάντα κι ώσπου να φτάσει στη βρύση, νάτονε κι αυτός καβάλα στον ξέστρωτο γάιδαρό του, τάχατες για να τον ποτίσει.
Από πολλή ώρα είχανε σταματήσει οι χωριανές το πήγαινε έλα στη βρύση για νερό.
Οι δουλευτάδες στ' αμπελοχώραφα είχανε πια μπεί στο χωριό, τα κοπάδια θ' αργούσαν να περάσουν για το πότισμα και περαστικός κανένας δεν περνούσε.



Γλυκό απριλιάτικο δειλινό και κει ψηλά στους Αγίους Αποστόλους κάποιος μάγος ζωγράφος είχε βάψει τους ουρανούς με χίλια γλυκά ρόδινα χρώματα.




Έβαλε τη βαρέλα της η Μαριγούλα στο κανάλι να γεμίσει κι αυτή σκυμμένη απάνω της τύλιγε ένα πλατανόφυλλο για να βουλώσει τη βίγλα της βαρέλας της.
Ωστόσο, αν και σκυμμένη, ένοιωσε το διάνεμα του Ζώη.
Ήταν δα απ' τις γυναίκες που καθώς λένε « έχει κι ο κ.. τους μάτια».
Τον ένοιωσε να πλησιάζει μα έκανε την ανυποψίαστη τάχα και σκυμμένη προσπαθούσε να βουλώσει τη βίγλα. Μα έτσι προκλητικά σκυμμένη καθώς ήτανε, κι όπως μια χρυσόξανθη πλεξούδα απ' τη μαύρη της μαντήλα κι ανακατεμένη στα μαύρα της φορέματα φώναζε για την ομορφιά και τα νιάτα της, γινότανε πιο επιθυμητή.
Ο Ζώης την πλησίασε και κάτι μουρμούρισε σαν χαιρετισμό μα εκείνη έκανε πως δεν άκουσε. Τράβηξε το γάιδαρό του προς τον κορίτο για να τον ποτίσει μα εκείνος που δε διψούσε στύλωσε τα μπροστινά του πόδια και ούτε ήθελε το άτιμο το ζωντανό να προχωρήσει και να πλησιάσει τον κορίτο.
Το μάτι του Ζώη γυάλιζε που γυάλιζε.
Ήτανε πάνω στην προκλητικά σκυμμένη γυναίκα και κάποια στιγμή, αφήνοντας το κατραμόσχοινο, της ρίχτηκε.
Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Μονάχα του' πε παρακαλεστικά, τάχα:
- Μη, κ'μπάρε Ζώη! Δεν κάνει, είναι αμαρτία.
- Κιο δε θα σε σφάξω ..
- Μη! Είναι αμαρτία.
- Κιο δεν είναι Παρασκευή.
- Ναι, παραδέχτηκε εκείνη. Σάββατο είναι, μα είναι αμαρτία.
- Μα τι οβριός είμαι, της απάντησε, ενώ τα χέρια του σφίγγανε τη ζουμερή σάρκα της.
- Είναι αμαρτία κ'μπάρε, έλεγε και ξανάλεγε εκείνη.
- Αμαρτία - ξαμαρτία, εσύ φταις που μου τουρλώθηκες έτσι. Δεν σε χαρίζω σήμερα.
Όμως, εκείνη τη στιγμή ένα ξαφνικό ποδοβολητό ζώων και φωνές ανακατεμένες με γέλια ακούστηκαν πέρα από το πρόβαλμα της βόλτας.
Ήταν κάποιοι Αλεξανδρίτες, που καθυστερημένοι γυρίζανε απ' τη Χώρα στο χωριό τους.
Πετάχτηκε επάνω ξαναμμένη η Μαριγούλα αναμμένη ροδοκόκκινη.
- Σα δε ντρέπεσαι κ'μπάρε Ζώη! Ντροπή σου!




Ο Ζώης τα' χασε. Τραβήχτηκε πίσω, άρπαξε το σχοινί του γαϊδάρου και τον τράβηξε πέρα στον πλάτανο βλαστημώντας.
Κερατάδες Αλεξανδρίτες!



Πίσω από το μπουλούκι που προσπέρασε με συζητήσεις και γέλια ερχότανε κι η Δημητρούλα του Νταραμά, μια γεροντοκόρη κάπου εξήντα χρονών, που ζούσε μόνη κι έρμη η άχαρη, για να γεμίσει την τζετζερούλα της.


Έτσι και να ήθελε η χήρα η Μαριγούλα να ξεφύγει ή να ξεμείνει δε μπορούσε πιά. Περίμενε λοιπόν να γεμίσει τη τζετζερούλα της εκείνη και κίνησε μαζί της για το χωριό μουρμουρίζοντας κι αυτή, μέσα της όμως: «Κερατάδες Αλεξανδρίτες.»