Λευκάδα : θερινα Ημερολόγια


Θερινά ημερολόγια: Λευκάδα Ι + II

Θερινά ημερολόγια: Λευκάδα Ι
Κυριακή, 28 Ιουλίου: … Πρέπει να ξέρει κανείς το ανάγλυφο της περιοχής για να εκτιμήσει την υποθαλάσσια του Ακτίου που σε λίγα λεπτά σε ξεβράζει στην Αιτωλοακαρνανία. Η διαδρομή από έναν σχεδόν επαρχιακό δρόμο, δίπλα στον κόρφο του Αμβρακικού, σε φέρνει σε μια θάλασσα που έλκει ακόμα την καταγωγή της από τις λίμνες. Ελώδεις ακτές, γλώσσες στεριάς που φιλοξενούν μοναχικά σπιτάκια, αποδημητικά πουλιά, και στο τέλος, εκεί που φιλιώνει το νησί με τη στεριανή γενιά του, ένα ενετικό κάστρο και τα υπολείμματα από αμυντικό τείχος θυμίζουν ότι τα μέρη αυτά είχαν πάντα μια ξέχωρη ιστορία. Στην είσοδο του μικρού πορθμού, σκουπίδια και εγκατάλειψη δείχνουν ότι η διαχείριση του παρελθόντος δεν είναι εύκολη υπόθεση για να την πουλάς στους αδαείς τουρίστες.
Μια πρώτη ματιά στην πόλη της Λευκάδας μου αφήνει μια μετέωρη αίσθηση που γέρνει προς την αποδοχή λόγω των δεκάδων ιστιοπλοϊκών και του ήρεμου λιμανιού της. Η ανοικοδόμηση της περιοχής, χωρίς σεβασμό στην παλαιότερη αστική αρχιτεκτονική, την κάνει να θυμίζει οποιαδήποτε παραλιακή, ημιτουριστική ελληνική πόλη. Ίσως αναθεωρήσω τις επόμενες μέρες. Προς το παρόν, επιλέγω τον παραλιακό δρόμο για Νικιάνα και μετά από αρκετό ψάξιμο –λόγω της κακής οδοσήμανσης του νησιού- παίρνω το στενορύμι που βγάζει στο ασκηταριό των Αγίων Πατέρων. Στη συνέχειά του, αυτός ο συναρπαστικά απότομος δρόμος βγάζει στον τελικό προορισμό μου, το οροπέδιο που ορίζεται από το Πλατύστομα, τα Κολυβάτα και τον Αλέξανδρο. Όλο και πιο ψηλά, η αεροπλανική οπτική που αποκτώ μου καλλιγραφεί τον κόλπο του Νυδρίου όπως ανοίγεται σιγά-σιγά στα μάτια μου, τα πανάκια των ιστιοφόρων, τις φαλακρές κορυφές των βουνών της Ηπείρου.
Όσο κρατάει η ανάβαση, το μάτι αρμέγει το τοπίο που θυμίζει τόσο πολύ την Τοσκάνη του περσινού καλοκαιριού. Τα γύρω βουνά κατάφυτα από ελιές που ασημώνουν τον ορίζοντα κι ανάμεσά τους κυπαρίσσια. Στα ψηλότερα σημεία τους αφρόντιστα πεύκα μου θυμίζουν πόσο επικίνδυνο είναι το καλοκαίρι στην Ελλάδα και πόσο εύκολα θα μπορούσε να λαμπαδιάσει αυτός ο άγιος τόπος.
Στην Λευκάδα, η πραγματική της καρδιά είναι στα μεσόγεια. Τα κίτρινα κεραμίδια των σπιτιών και οι πέτρινοι τοίχοι τους μου θυμίζουν την ισπανική ενδοχώρα. Ευρωπαία από τη γεωγραφία της μέχρι την αρχιτεκτονική της.
