Ελληνικοί πληθυσμοί στα ρουμανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας

Ελληνικοί πληθυσμοί στα ρουμανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας
For citationΠαπακωνσταντίνου Κατερίνα, «Ελληνικοί πληθυσμοί στα ρουμανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας», 2008,
Encyclopaedia of the Hellenic World, Black Sea
URL: <http://kassiani.fhw.gr/l.aspx?id=12399>
Ελληνικοί πληθυσμοί στα ρουμανικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας (12/20/2008 v.1)Greek populations at the Romanian shores of the Black Sea (1/15/2009 v.1)
1. Ανθρωπογεωγραφία 
Η ελληνική παρουσία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, οι οποίες το 1878 συγκρότησαν το ανεξάρτητο κράτος της Ρουμανίας, ανάγεται στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν άρχισαν να αναρριχώνται στο θρόνο της Μολδαβίας και της Βλαχίας μέλη της κοινωνικής ομάδας των Φαναριωτών (1711-1821). Στη διάρκεια του 19ου αιώνα εγκαθίστανται στα λιμάνια του Δούναβη αλλά και στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας Έλληνες επιχειρηματίες, έμποροι και πλοιοκτήτες, των οποίων η παρουσία στα ρουμανικά εδάφη περιορίζεται στα μέσα του 20ού αιώνα. Νέα κύματα Ελλήνων, προσφύγων αυτή τη φορά, εμφανίζονται στη χώρα με το τέλος του ελληνικού Εμφύλιου πολέμου. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στη χώρα σπουδάζουν Έλληνες φοιτητές στις ιατρικές σχολές και από τη δεκαετία του 1990 ελληνικές επιχειρήσεις διατηρούν υποκαταστήματα και γραφεία σε σημαντικά οικονομικά κέντρα της χώρας.
2. Δημογραφικά στοιχεία 

Κατά την απογραφή του 1860 το Γαλάτσι είχε πληθυσμό 36.000 κατοίκους, η Βραΐλα 26.000, ενώ ο Σουλινάς αριθμούσε 3.000 ψυχές. Ήδη στα 1865 στις Ηγεμονίες ήταν εγκατεστημένοι 13.000 Έλληνες, από τους οποίους οι περισσότεροι κατοικούσαν στα τρία αυτά λιμάνια.1 Συνεπώς, το ένα πέμπτο σχεδόν του πληθυσμού των κυριότερων παραδουνάβιων λιμανιών ήταν Έλληνες. Υπολογίζεται ότι στα μέσα του 19ου αιώνα ο αριθμός των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν εκεί έφτασε ίσως τα 35-40.000 άτομα, ενώ στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα –εποχή της μεγαλύτερης ακμής του Ελληνισμού της Ρουμανίας– πλησίαζε τις 60.000 ψυχές.2 Ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων επιχειρηματιών του 19ου αιώνα αποχώρησε από τη χώρα στις αρχές του 20ού αιώνα, ωστόσο στο τέλος του ελληνικού Εμφυλίου, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, έφτασαν στη Ρουμανία 9.000 Έλληνες, οι οποίοι διέμειναν στη χώρα ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε σε μεγάλο βαθμό επαναπατρίστηκαν.3

Σήμερα υπάρχουν στη Ρουμανία 2.826 ελληνικές επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται πολλοί Έλληνες, που ζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ρουμανικές πόλεις. Υπολογίζεται ότι στη χώρα κατοικούν περίπου 15.000 Έλληνες, απόγονοι των παλαιών Ελλήνων της Ρουμανίας ή των πολιτικών προσφύγων.4

3. Ιστορία

Όπως αναφέρθηκε, οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες αποτέλεσαν σημαντικό χώρο προσέλευσης ελληνικών πληθυσμών κυρίως στη διάρκεια του 18ου αιώνα, όταν μέλη φαναριώτικων οικογενειών ανέρχονταν στους ηγεμονικούς θρόνους της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Μολονότι η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης έθεσε τέλος στην παρουσία των Φαναριωτών και των αυλών τους στο χώρο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, η καλλιέργεια σιτηρών ανέδειξε τον Δούναβη και τις περιοχές που διασχίζει σε κέντροεμπορίου και ναυσιπλοΐας, που προσέλκυσε σημαντικό αριθμό Ελλήνων. Η πλειοψηφία των Ελλήνων μετακινήθηκε προς τα λιμάνια του Δούναβη μετά τη συνθήκη της Αδριανούπολης (1829), η οποία άνοιξε την αγορά των σιτηρών σε άλλες χώρες. Οι περισσότεροι από αυτούς κατάγονταν από τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα Ιόνια νησιά, ιδιαίτερα μάλιστα από την Ιθάκη και την Κεφαλονιά, οι οποίοι γνώριζαν τα μυστικά της ναυτιλίας. Από τους πρώτους που εγκαταστάθηκαν εκεί ήταν οι ΧιώτεςΠ. Αργέντης και Φ. Σεκιάρης. Επιπλέον, μέλη των εμπορικών οίκων των Ράλλη, Βούρου, Μελά και Ξένου είχαν εγκατασταθεί στο λιμάνι της Βραΐλας και έστελναν φορτία σιτηρών στη Μασσαλία και στα λιμάνια της Βρετανίας. Η παρουσία των Ελλήνων στη Ρουμανία ενισχύθηκε αριθμητικά και οικονομικά με την προσέλευση μεγαλύτερου αριθμού εμπόρων, επιχειρηματιών, ναυτιλιακών πρακτόρων και υπαλλήλων σε ελληνικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή γνώρισε σημαντικά εμπόδια από τα μέσα του 19ου αιώνα, στις αρχές του 20ού αιώνα, την περίοδο του Μεσοπολέμου και τελικά στα τέλη του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου με την επικράτηση του κομουνιστικού καθεστώτος. Πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1940, ωστόσο κύματα προσφύγων έφτασαν στη χώρα στη διάρκεια και με το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου. Υπολογίζεται ότι περίπου 9.000 Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στη Ρουμανία.5 Το Βουκουρέστι, άλλωστε, χρησίμευσε για ένα διάστημα ως έδρα του Κομουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ).

Οι πολιτικοί πρόσφυγες επαναπατρίστηκαν, κατά το μεγαλύτερό τους μέρος, στη δεκαετία του 1980, αλλά η ελληνική παρουσία στη Ρουμανία ανανεώθηκε με ένα νέο κύμα μεταναστών, φοιτητών αυτή τη φορά, οι οποίοι από τη δεκαετία του 1970 και μετά μεταβαίνουν για σπουδές, κυρίως ιατρικής, στα πανεπιστήμια της χώρας. Τέλος, από τη δεκαετία του 1990 και μετά πολλές ελληνικές επιχειρήσεις άρχισαν να δραστηριοποιούνται στη χώρα.

Ένα από τα σημαντικότερα κέντρα των Ελλήνων στη Ρουμανία συνιστούσε η μικρή πόλη του Σουλινά, όπου έδρευαν υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δουνάβεως και πολλές εμπορικές επιχειρήσεις που εξήγαν τα σιτηρά που έφταναν στο Δέλτα του Δούναβη πάνω σε ποταμόπλοια. Στην παραλία της πόλης είχαν χτιστεί τα κτήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και ατμοπλοϊκά πρακτορεία, ξενοδοχεία και καφενεία. Στη δεξιά όχθη του ποταμού υπήρχαν αποθήκες και καλύβες που συγκροτούσαν ξεχωριστό οικισμό. Το 1898 ο δημοσιογράφος Γ. Π. Παρασκευόπουλος, που πέρασε από εκεί, υπολογίζει τους Έλληνες σε 5-6.000 άτομα,6 ενώ αντίστοιχος ήταν και ο αριθμός των Ελλήνων που ζούσαν στη Βραΐλα. Αξίζει να αναφερθεί ότι στον Σουλινά η ελληνική γλώσσα είχε καταστεί ένα είδος κοινής γλώσσας για όλους τους εμπόρους και τους ναυτικούς του λιμανιού, Άγγλους, Εβραίους, Ρουμάνους και Τούρκους. Ο ίδιος υπολογίζει ότι το 1897 εισήλθαν στον Σουλινά 544 αγγλικά ατμόπλοια, 140 ρωσικά, 110 αυστριακά και 100 ελληνικά.7

Η Κωνστάντζα είναι ουσιαστικά το μοναδικό λιμάνι της Ρουμανίας στη Μαύρη ΘάλασσαΣτη διάρκεια του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού η πόλη αποτελούσε παραθεριστικό κέντρο της Ρουμανίας, όπου κάθε καλοκαίρι συνέρρεε πλήθος κόσμου. Ταυτόχρονα ήταν τόπος διαμονής πολλών Ελλήνων που ασχολούνταν με το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο. Η πόλη αποτελούσε την είσοδο στη χώρα προϊόντων που μεταφέρονταν διά θαλάσσης, αλλά και έξοδος ειδών που παράγονταν στην ενδοχώρα και προωθούνταν στο εξωτερικό.

