Του Σπύρου Σουμίλα (Νew Jersey, Αύγουστος 2002)

Του Σπύρου Σουμίλα (Νew  Jersey, Αύγουστος 2002)

(1. Σ' αυτή την ιστορία, που είναι αληθινή, Θεώρησα καλό 
να μην αλλάξω τα ονόματα, γιατί ένας ήταν ο Μηνάς, 
από τους αγνότερους ανθρώπους του χωριού μας. )

Aν οι φτωχοί δεν άλειφαν το κεφάλι τους 
με βούτυρο στα ¨ονειρά τους ,
θα τους είχεκάψει ο ήλιος  (  2. Αιθιοπική παροιμία ).

 Ακριβή

Ε μωρή Ελένη, τι την έπιασε τη Θειά σου την Αρσένω
 μετση θυατέρες τση και πάνε πάλε σήμερα χειμώνα 
καιρό πέρα στα περβόλια να πλύ-νουνε; Τώρα δα τση 
είδα με τη βαντάκα στην κεφάλη και τη γάίδούρα 
φορτωμένη δυο μεριές και τη σκά-φη κατσούλι. 
Μα κειο χτες δεν εματαπήανε;

Ελένη:

 Καλά, Ακριβή μου! Μα κιο που ζεις; 
Δεν ξέρεις το λοιπόν τι πάθανε προχτές στο 
λιοστάσι τους κα στα Μυρτερά; Α: όχι, αλλά
τώρα  θυμώμαι, που δεντσου είδα με το συνέμπασμα,
 Θα 'χαν έρτει νωρίς μου κάζει.

Ε:

 Ναι, ήτανε στο χωριό δυο οργιές να κάτσ ο ήλιος. Αλλά στο Θεό σου τώρα δεν μπήρες χαμπάρ τίποτς;

Α:

 Όχι Ελένη μου, σου λέω, δεν ξέρω τίποτα τρομάρα 
μ' η κακότυχη. Αλλά για στακ' αγάλια. 
Μωρέ ψες το βράδυ που γύρισ' ο Μήτσος 
από την αγορά κι εκένωσα να φάμε, άμα είδε 
τη φάβα έβαλε τα γέλια και με ρώ-ταε μην είναι 
κάκοψη, μην τσ' έβαλα στάχτη να βράσει μην πάει 
και τηνε πάθει σαν το Μηνά και κάτι "Ξήστλιωσε 
Δημόκα" μόλεε και δεν εμπόρεια να βγάλω άκρη. 
Τι μου λες τώρα, νοικοκύρη μου, τώπα κι έγώ 
και μούπε πως Θα μου πει αμ' αποφάμε, αλλά 
μετά το φαϊ πιάσαν' άλλη κουβέντα και μετά 
πήαμε και πλαέσαμε και σήμερα έφυε 
μπονόρα - μπονόρα να πάει κάτου και δεν μώπε τίποτα. 
Λες νάλεε γιατο μπάρμπα σου το Δήμο, ορή Ελένη; 
Ιδέα δεν έχω αλλά και τι Μηνάδες 
και στάχτες μου τσαμπούναε;
Ελα τώρα, ας' τα γέλια και πες μου.

Ε:

 Ωχτρομάρα τσου, μα κειο μ' ευτά που μου λες μωρ' Ακριβή μου κάζει πως τόμαθ'  oύλος ο Αη Πέτρος και γενήκανε Θέατρο και παρατούριο!
 Προχτές παιδάκι μ' ο μπάρμπας μ' ο Δήμος πήρε το Μηνά να ντου τινάξει κα στα Μυρτερά.
Α:

 Ποιόνε Μηνά, μωρή Ελένη; Το Λουπέτη;

Ε: 
Αμ ποιόν' άλ-λονε, μωρ' Ακριβή! Ξέρεις 
εσύ νάχουμε πολλούς Μηνάδες;

Α: 

Μα κειο φτος τρομάρα τσ' είν' ένα 
παραλέκατο, μπιτ ξεγω-φιασμένος.
Καν' ο Μηνάς για τιναχτής;
 Όπου το τίναμα θέλει κώλο και αντικώλο
 και κομ-μάτ' απ' άλλο κώλο!
Γι' άκου δα δουλειές και προκοπές το Δημόκα!
 Μα κειο μπιτ ετσα-βαγιάρησε τρομαρά του;
 Αλλά για στάκα νια στιγμή, ορή Ελένη..

