ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΦΑΛΚΩΝΗ


Κυριακή, 29 Ιανουαρίου 2012






Όταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος- ο ποιητής του κινηματογράφου- αναγορεύθηκε Επίτιμος Δημότης Λευκάδας, με πρωτοβουλία της κινηματογραφικής λέσχης του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου "'Ορφέα".


Γερμανοί στρατιώτες σταματούν ένα λεωφορείο γεμάτο Έλληνες στην ευθεία που χωρίζει τη θάλασσα στα δύο πριν από το Κάστρο της Λευκάδας. Οι στρατιώτες μπαίνουν μέσα στο λεωφορείο και διατάζουν φωνάζοντας τους επιβάτες να κατέβουν. Ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά. Ανάμεσά τους και η Μάνα μου που με κρατά από το χέρι σφιχτά. Τα παιδικά μάτια μου αιχμαλωτίζουν κάθε στιγμή. Μια στιγμή, μια αιωνιότητα. Φυσικά δεν έζησα τον πόλεμο του 1940. Τα παραπάνω αποτελούν μια σκηνή από την θρυλική ταινία «Ο ΘΙΑΣΟΣ» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου που γυρίστηκε μεγάλο της μέρος στην Λευκάδα.
Θυμάμαι το εσωτερικό του Κάστρου να έχει μεταβληθεί σε στρατόπεδο των Γερμανών κατακτητών. Θυμάμαι που ο πατέρας μου με πήρε μαζί του και μπήκαμε από ένα μικρό παράθυρο του Κάστρου από την πλευρά της θάλασσας, σε ένα υγρό πέρασμα γεμάτο «σταλακτίτες» για να βγούμε στις πολεμίστρες του Κάστρου και να παρακολουθήσουμε ολόκληρη τη σκηνή της απελευθέρωσης.
Ήταν τόσο ζωντανές ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ των ανθρώπων από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, τις εξορίες και τους αγώνες για ελευθερία και δημοκρατία, τόσο μεγάλες οι πληγές και από την Δικτατορία που η σκηνή της απελευθέρωσης στο «ΘΙΑΣΟ» είχε την λυτρωτική δύναμη μιας αληθινής απελευθέρωσης.
Στην εποχή εκείνη των μεγάλων προσδοκιών, του μεγάλου φόβου, υπήρχαν πάρα πολλά ζητούμενα. Το μεγάλο ποσοστό της Αριστεράς στη Λευκάδα βοήθησε στην κινητοποίηση μεγάλου πλήθους που συμμετείχε στα γυρίσματα της ταινίας.
Ακόμη και αναβάτες με τ’άλογά τους κατέβηκαν από τους Τσουκαλάδες για να συμμετάσχουν ως αντάρτες απελευθερωτές καλπάζοντας στην αμμουδιά που ξεκινά από το νησάκι του Αη Νικόλα και εισβάλλοντας στο Κάστρο (σκηνή που φέρνει στη μνήμη και τον Άγγελο Σικελιανό που κάλπαζε με το άλογο μαζί με την Εύα στην ίδια αμμουδιά πριν από πολλά χρόνια και που αγωνίστηκε και αυτός με κάθε τρόπο για την απελευθέρωση της Ελλάδας).
Όλη σχεδόν η Λευκάδα παθιάστηκε με τα γυρίσματα της ταινίας. Ιδιαίτερα όμως ο σπουδαίος φίλος του Θ. Αγγελόπουλου και αυτός από τους Τσουκαλάδες Σπύρος Σταματέλος, ο γνωστός «ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ». Βοήθησε σε όλες τις σκηνές του «ΘΙΑΣΟΥ» αλλά και του «ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», στις σκηνές της φυλακής που γυρίστηκαν στις φυλακές της Λευκάδας όπου είχε φυλακιστεί και ο ίδιος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο Σπύρος Σταματέλος ως επιστήθιος φίλος του σκηνοθέτη ενέπνευσε και τον κεντρικό ρόλο της ταινίας του «Ο ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ» με τον Μ.Μαστρογιάννι, κατακτώντας την αθανασία.
Ο «Θίασος» είχε παγκόσμια αναγνώριση και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 44 κορυφαίες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά. Κάθε χρόνο ψηφίζεται στις πρώτες θέσεις της ιστορίας του σινεμά από τους κορυφαίους κριτικούς του κόσμου.
Κατέκτησε τις κορυφαίες διακρίσεις : 1975. Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (Fipresci) στο Φεστιβάλ των Καννών. Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Α΄ ανδρικού ρόλου (Βαγγέλης Καζάν), Α΄ γυναικείου ρόλου (Εύα Κοταμανίδου), Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Ειδικό βραβείο» στο Φεστιβάλ της Ταορμίνα. Βραβείο Interfilm στο Φόρουμ του Βερολίνου. Βραβείο ege d’Or (καλύτερη ταινία της χρονιάς), Βρυξέλλες. 1976. Βραβείο Figueira das Foss, Πορτογαλία. 1979. Βραβείο B.F.I. καλύτερης ταινίας της χρονιάς, Λονδίνο. Μέγα Βραβείο των Τεχνών, Ιαπωνία. Βραβείο καλύτερης ταινίας της χρονιάς, Ιαπωνία. «Καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1971-1980», από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου της Ιταλίας. «44η καλύτερη ταινία στην Ιστορία του Παγκόσμιου Κινηματογράφου», από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου.
Χαρακτηριστικό συμβάν που δείχνει την αποδοχή της ταινίας είναι το παρακάτω : Ο κορυφαίος Γερμανός σκηνοθέτης Βέρνερ Χέρτζοκ όταν βγήκε από την προβολή της ταινίας «Ο ΘΙΑΣΟΣ» γονάτισε υποκλινόμενος μπροστά στον σκηνοθέτη Θ. Αγγελόπουλο. Οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες και κριτικοί του κόσμου μιλούσαν πλέον για έναν Έλληνα σκηνοθέτη και το έργο του !
Ο «Θίασος» συνδέεται άρρηκτα με την Λευκάδα γιατί σ’αυτήν έγινε ένα πολύ μεγάλο μέρος των γυρισμάτων της ταινίας – με τη συμμετοχή του λαού της Λευκάδας. Τα γυρίσματα έγιναν στο Κάστρο της Αγίας Μαύρας, στο δρόμο προς το Κάστρο, στο δρόμο προς τον Πόντε, στην αμμουδιά απέναντι από το νησάκι του Άγγελου Σικελιανού, στο Τολ μπροστά από τον τότε κινηματογράφο «Φοίνικα». Εκεί εκτυλισσόταν ο Μύθος των Ατρειδών μεταφερμένος στη Νεώτερη Μεταπολεμική Ελλάδα, στη ζωή ενός Θιάσου.
Ακολουθεί ο χειμαρρώδης λόγος του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
«….Πήγαμε με την Αλίκη Γεωργούλη και τους είπαμε τι ήταν η ταινία και γιατί έπρεπε να έρθουν και ήρθαν. Ήταν καθολική η συμμετοχή. Γέμισε ο δρόμος μέχρι κάτω. Όλη η Λευκάδα τραγουδούσαν το «λαέ βασανισμένε» αλλά επειδή δεν μπορούσαν να το πουν έλεγαν τον εθνικό ύμνο. Απίστευτες στιγμές και μέσα στο κάστρο και στις φυλακές. Δουλεύαμε σε ένα κτίριο και ενώ κάποιοι γράφανε συνθήματα στους τοίχους έξω φυλάγανε τσίλιες για την αστυνομία. Κάναμε μια προβολή της κόπιας εργασίας, αυτό που γυρνούσαμε δηλαδή, στον κινηματογράφο και φοβήθηκε ο προβολατζής. Έπαθε πανικό. Ή στην φυλακή που μπήκαμε παράνομα. Πραγματικά όλη η Ελλάδα έχει αλλάξει ! Οι εικόνες της Ελλάδας είναι διαφορετικές….
…Είχα πρωτοέρθει σε μια προβολή της «Αναπαράστασης» στην κινηματογραφική λέσχη, πριν το ΄73 και, ήταν πάλι δικτατορία και θυμάμαι τις προβολές. Θυμάμαι επίσης μια προβολή στην Πάτρα, που την είχαν οργανώσει φοιτητές. Η αίθουσα γέμισε. Ο καθένας μου συστηνόταν με την φυλακή του. Γιώργος 3 μήνες φυλακή κ.λ.π. Στο βάθος ήταν η αστυνομία. Όταν τελείωσε η ταινία χειροκρότημα, λουλούδια κ.λ.π. κ.λ.π. Σηκώνεται ένα κορίτσι και ρωτάει : Κύριε Αγγελόπουλε σε εκείνη την σκηνή θέλατε να πείτε αυτό που καταλάβαμε; Απαντάω μάλιστα. Χειροκρότημα. Οπότε η αστυνομία δεν είχε αντικείμενο. Ήταν ένας έμμεσος λόγος. Με αυτό τον τρόπο γύρισα τις «Μέρες του 36» όπου τίποτε δεν λέγεται, όλα είναι έμμεσα. πάλι με θέμα την Δικτατορία του Μεταξά. Με είχε διδάξει η «Αναπαράσταση». Είναι μνήμες, ….μνήμες σε κάθε χώρο. Τότε γνώρισα και τον Σπύρο, στο θίασο, που με ακολούθησε μετά. Τον ξαναχρησιμοποίησα τότε αλλά πέρα από αυτό έγινε φίλος μου και μου είπε τον τρόπο να κάνω μια ταινία με τον «Μελισσοκόμο». Η ταινία είναι εμπνευσμένη από αυτό το Λευκαδίτη. Είχαμε επαφή μέχρι το θάνατό του…Παλιές αμαρτίες γλυκαίνονται με το χρόνο !
…Λευκάδα…Αυτό που βλέπει κανείς, τις αλλαγές, αλλά και αυτό που θυμάται… …Τώρα πόσο να μιλήσει κανείς για την σημερινή πραγματικότητα. Δεν μπορώ να μιλήσω. Στον χώρο όμως βλέπω μια μεγάλη τουριστική ανάπτυξη αν δεν κάνω λάθος, εύχομαι αυτό να είναι για καλό.
…Πόσο ισχυρή μπορεί να είναι μια κινηματογραφική λέσχη ! Εδώ παρουσιάστηκε πριν 40 χρόνια η «Αναπαράσταση» η πρώτη μου ταινία και είμαι πάλι εδώ. Είναι σημαντικό να επιβιώνουν οι λέσχες και οι κινηματογράφοι.
Σε άλλες περιοχές δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Ψάχνω για την νέα μου ταινία έναν παλιό κινηματογράφο στον Πειραιά, που να έχει διατηρηθεί λίγο παλιός και δεν βρίσκω. Ή έχουν κλείσει ή έχουν γίνει σούπερ μάρκετ ή έχουν αλλάξει. Με αναλογίες θα λέγαμε ότι το 60% των κινηματογράφων έχουν κλείσει ενώ έχουν πολλαπλασιαστεί τα μουλτιπλεξ. Αριθμητικά μπορεί να είναι ίδιες είναι όμως μούλτιπλεξ όχι σινεμά.
…Η καινούρια μου ταινία δεν θα είναι ασπρόμαυρη. Θα κάνω μια μαυρόασπρη μετά. Θέλω όμως πρώτα να τελειώσω το τρίτο μέρος της τριλογίας.
…Πήγα χθες στη Θεσσαλονίκη, σε ένα αφιέρωμα στον Κισλόφσκι, αυτόν τον πολύ σημαντικό Πολωνό σκηνοθέτη και πολύ καλό φίλο…
Και είδα την πρώτη του ταινία, ένα εξαιρετικό μαυρόασπρο φιλμ. Είχε σημάδια από τον χρόνο αλλά και μια μαγεία. Όλοι οι φωτογράφοι προτιμούν το μαυρόασπρο, δεν ξέρω γιατί. ίσως βγάζει κάτι διαφορετικό, ξεφεύγει από αυτό το ρεαλιστικό στοιχείο που έχει το χρώμα, η έγχρωμη πραγματικότητα. Γίνεται δηλαδή μια μετάβαση αλλού, παίρνει ένα στοιχείο πιο ποιητικό.
Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο και απαντά : Γεια σου Μισέλ…