Άλλα, μικρότερα κέντρα του Ελληνισμού στην περιοχή ήταν οι ναυτικές κωμοπόλεις της Καβάρνας και του Μπαλτσίκ(Βαλτσήκιον), που αναφέρει ο Μιχαήλ Α. Δένδιας το 1919. Ελληνικοί πληθυσμοί διέμεναν και ασχολούνταν με τη ναυτιλία και την αλιεία και σε άλλα λιμάνια και χωριά νοτίως της Κωνστάντζας, όπως η Μαγκάλια (αρχ. Κάλλατις).8

4. Οικονομία

Οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ήταν για αιώνες ο σιτοβολώνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προμήθευε με σιτηρά τηνΚωνσταντινούπολη. Η μεταφορά των σιτηρών γινόταν είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης με πλοία με οθωμανική σημαία, καθώς έως το 1774 τα Στενά του Βοσπόρου ήταν κλειστά σε πλοία άλλων κρατών. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 και τη συνθήκη της Αδριανούπολης του 1829 έγινε δυνατός ο διάπλους των Στενών από εμπορικά πλοία ξένων χωρών. Η αύξηση της ναυσιπλοΐας στη Μαύρη Θάλασσα επηρέασε θετικά την κίνηση του εμπορίου στα παράλιά της με αποτέλεσμα οι βαλκανικές ακτές της να γνωρίσουν άνθηση καθώς με την προσέγγιση ευρωπαϊκών πλοίων αυξανόταν και το εμπόριο σιτηρών. Στο διάστημα 1830-1914 εξαγόταν από τα λιμάνια της το 30-40% της συνολικής εξαγωγής σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας.9 Με τις αλλαγές που επέφερε ο Κριμαϊκός Πόλεμος επιταχύνθηκε η συμμετοχή της περιοχής στο διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία. Ωστόσο ως τα μέσα του 19ου αιώνα η παραγωγή της ενδοχώρας της Βλαχίας και της Μολδαβίας σε σιτηρά προωθούνταν με δυσκολία ως τα παράλια για να φορτωθεί σε πλοία. Μέσα από τις σιτοπαραγωγικές περιοχές περνούσε ο Δούναβης, που όμως δεν ήταν πλωτός σε όλο του το μήκος, γεγονός που δημιουργούσε σημαντικές δυσκολίες στη ναυσιπλοΐα. Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, συγκεκριμένα το 1856, συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Δουνάβεως με τη συμμετοχή της Αψβουργικής Μοναρχίας, της Αγγλίας, της Πρωσίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, του Βασιλείου της Σαρδηνίας και της Ρωσίας με σκοπό την αστυνόμευση και τη ρύθμιση της ναυσιπλοΐας στον ποταμό. Με τη χρήση μηχανικών μέσων η Επιτροπή προχώρησε στην εκβάθυνση του ποταμού ώστε να καταστεί πλεύσιμος για τα μεγαλύτερα σκάφη. Σταδιακά, και ως το 1902, οπότε ολοκληρώθηκαν τα έργα, ο Σουλινάς από διαμετακομιστικό λιμάνι στις εκβολές του Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα μεταβλήθηκε σε σημαντικό εξαγωγικό λιμάνι. Παράλληλα, τα λιμάνια στις όχθες του Δούναβη, το Γαλάτσι και η Βραΐλα, γνώρισαν σημαντική άνοδο.

Ο Σουλινάς ήταν αρχικά ένα διαμετακομιστικό λιμάνι, το οποίο εξελίχθηκε τελικά σε σημαντικό εξαγωγικό κέντρο της Μαύρης Θάλασσας. Το αβαθές αμμώδες φράγμα που σχηματιζόταν μετά το λιμάνι στην είσοδο του ποταμού και οι δυσκολίες ποταμοπλοΐας που παρουσιάστηκαν αργότερα ανάγκαζαν τα μεγάλα πλοία να φορτώνουν εκεί, ενώ τα φορτία έφταναν από το Γαλάτσι και τη Βραΐλα τις περισσότερες φορές σε σιδερένιες μεγάλες μαούνες, τα «σλέπια». Οι μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες σλεπιών, που ήταν παράλληλα και ιδιοκτήτες ποντοπόρων ιστιοφόρων πλοίων, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1880 άρχισαν σταδιακά να αγοράζουν ατμόπλοια. Στο τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα τα λιμάνια του Δούναβη αποτέλεσαν κομβικό σημείο των Ελλήνων επιχειρηματιών, με μέλη οικογενειών να ασχολούνται με επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εμπόριο, τη ναυτιλία και τα τραπεζικά. Οι επιφανέστεροι έμποροι και πλοιοκτήτες στην περιοχή ανήκαν στις οικογένειες τωνΘεοφιλάτουΣταθάτουΛυκιαρδόπουλουΕμπειρίκου και Βαλεριάνου.

Στον Σουλινά δραστηριοποιήθηκαν επίσης πολλοί Έλληνες ως πιλότοι των πλοίων, οδηγοί ρυμουλκών αλλά και ναυτιλιακοί πράκτορες. Τα πλοία που ήθελαν να εισέλθουν στον Δούναβη χρησιμοποιούσαν πλοηγούς που διέμεναν στον Σουλινά και αναλάμβαναν να οδηγήσουν το πλοίο μέσα από τα αβαθή του ποταμού ως τη Βραΐλα για να παραλάβει το φορτίο του. Κάθε ατμόπλοιο είχε τον πράκτορά του στην πόλη, ο οποίος εξομάλυνε κάθε διαφορά μεταξύ του πλοιάρχου και της εταιρείας, κατέβαλε το δικαίωμα του διάπλου και εν γένει διευκόλυνε την ταχύτερη αναχώρηση του ατμόπλοιου. Οι πράκτορες ήταν υποχρεωμένοι να μιλούν πολλές γλώσσες και κυρίως αγγλικά και αντιπροσώπευαν τόσο ξένα όσο και ελληνικά ατμόπλοια. Στο λιμάνι δραστηριοποιούνταν επίσης οι αντιπρόσωποι των ελληνικών εμπορικών οίκων, οι οποίοι επιστατούσαν στη φόρτωση των ατμόπλοιων.

Οι Έλληνες της Ρουμανίας, και ιδίως της Βραΐλας, του Γαλατσίου και της Κωνστάντζας, που ήταν μεγάλα αστικά κέντρα, ασχολήθηκαν με επιτυχία με όλους τους τομείς της οικονομίας. Εκτός από το εμπόριο σιτηρών και ξυλείας, και τη ναυτιλία, ασχολήθηκαν με την εκμετάλλευση της γης. Αρκετοί ανέπτυξαν δραστηριότητες ως βιομήχανοι, βιοτέχνες, τραπεζίτες, γιατροί, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, εκδότες, δημοσιογράφοι, τυπογράφοι, υπάλληλοι.

Η Κωστάντζα, που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα τέλη του 19ου αιώνα, συνιστούσε μια ιδιαίτερη περίπτωση στη Ρουμανία. Αποτελούσε και αυτή λιμάνι εξαγωγής σιτηρών, αλλά η σημασία της αυξανόταν ιδιαίτερα όταν η πρόσβαση των ατμόπλοιων στον Δούναβη κατά τους χειμερινούς μήνες ήταν αδύνατη. Τα σιτάρια έφταναν με μικρά πλεούμενα ή διά ξηράς ως το λιμάνι, όπου φορτώνονταν σε μεγάλα ατμόπλοια. Επιπλέον, ήταν λιμάνι εισαγωγής ειδών της βιομηχανικής παραγωγής της δυτικής Ευρώπης, καθώς και αποικιακών ειδών. Οι Έλληνες της πόλης είχαν ποικίλη εμπορική και επιχειρηματική παρουσία.

5. Κοινοτική ζωή

Οι ελληνικές κοινότητες, συνολικά της Ρουμανίας και ειδικότερα των παραδουνάβιων και παραθαλάσσιων λιμανιών, χαρακτηρίζονταν από σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο. Όπως υπογραμμίσαμε παραπάνω, οι σπουδαιότερες ιδρύθηκαν στα λιμάνια της Βραΐλας, του Γαλατσίου, της Κωνστάντζας, του Σουλινά, του Γιούργεβου (Giurgiu, Τζιούρτζιου) στον Άνω Δούναβη και της Τούλτσας κοντά στις εκβολές του ποταμού, καθώς και στην πρωτεύουσα της χώρας, το Βουκουρέστι. Οι ελληνικές κοινότητες ήταν καλά οργανωμένες, με τις εκκλησίες και τα σχολεία τους, τους συλλόγους, τις βιβλιοθήκες και τιςεφημερίδες τους.