. Ε:

Ναι, σου λέω, μου τόπε χτες η ξαδέρ-φη μ' 
η Αρέτω, που πήα να τσ' αϊτάρω με τη μπουγάδα. 
Αλλά μα κειο
 συ εξεγγαρδίστη-κες. Μπα σε καλό σου,
 κοπέλα μου, τι σ' έπιασε;

Α:

 Ωχ μωρή Ελένη! Εκείνοι μπορεί να 
ντό-νε πήρανε για τιναχτή, αλλά ο 
Μηνάς ο έρ-μος μου πήαινε για γαμπρός!

Ε:

'Ελα δα, Ακριβή μου, μα κειο μου καζ' 
ότ' ετσαβαγιάρησες κι εσύ χειρότερ' απ' 
το μπάρμπα μου το Δήμο. 
Μα στο Θεό σου 
τώρα, στέκουν' εφτές οι κουβέντες, 
που μου λες; 
Γι' άκου δα να πηαίνει ο Μηνάς για γαμπρός
στα Σιδεράτα!

Α:

 Μα κειο δεν το λέω γω. Εμένανε μου 
ταπ' ο Μήτσος, όπου το ξέρει ούλ' η αγορά.
Το λοιπόν, Ελένη μου, στακ' αγάλια
κι ακρουμάσου εφτό που Θα σου πω και 
μετά μου λες κι εσύ γιατο τι έγινε κα στα Μυρτερά.
Ο Μηνάς παιδάκι μου εδώ και κάνα
 μήνα τώρα όλο έλεε στην αγορά ότι θέλει να παντρευτεί.
 Κι άμα του λέανε τι τηνε Θέλει την παντρειά 
εκειός τσόλεε 
"Και γιατί να μη θέ-λιω παντλιεφτώ κι εγώ;
Κι ό,τι έχουν ούλοι οι αλλοι, δεν τόχω κι εγώ;
" Μωρ' μη γελάς. Κι ήθελε να πει πως ένα 
λαχίδ' αμπέλι και δυο ρίζες ελιές τα' έχει κι εκειός 
τρομάρα του, δηλαδής νείρεται πως τάχει, από τον
  μπάρμπα του και τη Θειά του, με τον αποθαμό τσου
 λέει κι άμα ιδεί τίποτις εμένανε να μου τρυπήσεις τη μύτη.
 Όπου τονε πήρανε χαμπέρι τ' αλτίνια τ' Αϊ Πέτρου 
και πολεμάανε να βρούνε ποιαν είχε στο μυαλό 
τ' ο Μηνάς. Και του λέανε για τη μια και του λέανε 
για την άλλη και καμιά δεν τ' άρεσε. Η μία του
 μύριζε η άλλη του ξύνιζε, η άλλη του κατέλωνε,
 αλλά ο Μηνάς μοναχά μία είχε στο στό-μα του.
 Κι όλε έλεε για τη Μαρία του μπάρ-μπα σου του Δήμου.
Πως είναι λίγο τσωνή, πως είναι λίγο κοντούλα, 
αλλά καλή κοπέλα και καλή νοικοκυρά, ξέρεις τώρα 
όλο κάτι τέτοια. Οπ' αγαπάει περύβριζε και συχνομελέτα, 
που λένε. Οπ' αρχινήσανε κι εκείνοι κι όλ ελέανε 
μπροστά στο Μηνά, πως δήθε-νες δηλαδής τήνε
χαλεύει ο ένας, πως τήνε χαλεύει ο άλλος, κι ο 
μαγκούφης ο Μηνάς αναψοκοκκίνιζε και μια 
αγρίευε μια βαλάντω-νε και τον είχανε να κάνουνε χάζι.