-Γ.Φ. : Πάντως δεν είναι τυχαίο το τηλεφώνημα του Μισέλ Δημόπουλου αυτή τη στιγμή, γιατί είναι αυτός που έκανε το ντοκυμανταίρ για το «ΘΙΑΣΟ».
-Θ.Α. : Βέβαια είχε έρθει κι εδώ. Μετά κάναμε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το Μισέλ. εγώ πρόεδρος του Φεστιβάλ κι αυτός διευθυντής. Ήταν κατά γενική ομολογία, η καλύτερη περίοδος του φεστιβάλ. Την τελευταία χρονιά που είμαστε στη Θεσσαλονίκη άλλαξε η κυβέρνηση και έγινε Υφυπουργός Πολιτισμού ο κ. Τατούλης, ακούγονταν διάφορα, ότι θα αλλάξει κι εμάς και μάλιστα κάπου είχε κι ο ίδιος αφήσει να εννοηθεί, όχι εμένα αλλά τον Δημόπουλο. Οπότε σε μία συνέντευξη τύπου του κάνω μια επίθεση μπροστά στους δημοσιογράφους, τα έχασε ! Τον ρωτώ τι πράγματα ήταν αυτά που έκανε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να θυμώσει και να καταργήσει και εμένα και τον Δημόπουλο.
Βέβαια όταν αυτό μαθεύτηκε στο εξωτερικό έγινε χαμός. Μαζεύτηκαν τόσες υπογραφές στο internet όχι μόνο από τον κόσμο του κινηματογράφου αλλά και από τους πιο μεγάλους κινηματογραφιστές του κόσμου, εναντίον αυτής της ιστορίας, δεν μπορείτε να φανταστείτε. Σας αναφέρω χαρακτηριστικά ένα περιστατικό που συνέβη στο Τορόντο όπου καθόμουν σε ένα καφέ με τον διανομέα των ταινιών και περνούσαν από μπροστά δημοσιογράφοι από όλα τα μέρη του κόσμου και εξέφραζαν τηνν συμπαράστασή τους. Είχε επηρεάσει πάρα πολύ. Είναι πάντως γεγονός πως το φεστιβάλ είχε αποκτήσει ένα κύρος, είχε ανέβει πάρα πολύ.
…..Τώρα είναι μια δύσκολη περίοδος η οικονομική κρίση θα επηρεάσει τα πάντα. Δεν υπάρχουν λεφτά, θα υπάρξει ένα ψαλίδισμα των προϋπολογισμών, του φεστιβάλ και όλων των εκδηλώσεων. Αυτό πάντως που είναι πολύ άσχημο είναι ότι κάθε φορά που υπάρχει ένα πρόβλημα την πληρώνει ο πολιτισμός. Επειδή δεν μπορεί να κάνει απεργία ! Εμείς δεν κάνουμε απεργία. Δεν έχει κανένα νόημα να γίνει απεργία. Ούτε πολιτικό κόστος έχει, ούτε οικονομικό. Είναι στον αέρα και δεν έχει δυνατότητα πίεσης. Όμως κάποια στιγμή ανεξαρτήτως κυβέρνησης πρέπει να καταλάβουν ότι δεν μπορεί να πλήττουμε κάθε φορά τον πολιτισμό. Δεν μπορεί να σταματήσει ο κινηματογράφος και το θέατρο που το κόστος τους είναι ασήμαντο μπροστά στην συνολική ιστορία. Μπορούν να εκλογικευτούν ορισμένα έξοδα αλλά όχι να σταματήσουν. Αυτή είναι η δική μου άποψη και όχι μόνο δική μου.
Ένα τοπίο στην ομίχλη σε έναν κόσμο που δεν ξέρει που πάει !
….Επίκαιρη φράση. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο, ζούμε σε έναν κόσμο που έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Δεν ξέρουμε που πάμε. Κατ’αρχήν υπάρχει πρόβλημα, οι οικονομολόγοι δεν ξέρουν προς τα πού να πάνε, έχει επανέλθει ο Μαρξ. Υπάρχει μια συζήτηση πάνω στον τρόπο που προσέγγιζε τον φιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός πια δεν είναι μια λέξη που χρησιμοποιεί η αριστερά αλλά πλέον και η δεξιά. Πράγματα παράξενα που τα ανακαλύπτουμε τώρα, λόγω της κρίσης. Ανακαλύπτουμε ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε έναν άλλο τρόπο προσέγγισης και της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας. Πρέπει να βρούμε έναν άλλο τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων !
….Νομίζω ότι θα βγούμε από την κρίση, με κόστος όμως. Πάντα πληρώνουν οι μη προνομιούχοι, είναι γεγονός αλλά ας θεωρήσουμε ότι αυτή τη φορά θα υπάρξει μια αναλογία κόστους. Θα πληρώσουν όλοι αν πρόκειται να βγούμε από την κρίση.
…..Καταρχήν αυτό που αγαπάει κανείς είναι το πρώτο του βλέμμα, κυρίως αυτό. Η «αναπαράσταση» είναι η αγαπημένη μου ταινία. Όταν βάζει κανείς το μάτι του για πρώτη φορά στον φακό και κοιτάζει, είναι μια δεύτερη ανακάλυψη του κόσμου εκτός από αυτή που έχει κάνει σαν άτομο. Μέσα από το φακό ανακαλύπτει ξανά τον κόσμο με έναν άλλο τρόπο. Νομίζω ότι αν αυτό που κάνεις σχετίζεται με πράγματα και ερωτήματα σημαντικά μαθαίνει. Και γίνεται για δεύτερη φορά το Πανεπιστήμιό του και κάθε φορά μαθαίνει. Έπειτα είναι το ταξίδι… το ταξίδι είναι μεγάλη ιστορία. Ανακαλύπτει χώρες, πράγματα, ανθρώπους, ιδέες, εικόνες, στιγμές μέθης. Έχω ταξιδέψει παντού μέσα από τις ταινίες μου. Το τελευταίο ταξίδι για τη «Σκόνη του χρόνου» έγινε στην Ρωσία και αλλού και ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό όταν σε μια μικρή πόλη στο βόρειο Καζακστάν ανακάλυψα 5.000 Έλληνες που δεν μιλάνε ελληνικά λέγονται όμως Νίκος, Μαρία κ.α. Είχα 2.500 κομπάρσους και είχαν έρθει και οι Έλληνες. Και κοιτάζω….ήταν οι πιο υπομονετικοί, αυτοί που αισθάνονταν ότι έκαναν ένα χρέος. Τους κοίταζα ανάμεσα στους κομπάρσους και τους ξεχώριζα, είχαν μια γλυκύτητα στο πρόσωπο. Αυτοί ήταν οι Έλληνες. Και οι άλλοι πολλές φυλές, Ασιάτες, Γερμανοί του Βόλγα, διάφοροι…Αναγνώριζα από το πρόσωπο και τα μάτια τους Έλληνες. 35 υπό το μηδέν και να περιμένουν όλη μέρα. Πολύ δυνατές στιγμές. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο χαιρόταν. Ακόμα τηλεφωνιόμαστε…
«Η σκόνη του χρόνου» το δεύτερο μέρος μιας τριλογίας με σημάδεψε. Όταν γυρίζαμε την αιωνιότητα τα είχα πάρει όλα. Όλη την σειρά των βραβείων. Τότε ήταν που αρχίσαμε να μιλάμε για το τέλος του αιώνα του 20ου αιώνα. Και ήταν ο ΑΙΩΝΑΣ ! Γιατί είμαι γεννημένος και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου είναι εκεί, η οικογένειά μου, τα παιδιά μου, οι έρωτές μου όλα, είναι εκεί. Και τι δεν μπορώ να πω γι’αυτόν τον αιώνα των μεγάλων ονείρων και απογοητεύσεων. των πολέμων και των επαναστάσεων. της ελπίδας για ένα καινούργιο κόσμο και όχι μόνο της γενιάς μου. ίσως της τελευταίας γενιάς που πίστευε ότι μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο, και δεν έγινε, ο κόσμος δεν άλλαξε. Αυτή η πικρία, αυτή η διάψευση, αυτή η πικρή γεύση, ήταν η σκόνη του χρόνου. Το τέλος μιας ουτοπίας.