Ορισμένοι Έλληνες αναμείχθηκαν στα πολιτικά πράγματα της Ρουμανίας, με προεξάρχουσα μορφή τον Απόστολο Αρσάκη, που διετέλεσε υπουργός των Εξωτερικών της χώρας. Σημαντική υπήρξε και η ανάπτυξη της ελληνικής τυπογραφίας στις χώρες αυτές: εκτός από τα πολλά ελληνικά βιβλία, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εκδόθηκαν και ελληνικές εφημερίδες. Γενικά η παρουσία των Ελλήνων στη Ρουμανία υπήρξε πολύ ισχυρή και η ελληνική γλώσσα ήταν για μεγάλα διαστήματα διαδεδομένη τόσο στην παιδεία όσο και στο εμπόριο.

Χαρακτηριστικά, στον Σουλινά οι Έλληνες διέθεταν κοινότητα και ναό και σχολεία, ενώ υπήρχε επίσης υποπροξενείο. Στην Κωνστάντζα ζούσαν 3.000 Έλληνες στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι κατάγονταν κυρίως από τον Πόντο αλλά και από πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Αγχίαλος, η Μεσημβρία, το Βασιλικό, η Βάρνα, πόλεις που το 1878 πέρασαν σε βουλγαρική κυριαρχία.10 Η ελληνική κοινότητα ήταν πολυάριθμη και οικονομικά ανθηρή· η ελληνική εκκλησία είχε χτιστεί το 1868, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν δύο ελληνικά σχολεία αλλά και θέατρο όπου έδιναν παραστάσεις ελληνικοί και ρουμανικοί θίασοι. Επιπλέον οι Έλληνες της πόλης είχαν ιδρύσει τον φιλολογικό σύλλογο «Ελπίς» και οι Ελληνίδες της πόλης λειτουργούσαν φιλόπτωχο ταμείο.11
1. Καρδάσης, Β.  Χαρλαύτη, Τζ., «Αναζητώντας τις χώρες της επαγγελίας: ο απόδημος Ελληνισμός από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», στο Χασιώτης, Ι.Κ.  Κατσιαρδή-Hering, Ο. Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας(Αθήνα 2006), σελ. 60.
2. Γεωργιτσογιάννη, Ε.Ν., «Ρουμανία», στο Χασιώτης, Ι.Κ.  Κατσιαρδή-Hering, Ο.  Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 183-184.
3. Βαν Μπουσχότεν, Ρ., «“Ενότητα και Αδελφότητα”: Σλαβομακεδόνες και Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη», στο Βουτυρά, Ε. κ.ά. (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη(Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 50.
4. Γεωργιτσογιάννη, Ε.Ν., «Ρουμανία», στο Χασιώτης, Ι.Κ.  Κατσιαρδή-Hering, Ο.  Αμπατζή, Ε.Α. (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά, 15ος-21ος αιώνας (Αθήνα 2006), σελ. 185.
5. Βαν Μπουσχότεν, Ρ., «“Ενότητα και Αδελφότητα”: Σλαβομακεδόνες και Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη», στο Βουτυρά, Ε. κ.ά. (επιμ.), «Το όπλο παρά πόδα». Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη(Θεσσαλονίκη 2005), σελ. 50.
6. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 127.
7. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 128.
8. Δένδιας, Μ.Α., Αι ελληνικαί παροικίαι ανά τον κόσμον (Αθήνα 1919), σελ. 47.
9. Χαρλαύτη, Τζ., Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας(Αθήνα 2001), σελ. 174.
10. Παρασκευόπουλος, Γ.Π., Η Μεγάλη Ελλάς ανά την Ρωσσίαν, Ρουμανίαν, Βουλγαρίαν, Σερβίαν, Μαυροβούνιον, Τουρκίαν, Σάμον, Κρήτην, Κύπρον, Αίγυπτον και Παλαιστίνην (Αθήνα 1898), σελ. 205.
11. Κορομηλά, Μ., Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα(Αθήνα 2005), σελ. 157.

Τιμήθηκε η ομογενής Δρ. Όλγα Σαραντοπούλου από την Ελληνική Κοινότητα Παρισιού και Περιχώρων

http://panhellenicpost.com/archives/118795


Panhellenic Post - The Online Newspaper of Hellenism
http://PanhellenicPost.com
Ελληνικό Σπίτι, 8/03/2015
Στο πλαίσιο του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, η Ελληνική Κοινότητα τίμησε την Ολγα Σαραντοπούλου, ως διακεκριμένη Ελληνίδα της διασποράς.
Ο εορτασμός έγινε στις 8 Μαρτίου στις 16.00 στο Ελληνικό Σπίτι, έδρα της Ελληνικής Κοινότητας Παρισιού και Περιχώρων παρουσία της πρέσβειρας της ΟΥΝΕΣΚΟ, κας Κατερίνας Δασκαλάκη, του Προξένου της Ελλάδας Ιάσωνα Κασελάκη, των εκπροσώπων της ΟΥΝΕΣΚΟ, Κατερίνας Στενού και Ιριάνας Λιανάκη, της εκπροσώπου της Κυπριακής Κοινότητας Ελένης Μουσουλός, της δημοσιογράφου Anne Gayet Turner, εκπροσώπου της Εκκλησίας, διακεκριμένων Ελληνίδων καλλιτεχνών και επιστημόνων και πλήθος κόσμου.
SAM_2008
Στιγμιότυπο από την τελετή βράβευσης της Δρ. Όλγας Σαραντοπούλου.
Με τη σειρά της η Ολγα Σαραντοπούλου θέλησε να τιμήσει την Ελληνική Κοινότητα Παρισιού, στην οποία προσέφερε ένα presse papier, που απεικόνιζε το πρώτο αθηναϊκό νόμισμα, όπως επίσης και την Σέτα Θεοδωρίδου, πρώτη γυναίκα πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας Παρισιού και Περιχώρων, στην οποία προσέφερε μια καρφίτσα που απεικόνιζε την πανοπλία με αναπαράσταση του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η ‘Ολγα Σαραντοπούλου είναι Διδάκτωρ Γενικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Βιέννης με ειδικότητα στην Ειδική παθολογία και στην Καρδιολογία στο Hôpital Européen Georges Pompidou του Παρισιού. Γεννημένη στην Αθήνα και μεγαλωμένη στην Βιέννη, όπου η οικογένεια της μετοίκησε όταν ήταν δύο χρονών, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα Ελληνίδας της Διασποράς, ομογενούς δεύτερης γενιάς, επιστημόνισας, αλλά και γυναίκας που υπηρέτησε για πολλά χρόνια από διάφορες θέσεις τον απόδημο Ελληνισμό. Γραμματέας στο Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού από το 2003, είναι συγχρόνως Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αυστρίας.
Κύριος άξονας της ομιλίας της Ολγας Σαραντοπούλου στην Ελληνική Κοινότητα Παρισίου και Περιχώρων ήταν ο επαναπροσδιορισμός της θέσης της ελληνίδας γυναίκας στις νέες ανάγκες του απόδημου ελληνισμού.
“Οι ελληνίδες γυναίκες, πολίτες της Ευρώπης, πολίτες του κόσμου, με πολλαπλούς ρόλους στις κοινωνίες που ζουν και δημιουργούν, αποτελούν ισότιμα μέλη μιας παγκόσμιας κοινωνίας, με κατακτήσεις στο χώρο της οικονομίας, της πολιτικής, των επιστημών και των τεχνών, ενώ παραλληλα παραμένουν σύμβολο της μητρότητας και εγγυητές της ισορροπίας της ελληνικής οικογένειας της διασποράς. Οι ελληνίδες γυναίκες συμβάλλουν καθημερινά στον αγώνα για την ισότητα μέσα σε ολόκληρο τον κόσμο, ανάμεσα σε γυναίκες κάθε φυλής και κάθε εθνικότητας, στον αγώνα για ίσες ευκαιρίες στη ζωή, στην παιδεία, στην υγεία.
Η ελληνίδες γυναίκες του εξωτερικού φέρουν το βάρος της δημιουργίας και διατήρησης του οικοδομήματος του Ελληνισμού σε κάθε γωνιά της γης όπου υπάρχουν Ελληνες, Οπου και αν ταξίδεψα,” τόνισε η ομιλήτρια,”όπου και αν βρέθηκα, οι ελληνίδες γυναίκες με έκαναν να νοιώθω περήφανη για το έργο τους, το δυναμισμό και τό πάθος τους. Από την Αμερική μέχρι την Αυστραλία, από την Αφρική μέχρι την Ουκρανία, συνάντησα γυναίκες που εργάζονται και συνάμα στηρίζουν τους άντρες τους και μεταλαμπαδεύουν στα παιδιά τους την ελληνικη γλώσσα και τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού.”
Στην συνέχεια η ομιλήτρια αναφέρθηκε στην ανάγκη ενεργοποίησης και αξιοποίησης των δικτύων της Ομογένειας, η οποία τα χρόνια αυτά, κυρίως της κρίσης, εχει στηριχτεί και συνεχίζει να λειτουργεί βάσει της άρτιας αυτο-οργάνωσής της.
Αναφέρθηκε στην ανάγκη να δώσουμε φωνή στη νεολαία μας, να προσφέρουμε στα παιδιά μας περισσότερες ευκαιρίες με την ίδρυση υποτροφιών, αλλά και με την ενεργοποίηση και ενδυνάμωση των δικτύων των Ελλήνων επιστημόνων, επιχειρηματιών και πολιτικών.
Τόνισε την ανάγκη δραστηροποίησης του ΣΑΕ σε υγιείς βάσεις είτε την επανίδρυση ενός παγκόσμιου φορέα που θα λειτουργήσει ως μοχλός αμφίδρομης επικοινωνίας μεταξύ της Ελλάδας και της Ομογένειας, με βασικό στόχο να ανταποκριθεί η ελληνική πολιτεία σε καίρια αιτήματα όπως η απόδοση δικαιώματος ψήφου, το θέμα της ελληνόγλωσσης παιδείας, της φορολογίας αποδήμων, της εκδοσης Ταυτότητας Ομογενούς, της επαναφοράς των συντάξεων παλλινοστούντων, κ.α.  και η διεύκολυνση της καθημερινότητας του απόδημου Ελληνα σε ότι έχει να κάνει με τις επαφές του με το ελληνικό Δημόσιο. Ο φορέας αυτός θα συντονίζει τις ζωτικές δυνάμεις των Ελλήνων του εξωτερικού στην προώθηση της Παιδείας και του Πολιτισμού και στην διατήρηση της συναισθηματικής βιωματικής σχέσης του Ελληνα της δεύτερης, τρίτης, τέταρτης γενιάς με την Ελλάδα.
 “Το μεγάλο στοίχημα για όλους μας είναι να μετατρέψουμε την δύναμη που διαθέτουμε σε επένδυση για το μέλλον και για τη συνέχεια του Ελληνισμού, να επαναδιαπραγματευτούμε την θέση μας στον κόσμο, να επαναπροσδιορίσουμε την σχέση μας με την Ελλάδα, δημιουργώντας μια αμφίδρομη σχέση αλληλοϋποστήριξης και αγαστής συνεργασίας, αλλά και η πατρίδα θα πρέπει να συμπεριλάβει στη στρατηγική της για το μέλλον της Ελλάδας τον απόδημο Ελληνισμό. “
Ο εορτασμός έκλεισε με μουσική πιάνου από την Ε. Φρεζύνσκι και γύρω από παραδοσιακά εδέσματα.