 Ε: 

Τσώπα τώρα Μωρ' Ακριβή, όπου κά-ναν 
τέτοια του παληο Μηνά! 

Α: 

Μωρ' εγώ να τσοπάσω η εσύ; 
Μου κά ζει δε τσου ξέρεις
 καλά τσου Ντινεράδες τι καμπιόνια είναι! 
Τον έπιασε το λοιπόν ο Καλπουζάνος, που 
του κάνει και το φίλο, κι είναι πατσιδεμένος 
κι ατζαρδόζος σε κάτι τέτοια και τόβαλε νιάν
 ιδέα στο μυαλό.
 "Ορέ Μηνά, εσένα μοναχά 
άμα ιδούνε τι δουλευτής είσαι Θα στηνε δώ-κουνε.
 Πάρε στο κοντό το λοιπόν το Δημό-κα να σε 
πάρει τιναχτή.
" Εσιγοντάριζε κι ο Βρυώνης, 
όπου είν' κι εκειός μάρκα μ' έκαψες, έ δε θέλαν 
και πολύ να κάνουν το Μηνά να ντο πιστέψει. "
Ετσι έγι-νε το λοιπόν κι όπου πήαιν' ο Δημόκας
μπρο-στά τ' ο Μηνάς και "δεν θα με πάλεις 
να σου τινάξω, ολιέ Δημόκα;". "Μα μπορείς 
ορέ Μηνά;" τόλε' ο Δημόκας; 
Εγώ αν μπολιώ;"
 τώλε' ο Μηνάς: "Γλιατζώνομαι σαν το γάτο 
και πάω απά στην τσίμα". Είδε κι απόειδε
κι ο Δημόκας και τονε πήρε να του τινάξει. 
Κι ότι τ' άκουσ' ο Μηνάς αρχίνισε να τσαγκράει 
μες στην αγορά και να κάνει σαν παλαβός
απ' τη χαρά του και να λέει "Και τώλια θα 
ιδούνε ούλοι τι δουλιευτής είν' ο Μηνάς".

 Ε: 

Αα σ' εφτό δεν μπορείς να ντου φας το δίκιο! 
Μ' όλο πούναι σακατεμένος τρομάρα

του ό,τι περάει από το χέρι του το κάνει. 
Και κόφες φκιάνει και τον τρατολόο κάνει,
 κι ό,τι μπορεί. 

Α: 

Ναι μωρ' Ελένη μου. Αλλ' ό,τι θυμάται 
χαίρεται κι όλο νείρεται πράματα, που 
δε στέκουνε. Μα είναι τώρα δουλειές ευτές,
 καλά πώλεες κι εσύ, να θελ' ο Μηνάς να μπει 
γαμπρός στα Σιδεράτα; Όχι, στο Θεό σου, πες μου. 
Βλέπεις το λοιπόν; Μοναχά που το σκεφτόμαστε 
και μας επιάσανε τα γέλια. 

Ε: 

Μωρ τα γέλια θα σε πιάσουν για τα καλά,
 άμα σου πω τι έγινε προχτές κα στα Μυρτερά! 
Θα ξεγκαρδιστείς σου λέω. 

Α: 
Ελα δα πες το κυρά μου και μ' έσκασες! 

Ε: 

Το λοιπόν Ακριβή μ' ο Μηνάς επήε προ-χτές 
απ' τ' άγρια μεσάνυχτα και τσου βρό-νταε την πόρτα. 
"Σκωθείτε νοικοκυλιέοι και μεσημέλια-σε, 
σκωθείτε κι έχουμε δουλειές να κάμου-με„ 
Οπου τσ' αλάλιασε και τσόκαμε και σκω-θήκαν
' άρον άρον. 
Κι είχε βάλει και το καλό του τον νταμπάρο 
και το καλό του το βρακί ο Μηνάς κι έκανε 
το κότσο δεφάτσο. 