-Γ.Φ.: Αυτόπτης μάρτυρας της ιστορίας;
-Θ.Α.: Δεν είμαι ιστορικός, είναι η δική μου ματιά. Αυτό που μπορώ να πω μπορεί να διαφέρει για τους άλλους. Σκεφτείτε με πόσους τρόπους έχει δοθεί ένας αρχαίος μύθος. Η ιστορία είναι μια…Ένας ιστορικός προσπαθεί να διαβάσει αντικειμενικά την ιστορία, επιστημονικά.
Ένας που δεν είναι ιστορικός δεν μπορεί να το διαβάσει. Έζησα σε μια γενιά μοιρασμένη ανάμεσα σε αριστερούς και βενιζελικούς. Αυτός ο διχασμός ήταν διχασμός, η σύγκρουση ήταν σύγκρουση και ήταν μες την οικογένειά μου και αυτό που συνέβη στην δική μου οικογένεια συνέβη και σε άλλους. Αυτό το πράγμα έχει να κάνει με το πόσο η ιστορία επεμβαίνει πάνω στη ζωή μας και πως την εισπράττουμε. Γιατί μέσα στην ίδια οικογένεια, ο ένας πάει από δω και ο άλλος από’κει. Δεν μπορεί κανείς να δώσει λύσεις. Δεν είμαι αυτός που θα έδινα λύσεις. Ούτε η τέχνη δίνει λύσεις. Αναζητά τα ερεθίσματα. Ή γίνεται ένα ρέκβιεμ πάνω σε ένα πένθος ή κάτι δοξαστικό σε μια ιστορία ελπίδας. Και λύσεις να επιχειρήσει να δώσει θα είναι μια προσωπική ιστορία. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Σκεφθείτε πως γράφεται το βιβλίο της ιστορίας σε διαφορετικά κράτη. Πως βλέπει το θέμα με την Τουρκία η Ελλάδα και πως η Τουρκία.

-Γ.Φ.:«Όλα τα πάθη είναι διαχρονικά μέσα σε αυτό το ταξίδι…».
-Θ.Α.: «Σαν να είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθη και οι καημοί του κόσμου» λέει ο Παπαδιαμάντης.
….Υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στην δικιά μου και την επόμενη γενιά καθώς και τη σημερινή γενιά, αν δείτε τα θέματα των σημερινών κινηματογραφιστών, από αυτά που είναι της γενιάς μου. Για τον κόσμο ολόκληρο μιλώ. Εμείς κάναμε πολιτικό κινηματογράφο, άσχετα αν μετά αλλάξαμε γιατί ζήσαμε την ίδια εποχή, είχαμε τα ίδια ερεθίσματα. Πιστέψαμε ότι μπορούσε να αλλάξει ο κόσμος. Ο κινηματογράφος ήταν αποδέκτης αυτής της ελπίδας. Δεν έγινε αυτό και όλοι πια κάνουν άλλα πράγματα, άλλοι πάλι έχουν σωπάσει. Από την προηγούμενη γενιά, του Φελίνι, τη γενιά που ήταν ήδη ενήλικες στον πόλεμο, κανείς δεν ήταν αριστερός. Η δικιά μου γενιά όλη αριστερή. Σημαδιακά στοιχεία. Η επόμενη γενιά υφίσταται τις συνέπειες αυτής της ιστορίας. Δεν έχει όραμα. Αγγίζει πράγματα του σήμερα που όμως δεν μπορεί να το συνδέσει με το χθες. Βλέπει μόνο το σήμερα. Ίσως και να έχει δίκιο. Υπάρχει μια καινούργια γενιά Ελλήνων κινηματογραφιστών που πάει να βγει και έχει ενδιαφέρον, τελείως διαφορετική από την δικιά μου τη γενιά, όχι καλύτερη ή χειρότερη, απλά διαφορετική.

-Γ.Φ. : Η Αθήνα δεν έχει αντίστοιχο φεστιβάλ με της Θεσσαλονίκης.
-Θ.Α. : ….Είναι καλό να υπάρχει αποκέντρωση. Δεν υπάρχει φεστιβάλ Παρισιού αλλά Καννών, Βενετίας. Το Βερολίνο είναι το Βερολίνο.
Οι εντυπώσεις μου από το Βερολίνο στην τελευταία προβολή της ταινίας μου…. ολόκληρη ιστορία. Στο φεστιβάλ του Βερολίνου παρουσίασα δύο ταινίες παλιότερα. Είχα σχέση μέσω του φόρουμ του πρωτοποριακού κομματιού του. Η πρώτη ταινία μου που παρουσιάστηκε εκεί ήταν η «Αναπαράσταση». Την είχα βγάλει παράνομα μέσα σε βαλίτσα. Παίχτηκε στο Βερολίνο και πήρε βραβεία !

-Γ.Φ. : Πως έγινε το γύρισμα του «Θιάσου»;
-Θ.Α.: Το γύρισμα του «Θίασου» έγινε σε συνθήκες παρανομίας, απόλυτης παρανομίας. Το ότι καταφέραμε να την γυρίσουμε είναι ένα θαύμα. Γυρίστηκε βέβαια η μισή στην δικτατορία. Ο παραγωγός ήθελε να την σταματήσει. Απογοητεύτηκε κάποια στιγμή. Τελικά ξαναμπήκε στο παιχνίδι και η ταινία τελείωσε και έγινε αυτό που έγινε. Βέβαια έγινε χαμός πριν πάει έξω. Έκανα μια προβολή στην Αθήνα για τους κριτικούς κινηματογράφου ήταν και ο Βασίλης ο Ραφαηλίδης. Φύγαν όλοι με σκυμμένο κεφάλι. Δεν τους άρεσε. Στις Κάννες βέβαια έγινε ο χαμός – θρίαμβος. Μετά μου λέει ο Βασίλης : «Ρε συ Θόδωρε τόσο λάθος έχουμε κάνει;»
Συμβαίνει συχνά βέβαια με τους Έλληνες κριτικούς. Ήταν μια γενιά στην οποία ανήκα κι εγώ και οι παλαιότεροι, Τόνια Μαρκετάκη, Ραφαηλίδης, Σκαλιόρας, Παπαγιαννόπουλος, Πλωρίτης…όταν έγραφα κριτική κινηματογράφου. Σήμερα τα πράγματα είναι….
Το ίδιο έγινε και με «Το βλέμμα του Οδυσσέα» που πήρε το μεγάλο βραβείο στις Κάννες και που έχει υμνηθεί απ’όλο τον κόσμο. Εδώ πάλι δεν πήρε και τις καλύτερες κριτικές.
….Για «Τον Θίασο» ο Δανίκας, τότε κριτικός του Ριζοσπάστη, τον είχε βγάλει του πεταματού. Πάρα πολλοί από τις ημερήσιες εφημερίδες με έβρισαν.
Δεν με άφηναν να βγάλω την ταινία και την έβγαλα παράνομα στο εξωτερικό μετά την δικτατορία, μέσα σε βαλίτσες. Εγώ με την Κοταμανίδου και έναν άλλο συνεργάτη, ανεβήκαμε στο Σανζ Ελιζέ με βαλίτσες για να κάνουμε προβολή στην επιτροπή των Καννών! Όταν πήγα μετά να πάρω την επιχορήγηση που δίνονταν σε όσες ταινίες πήγαιναν επίσημα στο Φεστιβάλ των Καννών, μου λέει ο τότε υπουργός (Έβερτ) : «Είναι δυνατόν κύριε Αγγελόπουλε να σας δώσουμε επιχορήγηση για μια ταινία που είναι εναντίον μας;».