Προσπερνώ τα Κολυβάτα και φτάνω στον ημιστοιχειωμένο Αλέξανδρο. Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα, θα συναντήσω τον ξενώνα που θα είναι το δικό μου νησί για μια βδομάδα σχεδόν. Κτισμένος στην κορυφή ενός λόφου, αποτελείται από ένα κεντρικό πέτρινο κτίσμα και δύο μικρότερα οικήματα. Τα ξύλινα πατώματα, η παλιά ντουλάπα, η πέτρα στον τοίχο δεν είναι μόνο μια αισθητική πρόταση. Φτιάχνουν ένα χώρο διακοπών που χάνει σιγά-σιγά την προσωρινότητά του και γίνεται σπίτι. Στην αυλή, ξύλινοι πάγκοι και τραπέζια βλέπουν στο οροπέδιο που είναι κατάφυτο με ελιές κι ανάμεσά τους χρυσίζουν τα θερισμένα σταροχώραφα, ενώ κατά τόπους πρασινίζουν μικροί αμπελώνες για το ντόπιο κρασάκι. Και το πιο γοητευτικό είναι να τα βλέπεις όλα αυτά μέσα από τις κουρτίνες που φτιάχνει υπομονετικά η υφάντρα περιμένοντας το φαγητό της.
Ντάλα μεσημέρι αναζητώ τη δροσιά της θάλασσας παρά τον τρελό αέρα που σέρνει πέρα-δώθε τα κεφάλια των δέντρων. Κατηφορίζοντας για τη δυτική ακτή περνάω από το κεφαλοχώρι της Καρυάς με τις τουριστικές ταβέρνες και λίγο μετά τα Ασπρογερακάτα παίρνω το δρόμο για Άγιο Νικήτα. Το περίφημο «Κάθισμα» πληρώνει ακριβά το τίμημα της δημοφιλίας του. Όλη την ακτή έχουν αλώσει αριθμημένες ομπρέλες και ριγέ ξαπλώστρες, ενώ λίγο πιο πάνω η χωμάτινη πλαγιά έχει γίνει ένα τεράστιο άναρχο πάρκινγκ. Κι ακόμη χειρότερα, δυο βήματα από την τυρκουάζ θάλασσα, καφέ με δυνατή μουσική προσφέρουν δωρεάν μια βουτιά στις φιλόξενες πισίνες τους με θέα στο Ιόνιο.
Επιστρέφω στα «Πευκούλια», αλλά το όραμα της ιδεατής παραλίας με τον περιορισμένο κόσμο, την καθαρή άμμο χωρίς αποτσίγαρα και πλαστικά καπάκια, θαρρώ πως το έχω απωλέσει για πάντα. Η υπερβολική και στρεβλή ανάπτυξη των παράλιων χωρίζει, λες, το νησί από τον αυθεντικό του εαυτό που φωλιάζει καλά κρυμμένος στην ενδοχώρα.
Η μέρα τελειώνει με μια βόλτα στο νυχτερινό Νυδρί. Από την πλαγιά του βουνού η κατάστικτη φωτεινή εικόνα του κρατάει τα προσχήματα αυτού που ίσως να υπήρξε κάποτε. Όταν πια κατεβαίνω και βολτάρω στον κεντρικό του δρόμο, βλέπω παντού διανυκτερεύοντα σούπερ μάρκετ, εργαστήρια κακοτεχνίας και ταχυφαγεία που προσφέρουν κόμπακτ μαθήματα στις ελληνικές γεύσεις.
Θερινά ημερολόγια: Λευκάδα ΙΙ
Δευτέρα, 28 Ιουλίου: Με τρόπο σχεδόν αυτοτιμωρητικό επιλέγω και για σήμερα μία από τις παραλίες-εύσημα αυτού του τόπου, το Πόρτο-Κατσίκι. Η μόνη μου παρηγοριά είναι η ατέλειωτη διαδρομή ανάμεσα σε κεφαλοχώρια-μπαλκόνια στο Ιόνιο, με πέτρινες πλατείες και εξωπραγματικές γιαγιάδες που μαυρολογούν κάτω από τον πύρινο ήλιο κουβαλώντας ένα σακί, σκάβοντας τους μικρούς μπαχτσέδες τους ή πίνοντας το καφεδάκι τους σε βεράντες κατάφορτες με ορτανσίες. Αυτές οι δουλεμένες γυναίκες που έχουν αναμετρηθεί με τον καιρό, τους πολέμους, τον ξεριζωμό και το θάνατο έχουν για ψωμοτύρι τον καθημερινό μόχθο. Ίσως αυτός να τις κρατά ακόμα ζωντανές και ο Αιώνας και τις έχει για τα καλά ξεχασμένες.