Παγκόσμια υπόκλιση στις Καρυάτιδες! – Τα διεθνή ΜΜΕ αποθεώνουν τα εκπληκτικά σκαλίσματα των αγαλμάτων – “Γοητευμένοι από τον αρχαίο τάφο”

Panhellenic Post - The Online Newspaper of Hellenism 
http://PanhellenicPost.com

Τον γύρο του κόσμου έχουν κάνει οι φωτογραφίες ολόκληρων των Καρυάτιδων, που κοσμούν το εσωτερικό του αρχαίου τάφου της Αμφίπολης.
Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης που μεταδίδουν καθημερινά τις εξελίξεις από την πρόοδο των ανασκαφών, δεν διστάσουν να εκφράσουν το δέος τους μπροστά στα δυο αριστουργήματα, εστιάζοντας στις περίτεχνες λεπτομέρειες που έχουν τα δυο αρχαία αγάλματα.
“Οι Έλληνες είναι γοητευμένοι από τον τάφο της Αμφίπολης, της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου”, γράφει το BBC που κάνει εκτενή αναφορά στο έργο των αρχαιολόγων.
Discovery News: "Τα γυναικεία αγάλματα του ελληνικού τάφου αποκαλύπτονται ολόκληρα"


Discovery News: “Τα γυναικεία αγάλματα του ελληνικού τάφου αποκαλύπτονται ολόκληρα”

Ad hoc news,de: “Η λεπτομέρεια από τις Καρυάτιδες από το μακεδονικό τάφο στην Αμφίπολη, στη Βόρεια Ελλάδα”
“Αφήστε αυτά τα αρχαία αγάλματα να είναι η έμπνευση για τα ψηλά κορίτσια που θέλουν να φορούν τακούνια”, αρχίζει με χιούμορ το άρθρο του Live Science για τις Καρυάτιδες.
Και συνεχίζει:”Οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν τα πόδια των γυναικείων αγαλμάτων με τα μακριά κυματιστά μαλλιά, που στέκονται σαν φρουροί στην είσοδο του τρίτου θαλάμου του τάφου. Τα σκαλιστά δάχτυλα έχουν επιβιώσει για περισσότερα από 2.300 χρόνια και τα παπούτσια τους με τη χοντρή σόλα, γνωστά ως κοθόρνοι, έχουν διατηρήσει σημάδια από κόκκινο και κίτρινο χρώμα…”.

ο Λευκαδίτης λόγιος Διονύσιος Κοντογεώργης και ο πατέρας του Πάνος, πρώην καθηγητής της Ιονίου Ακαδημίας,Οι Λευκαδίτες που οργάνωσαν και , λειτουργούσαν στη Κωνστάντζα ιδιωτικά σχολεία,




http://www.ehw.gr/blacksea


Κωστάντζα σπάνιες  φωτογραφίες από το


 κοσμοπολίτικο λιμάνι του Ευξείνου Πόντου

Η Κωστάντζα είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της Ρουμανίας στη Μαύρη θάλασσα και 5η σε μέγεθος πόλη της χώρας.
Η ελληνική παρουσία στη Κωστάντζα είναι πανάρχαιη, από τον 7ο αιώνα π.Χ  όταν ιδρύθηκε η ελληνική αποικία με το όνομα Τόμις.

 Το όνομα της πόλης προέρχεται πιθανότατα από παραφθορά της βυζαντινής ονομασίας «Κωνσταντιανή», που της αποδόθηκε προκειμένου να τιμηθεί η αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου Κωνσταντία. Οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν, ελαφρά μεταλλαγμένη, την ίδια ονομασία: Κιουστεντζέ (Küstence).


Ξενοδοχείο Μπουλεβάρτ.


Ξενοδοχείο Κοντινένταλ.


Ξενοδοχείο Γκράντ


Καζίνο

 Από το 1880 και μετά η Κωστάντζα γνώρισε αξιοσημείωτη οικονομική, δημογραφική και πολιτιστική ανάπτυξη. Πολλά υπέροχα νεοκλασικά ξενοδοχεία, ένα πολυτελέστατο καζίνο καθώς και διάφορα εξαιρετικής κατασκευής δημόσια κτίρια ξεφύτρωσαν παντού. Σε αυτή την ανάπτυξη βοήθησε η ανακατασκευή του λιμένα καθώς και η  κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Βουκουρεστίου-Κωνστάντζας.

Πανοραμική φωτογραφία


Ταχυδρομείο- τηλεγραφείο - τηλεφωνείο.



 Το 1859 η Κωνστάντζα ήταν μια μικρή πόλη με πληθυσμό περίπου 3.000 κατοίκων, περίπου οι μισοί ήταν Έλληνες χριστιανοί και οι υπόλοιποι Τούρκοι και Τάταροι μουσουλμάνοι, λίγοι Εβραίοι, Αρμένιοι, Γερμανοί και Άγγλοι. Μα μέχρι το 1896 οι κάτοικοι έφτασαν τους 10.460,  εκ των οποίων 2.519 Ρουμάνοι και 2.416 Έλληνες, οι υπόλοιποι από διάφορες φυλές.



Η πόλη διατήρησε συμπαγή ελληνικό πληθυσμό καθ’ όλη τη Μεσοπολεμική περίοδο, παρά το γεγονός ότι πάρα πολλοί Έλληνες είχαν πάρει τη ρουμανική υπηκοότητα. Ενδεικτικά, το 1928, σε πληθυσμό 41.000 κατοίκων οι Έλληνες ήταν 3.130 και συνιστούσαν τη δεύτερη κοινότητα στην πόλη μετά τη ρουμανική (28.700), ενώ ζούσαν στην Κωνστάντζα και πολλοί Αρμένιοι (2.015), Τούρκοι (2.003), Εβραίοι (1.050) και Βούλγαροι (1.037).