-Γ.Φ.: Τι σας έκανε να έχετε αυτή τη βεβαιότητα για την αξία των ταινιών σας ενάντια σε όλα;
-Θ.Α.: Δεν μιλάω για βεβαιότητα. Αυτό πάντως με εξέφραζε, αυτό ήθελα να κάνω. Το τι απήχηση θα είχε δεν το ήξερα. Όμως αυτό με εξέφραζε. Δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Όμως αυτό έχει σχέση με αυτό που λένε στην οικογένεια μου. Εκφράζουν το παράπονο ότι προσπερνάω σαν από πάνω τα πράγματα της οικογένειας. Μου μιλάνε και δεν ακούω. Εγώ μπορώ να ξυπνήσω την νύχτα και να φτιάχνω διαλόγους. Η ζωή μου ταυτίζεται με το έργο που φτιάχνω, είναι σαν αυτό να είναι η ζωή μου!
…Τι να πάω να ανταγωνιστώ, έλεγε κάποιος σε μια επιτροπή, δεν μπορεί να δώσουμε στον Αγγελόπουλο ένα δεύτερο βραβείο. Πρέπει να του δώσουμε ένα πρώτο.
Πρέπει όμως να στηρίζουμε τους νέους. Ο κινηματογράφος πρέπει να ανανεώνεται. Πρέπει να στηριχθεί η νέα γενιά. Ορισμένα από τα νέα παιδιά που έχουν αρχίσει να βγαίνουν και προς τα έξω, για πρώτη φορά μετά από μένα είναι ενδιαφέροντα. Κανείς από τη δική μου γενιά δεν έκανε πορεία προς τα έξω.
Η ταινία του Λάνθιμου μου άρεσε, η «Στρέλλα» μου άρεσε. Είδα του Θάνου του Αναστόπουλου την «Διόρθωση» και μου άρεσε, της Μαντά μου άρεσε, αν και αυτή επειδή είναι συνεργάτης μου υπεισέρχεται και ένα συναισθηματικό στοιχείο. Της Στέλλας Θεοδωράκη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτές είδα, ίσως δω και τις άλλες.

-Γ.Φ.: Τι σας συνέδεε με το Λευκαδίτη ‘Μελισσοκόμο’;
-Θ.Α.: Ο ΦΙΛΟΣ! Ένας άνθρωπος σαν τον Σπύρο, απλός, γήινος, με μένα που είχα άλλου είδους εμπειρίες. Η φιλία είναι σαν τον έρωτα δεν ξέρεις γιατί… Ξαφνικά βρίσκεται μια επικοινωνία. Είναι μια ιστορία πνευματικής χημείας!

-Γ.Φ. : Επίτιμος δημότης της Λευκάδας και σε πολλές άλλες πόλεις, επίτιμος διδάκτορας σε αρκετά πανεπιστήμια, εντός και εκτός Ελλάδας. Έχετε εγγραφεί στη συλλογική μνήμη!
-Θ.Α.: Εγώ δεν οδηγώ, παίρνω ταξί και συνήθως λεωφορείο ή τρόλλευ. Θα σας πώ μια ιστορία. Μόλις είχε παιχθεί ‘‘Η Σκόνη του Χρόνου’’ και όπως κρατιόμουν στο λεωφορείο από την χειρολαβή, ακούω μια φωνή από κάτω; ‘‘Εσείς είστε κ. Αγγελόπουλε;’’
‘‘Εγώ είμαι’’.
‘‘Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω γι’ αυτά που μας δίνετε και αυτό που είδαμε χθές το βράδυ’’.
Ακολουθεί μια άλλη ερώτηση και αρχίζει μια συζήτηση μέσα στο λεωφορείο για την ‘‘Σκόνη του Χρόνου’’. Ήταν σαν master class σε ένα λεωφορείο, δεν μου έχει ξανασυμβεί.
Μια κοπέλα λέει: ‘‘Είστε ο κ. Αγγελόπουλος; Εμείς μεγαλώσαμε με τις ταινίες σας’’. Αυτό είναι πια καθημερινό. Πάρα πολλοί άνθρωποι, οι περισσότερες είναι γυναίκες και αυτό μου αρέσει ιδιαίτερα. Υπάρχει μια δικαίωση για αυτό που κάνω 40 τόσα χρόνια…


…Οι τρείς πρώτες ταινίες μου κυκλοφόρησαν σε DVD από την εφημερίδα «Τα Νέα». Στο περίπτερο βλέπω μια ουρά και λέω τι συμβαίνει σήμερα;
Όλοι αυτοί περίμεναν για τον ‘‘Θίασο’’! Πούλησαν 132.000 φύλλα, ασύλληπτος αριθμός και το ξαναέβγαλαν και πούλησαν πάλι.

-Γ.Φ.: Και εδώ το ίδιο έγινε. Όλοι ήθελαν να αποκτήσουν το DVD του ‘‘Θίασου’’ και το κράτησαν όλοι ως κόρην οφθαλμού. Δεν το βρίσκεις ούτε στο Μοναστηράκι.
-Θ.Α.: Είναι καλό διότι μπαίνουν κάποιες σπουδαίες ταινίες στα σπίτια που αλλιώς δεν θα έμπαιναν.


Επίσκεψη στο Κάστρο


Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε το κάστρο της Λευκάδας όπου ο Αγγελόπουλος με νεανική ορμή εισήλθε περνώντας τις πύλες του σε μια ολάνθιστη καταπράσινη «αρένα», κάτω από έναν ήλιο εκτυφλωτικό, αναζητώντας αμέσως τα ίχνη του χρόνου και της θύμησης. Αναζητούσε τις θέσεις της κάμερας και εκτινάσσονταν στις επάλξεις κοιτώντας τον ορίζοντα απ’ όπου έρχονταν τ’ άλογα με τους απελευθερωτές. Σε κάποια πολεμίστρα ήταν χαραγμένο ένα όνομα και το έτος 1944. «Πρέπει να χαράχθηκε τη μέρα της απελευθέρωσης» είπε. Αφού περιεργάστηκε τα κανόνια του Κάστρου συνομίλησε με το παρελθόν και το μέλλον και συζήτησε για τη σημερινή Λευκάδα. Βγαίνοντας βρήκε απαράλλαχτο το μικρό καφενείο και το παλιό Πέραμα. Περπατώντας το δρόμο ανάμεσα στη θάλασσα και το ιβάρι αντικρίζοντας τη Λευκάδα η συζήτηση έφτασε και στους ποιητές. Εξάλλου ο Θ. Αγγελόπουλος με το έργο του έχει αποδείξει ότι είναι παγκόσμιος ποιητής του Κινηματογράφου.
Είπε : «Ενδιαφέρομαι για τον Άγγελο Σικελιανό, με ενδιαφέρει η ζωή του, η ποιήση του, μα πιο πολύ η «τρέλα» του- η δημιουργική του τρέλα. Έχω ακούσει πολλές ιστορίες για αυτόν όπως π.χ. όταν κυκλοφορούσε με τη μπέρτα του ανάμεσα στον κόσμο προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις, απαντώντας με αφοπλιστική ευφυΐα και υπερασπιζόμενος τις επιλογές του». Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τον Σικελιανό και του ανέφερα τις λεπτομέρειες της συνάντησής του με τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Επίσης του ανέφερα τους λόγους που κράτησαν μακριά στην Αμερική την Εύα Σικελιανού και τη μαρτυρία του Τζόν Άντον – για τη στιγμή που έμαθε το θάνατο του Σικελιανού και επέλεξε να επιστρέψει αμέσως μετά στην Ελλάδα και να πεθάνει!


Ο Θ. Αγγελόπουλος εντυπωσιάστηκε και συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την συγκλονιστική αυτή ιστορία του ποιητή Άγγελου και της Εύας Σικελιανού.
Για τον Κ. Καβάφη επεσήμανε ότι θεωρείται πλέον ο σημαντικότερος ποιητής του αιώνα σε όλο τον κόσμο και ιδιαιτέρως στην Αμερική όπου όπως είπε χαρακτηριστικά: είχε καταλάβει μανία τους Αμερικανούς με τον Καβάφη.

Ο Σεφέρης είναι σταθερός στο ύψος που πάντα ήταν και ο Ρίτσος κερδίζει με το πέρασμα του χρόνου και η προσοχή στρέφεται στην ουσιαστική πλευρά της ποιήσής του.


Μιλώντας στη συνέχεια για τους ποιητές του Κινηματογράφου μου περιέγραψε τη μυθική συνάντηση με τον κορυφαίο Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα ο οποίος υποδέχθηκε τον Θ. Αγγελόπουλο, τη γυναίκα του και την κόρη του στην Ιαπωνία κλείνοντας για λογαριασμό τους ένα ολόκληρο εστιατόριο και δωρίζοντάς τους κοσμήματα με πολύτιμες πέρλες.
Είπε για αυτόν «ήταν ένας πραγματικός άρχοντας – Σαμουράι».
Ο Ακίρα Κουροσάβα έγραψε ένα τιμητικό άρθρο που αναφερόταν στον Αγγελόπουλο και ειδικότερα στην ταινία του «Μεγαλέξανδρου» στην πρώτη σελίδα σε μια από τις σπουδαιότερες εφημερίδες της Ιαπωνίας.
Ο επίσης σπουδαίος Ιαπωνέζος σκηνοθέτης Ν. Όσιμα, ο οποίος υπερήφανα φορούσε γιαπωνέζικο κιμονό υποδεχόμενος τον Θ. Αγγελόπουλο, θα ήταν το θέμα της τρίλεπτης ταινίας του Θ. Αγγελόπουλου η οποία του ανατέθηκε μαζί με τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες απ΄όλο τον κόσμο για τον επετειακό εορτασμό του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, όμως παρόλο που ο σκηνοθέτης ταξίδεψε στην Ιαπωνία για αυτό το σκοπό, λόγοι υγείας του Όσιμα δεν το επέτρεψαν. Τελικά έκανε μια ταινία για την Ζαν Μορό που συναντιόταν με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι μέσα από μια σκηνή του «Μελισσοκόμου».