Α:

 Μα Βε στόπα δα κοπέλα μου πως επήαινε
για γαμπρός ο καψερός. 

Ε:

 Αμ τώρα καταλαβαίνω 
γιατί εγέλαε η ξαδέρφη μ' η Αρέτω άμα μώλεε 
το τι έγινε και γιατί τσ' έριχν' η τσάτσα 
τσ' η Μαρία κάτι γουρλοκοιταξίδια και 
τσ' έλεε κι η Θειά μ' η Αρσένω 
"Λά(ρ)ωσε μω(ρ)ή, γιατί θα πά(ρ)ω την 
'κοπάνα και Θα στο λιανίσω το κομπό(-Ρ) αΧο!"
 Το λοιπόν τσόβαλε μπροστά με τση φω-νές 
ο Μηνάς όπου δεν εξέρανε πού να στα-θούνε. 
Μωρέ σου λέω δε μπροκάμανε ούτε νια καταψά 
αλιφασκιά να βάλουνε στο στό-μα τσου, που
 λε' ο λόγος. Άσε δηλαδής όπ' επήε να ξελαιμιαστούνε 
ως που να φτάσου-νε κάτου, γιατί το γκατήφορο 
πα' ο Μηνάς φουρλίγκα. 

Α: 

Ναι εφτό το λένε ούλ' οι τραρολόοι, πως
 το Μηνά στο κατήφορο δεν του βγαίνει 
κανένας στο ποδάρι κι ας είναι και μπιτ 
θεό-κουτσος τρομάρα του κι άμα περβατεί 
πάει σαν κουτσοπαλάντσα.

 Ε: 

Το λοιπόν άμα φτάσανε στο λιοστάσι, στρώσαν τα πανιά κι ανέβηκ' ο Μηνάς να τι-νάξει. Αλλά δεν είχε καθόλ' ανάκαρα τρομά-ρα του, κι έπιασε λέει τον κλώνο αγκαλιά με το ζερβί και με το δεξί κούναε το λούρο κι όπ' επήαινε. Κι ετσάκηε το κλαρί κι ότ' ελιές έριχνε τσ' ανέμιζε και πηαίνανε μες τση μάζες. Όπου του λέει κι ο μπάρμπας μ' ο Δήμος "Δεν καταβαίνεις, ορέ Μηνά να φάμε, κι ας είναι και νωρίς για φαϊ, γιατί δεν τα βλέπω καλά τα πράμματα". 

Α: 

Μα δεν είχε κι άδικο. "Οπ' ο κακομοί-ρης ο Μηνάς, πούναι Θεόφτωχος και πολε-μάει να ζήσει με λάχανα κι έναν κόμπο λάδι, κι όποτα τόχει κι εκειό. 

Ε:


 Εστρώσαν το λοιπόν να φάνε κι ως που να κενώσουνε έπιασ' ο Μηνάς έν' αγκαθό ψωμί έδε τόσονε, τόνε μόσκεψε με λάδι και μισή σφήνα τυρί και τα κατάπιε σα λωρίτης. Και για πες τι είχανε για φαϊ; 

Φάβ' από κουκιά κι όπως ήτανε και λίγο κάκοψη τσήχανε βάλει και λίγη στάχτη για να λιώσει. Άλλα όπως την είδ' ο Μηνάς, που τανε στραβοκατινισμένος από την πείνα τό-καζ' ότι τόχανε μπροστά του κοτολέτες: 
"Εβα-λε λέει κι ένα δάχτυλο λάδι απάνου και κάρ-γα ψωμί μέσα ίcι έτρωε σα στραβός. "Εφα' ακούς δυο πιατάντσες κι ήθελε κι άλλο. 
'
Ορε Μηνά, μα κειό να ντο ξέραμ' ότ' είσαι τόσο φαγανός να σου κενώναμε μες στη yαδίνα! Φά όρε κακομοίρη Μηνά να γιωμίσει το μιλί σου!" τόλεε ο μπάρμπας μ' ο Δήμος, κι έκανε χάζι κι ο Μηνάς πήε να φάει και την παδέλα!