Δεν θα γράψω τίποτε για την πολυδιαφημισμένη παραλία. Πληρώνει κι αυτή τη φήμη της με τις ξαπλώστρες, τη μυρμηγκιά των ανθρώπων που την πατάνε και τη λερώνουν με τα αντηλιακά τους και τα πλοιάρια που κάνουν ημερήσιες κρουαζιέρες φτύνοντας με το φευγιό τους τα απόνερά τους στους αμέριμνους λουόμενους.
Έχω αποφασίσει ότι η καρδιά μου ανήκει στα ορεινά. Μου το επιβεβαιώνει η βόλτα μέχρι τα Κολυβάτα και την ταβέρνα «Στου Θωμά» που είναι πιο φημισμένη απ’ ό,τι μπορεί να φανταστεί κάποιος, βλέποντας το σεμνό πέτρινο κτίριο με το ξύλινο μπαλκόνι του πάνω ορόφου. Η κυρία Μαρία μπορεί να απολογείται για τα φαγητά που φτιάχνει με τον παλιό χωριάτικο τρόπο, αλλά τα φασολάκια και οι κολοκυθοκορφάδες από τον κήπο της, τα μυρωδάτα κεφτεδάκια της και η φρεσκοκομμένη σαλάτα της είναι από τα πιο νόστιμα που έχω φάει με μια μυρωδιά μαμαδίσια, σπιτική. Κάθεται στο τραπέζι, παίρνει πουράκι βουτηγμένο στο λικέρ, απολαμβάνει με την ψυχή της τις πρώτες ρουφηξιές και μου μιλάει για τον τόπο της. Έφυγε κι αυτή μικρή, ακολουθώντας το μεταναστευτικό ρεύμα που ρήμαξε την ελληνική ύπαιθρο, αλλά επέστρεψε κάποια στιγμή. Θυμάται με υγρά μάτια τους παλιούς που ζούσανε στερημένα και χόρταιναν την πείνα τους με τα λίγα που φύτευαν στους μπαχτσέδες τους. Αυτών την τέχνη και τα έργα προσπαθεί να κρατήσει στο πατρικό της που έκανε ταβέρνα κι η φήμη του έχει καταφέρει να φτάσει μέχρι την Αθήνα που πάντα ψάχνει για το αυθεντικό –για να το λατρέψει και μετά να το αλώσει.
Στο εσωτερικό του σπιτιού-μαγαζιού έχει κορνιζάρει συνθέσεις δικές της από καρπούς, φυλλώματα και ρίζες που συλλέγει από τα γύρω βουνά. Ναι, αυτές οι προκομμένες γυναίκες, παλιές και νεότερες, κρατάνε την οικιακή οικονομία, την παράδοση και την τέχνη με έναν τρόπο συγκαταβατικό και αδιόρατο. Με αποχαιρετά λέγοντάς μου να ξανάρθω και να νιώθω πια σα στο σπίτι μου.
Όσο γράφω αυτές τις γραμμές, τα Καναντέρ πολεμούν να σβήσουν μια από τις πολλές φωτιές ανά την Ελλάδα, αυτή που μερικά χιλιόμετρα μακριά, κάπου ανάμεσα σε Καρυά κι Εγκλουβή, κατατρώει πεύκα, αμπέλια και τούτα τα ματαιόδοξα κυπαρίσσια που λογχίζουν το γαλαζωπό ιουλιανό φως.