Στην Πόλη…


Καθώς περπατούσε στους δρόμους της πόλης όλοι τον αναγνώριζαν και σταματούσαν για να του δώσουν το χέρι με εκτίμηση και να του θυμίσουν ότι συμμετείχαν σε κάποιο γύρισμα ή ότι θυμούνται για πάντα κάποια από τις ταινίες του, μιλώντας του με θέρμη. Ένας μάλιστα χαιρετώντας τον του είπε «Αγγελόπουλος ο θρύλος»…
Επίσης η Λευκάδα έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη σύνδεση μεταξύ του Θ. Αγγελόπουλου και της γυναίκας του Φοίβης αφού η γνωριμία τους εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Μεγαλέξανδρου» που ως γνωστόν σκηνές από τη φυλακή γυρίστηκαν στις παλιές φυλακές της Λευκάδας και καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της σχέσης τους έπαιξε το ταξίδι με λεωφορείο από την Λευκάδα στην Αθήνα.
Στη συζήτηση με την κα Τούλα Σκληρού μαθαίνοντας την ιστορία της οικογένειας με τον Κινηματογράφο, εντυπωσιασμένος αναφώνησε «είστε λοιπόν μια κινηματογραφική οικογένεια».
Φόρο τιμής στο «Μελισσοκόμο».
Επίσης το ζεύγος επικοινώνησε ιδιαίτερα συγκινημένο με την γυναίκα του Σπύρου και τα παιδιά του και η κα Αγγελοπούλου επισκέφθηκε τον Σπύρο στο Κοιμητήριο των Τσουκαλάδων αποτίνοντας φόρο τιμής σε έναν αξέχαστο φίλο.


Για την επόμενη ταινία του είπε: «δεν θα έχει τον τίτλο ‘ΑΥΡΙΟ’, όπως είχα προαναγγείλει. Θα αφορά την σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης. Κύριος χαρακτήρας σε αυτή είναι ένας διεφθαρμένος πολιτικός και «επιχειρηματίας» και η δράση του. Θα είναι μια ταινία εμπνευσμένη από μια «κοινωνία» μεταναστών που αφού πέρασε δύο θάλασσες, βρίσκεται σε ένα λιμάνι της Ελλάδας όπου ξεκινούν μια θεατρική παράσταση ανεβάζοντας ένα έργο του ΜΠΡΕΧΤ, την «Όπερα της πεντάρας», που… τελικά δεν θα τελειώσει ποτέ!». Ο τίτλος της ταινίας «Η άλλη θάλασσα».
Ένας άλλος … ‘‘Θίασος’’.


Γιάννης Φαλκώνης
http://falkonis.blogspot.com/



Αναρτήθηκε από Ματίνα Βεντούρα στις 11:49 μ.μ.

Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείουBlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest

http://matinaventura.blogspot.gr/

Ετικέτες Πολιτισμός-Συνέντευξη

Άρης Βεζενές: Από τη Νέα Υόρκη, στο Μεγανήσι… Μαγειρεύοντας!!! - Μέρος Α’


Παρασκευή, 10 Σεπτεμβρίου 2010


http://matinaventura.blogspot.gr/





Το γειτονικό μας Μεγανήσι, αυτό το καλοκαίρι, εξελίχθηκε στο κοσμοπολίτικο στέκι του Ιονίου. Πολλά ονόματα της διεθνούς και εγχώριας κάστας των διασήμων, ακούστηκε ότι έκαναν την εμφάνισή τους για να χαλαρώσουν και να γευτούν τις ομορφιές του μικρού αυτού παραδείσου. Και όταν σουρούπωνε, όλοι κατέληγαν στο Βαθύ, στο εστιατόριο του κ. Άρη Βεζενέ, για να γευτούν και τις δικές του νοστιμιές.
Από τις αρχές του καλοκαιριού, άκουγα να τον συζητούν. Αυτόν, τους διάσημους θαμώνες του, μα κυρίως τις σπεσιαλιτέ του. Τέλη Ιουλίου, τον συνάντησα τυχαία στις αποθήκες του ΚΤΕΛ Λευκάδος, όπου περίμενα να παραλάβω κάποια βιβλία εξ Αθηνών. Είδα ένα νεαρό κύριο να παραλαμβάνει κάποια βαριά δέματα, που αναρωτήθηκα τι περιείχαν. Τρεις μέρες μετά, ξεφυλλίζοντας μια κυριακάτικη εφημερίδα, εμφανίστηκε μπροστά μου μια φωτογραφία του. Και τότε είπα: πρέπει να μάθω την ιστορία του! Πώς, έχοντας εργαστεί για χρόνια στην Αμερική, διατελέσει διευθυντής στο περίφημο εστιατόριο «Milos»- που συστεγάζεται στο «Hilton» των Αθηνών- και όντας μέλος της επιτροπής «San Pellegrino»- που ανακηρύττει τα πενήντα καλύτερα εστιατόρια παγκοσμίως-, αποφάσισε να ανοίξει το δικό του εστιατόριο στο Μεγανήσι??? Ιδού οι απαντήσεις!


- Μ.Β.: Κύριε Βεζενέ, καλώς σας βρήκα. Πολύ όμορφα είστε εδώ στο Μεγανήσι. Πείτε μας λίγα πράγματα για την πορεία της ζωής σας, ώστε να κατανοήσουμε πώς καταλήξατε στο Βαθύ.
- Α.Β.: Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, όπου και έμεινα μέχρι την ηλικία των επτά ετών. Τότε, μετά από απόφαση του πατέρα μου, επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Εδώ πήγα σχολείο, μέχρι που έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις με σκοπό την αρχιτεκτονική σχολή. Πέρασα, τελικά, σε μία σχολή που δεν μου άρεσε. Δεν θυμάμαι σε ποια ακριβώς. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ήταν η τέλεια ευκαιρία να φύγω πάλι για την Αμερική.


- Μ.Β.: Δηλαδή, η επιθυμία να επιστρέψετε στην Αμερική, υπέβοσκε στο μυαλό σας?
- Α.Β.: Το ήθελα, καθότι μεγαλώνοντας και φοιτώντας σε ιδιωτικό σχολείο, είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι αν μείνω στην Ελλάδα, με αυτές τις κλίκες και αυτές τις παρέες, θα κατέληγα πολύ μέτριος, πολύ επαναπαυμένος. Από την άλλη μεριά, ένιωθα ότι ήταν λίγο απελευθερωτικό. Ότι θα με βοηθούσε να ανεξαρτητοποιηθώ. Όπως κι έγινε. Από το δεύτερο μήνα, κιόλας, άρχισα να δουλεύω και να μένω μόνος μου. Πήγα, λοιπόν, στο Σικάγο, όπου συνέχισα με τις σπουδές μου. Μπήκα στο τμήμα των μηχανικών. Στην πορεία, όμως, άλλαξα κατεύθυνση και ασχολήθηκα με τα οικονομικά και το μάρκετινγκ.


- Μ.Β.: Αυτή η μετάβαση και η αλλαγή στις σπουδές, πώς προέκυψε?
- Α.Β.: Ήταν μία αλυσιδωτή εξέλιξη. Ξεκίνησα να εργάζομαι ως σερβιτόρος για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου. Το χαρτζιλίκι εξελίχθηκε σε εισόδημα πολύ καλό, καθότι αυτό το είδος της εργασίας αμείβεται αρκετά καλά στην Αμερική, και το ένα έφερε το άλλο. Αυτό που λένε ότι «από πέντε χρονών ήξερα ότι θέλω να γίνω σεφ», είναι μεγάλος μύθος. Κανένας δεν γεννήθηκε και στα πέντε του συνειδητοποίησε ότι θέλει να κόβει πατάτες για δέκα ώρες ή να είναι πάνω από μία σχάρα και να σιγοκαίγεται το πρόσωπό του.


- Μ.Β.: Ξεκινήσατε, λοιπόν, ως σερβιτόρος, παράλληλα με τις σπουδές σας. Και πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα?
- Α.Β.: Πριν τελειώσω τις σπουδές μου, είχα ήδη αναλάβει διοικητικό πόστο στο εστιατόριο που δούλευα. Μου άρεσε πολύ όλο αυτό που ζούσα: η κοινωνική επαφή με τον κόσμο, η καλή ζωή, το καλό φαγητό. Ακόμα και στον ελεύθερο μου χρόνο επιδίωκα να επισκέπτομαι άλλα εστιατόρια. Να ταξιδεύω. Να δοκιμάζω. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου και έχοντας εργαστεί σκληρά και για πολλά χρόνια- έξι ημέρες την εβδομάδα, για δέκα ώρες την ημέρα-, αποφάσισα ότι ήθελα να συνεχίσω να ασχολούμαι με το συγκεκριμένο χώρο. Ήθελα όλη αυτή η προϋπηρεσία να αξιοποιηθεί. Έκανα, λοιπόν, μία λίστα με τα εστιατόρια και τις εταιρίες που θα ήθελα να εργασθώ και άρχισα να στέλνω βιογραφικά. Τότε ήταν που βρήκα τη δεύτερη δουλειά μου σε γκρουπ πολυτελών εστιατορίων, ιταλικής ιδιοκτησίας, στο Σικάγο. Εκεί, ο πήχης ανέβηκε. Μεγάλη οργάνωση, αυξημένες απαιτήσεις κι ευθύνες, περισσότεροι πελάτες. Μπορεί να δουλεύεις πολλά χρόνια σε μία δουλειά. Αν δεν βρεθεί, όμως, κάποιος να σου ξυπνήσει τα ένστικτα, δεν μπορείς να δεις αυτό που πάντα έβλεπες. Στη συγκεκριμένη δουλειά, πήρα πολλά μαθήματα. Όλες μου οι γνώσεις σε συνδυασμό με την εμπειρία απέκτησαν νόημα.