 Μώρ' έφα' ο Μηνάς οπ' εσκιστηκε τρώοντις κι έγιν' ακούς σαν καρατέλο! "Και τώλια θα ιδείτε τι ν' ο Μηνάς!" τσου λέει ότ' απο-φάανε. 

"Εδώ, εδώ στλιώστε τα πανιά" τσου λέει κάτ' από νιαν ελιά θεριά, που κατεβάζει τριάντα λάτες ελιές. 
Κι έκαν' ακούς ο Μηνάς σα ντο νταηλεμένο τ' άλογο. Όπου δε θα ντο πιστέψεις Ακριβή μ' αλλ' ανέβηκ' απά στην τσίμα, έβαλλ' αντιστήλι με το καλό του το πο-δάρι και τίναζ' ακούς σα ντο καλύτερονε τι-ναχτή. 

Α:


 Θα ντόκαζε του μαύρου μ' ότ' ήτανε στον ουρανό κι ότ' είχε πιάσει το Θεό απ τα μη μπω! 

Είδες λοιπόν Ελένη μου τι καν' ο έρωταςκαι το έρμο το φαϊ; 
Ως και το Μηνά τιναχτή! 
Μα κειο καλά λένε πως ο έρωτας είν' έρω-τας κι αλί, που τον πετύχει. Επέτυχε και το Μηνά και πάει να ντονε πνίξει. 

Ε:


 Και φώναζ' ακούς ο Μηνάς, και τσου διάταζε, σαν και νάν ήταν' εφτός ο νοικοκύ-ρης! 

"Εδώ εδώ στλιώστε τα πανιά! Μαλία, τή-λιαμε που είμαι και βάλι' τα πανιά άπου κά-του! Μα δε μ' ακούς, Μαλία;".
Κι ούλο φώναζε κι ούλο τη Μαρία είχε στο στόμα του. Και που να τράξεις το Μηνά, πόχε κάμει στο βρακί τ' ακούς νια φόσα έδε τόση! 
Όπου τον άκου' η θειά μ' η Αρσενία και μπουρμπούλιαζε μέσα της, την έπιανε το τά-ραμα και τάβανε με το μπάρμπα μου το Δήμο. 
"Μω(ρ) γυιέ του Σίδε(ρ), μω(ρ) γυιέ του Σίδε(ρ)η, πες του να λα(ρ)ώσει μα(ρ)ε και θα μας γέ(λ)α' ο κόσμος.
 Γού τ(ρ)ομάρα μου μα κειο θα γένουμ' ό(ρ)κο κι όνειδο τση κοινωνίας. Μω(ρ)έ πες του να βγά(λ)ει τη (κό(ρ)η-ζα, κι εδώ που τόνε συμμάζωξες" '

Ορέ Μηνά, μώπανε πως τραγουδάς καλά. Ναν' αλήθεια; Θα μας πεις κανένα;" του λέει κι ο μπάρμπας μ' ο Δήμος. 


"Τλιαγούδι θέλεις ολιέ Δημόκα; Μα κειο μ' έχει φάει ο Βλυώνης που με μαθαίνει βιολί και να με πέλνει στα πανηγύλγια να τλια-γουδάω κι μ' έχει φάει κι ο Καλπουζάνος να πάω να μάθω σωφέλης, για να με πάλει συνέταιλιο, που θέλει να φέλ' ανατλιεπόμε-νο, οχτάτονο, αλλιά γω δε Θέλιω τέτοια πλιά-ματα, εγώ Θέλιω σπίτι και νυκοκοιλγιό, για-τί εγώ είμαι νοικοκύλης Δημόκα. Αλλιά να μη σας χαλιάσω την καλδιά, τώλια, που μ' ανοίξατε την πόλτια σας θα σας πω τον αϊτό". 