Τρίτη, 29 Ιουλίου: Το ξέχασμα στους γύρω λόφους, η συγχορδία των τζιτζικιών και το αρωματισμένο από δενδρολίβανο και τσάι αεράκι με κρατάνε στην αγκαλιά της Κιάφας μέχρι το μεσημεράκι. Χαράζω πάλι την πορεία μου στη ραχοκοκαλιά της Ελάτης και φτάνω μέχρι τον κολπίσκο της Βασιλικής. Αυτό το απάνεμο λιμάνι είναι η έξοδος του νησιού στα νότια, Κεφαλλονιά και Ιθάκη, αλλά η φυσική του ομορφιά πολύ λίγο αναδεικνύεται μέσα από τη σειρά τις ταβέρνες που έχουν κάνει κατάληψη στα χείλια του, ορίζοντας με τα πλαστικά τραπεζομάντηλα και τις κουλέρ λοκάλ ξύλινες καρέκλες το σύνορό του με τα πράσινα νερά. Καταλήγω στην οικογενειακή παραλία της Αμμούσως, αλλά δεν με κρατάνε ούτε τα νερά της ούτε ο κόσμος της, οι γνωστές φυλές της παραλίας που κάθε τέτοια εποχή νέμονται την αιγιαλίτιδα ζώνη όλης της χώρας.
Προτιμώ τη τζιτζικοθεραπεία και το παίδεμα μιας έκδοσης που έχω αναβάλει εδώ και καιρό. Τα πράσινα έντομα με τα πόδια της ακρίδας κάνουν τσάρκες στα δάχτυλά μου και ο μαλλιαρός γάτος επιμένει να ανέβει στην αγκαλιά μου για να του καθαρίσω τη γούνα από τα αγκάθια. Πόσο καινούργια νιώθω μετά από έναν τόσο ξεκούραστο και καθαρό από τους αστικούς θορύβους ύπνο. Το τζιτζίκι δίνει τη θέση του στο τριζόνι όσο το φως γλυκαίνει και απορροφάται σταδιακά από το σκοτάδι. Αυτές οι νύχτες χωρίς φεγγάρι, με τον κατάστικτο ουρανό από αστέρια είναι το πιο συναρπαστικό έργο σ’ αυτόν το τεράστιο υπαίθριο σινεμά, όπου πίσω από μισοφωτισμένα παράθυρα και κάφτρες τσιγάρων παίζονται τα μικρά ανθρώπινα δράματα.
Κατηφορίζω μέσω Καρυάς και Λαζαράτων στη νυχτερινή, αυτή τη φορά, Λευκάδα. Στο ντόκο είναι δεμένα ιστιοπλοϊκά ελλήνων και ξένων που χαζεύουν όλους εμάς τους στεριανούς. Μετά το νεόδμητο κομμάτι της πόλης, χάνομαι μέσα σε στενοσόκακα με χαμηλά σπίτια. Βουκαμβίλιες και λουλούδια σε τενεκέδες αντικαθιστούν την έλλειψη των κήπων, αφού σε μια μπουκιά γης πρέπει να στεγαστούν δεκάδες οικογένειες ντόπιων που συνεχίζουν να ζουν τη δική τους ζωή, παράλληλα με την ξέγνοιαστη όλων των τουριστών που φωτογραφίζουν την ίδια ώρα τη δύση του ήλιου και το φλόγισμα των στεκάμενων νερών του λιμανιού. Ο κεντρικός δρόμος γεμίζει ανθρωπομάνι που χαζεύει τα κοσμηματοπωλεία, τα μπακάλικα που κρεμούν σα μπουγάδα τα ντόπια σαλάμια, τα καταστήματα με ρούχα της μοδός.
Ξαφνικά, στο άνοιγμα ενός παράδρομου φαίνονται μικρές εκκλησίες, ένα αμάλγαμα αρχαίων ναών και καθολικών εκκλησιών με σιδερένια καμπαναριά. Άλλες εγκαταλειμμένες, άλλες ανοιχτές και φωτισμένες από το κίτρινο χρώμα των κεριών. Χάνομαι πάλι σε μια κάθετο και ανακαλύπτω την πιο όμορφη πλατεία με φοίνικες και παλιά κτίρια που μαρτυρούν την αλλοτινή ευμάρεια του τόπου. Κατασκότεινη, γεμάτη με κάδους και αυτοκίνητα, μαθαίνω πως ήταν κάποτε η κεντρική εμπορική πλατεία που πλέον παρακμάζει μέσα στη σιωπή.