- Μ.Β.: Πότε και πώς αποφασίσατε, τελικά, να ασχοληθείτε με τη μαγειρική?
- Α.Β.: Στα γραφεία της εταιρίας είχαμε πλήρη, οργανωμένη κουζίνα, όπου κάθε Σάββατο κάναμε σεμινάρια μαγειρικής και ερχόντουσαν οι καλοί, οι διάσημοι πελάτες αποφασισμένοι να γεμίσουν αλεύρια και να φτιάξουν τα δικά τους ζυμαρικά. Κάπως έτσι, μπήκε και σ' εμένα το μικρόβιο της μαγειρικής. Η μαγειρική είναι δημιουργία. Κι όταν αρχίζεις να νιώθεις ότι το χέρι σου γίνεται πιο σταθερό, θυμάσαι τις αναλογίες, έχεις μνήμη των γεύσεων, των μπαχαριών, των αλατιών, κι έχεις αναπτύξει ένα γευστικό επίπεδο πολύ υψηλότερο από αυτό που κάποτε είχες... όλα οδηγούν προς την ίδια κατεύθυνση. Αποφάσισα, λοιπόν, να εστιάσω την προσοχή μου στην κουζίνα. Το ένα πράγμα έφερε το άλλο… κι έτσι κι έγινε!


- Μ.Β.: Δηλαδή, μάθατε να μαγειρεύετε εμπειρικά. Όπως αρμόζει, άλλωστε, στη μαγειρική! Δεν φοιτήσατε σε κάποια σχετική σχολή? Περιττό ερώτημα, αλλά στην ελληνική αγορά εργασίας όλοι ενδιαφέρονται πρωτίστως για τα τυπικά προσόντα παραγνωρίζοντας τα ουσιαστικά.
- Α.Β.: Στην Αμερική αυτό δεν ισχύει. Για παράδειγμα, μπορεί ένας Μεξικάνος να ξεκινήσει δουλεύοντας σκληρά στη λάντζα, δειλά δειλά να περάσει και σε άλλα πόστα και τελικά να του δοθεί η ευκαιρία και να αρχίσει να μαγειρεύει. Όταν, λοιπόν, συμπληρώνεις δεκαπέντε χρόνια μέσα στην κουζίνα, τι να την κάνεις τη σχολή; Δεν μπορεί, βέβαια, να έχεις δουλέψει ένα χρόνο σε ένα σουβλατζίδικο και να θέλεις να προσληφθείς ως σεφ. Πρέπει να γνωρίζεις στοιχειώδη πράγματα: πώς γίνεται ένας ζωμός, για ποιο λόγο πρέπει τα μαρούλια να τα σπας με το χέρι και όχι με το μαχαίρι, για ποιο λόγο πρέπει να ανακατέψεις το ελαιόλαδο πριν το ρίξεις επάνω στη σαλάτα για να τη δροσίσεις όπως της πρέπει…


- Μ.Β.: Μετά από αυτή την πολύχρονη συλλογή επαγγελματικών εμπειριών, αποφασίζετε να επιστρέψετε στην Ελλάδα, όπου αναλαμβάνετε διευθυντικά καθήκοντα στο εστιατόριο «Milos», που συστεγάζεται στο ξενοδοχείο «Hilton» των Αθηνών.
- Α.Β.: Πράγματι. Εστιατόρια «Milos» υπάρχουν ακόμη ένα στη Νέα Υόρκη, ένα στον Καναδά και ανοίγει κι ένα στο Λας Βέγκας. Αυτό της Νέας Υόρκης ήταν το εστιατόριο που ξεκαθάρισε την εικόνα της ελληνικής κουζίνας στην Αμερική. Έμαθε στο Χόλυγουντ ότι ο μέσος Έλληνας δεν πίνει μόνο ρετσίνα και ούζο, δεν τρώει μόνο σαγανάκι και γύρο. Πήρα, λοιπόν, την απόφαση να επιστρέψω στην Ελλάδα για προσωπικούς, οικογενειακούς λόγους. Όλοι μου έλεγαν γιατί κάνω αυτό το λάθος να επιστρέψω, αφού τα δύο τελευταία χρόνια είχα βάλει ρότα να ανοίξω ένα εστιατόριο- εφάμιλλο του «Milos»- στο Σικάγο. Ερχόμενος στην Ελλάδα, μετά από μία περίοδο διακοπών κι ανάπαυλας, άρχισα να σκέφτομαι με τι θα ασχοληθώ. Σκέφτηκα να δημιουργήσω ένα χώρο δικό μου, αλλά το σύστημα της Ελλάδας ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό της Αμερικής. Συνειδητοποίησα ότι μπορεί να διέθετα πολλές γνώσεις, αλλά δεν ήξερα το ελληνικό φορολογικό σύστημα, το εργατικό δίκαιο, έννοιες όπως η πίστωση. Οπότε επέλεξα να κάνω δύο βήματα πίσω, να εργαστώ για κάποιον άλλο, μέχρι να μάθω και να προσαρμοσθώ στην ελληνική πραγματικότητα. Μπήκα πάλι στη διαδικασία αποστολής βιογραφικών και κάπως έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με το «Milos» των Αθηνών.


- Μ.Β.: Μείνατε εκεί για πολύ καιρό?
- Α.Β.: Από το 2005 που επέστρεψα από την Αμερική, μόνο στο «Milos» δούλεψα. Έμαθα πάλι την Ελλάδα. Έμαθα την ελληνική κουζίνα. Πρώτες ύλες, όπως το σταμναγκάθι, τις οβριές, τυριά που δεν ήξερα. Η Ελλάδα διαθέτει πολλά τυριά μικρής παραγωγής, που συνήθως η φήμη τους δεν φτάνει πέρα από τον τόπο παραγωγής τους και την ταβέρνα του χωριού. Για παράδειγμα, δεν θυμάμαι να είχα φάει ποτέ στην Αμερική ψωμί με προζύμι. Κι εκεί που δεν έτρωγα ποτέ ψωμί με λάδι, συνειδητοποίησα ότι το ψωμί με προζύμι είναι το καλύτερο για να το συνοδεύσεις με λάδι. Όταν πρωτοήρθα, εδώ στο Μεγανήσι, έψαξα και βρήκα τον φούρνο που κάνει το καλύτερο ψωμί με προζύμι.


- Μ.Β.: Τελικά, όμως, αποφασίσατε να ανεξαρτητοποιηθείτε και να ανοίξετε ένα εστιατόριο δικό σας.
- Α.Β.: Όταν ένιωσα έτοιμος- από άποψη γνώσεων και εμπειριών- άρχισα να κοιτάζω χώρους στην Αθήνα για να κάνω το επόμενο βήμα και να δημιουργήσω κάτι δικό μου. Δεν έβρισκα, όμως, κάτι με το σωστό ενοίκιο και στη σωστή περιοχή. Επίσης, άρχισα να αναθεωρώ τις απόψεις μου για την ελληνική, αθηναϊκή αγορά. Παρατήρησα ότι όταν έπαιζε ποδόσφαιρο μία από τις τρεις μεγάλες ομάδες, ο μισός κόσμος δεν έβγαινε για φαγητό. Παρατήρησα ότι ο Έλληνας έχει ως πρώτη προτεραιότητα τον καφέ, μετά το ποτό και έπειτα το φαγητό. Άρα, με σειρά προτεραιότητας, αυτό που θα γνωρίσει πρώτα την κρίση είναι το φαγητό. Σε περίοδο κρίσης, ο πελάτης θα επιλέξει να βγει για φαγητό μία φορά την εβδομάδα, όχι παραπάνω. Στο Μεγανήσι γνωρίζω εκ των προτέρων ότι η περίοδος διαρκεί δύο μήνες.


- Μ.Β.: Και την απόφαση να έρθετε στο Μεγανήσι και να δημιουργήσετε ένα δικό σας εστιατόριο, βάσει ποιων κριτηρίων τη λάβατε?
- Α.Β.: Τρεις ήταν οι λόγοι που με οδήγησαν να πάρω τη συγκεκριμένη απόφαση. Ο πρώτος λόγος ήταν συναισθηματικός και συνδέεται με την απώλεια του πατέρα μου, ο οποίος έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον τόπο καταγωγής μας το Μεγανήσι και πάντα προσπαθούσε να βρίσκει λόγους για να έρχεται εδώ και να μένει για μεγάλα διαστήματα. Κατά δεύτερον, είχα απηυδήσει λιγάκι με την αθηναϊκή αγορά. Δηλαδή, τα σημεία στα οποία έψαχνα, τα ενοίκια ήταν τρελά, με αποτέλεσμα το πλάνο ευθύς εξαρχής να μην καθίσταται βιώσιμο. Και τρίτον, διαπίστωσα ότι το Μεγανήσι είναι κομβικό σημείο μιας κατηγορίας τουριστών, που μέχρι πρότινος δεν είχε κάτι να την παρακινήσει να βγει από το μεγάλο σκάφος.


- Μ.Β.: Πόσα χρόνια μετράει το εστιατόριο σας? Βρήκατε στο Μεγανήσι ό,τι γυρεύατε?
- Α.Β.: Αυτός ο χρόνος που διανύουμε είναι ο δεύτερος. Ήθελα να δημιουργήσω τη δυνατότητα να περνάω πέντε, έξι μήνες το χρόνο εδώ. Με είχε κουράσει και η πόλη. Ήθελα, κιόλας, να ασχοληθώ με τον κήπο, με την πρώτη ύλη. Μάλιστα, καλλιεργώ και μυρωδικά, και του χρόνου σκέφτομαι να δω το όλο θέμα πιο συστηματικά.