Κι αρχίνησ' ο Μηνάς να λέει τον αϊτό, και σφιγκόντανε, κι όλο τήραε τη Μαρία, και δεν έμειν' ακούς Ακριβή μου κας στα Μυρτερά βρακί ακατούρητ' απ' τα γέλια. Μωρέ καλά πηαίναν' ούλα, αλλά τον έρμο το Μηνά, όπως ήτανε το στομάχι του ξεπλυμέν' από τα λά-χανα και παράφαε και σφιγκόντανε, τόνε φύ-σηξε κι ο αέρας όπως είχ' ανεβεί του ψηλα-

ρινού και τον εΘέρισ' η φάβα. -----

Τον έπιασ ένα κόψιμο τρομάρα κι όπως οι άλλοι κάτου μα-ζώναν' ελιές και γελάανε όσο κι ακούνε, "=ή-στλιωσε Δημόκααα!!!" "Τι λες ορέ Μηνά;" του λέει κι ο μπάρμπας μου. 

"Ολιέ ξηστλιώ-στε τα πανιά γαμώ το Χλιστό σας και χέ-στηκα!!!"τσου καν' ο Μηνάς. Και μπρινπρο-κάμουν' Ακριβή μου να κουνιθούνε πως έκαμ' ο Μηνάς και σκαριάστηκ' άπα στην ελιά, τα μισοκατέβασε καιτσόκαμ' ούλους άγιατρους.

 Α:


 Τι λες μωρή Ελένη; 

0 γαμπλιός ο Μη-νάς τσόχέσ' ούλους; ΠεΘελιά, πεθελιό, νύφη και κουνιάδες! Γου τλιομάλια τσου κακό που τσου βλιε!; Αμ' έτσι πες μου δα. Γι' αυτότο λοιπόνου μόλεε ο Μήτσος εψές το βράδυ για φάβες και για ξηστλιώματα. 
Ωχ μωρ' Ελένη μου ο Θεός να σ' έχει καλά, που μ' έκαμες και γέλασα.

Ε: 


Ελα μωρ' Ακριβή, μην τσου κουγενά-ρεις το κακό που τσου βρε Χειμώνα καιρό. Όπου τση Θειάς μου τα' Αρσενίας τσήρτε το αίμα στο κεφάλι και πήρ' ένα Αούρο και πα-τήκωσε το Μηνά, να ντονέ σκοτώσ' ακούς. 


Α: 


Καλά δα και κείνη! Σαν και να ντο καμε ξεματόχου ο μαγκούφης ο Μηνάς. 


Ε:


 Μωρ' εσκεφτόντανε πώς Θα ντα πλύ-νει τόσα πανιά και τόσα σκουτιά Χειμώνα καιρό, και τι θα πει κι ο κόσμος και τσήρτ' αφάνος. "Οπ' ο Μηνάς ακούς επήρε τον κα-τήφορο με τα βρακιά μισοζωσμένα κι η Θεία μ' η Αρσένω τονε πήρε του πατίκου με το λούρο να ντόνε σκοτώσει και τόκανε. "Πά(ρ) τον ανήφο(ρ)ο άμα σου κουτάει μω(ρ)έ κα-κοθάνατο και Θα στο πιω το αίμα! Μω(ρ)έ μα-γκε(λ)εμένο, που να σε πάνε στα ξυ(λ)οκ(-ρ)έβαττα". 


"Αη στο διάλιο μωλή βλιώμα μετα σκα-τά που μόδωκες κι έφαα". 