Όταν πια παίρνω τον ανήφορο για τα ορεινά του νησιού, τα κίτρινα και λευκά φώτα της πρωτεύουσας ολοένα και μακραίνουν μαζί με το θόρυβο της αγοραίας ζωής και ξαναμπαίνω στο βασίλειο του τριζονιού, του γκιόνη και του μοναχικού σκύλου που δηλώνει την παρουσία του με τρόπο δραματικό στο σκοτεινό οροπέδιο.
Συνεχίζεται…
(Αναρτήθηκε στο Cosmopolis)
 BY  | ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 27, 2008 · 5:34 ΠΜ

Θερινά ημερολόγια: Λευκάδα ΙΙΙ + IV

Θερινά ημερολόγια: Λευκάδα ΙII
Τετάρτη, 30 Ιουλίου: Αποφασίζω να περάσω τη μέρα μου στο νότο. Οι παραλίες του νησιού σ’ αυτή την πλευρά είναι λιγότερο λιμπιστερές. Βράχια μαύρα που θυμίζουν ελαφρόπετρα και βοτσαλώδεις ακτές, μοιάζουν να ανήκουν σ’ άλλο νησί κι όχι σε κείνο που βαφτίζεται στα πιο τυρκουάζ και γαλαζωπά νερά του Ιονίου της δυτικής πλευράς. Οι βοστρυχώδεις ακτές και οι ήρεμοι κόλποι των Σύβοτων και του Μικρού Γιαλού με κερδίζουν παρά την ήπια τουριστική ανάπτυξη των χωριών και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια που κατακλύζουν τις πλαγιές.
Πάνω στον κεντρικό δρόμο, αποφασίζω να κάνω μια στάση στο οινοποιείο της «Λευκαδίτικης γης». Ένα σύμπλεγμα πέτρινων σπιτιών φιλοξενεί το παρασκευαστήριο, την έκθεση και τα γραφεία της μικρής επιχείρησης. Μου κάνουν μια σύντομη ξενάγηση στους χώρους του οινοποιείου και δοκιμάζω τις ντόπιες ποικιλίες: το φρουτώδες, καλόγνωμο και γλυκό στο τελειώμά του λευκό από την ποικιλία Βαρδέα, το αρκετά δύσκολο και ξηρό ροζέ και το γλυκό κόκκινο με το μουσικό όνομα «Μελήδονος» που πάει περίφημα με κάποιο ελαφρύ επιδόρπιο, αλλά και μόνο του, θαρρώ, με τριμμένο πάγο σαν απεριτίφ.
Το μεσημεριανό Νυδρί μου αφήνει την ίδια άνιση εντύπωση. Όσο με απωθεί η άσχημη τουριστική ανάπτυξη, τόσο με γοητεύει η τοπογεωγραφία του. Από το Βλυχό που κάποτε ήταν πιο πλούσιο από το γείτονά του, μέχρι τα πριγκηπονήσια της Λευκάδας, Μαδουρή, Σπάρτη, Σκορπίδι, Σκορπιό και Μεγανήσι, το μάτι χορταίνει την πάλη του δασωμένου βράχου με το γαλάζιο. Ο δρόμος που με ανεβάζει μέχρι το Πλατύστομα, χαρτογραφεί τα νυσταγμένα νησιά που ξετινάζουν από πάνω τους μέχρι το απομεσήμερο την πρωινή αχλή.
Το μεσημεράκι με βρίσκει ξανά στα Κολυβάτα, να τρώω την κολοκυθόπιτα της κυρά Μαρίας και να λέμε ιστορίες για τη ζωή και το θάνατο. Δεν αντέχω να καταγράψω εδώ όσα ειπώθηκαν. Ανήκουν σε μια δική τους διήγηση που χωνεύω ακόμη στα σωθικά μου.