Κωστάντζα πλατεία Οβιντίου.


Vedere spre Mare



 Στην Κωστάντζα υπήρχε ένας μεγάλος Ελληνικός πολιτιστικός σύλλογος η "Ελπίς"έτος ιδρύσεως 1890,  που από το 1898 απέκτησε ιδιόκτητο κτίριο που έχει μεγάλη αίθουσα τελετών και βιβλιοθήκη. Στη σκηνή αυτή παρουσιάσθηκαν το 1902 η μεγάλη τραγωδός Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, το 1910 οι Θ. Ποφάντης, Αδ. Ταβουλάρης και Απέργης, το 1912 η Μαρίκα Κοτοπούλη, το 1914 ο θίασος Οπερέττας Παπαϊωάννου και λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αττίκ.  Η ποδοσφαιρική ομάδα του συλλόγου κατέκτησε μια φορά και το πρωτάθλημα της Ρουμανίας.
Λύκειο



Οι Έλληνες στη Ρουμανία αριθμούσαν περίπου τους 100.000 πριν το 1939, και ήταν ιατροί, μηχανικοί, δικηγόροι, έκδοτες τοπικών εφημερίδων, έμποροι, ναυτικοί, εφοπλιστές, που κυριαρχούσαν στο Δούναβη, βιομήχανοι και τραπεζίτες. Συνθέτες, πρωταγωνιστές θεάτρου και κινηματογράφου που πρωτοστάτησαν στη διαμόρφωση της μουσικής και θεατρικής κίνησης, ανώτατοι λειτουργοί, καθηγητές Πανεπιστημίου και ακαδημαϊκοί, δήμαρχοι, βουλευτές, υπουργοί και πρωθυπουργοί, όπως ο Απόστολος Αρσάκης, που πρώτος εισήγαγε το 1861 στη Μολδοβλαχία το νόμο της απαλλοτριώσεως των μεγάλων κτημάτων, δίδοντας γη στους ακτήμονες χωρικούς της Ρουμανίας και ο Νικολάε Γιόργκα στη μεσοπολεμική περίοδο 1931-1932.


Καζίνο


Άποψη του λιμανιού.


Φάρος


Να μη ξεχνάμε πως δυο από τους μεγαλύτερους Έλληνες ευεργέτες (Ζάππας, Αρσάκης) ήταν ομογενείς από τη Ρουμανία ! 

Str Carol

Πηγές για τον Ελληνισμό της Ρουμανίας:
Αντίβαρο  
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος ΕλληνισμούΠ


Οι φωτογραφίες είναι όλες από τη προσωπική μου συλλογή.



1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Κωνστάντζα, γνωστή κατά την Αρχαιότητα με την ονομασία Τόμις
βρίσκεται στη Νότια Δοβρουτσά, στα βορειοδυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, 
σε απόσταση 280 χλμ. από το Βουκουρέστι. Βόρεια της πόλης υπάρχει η λίμνη 
Τεκίρ-Γκιολ, γνωστή για τα ιαματικά νερά της.
Είναι το μόνο λιμάνι της Ρουμανίας στη Μαύρη Θάλασσα και περιβάλλεται 
από πεδιάδες και στέπες. Συνδέεται με το εσωτερικό της χώρας 
με αυτοκινητόδρομο και σιδηροδρομική γραμμή, κατασκευασμένη 
στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.1




Το όνομα της πόλης προέρχεται πιθανότατα από παραφθορά 
της βυζαντινής ονομασίας «Κωνσταντιανή», που της αποδόθηκε 
προκειμένου να τιμηθεί η αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου 
Κωνσταντία. 
Οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν, ελαφρά μεταλλαγμένη,
 την ίδια ονομασία: Κιουστεντζέ (Küstence).2

Το 1859 η Κωνστάντζα ήταν μια μικρή πόλη με πληθυσμό 
περίπου 3.000 κατοίκων. Οι Έλληνες συνιστούσαν την πλειονότητα 
των χριστιανών, ενώ οι μουσουλμάνοι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, 
τους Τούρκους και τους Τατάρους. Λίγοι Εβραίοι, Αρμένιοι,
 Γερμανοί και Άγγλοι είχαν εγκατασταθεί εκεί.3
Ο πληθυσμός αυξήθηκε πολύ μετά το 1878, μετά 
δηλαδή την ενσωμάτωση της Δοβρουτσάς στη Ρουμανία. 
Έτσι, το 1896 10.419 άνθρωποι κατοικούσαν στην Κωνστάντζα,
 εκ των οποίων 2.519 Ρουμάνοι και 2.416 Έλληνες,
ενώ το 1900 οι πρώτοι είχαν αυξηθεί στους 9.165 
και οι Έλληνες μόλις στους 2.517.4

Από το 1906 και μέχρι και τα πρώτα Μεσοπολεμικά
 χρόνια πολλοί Έλληνες από τις ελληνικές παροικίες 
στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας, δηλαδή 
από την Αγχίαλο, τη Μεσημβρία και τη Σωζόπολη
εγκατέλειψαν λόγω των βουλγαρικών διώξεων 
τις πατρίδες τους και εγκαταστάθηκαν στην Κωνστάντζα.
 Συνεπώς, στην Κωνστάντζα, σε αντίθεση με τις άλλες 
ελληνικές παροικίες της Ρουμανίας, οι περισσότεροι Έλληνες
 δεν κατάγονταν από τα νησιά του Ιονίου, την Κεφαλονιά 
και την Ιθάκη, αλλά ήταν «Μαυροθαλασσίτες».5

Η πόλη διατήρησε συμπαγή ελληνικό πληθυσμό καθ’ όλη
 τη Μεσοπολεμική περίοδο, παρά το γεγονός ότι πάρα πολλοί 
Έλληνες είχαν πάρει τη ρουμανική υπηκοότητα.
 Ενδεικτικά, το 1928, σε πληθυσμό 41.000 κατοίκων 
οι Έλληνες ήταν 3.130 και συνιστούσαν τη δεύτερη 
κοινότητα στην πόλη μετά τη ρουμανική (28.700),
 ενώ ζούσαν στην Κωνστάντζα και πολλοί 
Αρμένιοι (2.015), Τούρκοι (2.003), Εβραίοι (1.050) 
και Βούλγαροι (1.037).6

2. Ιστορία

Στα μέσα του 19ου αιώνα η ναυτιλιακή και εμπορική σημασία
 της Κωνστάντζας ήταν μικρή, συγκριτικά μάλιστα 
με άλλα κέντρα της Δοβρουτσάς, όπως η Σιλίστρια και η Τούλτσεα
Η πόλη αναπτύχθηκε, ως ένα βαθμό, μόνο αφότου 
η οθωμανική κυβέρνηση ανέθεσε στην αγγλική εταιρεία 
Black Sea and Danube Company την κατασκευή ενός σιδηροδρόμου 
στην περιοχή και την εκτέλεση λιμενικών έργων.7

Το 1877 η Κωνστάντζα καταλήφθηκε από τα ρωσικά στρατεύματα
 και ενσωματώθηκε οριστικά στη Ρουμανία με τις αποφάσεις 
του συνεδρίου του Βερολίνου (1878). Τις επόμενες δεκαετίες
 γνώρισε αξιοσημείωτη οικονομική, δημογραφική
 και πολιτιστική ανάπτυξη. Κατέστη έδρα του ομώνυμου νομού (județ) 
και σημαντικών πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών αρχών.
 Μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξή της έδωσαν 
η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής
 Βουκουρεστίου-Κωνστάντζας, όπως και της γέφυρας 
της Τσερναβόδας, καθώς και τα έργα στο λιμάνι.8

Την περίοδο 1916-1918 η Κωνστάντζα, όπως και όλη η Δοβρουτσά, 
καταλήφθηκε από τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα 
και υπέστη μεγάλες καταστροφές.9 
Η πόλη ανακαταλήφθηκε από τους Ρουμάνους το 1918.
 Τα Μεσοπολεμικά χρόνια ήταν περίοδος τόσο μεγάλης 
οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης της πόλης όσο
 και ιδιαίτερων εντάσεων. Η οικονομία διαφοροποιήθηκε, 
καθώς αναπτύχθηκαν όχι μόνο το εμπόριο και η ναυτιλία,
 αλλά και η βιομηχανία και ο τουρισμός (σταθμός της Μαμάια).
 Παράλληλα, ωστόσο, η ευρύτερη περιοχή της Δοβρουτσάς
 ήταν κέντρο του ρουμανικού φασιστικού κινήματος
 (Λεγεώνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ) και θέατρο βίαιων
 πολιτικών συγκρούσεων.10

Στα Μεταπολεμικά χρόνια, και παρά τις νέες καταστροφές
 που προκλήθηκαν από τη συμμαχική και τη σοβιετική
 αεροπορία, κυρίως στο λιμάνι αλλά και στις συνοικίες
 της πόλης, η Κωνστάντζα αναπτύχθηκε ως το κύριο 
ναυτιλιακό, εμπορικό και ναυπηγικό κέντρο της χώρας.
 Σήμερα είναι πλέον το δεύτερο σε πληθυσμό και
 οικονομικό βάρος αστικό κέντρο της Ρουμανίας.