- Μ.Β.: Το εστιατόριο λειτουργεί από το Μάιο έως πότε?
- Α.Β.: Επισήμως, λέμε από το Μάιο έως τον Οκτώβριο. Μόλις, όμως, διαπιστώσω ότι οι αποθήκες ξεχειλίζουν από τρόφιμα και ότι είμαστε πρόθυμοι να μαγειρέψει ο ένας στον άλλο μία νέα συνταγή, τότε το πράγμα μιλάει από μόνο του. Κάπως έτσι έγινε και πέρυσι και κλείσαμε στις αρχές του Σεπτέμβρη. Δεν δουλεύουμε με οργανωμένα γκρουπ, τις λεγόμενες φλοτίλες- που είναι, όμως, κατηγορία φθηνού τουρισμού-, οπότε να έχουμε εξασφαλίσει μία περίοδο μέχρι και τον Οκτώβρη. Πέρα από αυτούς που επισκέπτονται το Μεγανήσι με σκάφος, έχουμε και αρκετό κόσμο από τη Λευκάδα, την Πρέβεζα, το Αγρίνιο. Οι πελάτες μας, λοιπόν, θα αποφασίσουν μέχρι πότε θα είμαστε εδώ.


- Μ.Β.: Προσωπικά, έχω ακούσει πολύ κόσμο να επισκέπτεται το Βαθύ μόνο και μόνο για να έρθει στο εστιατόριο σας και να δοκιμάσει τις γεύσεις σας. Υπάρχει, βέβαια, και μία μερίδα κόσμου που έρχεται από καθαρή περιέργεια, μήπως και συναντήσει εδώ, στο διπλανό τραπέζι, κάποια διασημότητα.
- Α.Β.: Ισχύει. Κάποιοι έρχονται με καλή διάθεση και υπάρχουν κι αυτοί που έρχονται με διάθεση επικριτική. Είχαμε ένα τέτοιο περιστατικό τις προάλλες, που δεν θα ήθελα να αναφέρω. Ορισμένοι, μάλιστα, αδίκως θεωρούν ότι δίνουμε προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των επώνυμων πελατών μας, έναντι των υπολοίπων. Αυτό είναι μύθος.


Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης του κ. Βεζενέ θα δημοσιευθεί την επόμενη εβδομάδα. Με νόστιμες και πιπεράτες ειδήσεις…


Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com

Αναρτήθηκε από Ματίνα Βεντούρα στις 2:53 π.μ.

Δημήτρης Βερύκιος: Ένας Λευκαδίτης ηθοποιός με ψυχή, ελεύθερη κι αληθινή!


Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου 2011











Τον ηθοποιό Δημήτρη Βερύκιο τον γνώριζα από τις καλλιτεχνικές του δουλειές, αφού πρόκειται για έναν ηθοποιό με πλούσιο βιογραφικό και σημαντικές συμμετοχές σε θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές ταινίες κι εκλεκτές τηλεοπτικές σειρές. Ήμουν, επίσης, εξοικειωμένη με τη φυσική του παρουσία, λόγω του γεγονότος ότι αρκετές φορές, συνήθως τα καλοκαίρια, τον συναπαντούσα στην πλατεία της Λευκάδας, την αγορά, την παραλία. Επιπλέον, είχα πάρει μία πρώτη γεύση από το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής του στην ηχογραφημένη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Σολδάτου «1000 δίστιχα», την οποία ο Λευκαδίτης ηθοποιός Δημήτρης Βερύκιος απήγγειλε- πραγματικά- μαγευτικά.
Στις 27 Δεκεμβρίου, οπότε πραγματοποιήθηκε η εορταστική εκδήλωση του Κέντρου Εκπαίδευσης “Morfosi”, μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω πια από κοντά και να εξασφαλίσω την ακόλουθη συνέντευξη, η οποία εξελίχθηκε σαν μία συζήτηση μεταξύ φίλων, άμεσα κι αβίαστα. Με σημασία και ουσία.


- Μ.Β.: Κύριε Βερύκιε, καλημέρα. Ήρθατε στη Λευκάδα με αφορμή την εορταστική εκδήλωση του Κέντρου Εκπαίδευσης “Morfosi”, κατά την οποία βραβευθήκατε για την προσφορά σας στην υποκριτική τέχνη, καθώς και στην ιδιαίτερη πατρίδα σας τη Λευκάδα, μα και για το ήθος σας. Συνάμα παρουσιάσατε- με τις συνεργάτιδες σας- και μέρος της μουσικό-ποιητικής παράστασης «Δος μου το χέρι σου». Οι εντυπώσεις σας από τη χθεσινοβραδινή εκδήλωση?
- Δ.Β.: Η εκδήλωση που οργανώνει ο Ανδρέας ο Μαυρομάτης, διευθυντής της “Morfosi”, έχει και ποιότητα και κύρος, τόσο που νομίζω ότι θα γίνει θεσμός. Βέβαια, ότι γίνεται θεσμός συνήθως χάνει και την ουσία του, αλλά ο Ανδρέας είναι ένας άνθρωπος πολύ ζωντανός κι ευφυής και δεν θα επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Η συγκεκριμένη εκδήλωση αφορά τον κόσμο, κι αυτό το διαπιστώσαμε και χθες από τη μεγάλη προσέλευση που σημειώθηκε. Ήρθα, λοιπόν, να παρουσιάσω την παράσταση που ήδη παρουσιάζω και στην Αθήνα, και στην οποία είμαι ταγμένος εδώ και δύο, τρία χρόνια περίπου, στην ποίηση μαζί με τη μουσική, συνδυασμένη σε διάφορες μορφές. Επιμένω σε αυτή την παράσταση κόντρα στο πνεύμα των καιρών, κόντρα σε αυτή την παρακμιακή κατάσταση που επικρατεί- και ψυχολογικά και πραγματικά. Και σκοπεύω να επιμείνω, γιατί πιστεύω ότι η ποίηση δεν είναι κάτι βαρύγδουπο. Είναι κάτι που αφορά όλο τον κόσμο.

- Μ.Β.: Η συγκεκριμένη μουσικό-ποιητική παράσταση ανεβαίνει την τρέχουσα περίοδο στην Αθήνα?
- Δ.Β.: Εδώ και ενάμιση περίπου μήνα, κάθε Πέμπτη, ανεβαίνει στη μουσική σκηνή «Κόμης», στα Άνω Πατήσια. Υπάρχουν και κάποιες άλλες προτάσεις από άλλες μουσικές σκηνές στην Αθήνα. Θα πάμε κι εκεί. Το καλοκαίρι σκέφτομαι να την «ανοίξω» πιο πολύ, γιατί τώρα έχει μόνο ένα πιάνο, που παίζει η Τζέφη-Σοφία Ζαχαροπούλου, τραγουδά η Νίκη Φραγκούλη, κι εγώ που ερμηνεύω ποίηση και τραγουδάω κιόλας. Σκέφτομαι να την «ανοίξω» με μεγαλύτερη ορχήστρα για να μπορέσει το καλοκαίρι να πάει όπου μπορεί και υπάρχει χώρος για μία τέτοια- επιτρέψτε μου να τη χαρακτηρίσω- ποιοτική παράσταση.


- Μ.Β.: Έλκετε την καταγωγή σας από τη Λευκάδα. Ποια είναι τα συναισθήματά σας για το νησί?
- Δ.Β.: Το είπα και χθες που μου έκαναν την τιμή να με βραβεύσουν. Με τη Λευκάδα αισθάνομαι όχι απλά δεμένος. Είναι μέρος της ζωής μου. Δεν έρχομαι απλά για διακοπές πέντε μέρες το Πάσχα και δέκα μέρες το καλοκαίρι. Φεύγω από το ένα σπίτι μου και πάω στο άλλο. Αγαπάω πάρα πολύ τους ανθρώπους στη Λευκάδα και πιστεύω ότι η Λευκάδα έχει κάτι πολύ σημαντικό. Έχει λαϊκό πολιτισμό. Νομίζω πως τον έχει παντού. Από τους ανθρώπους που περνάνε στην αγορά, τους ψαράδες, όλους -αν και ζούμε όλοι σε μία κατάσταση που μας έχει πάρει λιγάκι από κάτω. Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι ανήκω στη Λευκάδα.