Η επαναληπτική περιδιάβαση στους δρόμους της Λευκάδας με φέρνει πάλι στα ίδια σοκάκια, στις μυρωδιές από γεμιστά και λευκαντικό από τις απλωμένες μπουγάδες. Τελειώνω το βράδυ μου ανοίγοντας και σιγοπίνοντας το λευκό της «Λευκαδίτικης γης». Μισομεθυσμένη γέρνω στο κρεβάτι μου και με παίρνει ένας ύπνος γεμάτος όνειρα που διακόπτεται από τις νυχτερινές βόλτες της οικόσιτης σαρανταποδαρούσας στα δοκάρια του ξύλινου ταβανιού.
Πέμπτη, 31 Ιουλίου: σήμερα περιδιαβαίνω το βόρειο κομμάτι του νησιού, προσπαθώντας να αναρρώσω από τη χθεσινοβραδινή οινοποσία. Αμμώδεις παραλίες στους Μύλους και ένα κρεμασμένο πάνω από τη ράχη μου πευκοδάσος στην άλλοτε κοσμοπολίτικη παραλία του Αγίου Ιωάννη, η οποία έχει φαγωθεί από το κύμα του Ιονίου και παρακμάζει πλέον, είναι τα πιο ενδιαφέροντα θαλασσινά σημεία κοντά στην πόλη της Λευκάδας. Μετά παίρνω τον ανήφορο για Τσουκαλάδες και από μια ορεινή διαδρομή που στο ένα χέρι έχει το πράσινο του πεύκου ενώ στο άλλο τα μπλε νερά της θάλασσας, καταλήγω και πάλι στα Πευκούλια που με την ηρεμία τους με κρατούν για κάμποση ώρα μαζί με παρέες Ισπανών, Ιταλών και Άγγλων. Το προσκύνημα στο Κάθισμα και στους Εγκρεμνούς θα περιμένει μια άλλη εποχή, ίσως αρχές Ιουνίου, όταν θα επισκεφθώ ξανά το νησί. Γιατί το υποσχέθηκα στον εαυτό μου: θα ξανάρθω σ’ αυτά τα μέρη.
Το απογευματάκι με βρίσκει στο νότο, στα Σύβοτα που ξεροψήνονται ακόμη μέσα στον ανελέητο ήλιο. Τελικά η ψαροφαγία στα νησιά είναι μια δύσκολη υπόθεση, αλλά αφού πήγα συστημένη μέχρι εκεί, θα υποστώ τα μέτρια πιάτα και την αμφιβόλου φρεσκάδας τσιπούρα. Για την επιστροφή επιλέγω τον κάμπο του Νυδρίου και το φιδωτό δρόμο μέσω Βαυκερής που με βγάζει στο Πλατύστομα. Η Μαδουρή με το σπίτι του Βαλαωρίτη και οι δαντέλες του Βλυχού βάφονται στο υποκίτρινο του ήλιου που πεθαίνει. Θα καταλύσω για πολλές ώρες, μέχρι τα χαράματα σχεδόν, μέσα στο μεγάλο πέτρινο δωμάτιο, κάνοντας με τον Πιατσόλα μου συντροφιά στα τριζόνια. Ένας επίμονος στομαχόπονος θα με κρατήσει καθηλωμένη στο κρεβάτι, αλλά η νύχτα σε κάτι τέτοια μέρη έχει πάντα ένα ιαματικό γλύκασμα.