Τα' έκαν' ο Μη-νάς, κι όπου φύει-φύει κι έγινε το σχώρα με κι ο Θεός σχωρέσει. Κι εσταματήσαν ακούς ούλες οι αργατιές και τσου τράανε και πεθά-νανε στα γέλια! Αλλά ο Δημόκας Δημόκας, μωρέ τέτοιος ντρόλακας πο γενόντανε, κι εκειός έβαλε τα γέλια κι έλεε "Ορέ τον κα-κομοίρη το Μηνά, μα κειο μυρίζει σαν και νάναι μπρούσκο". Ευτά, που λες Ακριβή μ' εγένανε προχτές κα στα Μυρτερά. 

Α:---


 Καλά μωρ' Ελένη μ' κι ευτήνοι τα σκου-τιά τσου όπου ναν τα πλήνανε κι ο Μηνάς έχει να νείρεται συνεταιριλίκια με τον Καλ-πουζάνο και με το Βρυώνη κι ο Θεός φτωχά κι ορφανά κάνει, άμοιρα δεν κάνει. Όπ' ο φτωχός κι η μοίρα του. 


Αλλά πάμε τώρα να τράξουμε και τση δου-λειές μας γιατί με την κουβέντα περά' η ώρα `εη δέτσι. 

================================

ΓΛΩΣΣΑΡΙ 



Αγκαθός - γωνία ψωμιού 

Αϊτάρω - βοηθώ 
Ανάκαρα - δύναμη, 
σφρίγος Αλτίνι - ξύπνιος άνθρωπος
 Ατζαρδόζος   --καταφερτζής 
Βαντάκα-μπόγος ρούχα 
Βγάζω την κόριζα - χάνω την φωνή μου
 Γαδίνα - βαθιά πιατέλα 
Γίνομαι Θέατρο και παρατούριο - γελοιοποιούμαι 
Εη δέτσι - τόσο εύκολο 
Κάκοψο - σκληρό όσπριο, που βράζει δύσκολα 
Καμπιόνι - μούτρο
 Κάνω το κότσο δεφάτσο - καμαρώνω 
Καρατέλο - μικρό βαρέλι του κρασιού 
Κατελώνω - βρομάω 
Κόριζα - αρρώστια στον λαιμό της κότας 
Κουγενάρω - κοροϊδεύω
 Κόφα - μεγάλο κοφίνι 
σαρώνω - σωπαίνω 
λάτα - τενεκές του πετρελαίου 
Λαχίδα - τεμάχιο αμπελιού 
Λούρος - μεγάλο ραβδί, συνήθως από μικρό κυπαρίσσι, για το τίναγμα Λωρίτης - μεγάλο φίδι 
Μάζα - θάμνος 
Μιλί - στομαχάκι μικρού κατσικιού 
Μου κάζει - μου φαίνεται 
Μπονόρα - μπονόρα - πρωί - πρωί 
Μπορμπουλιάζω - βράζω 
Ντινεράδες - Αγιοπετρίτες (σκωπτικά) 
Ντρόλακας-Θορυβώδης καυγάς 
εματόχου-εξεπίτηδες 
Παδέλα - πήλινη κατσαρόλα
 Παραλέκατο - εξάμβλωμα 
Πατσιδεμένος - ξύπνιος, το αντίθετο του αφελούς
Πάω φουρλίγκα - πηγαίνω γρήγορα
 Παίρνω στο κοντό - ακολουθώ κάποιον πολύ κοντά 
Πιατάντσα - ξέχυλο πιάτο 
Στάκ' αγάλια - δώσε προσοχή, συγκεντρώσου 
Στραβοκατινίζω - τρομάζω 
Συνέμπασμα το σύναγμα στο τέλος της ημέρας στις κενφικές εισόδους του χωριού από τον κάμπο. 
Τσαβαγιάρω - παλαβώνω 
Τσαγκράω χοροπηδώ Τσαμπουνάω λέω ακαταλαβίστικα πράγματα Τσάτσα - αδελφή
 Τσονός - δύστροπος, 
παράξενος Φόσα - μεγάλη τρύπα.