3. Οικονομία

3.1. Γεωργία – κτηνοτροφία

Οι στέπες γύρω από την Κωνστάντζα ήταν κατάλληλες
 περισσότερο για την κτηνοτροφία, που είχε αναπτυχθεί
 ιδιαίτερα κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο, και όχι
 τόσο για τη σιτοκαλλιέργεια, παρόλο που και η τελευταία
 αναπτύχθηκε, κυρίως μετά την ενσωμάτωση της περιοχής
 στη Ρουμανία.

3.2. Βιοτεχνία – βιομηχανία

Πρώτη και μόνη για χρόνια βιομηχανία στην Κωνστάντζα
 ήταν ένα μηχανουργικό εργαστήριο της αγγλικής
 σιδηροδρομικής εταιρείας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα 
η πόλη, όπως άλλωστε και τα περισσότερα λιμάνια της 
Ρουμανίας, γνώρισε κάποια βιομηχανική ανάπτυξη,
 καθώς συστάθηκαν μερικές βιομηχανίες, κυρίως 
τροφίμων (π.χ. αλευριού, καθαρισμού κριθαριού) 
και μικρά διυλιστήρια πετρελαίου. Λίγοι Έλληνες 
πάροικοι επένδυσαν στο δευτερογενή τομέα. 
Ανάμεσα στις εξαιρέσεις συγκαταλεγόταν
 ο Β. Π. Μαρούλης, ιδιοκτήτης αλευροβιομηχανίας
 από το 1880.11

Κατά τα Μεσοπολεμικά χρόνια, στο πλαίσιο της 
γενικότερης οικονομικής ανάπτυξης της πόλης, 
αυξήθηκε και ο αριθμός των βιομηχανικών
 εγκαταστάσεων, κυρίως στους τομείς της βαριάς 
βιομηχανίας (ναυπηγεία, μηχανουργεία).

3.3. Εμπόριο

Η σημασία της Κωνστάντζας εδραζόταν
 κυρίως στο ρόλο που διαδραμάτιζε στο 
δίκτυο των εμπορικών κέντρων της Ρουμανίας.
 Η Κωνστάντζα ήταν το μόνο ουσιαστικά θαλάσσιο 
λιμάνι της χώρας, και συνεπώς το μόνο που
 είχε συνεχή κίνηση πλοίων και κατά την
 περίοδο του χειμώνα, όταν δηλαδή τα άλλα
 λιμάνια, που ήταν παραδουνάβια, 
όπως η Τούλτσεα, η Βραΐλα και το Γαλάτσι
αποκλείονταν λόγω του παγωμένου Δούναβη.

Αρχικά βέβαια η κίνηση του λιμανιού ήταν 
περιορισμένη, καθώς οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις
 δεν επαρκούσαν, ενώ και το λιμάνι δεν ήταν ασφαλές.
 Σταδιακά όμως, και μετά τα μεγάλα έργα που
 πραγματοποίησε η ρουμανική κυβέρνηση, υπό την 
επίβλεψη του διάσημου μηχανικού
 Anghel Saligny (1854-1925), τις δύο τελευταίες
 δεκαετίες του 19ου αιώνα και μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,
 η Κωνστάντζα κατέστη το κυριότερο κέντρο 
εξαγωγών πετρελαίου της χώρας, βασικό κέντρο
 εισαγωγών, ιδίως αποικιακών προϊόντων, 
ενώ κατείχε και αξιόλογη θέση στη διακίνηση 
σιτηρών και ξυλείας, συναγωνιζόμενη 
με επιτυχία τα παραδουνάβια λιμάνια.12

4. Κοινωνία – θεσμοί – διοίκηση

4.1. Διοικητικό καθεστώς

Κατά την Οθωμανική περίοδο η Κωνστάντζα
 ήταν έδρα μουδουρλικιού, που υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι
 της Τούλτσεας, ενώ μετά την ενσωμάτωση της 
Δοβρουτσάς στη Ρουμανία κατέστη πρωτεύουσα
 του ομώνυμου νομού (judeţ).

Οι χριστιανοί ορθόδοξοι της Κωνστάντζας
 φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει κάποιου είδους
 κοινοτική οργάνωση ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, 
μολονότι πραγματικοί κοινοτικοί θεσμοί 
συγκροτήθηκαν από τα μέσα του αιώνα, 
όταν δηλαδή χτίστηκε ο πρώτος ναός της πόλης (1862).13
 Το 1874 συντάχθηκε το καταστατικό της κοινότητας
, όπου καθοριζόταν ότι ανώτερες αρχές της κοινότητας
 ήταν ηδημογεροντία και μια τετραμελής επιτροπή, 
ενώ ιδρύθηκαν και ξεχωριστές επιτροπές για 
τα εκκλησιαστικά και τα εκπαιδευτικά ζητήματα.
 Ο κανονισμός αναθεωρήθηκε το 1929 και το 1938.14

Η κοινότητα είχε αναγνωριστεί από τη ρουμανική 
κυβέρνηση de facto από το 1880 και de jure 
με την ελληνορουμανική εμπορική σύμβαση του 1900.15

4.2. Κοινωνική διαστρωμάτωση

Οι Έλληνες της Κωνστάντζας ανήκαν σε 
ποικίλα κοινωνικά στρώματα και ασκούσαν
 πολλά και διαφορετικά επαγγέλματα.
 Πολλοί ήταν έμποροι, τόσο μεγαλέμποροι 
εξαγωγών ή εισαγωγών αποικιακών προϊόντων 
όσο και μικρέμποροι, μερικοί ήταν βιοτέχνες,
 ενώ υπήρχαν και διάφοροι υπάλληλοι, γιατροί 
και δικηγόροι. Φυσικά ένα πολύ μεγάλο μέρος
 των ομογενών ανήκαν σε λαϊκότερα στρώματα 
(ναυτικοί, λιμενεργάτες, εργάτες σε βιομηχανίες).16

Όσον αφορά τις κοινοτικές υποθέσεις, 
δημιουργήθηκε άτυπα ένα ηγετικό στρώμα 
αποτελούμενο από μεγαλέμπορους, βιομηχάνους, 
καθώς και μορφωμένους αστούς, γιατρούς και δικηγόρους.
 Χαρακτηριστική φυσιογνωμία στάθηκε ο επί σειρά
ετών πρόεδρος της κοινότητας Αλέξανδρος Τσιτσιλιανόπουλος,
 μεγαλέμπορος από το Βόλο.

4.3. Θρησκεία

Τα 1862 χτίστηκε ο πρώτος, ξύλινος, ορθόδοξος
 ναός της πόλης, αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, 
σε οικόπεδο που είχε δωρίσει ο Τριεστίνος μεγαλέμπορος
 Οικονόμου, στο οποίο αργότερα οικοδομήθηκε 
το ελληνικό σχολείο. Καθώς η «Μεταμόρφωση» ήταν 
η μόνη ορθόδοξη εκκλησία, εκεί εκκλησιάζονταν
 και οι άλλοι ορθόδοξοι χριστιανοί, Βούλγαροι και Ρουμάνοι, 
της Κωνστάντζας. Επιπλέον, χάρη στη συμβολή 
του Κωνσταντινοπολίτη τραπεζίτη Γεωργίου Ζαρίφη
, όπως και του Κ. Χ. Τελέσου, η Πύλη χάρισε το 1863 
στην κοινότητα το οικόπεδο όπου ανεγέρθηκε 
η πέτρινη πια εκκλησία κατά τα έτη 1865-1868.
 Η ανέγερση κατέστη εφικτή χάρη και στη συμβολή
 του μητροπολίτη Δρύστρας Διονυσίου, και κυρίως 
χάρη στον αρχιμανδρίτη Φιλίππο Τζουλάτη, που 
συγκέντρωσε προσφορές από μέρους των ελληνικών 
παροικιών όλης της Ευρώπης, ιδιαίτερα μάλιστα 
από την Αγγλία (Λίβερπουλ, Λονδίνο, Μάντσεστερ).