Θερινά ημερολόγια: Λευκάδα IV
Παρασκευή, 1 Αυγούστου: η τελευταία μέρα στη Λευκάδα με βρίσκει και πάλι στα νότια του νησιού. Η περιέργεια να δω την παραλία με το ποιητικό όνομα, το Αγιοφύλι που όλοι μου παίνευαν εδώ και μέρες, με βάζει μέσα στο θαλάσσιο ταξί. Μετά από μια διαδρομή κόστα-κόστα διάρκειας δέκα λεπτών από την Βασιλική, δίπλα από απόκρημνους βράχους και παραλίες μοναχικές, φτάνω στην κόγχη ενός λευκού βράχου. Αυτό το σχεδόν κάθετο, αστραφτερό λιθάρι κρατάει στα πόδια του ένα φυσικό όρμο με άσπρο βότσαλο. Το καϊκάκι δένει πρόχειρα στην ακτή κι εγώ χάνω το βλέμμα μου σε νερά γαλαζοπράσινα. Από την κορυφή ενός βράχου, ένας ηλικιωμένος κύριος μας υποδέχεται με ένα ηχηρό παφλασμό, πέφτοντας από μια ιλιγγιώδη απόσταση μέσα στα κρύα νερά.
Η μικρή παραλία είναι σαν ζεστή αγκαλιά. Λίγο αντέχει κανείς πάνω στην ακτή και συχνότερα αναζητά τη θαλασσινή δροσιά και τις βουτιές μέσα στα πολύχρωμα νερά. Όταν μετά από ώρα έρχεται το καράβι της επιστροφής, αφυδατωμένη από τον ήλιο και την αλμύρα ανασαίνω αχόρταγα το δροσερό αεράκι.
Τελευταία απογευματινή βόλτα και στην Λευκάδα, σε μια δύσκολη ώρα, με τον ήλιο να λιώνει κτίρια κι ανθρώπους στο καμίνι του. Αποφασίζω να δοκιμάσω μια παραδοσιακή ταβέρνα στα στενά, λίγο πιο πάνω από την ωραία βόλτα στο ντόκο. Το φαγητό μέτριο και τυποποιημένο, αλλά η παρέα των Άγγλων δίπλα μου φαίνεται να το απολαμβάνει με την ψυχή της. Μόλις δροσίζει, αναχωρώ από την πρωτεύουσα με τις αφύσικα πολλές λεωφόρους για το μέγεθός της, τα γεμάτα δρόμους αυτοκίνητα και μηχανάκια και την παντελή έλλειψη μιας πρόβλεψης για ποδηλατοδρόμους και πεζοδρόμια. Έχω για μια ακόμη φορά στην Ελλάδα την αίσθηση ότι στην πόλη αυτή χάθηκε οριστικά ένα στοίχημα για μια ανθρώπινη ζωή τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους επισκέπτες της.
Σάββατο, 2 Αυγούστου: αναχωρώ νωρίς για ένα ταξίδι που θα διαρκέσει περισσότερο απ’ όσο είχα αρχικά φανταστεί. Η συνιστώμενη από γνωστούς παραθαλάσσια διαδρομή, με φέρνει απέναντι από την Λευκάδα, από στενούς επαρχιακούς δρόμους με περίεργες κλίσεις και αναγκαστικές στάσεις σε χωριά και κωμοπόλεις που βρίσκονται στο διάβα της. Το καταπράσινο και ορεινό νησί Κάλαμος, μοιάζει από μακριά συνέχεια της στεριάς. Ορμίσκοι με κυπαρισσί νερά και άγριες πλαγιές γεμάτες ελεύθερους κατασκηνωτές μου κρατούν συντροφιά μέχρι τον Αστακό. Μετά, ο δρόμος μπαίνει στα μεσόγεια, δίπλα σε κανάλια καταμεσής ενός κάμπου ευλογημένου που δεν του λείπει το νερό κι έτσι τα δέντρα του έχουν ένα βαθύ πράσινο, πλούσιο χρώμα.