- Μ.Β.: Ζείτε κι εργάζεσθε στην Αθήνα. Πώς είναι τα πράγματα στην πρωτεύουσα σήμερα, που η οικονομική κρίση δείχνει να την έχει χτυπήσει αλύπητα?
- Δ.Β.: Είναι μία κρίση που προσωπικά την είχα προβλέψει από καιρό. Όχι επειδή είμαι μάγος, αλλά πολύ απλά γιατί τα πράγματα εκεί πηγαίνανε. Φούσκωνε, φούσκωνε ένα μπαλόνι και τελικά έσκασε. Κι αναρωτιόμαστε όλοι γιατί έσκασε. Μα γιατί ήταν ένα φουσκωμένο μπαλόνι που δεν άντεχε άλλο. Θα φανεί ίσως παράδοξο να το πω, αλλά προτιμώ που ήρθε αυτή η κρίση, παρά να συνεχιζόταν η προηγούμενη κατάσταση. Σε όλους τους τομείς. Καταρχήν, στον οικονομικό τομέα, αν και προσωπικά δεν τον θεωρώ σημαντικό. Είμαι πολύ λιτός σαν άνθρωπος. Δεν με απασχολούν αυτά. Όλη μου η ζωή έχει βασιστεί στη λιτότητα. Κατά τ’ άλλα, η κρίση υφίσταται στον πολιτικό χώρο, τον πολιτιστικό, τον κοινωνικό, στον τομέα των σχέσεων. Ζούσαμε σε ένα ψέμα όλοι μας. Αυτό δεν έχει να κάνει με αυτό που είπαν κάποιοι ότι «μαζί τα φάγαμε», γιατί δεν τα φάγαμε μαζί. Με τίποτα. Έχει να κάνει, όμως, με μία παθητική αντίληψη και στάση του κόσμου τόσα χρόνια, που τον βόλευε, αλλά δεν έβλεπε πιο πέρα. Αυτό, λοιπόν, έπρεπε να σταματήσει. Πώς να σταματήσει? Γινόταν αλλιώς? Έπρεπε να υπάρξει μια κρίση. Και κρίση, μην ξεχνάμε, σημαίνει ότι τα πράγματα κρίνονται. Δηλαδή, είναι σαν τις εξετάσεις. Σπουδάζουμε, μελετάμε και δίνουμε εξετάσεις. Κρινόμαστε. Έτσι κρινόμαστε κι εμείς αυτή τη στιγμή γι’ αυτό που έρχεται. Πιστεύω σε αυτούς τους καιρούς ότι πρέπει να ξαναανακαλύψουμε τα αυτονόητα. Πολύ δύσκολο, προφανώς. Και χρειάζεται μεγάλη δύναμη κι εξυπνάδα. Και να ανακαλύψουμε αξίες της ζωής. Διαφορετικά, χαθήκαμε όλοι. Όταν ένας λαός έχει περάσει τόσα, μέσα σε διακόσια χρόνια- καταστροφές, εμφυλίους, δικτατορίες-, τώρα ξαφνικά θα μας πονέσει που δεν θα φάμε μπριζόλα πέντε φορές την εβδομάδα και θα φάμε μία ή δύο? Το βρίσκω πολύ υπερφίαλο και κενόδοξο όλο αυτό. Ευκαιρία να αναδειχθούν οι αξίες της ζωής και οι άξιοι άνθρωποι. Αυτοί θα οδηγήσουν τα πράγματα μπροστά.



- Μ.Β.: Έχετε μία φωνή ιδιαίτερη. Βαθιά κι αισθαντική. Θεωρείτε ότι ένα έμφυτο ταλέντο χρήζει καλλιέργειας?
- Δ.Β.: Η ιδιαιτερότητα της φωνής κάποιου δεν καλλιεργείται. Την έχει από εκεί που την έχει. Από τη μητέρα του, τον πατέρα του, τη φύση.


- Μ.Β.: Εσείς?
- Δ.Β.: Η αλήθεια είναι ότι στην οικογένεια μου είναι καλλίφωνοι. Ο παππούς μου ήταν ψάλτης. Ο πατέρας μου είχε μια εξαιρετική φωνή. Ο αδελφός μου, επίσης. Φαίνεται ότι πήρα κι εγώ. Έχει πλάκα, πάντως, που όταν βραχνιάζω λίγο κι αγχώνομαι για τις ερμηνείες και την απόδοση των ρόλων μου, τότε μου λένε όλοι ότι είναι ακόμα καλύτερη. Δεν νομίζω πως το θέμα είναι η φωνή σαν μέσο, σαν όργανο. Από μόνο του δεν έχει αξία. Αν δεν καταθέσεις την ψυχή σου, την αλήθεια σου, δεν βγαίνει τίποτα. Όταν μου λένε για τη φωνή μου, χαίρομαι, γιατί τότε καταλαβαίνω ότι έχω δώσει την ψυχή μου. Και δεν εννοώ μόνο τεχνικά, σε μια παράσταση, αλλά και στην καθημερινή κουβέντα, όπως τώρα που μιλάμε μαζί. Σε όλα. Προσπάθησα πάντα να είμαι αληθινός. Αυτό κάνω στις παραστάσεις μου, αυτό κάνω κάθε μέρα. Αν αυτό αρέσει, δεν το εκλαμβάνω σαν κομπλιμέντο για τη φωνή μου, αλλά ως κατόρθωμα, ως επίτευγμα ότι μπόρεσα να επικοινωνήσω με τον άλλον. Και γι’ αυτό το χαίρομαι.



- Μ.Β.: Πώς είναι η καθημερινότητα- η οποία δείχνει κυρίως το σκληρό της πρόσωπο σε όλους μας- για μία φύση καλλιτεχνική? Πώς ανταποκρίνεστε στο κατεστημένο και τις συμβάσεις του? - Δ.Β.: Τον σχοινοβάτη τον ξέρεις? Αυτό ακριβώς κάνουμε. Μια να πέσουμε από δω, μια να πέσουμε από κει. Αν κρατιέσαι καλά από το σχοινί ή αν μπορείς να ξανανέβεις νομίζω ότι είναι ένας μικρός, αλλά ενδεικτικός, ορισμός του καλλιτέχνη και της καθημερινότητας του. Πνίγεσαι, σε πνίγουν τα πάντα, έρχεται μια στιγμή, όμως, που νιώθεις ότι πρέπει να συνεχίσεις. Η φύση σου είναι τέτοια που πρέπει να παραμείνεις εκεί και να αντιλαμβάνεσαι μία άλλη διάσταση των πραγμάτων. Ζώντας με την τέχνη- και όχι για την τέχνη- νιώθεις τα τραύματα σου να επιδένονται από αυτήν κι έτσι μπορείς να συνεχίσεις.


- Μ.Β.: Ως καλλιτέχνης, με ανεπτυγμένες ευαισθησίες κι ένστικτα, πώς αφουγκράζεσθε κι αισθάνεστε τον έρωτα στις μέρες μας?
- Δ.Β.: Ο έρωτας δεν έχει μέρες. Ο έρωτας δεν έχει εποχές. Δεν έχει τίποτα. Προσωπικά, έχω ζήσει όχι για τον έρωτα, αλλά με τον έρωτα. Γιατί αν δεν ζεις με έρωτα, μην το ψάχνεις… Κυνηγώντας τον έρωτα δεν θα τον βρεις ποτέ. Ζώντας με έρωτα, θα είσαι πάντα με τον έρωτα. Βέβαια, εγώ που το λέω, τον «κυνήγησα» τον έρωτα υπό την έννοια ότι έχω ταξιδέψει πολύ κι όλα μου σχεδόν τα ταξίδια τα πέρασα επειδή ερωτεύθηκα. Όταν έζησα στα Πυρηναία, στη Γαλλία, ήταν από έρωτα. Στη Ρώμη, από έρωτα. Στο Άμστερνταμ, από έρωτα. Αλίμονο αν πάψουμε να ζούμε με έρωτα. Ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή, η κίνηση. Είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τη νεκρή φύση. Ζήτω ο έρωτας! Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.


- Μ.Β.: Αν και διανύουμε μέρες εορτών, η θρησκευτική τους διάσταση δεν γίνεται πλέον αισθητή. Ποια είναι η δική σας σχέση με τα θεία?
- Δ.Β.: Αυτό είναι ένα σύμπτωμα μιας ευρύτερης, αποπνευματοποίησης- να το πω έτσι- του ανθρώπου. Κατά τη γνώμη μου, ο Θεός δεν είναι τίποτα άλλο από το να συλλάβεις την ενότητα, την ολότητα της κατάστασης που υπάρχει γύρω μας και μέσα μας. Γιατί ο Θεός είναι μέσα μας. Δεν είμαι θρήσκος, με τη στενή έννοια του όρου, αλλά όπως είδες και χθες στην παράσταση, ξεκίνησα με τον «Ύμνο στην Αγάπη» του Αποστόλου Παύλου. Γιατί πιστεύω ότι ο Θεός- ο κάθε Θεός- είναι αγάπη. Αν δεν αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη του Θεού με αυτήν την έννοια, τότε δεν βλέπουμε πραγματικά. Είμαστε τυφλοί. Λένε μερικοί: «Ας κάνει ένα θαύμα, ας μου δείξει κάτι ο Θεός, για να πιστέψω». Και δεν βλέπουν ότι όλα γύρω είναι ένα θαύμα. Ο πλανήτης μας: ένα στρογγυλό πραγματάκι, μέσα στο απέραντο σύμπαν που γυρίζει. Είμαστε εδώ. Σου μιλάω, με ακούς. Σε βλέπω, με βλέπεις. Όλα αυτά είναι πολλαπλά θαύματα. Πιστεύω, λοιπόν, όχι στον Μεγάλο Κριτή, αλλά σ’ αυτό το μεγάλο χωνευτήρι που γεννάει, δημιουργεί και τελικά απορροφά- χωρίς τίποτα να εξαφανίζεται- τα πάντα, γύρω μας και μέσα μας. Αυτός πιστεύω ότι είναι ο Θεός.


- Μ.Β.: Υπάρχουν κάποια μελλοντικά, δικά σας σχέδια?
- Δ.Β.: Σύντομα, ή το Πάσχα ή το καλοκαίρι, θα επανέλθω στη Λευκάδα με κάτι διαφορετικό, αλλά πάντα ανήσυχο, ψαγμένο και δοσμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να επικοινωνεί με τον κόσμο. Τα υπόλοιπα τα αφήνω στην τύχη τους. Προτιμώ να ακολουθώ τη ζωή, παρά να την ορίζω.


- Μ.Β.: Σας ευχαριστώ πολύ που μοιραστήκατε μαζί μας τις σκέψεις και τις ανησυχίες σας. Αδημονώ για την επόμενη καλλιτεχνική σας εμφάνιση, εδώ στη Λευκάδα.
- Δ.Β.: Κι εγώ σ’ ευχαριστώ.


Διαβάζοντας τη συνέντευξη ξανά, νιώθω σαν ν’ αντηχεί… κάπου από μακριά… η βαθιά του η φωνή…


Ματίνα Βεντούρα / matventura777@gmail.com


Αναρτήθηκε από Ματίνα Βεντούρα στις 8:18 π.μ.
http://matinaventura.blogspot.gr/