Ο ελληνικός ναός παρέμεινε για πολύ μεγάλο 
χρονικό διάστημα ο μόνος ορθόδοξος ναός της πόλης.
 Μόλις το 1895 εγκαινιάστηκε η ρουμανική μητρόπολη,
 ενώ το 1907 χτίστηκε ο βουλγαρικός ναός. 
Για τις θρησκευτικές ανάγκες των ευαγγελικών 
και των καθολικών είχαν ανεγερθεί ιδιαίτερες εκκλησίες
. Τέλος, λειτουργούσαν και δύο τζαμιά, καθώς
 στην Κωνστάντζα κατοικούσε αξιόλογος αριθμός μουσουλμάνων.17

5. Εκπαίδευση

Ελληνικό σχολείο, προφανώς αρρένων και υπό
 την επίβλεψη της κοινότητας, είχε συσταθεί 
στην Κωνστάντζα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1860.
 Παράλληλα, λειτουργούσαν και κάποια άλλα 
ιδιωτικά σχολεία, όπως εκείνο που οργάνωσαν
 ο Λευκαδίτης λόγιος Διονύσιος Κοντογεώργης και 
ο πατέρας του Πάνος, πρώην καθηγητής της Ιονίου
 Ακαδημίας, μάλλον με τη συνδρομή 
του διευθυντή της αγγλικής σιδηροδρομικής εταιρείας.18
Ωστόσο, ουσιαστική ανάπτυξη γνώρισε η κοινοτική εκπαίδευση 
μετά την ενσωμάτωση της πόλης στη Ρουμανία. Τα σχολεία,
 που είχαν κλείσει κατά την πολεμική περίοδο (1877-1878),
 άνοιξαν εκ νέου το 1879 και αναδιοργανώθηκαν,
 με τη σύσταση και σχολαρχείου, την περίοδο 1881-1885 
από το διδάκτορα φιλολογίας Αντώνιο Οικονόμου
, μετέπειτα καθηγητή στη Θεσσαλονίκη. Στα τέλη της
 9ης δεκαετίας του 19ου αιώνα ολοκληρώθηκε η οικοδόμηση 
του διώροφου πια σχολικού κτηρίου, ενώ λειτουργούσε 
σε τακτική βάση και εξατάξιο ή και επτατάξιο ανά 
διαστήματα κατώτερο παρθεναγωγείο. Τα σχολεία
 έκλεισαν, κατόπιν διαταγής της ρουμανικής κυβέρνησης
, μόνο την περίοδο 1905-1908, λόγω της διακοπής των
 ελληνορουμανικών διπλωματικών σχέσεων,
 όπως και το 1916-1918 λόγω της γερμανοβουλγαρικής κατοχής.19

Στα Μεσοπολεμικά χρόνια η διοίκηση της ελληνικής 
κοινότητας επιχείρησε να βελτιώσει το επίπεδο της 
παρεχόμενης εκπαίδευσης, 
προκειμένου να αντιμετωπίσει και τον
 ισχυρό ανταγωνισμό των κρατικών σχολείων. 
Κατά τα έτη 1924-1926 λειτούργησαν δύο τάξεις 
εμπορικής σχολής, ενώ από το 1934-1935 και μέχρι 
τα πρώτα Μεταπολεμικά χρόνια λειτουργούσε
 κλασικό γυμνάσιο, αναγνωρισμένο από την 
ελληνική κυβέρνηση, που διέθετε γυμναστήριο 
και μικρή βιβλιοθήκη, ενώ οι εκπαιδευτικοί είχαν
 σπουδάσει στην Αθήνα ή στην Κωνσταντινούπολη.
 Τα τέκνα των άπορων ομογενών φοιτούσαν δωρεάν.20

Να σημειωθεί εδώ ότι στην Κωνστάντζα, σε αντίθεση
 με ό,τι συνέβαινε σε άλλες μεγάλες ελληνικές παροικίες 
της Ρουμανίας, π.χ. τη Βραΐλα και το Γαλάτσι,
 δεν είχαν συσταθεί «ιδιωτικά» ελληνικά εκπαιδευτήρια,
 πιθανότατα γιατί ένα πολύ μεγάλο μέρος των Ελλήνων
 είχε ρουμανική υπηκοότητα και τα παιδιά τους 
παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε κρατικά σχολεία.

Από την ενσωμάτωση της Κωνστάντζας στη Ρουμανία 
και μετά αναπτύχθηκε σταδιακά και ένα δίκτυο κρατικών 
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με κατώτερα σχολεία 
τόσο αρρένων όσο και θηλέων, ένα λύκειο (το «Mircea cel Bătrin»
 που ιδρύθηκε το 1896 και κατέστη ένα από τα καλύτερα στη χώρα),
 μία παιδαγωγική σχολή, και μία ανώτερη εμπορική 
ακαδημία αρρένων (ιδρύθηκε το 1903). 
Υπήρχαν επίσης και ορισμένα ρουμανικά ιδιωτικά σχολεία.
 Στα χρόνια του Μεσοπολέμου η ρουμανική δημόσια
 εκπαίδευση γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη
, καθώς συστάθηκαν και επαγγελματικές σχολές, 
όπως η ναυτική ακαδημία.21

Εκτός από την ελληνική και οι άλλες θρησκευτικές ή εθνικές 
μειονότητες της πόλης είχαν συστήσει σχολεία, σχεδόν πάντοτε
 κατώτερης βαθμίδας. Λειτουργούσαν συνεπώς, ήδη από την 
τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, σχολεία, συνήθως μεικτά
, για τους Βουλγάρους, τους Αρμενίους και τους
 Γερμανούς, όπως και για τους Αλβανούς (ενηλίκων),
 ενώ ανά περιόδους είχαν οργανωθεί και πολυάριθμα 
μουσουλμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως και ένα-δυο εβραϊκά.22

6. Σύλλογοι

Κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο, και σε 
αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε άλλες ελληνικές 
παροικίες της Δοβρουτσάς, όπως στοΣουλινά ή
 την Τούλτσεα, δε φαίνεται να συστάθηκαν ελληνικοί σύλλογοι
στην Κωνστάντζα και η εκπαίδευση είχε παραμείνει υπό κοινοτικό έλεγχο.

Ωστόσο, το 1890 συστήθηκε ο ελληνικός σύλλογος «Ελπίς».
 Ο σύλλογος διακρίθηκε για την πολυσχιδή του δράση. 
Ίδρυσε αναγνωστήριο και λέσχη για τους ομογενείς,
 ενώ ενίσχυε οικονομικά, σε τακτική βάση, τα δύο
 ελληνικά κοινοτικά εκπαιδευτήρια. Παράλληλα,
 φρόντιζε για τους απόρους της πόλης «ανεξαρτήτως 
εθνικότητος, θρησκεύματος και φύλου», σύμφωνα 
με το καταστατικό του.23 Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν
 η δραστηριότητα του συλλόγου στον πολιτιστικό τομέα. 
Το 1898 οικοδόμησε το πρώτο θέατρο στην πόλη, έργο 
του Γάλλου αρχιτέκτονα L. Piver. Στην αίθουσα αυτή
 έδιναν παραστάσεις, εκτός από ομάδες ερασιτεχνών
 ομογενών, θίασοι από την Ελλάδα, ερασιτέχνες των
 άλλων κοινοτήτων και φυσικά όλοι οι ρουμανικοί
 θίασοι που επισκέπτονταν την Κωνστάντζα.

Τμήμα ουσιαστικά του συλλόγου συνιστούσε 
η «Φιλόπτωχος αδελφότης κυριών», που ιδρύθηκε
 το 1915 και ασχολήθηκε συστηματικά με την αρωγή
 των άπορων ομογενών και των παιδιών τους.
Τέλος, «τέκνο» του συλλόγου «Ελπίς» 
αποτελούσε και η ομώνυμη ποδοσφαιρική 
ομάδα, από τις αξιολογότερες στη Ρουμανία
 κατά τα Μεσοπολεμικά χρόνια, 
καθώς είχε κατακτήσει και πρωταθλήματα.24

Η σημασία του συλλόγου, μέλη του οποίου
 ήταν άλλωστε εξέχοντες ομογενείς, αναγνωρίστηκε 
με τον κοινοτικό κανονισμό του 1929, 
όπου καθοριζόταν ότι ο εκάστοτε πρόεδρος
 του συλλόγου ήταν αυτοδικαίως μέλος του κοινοτικού συμβουλίου
 Άλλωστε, στο σύλλογο συμμετείχαν συνήθως 
τα πλέον διακεκριμένα μέλη της ελληνικής κοινότητας,
 μολονότι, ιδίως τα πρώτα χρόνια δράσης του συλλόγου, 
είχαν κυρίαρχο ρόλο προπαντός νέοι, μορφωμένοι Έλληνες πάροικοι.25

7. Εκδοτική δραστηριότητα

Στην Οθωμανική περίοδο δεν είχαν
 κατά πάσα πιθανότητα συσταθεί ελληνικά 
τυπογραφεία στην Κωνστάντζα.
 Ωστόσο, στις δεκαετίες που ακολούθησαν
 την ενσωμάτωση της Δοβρουτσάς στη Ρουμανία 
η πόλη κατέστη αξιόλογο τυπογραφικό κέντρο,
 όχι μόνο για ρουμανικές εκδόσεις, αλλά και 
για τουρκικές, βουλγαρικές και ως ένα βαθμό και ελληνικές.