Πιο πέρα η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, και σειρές κεφάλια από συνταξιούχους που παίρνουν το πρωινό τους μπάνιο μέσα σε γούβες δίπλα στις Αλυκές -θέαμα που πολύ θα ήθελα να μπορούσα να φωτογραφήσω. Καθώς προσπερνάω την πόλη που δεν έχω επισκεφθεί ποτέ μου, την πόλη του Παλαμά, του Μπάϊρον, την χιλιοτραγουδισμένη του Σολωμού, μια δυσάρεστη έκπληξη θα μου αλλάξει τα σχέδια της ομαλής μέχρι εκείνη τη στιγμή πορείας μου προς το Αντίρριο. Ένα τουμπαρισμένο φορτηγό που μεταφέρει κηροζίνη έχει κλείσει το δρόμο. Φυσιολογικά, θα έπρεπε να καθίσω σε μια σκιά, όπως με προτρέπει ο μπροστινός ευγενέστατος Ναυπακτιώτης. Αλλά φευ….το χαλασμένο μου λογισμικό με βάζει να γυρίσω πίσω, να πάρω το δρόμο για Αγρίνιο –διασχίζοντας τον πάτο ενός εντυπωσιακού φαραγγιού- και λίγο πριν την πόλη, να στρίψω για Καινούργιο και φυσικά για τα παραλίμνια χωριά της Τριχωνίδας.
Αυτή την ώρα κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο, που είναι πιο σκληρός σε τούτα τα μέρη, οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι και τα χωριά νωχελικά και σιωπηλά. Φθινόπωρο και άνοιξη πιστεύω ότι θα είναι εξαιρετική η φύση και η ζωή δίπλα στη λίμνη. Προς το παρόν διασχίζω το δρόμο ανάμεσα στα πέτρινα σπίτια της Μυρτιάς, του Θέρμου –κεφαλοχώρι με δροσερές πλατείες και ζωή ακόμη και τώρα- και φεύγω από τη λίμνη, για να χαθώ μέσα στα βουνά. Ανάληψη, Συκιά και επιτέλους η Ναύπακτος. Βέβαια, άλλο να το γράφει κανείς κι άλλο να το ζει. Η διαδρομή μέσα στα βουνά μου φαίνεται μακρινή και δύσκολη. Όταν πια αντικρίζω τη θάλασσα, η χαρά μου δεν θα κρατήσει για πολύ.
Παίρνω ήσυχα-ήσυχα τη σειρά μου σε μια ατέλειωτη ουρά, αγανακτισμένη που μια σύγχρονη γέφυρα δεν έχει ένα δικό της δρόμο ταχείας κυκλοφορίας με ανισόπεδους κόμβους. Τα συνεχή φανάρια και μια εθνική οδός μέσα από χωριά είναι μάλλον ένα ακόμη προϊόν προς πώληση της γραφικής εικόνας αυτής της χώρας στον πάτο των Βαλκανίων.
Μετά από δυόμισι ώρες, ιδρωμένη και καταπονημένη, μπαίνω θριαμβικά στη γη της Αχαΐας και βάζω πλώρη για Κυλλήνη. Πρώτη φορά καταπίνω τα χιλιόμετρα σε τούτη τη μεριά της Ελλάδας, διαβάζω ονόματα στις ταμπέλες βιαστικά -Λεχαινά, Μανωλάδα-, αφήνω αυτό τον άγνωστο κόσμο πίσω μου και με την ψυχή στο στόμα φτάνω στο λιμάνι. Φυσικά, ως γνήσια Ελληνίς δεν έχω προνοήσει για εισιτήριο, εγώ και αρκετοί άλλοι συμπατριώτες, εραστές όλοι εμείς της τελευταίας στιγμής και λάτρεις της έκπληξης.
Οι επόμενες δύο ώρες είναι σαν σε όνειρο. Δεν καταλαβαίνω πώς βρίσκω εισιτήριο για το αυτοκίνητο, πώς βρίσκω μια γωνιά στο υπερπλήρες καράβι και πώς τελικά φτάνω να πατήσω το ποδάρι μου στη Ζάκυνθο, βραδάκι πλέον. Το μόνο που αντέχω είναι να βουτήξω στην κοντινή παραλία για να πάρει η αλμύρα όλη την ένταση της ημέρας. Νομίζω ότι εδώ στα βόρεια θα μου αρέσει περισσότερο, γιατί η πρώτη γεύση από την πόλη και τις Αλυκές μου αφήνει την ίδια αδιάφορη γεύση στο στόμα. Ίδωμεν.
(Αναρτήθηκε στο Cosmopolis)BY