Ήδη από το 1881 ο μεγαλύτερος ελληνικός 
εκδοτικός οίκος της Ρουμανίας, η «Τυπο-λιθογραφεία
 Π.Μ. Πεστεμαλτζιόγλου» που είχε έδρα 
τη Βραΐλα, είχε συστήσει παράρτημα στην
 Κωνστάντζα, ενώ ελληνικά βιβλία τυπώνονταν
 και σε ρουμανικά τυπογραφεία («Δημητρίου Νικολαέσκου»)
. Από τις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσε 
και το τυπογραφείο-βιβλιοπωλείο του Χ. Βουρλή («Οβίδιος»).26
Δυναμικότερη ήταν η εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων
 κατά τη Μεσοπολεμική περίοδο, οπότε και κυκλοφόρησαν 
κάποια περιοδικά και ημερολόγια, καθώς και αρκετά βιβλία. 
Το πλέον γνωστό περιοδικό, λογοτεχνικού περιεχομένου,
 στάθηκε ηΘάλεια (1923-1924) υπό τη διεύθυνση του 
τοπικού λογίου ιατρού Έκτορα Σαραφίδου. Ωστόσο, 
κάποιες από τις ρουμανικές εφημερίδες εκδίδονταν 
από Έλληνες, όπως η Dobrogea Juna, μια από τις πλέον 
αξιόλογες και μακροβιότερες εφημερίδες της περιοχής (1904-1944),
 που διευθυνόταν από τον Κωνσταντίνο Ν. Σαρρή (Constantin N. Sarry).27 
Το κύρος που απολάμβαναν εφημερίδες που εκδίδονταν
από Έλληνες καταδεικνύει και το μεγάλο βαθμό 
ενσωμάτωσής τους στην τοπική κοινωνία.



1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 15 (Αθήνα 1931), σελ. 555, 
βλ. λ. «Κωνστάντζα» (Μ.Ν. Δημόπουλος).
2. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 15 (Αθήνα 1931), σελ. 555,
 βλ. λ. « Κωνστάντζα»
 (Μ.Ν. Δημόπουλος). Βλ. επίσης Browning, R.- Kazhdan A., 
Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York 1991), σελ. 2092, βλ. λ. “Tomis”.
3. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας»,
 Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 84-85
. Το 1866 ο Άγγλος υποπρόξενος αναφέρει ότι κατοικούσαν στην 
Κωνστάντζα 3.500 άτομα, εκ των οποίων οι 1.500 ήταν Τάταροι, 500
 Τούρκοι και 1.500 χριστιανοί, «κυρίως Έλληνες». Βλ. Foreign Office Annual Series
. vol. 10. Report by Mr. Vice-Consul F.F. Sankey on the Trade and Commerce
 of Kustendji for the year 1866, σελ. 332-333.
4. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας», Mélanges 
offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 99-100. Βλ. και Μεταξάς-Λασκαράτος,
 Δ.,Ελληνικαί παροικίαι Ρωσσίας και Ρωμουνίας (Βραΐλα 1900), σελ. 119.
 Προβληματισμό προκαλούν τα στοιχεία της ρουμανικής απογραφής του 1899, 
που αναφέρουν μόνο 883 Έλληνες έναντι 9.272 Ρουμάνων, βλ. Colescu, L., Recensământul
 general al Populațiunei RomânieiRezulatate definitive (Bucureşti 1905), σελ. 89. 
Ωστόσο, οι ρουμανικές αρχές κατέγραφαν τους κατοίκους της χώρας ανά
 υπηκοότητα και όχι ανά εθνότητα. Συνεπώς, καθώς πολλά μέλη της ελληνικής παροικίας
 είχαν ρουμανική ή οθωμανική υπηκοότητα, καταχωρίζονταν στις αντίστοιχες κατηγορίες.
5. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας»
Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 75 και 102-103.
6. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας»,
 Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 101-102.
7. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας», 
Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 99 και
 Foreign Office Annual Series. vol. 18. Report by
 Mr. Vice-Consul F.F. Sankey on the Trade and Commerce 
of Kustendji for the year 1871, σελ. 835-836.
8. Rădulescu, A. – Bitoleanu, I., Istoria Dobrogei (Constanţa 1998),
 σελ. 366-369. Βλ. αναλυτικότερα Covaceff, P., Portul Constanţa
Portul lui Anghel Saligny (Constanţa 2004).
9. Rădulescu, A. – Bitoleanu, I., Istoria Dobrogei (Constanţa 1998), 
σελ. 384-393.
10. Rădulescu, A. – Bitoleanu, I., Istoria Dobrogei (Constanţa 1998),
 σελ. 409-412, 426-428.
11. Ancheta Industrială din 1901-1902, Industria Mare (Bucureşti 1902),
 σελ. 33 και Păianu, N.I., Industria Mare 1866-1906 (Bucureşti 1906).
12. Καρδάσης, Β., Από του ιστίου εις τον ατμόνΕλληνική εμπορική
 ναυτιλία 1858-1914 (Αθήνα 1993), σελ. 142-143.
13. Μάνεσης, Σ.,«Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας»,
 Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 79, 82 και 86-90.
14. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας», 
Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier I (Αθήνα 1952), σελ. 97-98, 106-108.
 Βλ. και Κανονισμός της εν Κωνστάντζη ελληνικής κοινότητος (Constanţa 1929).
15. Streit, G., Mémoire sur la question des Communautés Helléniques en Roumanie
 (Athènes 1905), σελ. 27.
16. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας», 
Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 110-113.
17. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας»,
 Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 86-91.
18. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας»,
 Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 92-93. 
Ρουμανική πηγή αναφέρει ότι ήδη από το 1866 είχε συσταθεί 
και ελληνικό κοινοτικό παρθεναγωγείο, βλ. Râşcanu, Gh., Istoricul 
invățământului 
particular în România din timpurile cele mai vechi până înzilele noastre
 (Bucureşti 1906), σελ. 192.
19. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας»,
 Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 93-94 
και Μεταξάς-Λασκαράτος, Δ.,Ελληνικαί παροικίαι Ρωσσίας και
 Ρωμουνίας (Βραΐλα 1900), σελ. 119.
20. Μάνεσης, Σ., Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας, 
στο Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 94-95, 114
. Βλ. επίσης Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. Α22, 1929, 
Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας-Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος,
 Δελτίον στατιστικής της κατωτέρας (δημοτικής) εκπαιδεύσεως διά
 το σχολικόν έτος 1926-1927, Δελτία σχολείων κοινότητος Κωνστάντζης.
21. Rădulescu, A. – Bitoleanu, I., Istoria Dobrogei (Constanţa 1998),
 σελ. 393-395, 442-444 και Lăpuşan, A. – Lăpuşan Şt. – Stănescu Gh.
Constanța (Constanța 2005), σελ. 32-35, 82. Βλ. και Râşcanu, Gh.,
 Istoricul invățământului particular în România din timpurile cele mai vechi
 până în zilele noastre (Bucureşti 1906), σελ. 225.
22. Râşcanu, Gh., Istoricul invățământului particular în România din
 timpurile cele mai vechi până în zilele noastre (Bucureşti 1906), σελ. 192, 225.
23. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας», 
Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 103.
24. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας», 
Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 103-106.
25. Κανονισμός της εν Κωνστάντζη ελληνικής κοινότητος (Constanţa 1929), 
σελ. 29. Πρβ. και Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας»
Μélangesofferts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 106.
26. Πολέμη, Π., Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900, Εισαγωγή, συντομογραφίες
, ευρετήρια (Αθήνα 2006), σελ. 71 και Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης
 Κωνστάντζης Ρουμανίας», Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II
 (Αθήνα 1952), σελ. 110.
27. Μάνεσης, Σ., «Η ελληνική κοινότης Κωνστάντζης Ρουμανίας», 
Μélanges offerts à Octave et Melpo Merlier II (Αθήνα 1952), σελ. 109-110 
και Rădulescu, A. – Bitoleanu, I.,Istoria Dobrogei (Constanţa 1998), σελ. 399.