Οι χαμάλες – Γράφει ο Νίκος Βαγενάς



by Σύλλογος Λευκαδίων Πάτρας (Σημειώσεις) on Τρίτη, 15 Ιανουαρίου 2013 στις 4:27 μ.μ.
Έτσι αποκαλούνταν τα ιππήλατα μακρόστενα κάρρα, τα οποία εχρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά μεγάλου όγκου φορτίου.
Η κύρια πιάτσα αυτών των τροχοφόρων, ήταν το λιμάνι και ιδίως τις μέρες όπου αναμενόνταν η άφιξη ενός εμπορικού πλοίου από το οποίο θα ξεφορτωνόνταν σακκιά με αλεύρια, ξυλεία, καλαμπόκι, σιδηροβάρελα, ξυλοβάρελα, που περιείχαν ούζο ή μπράντυ κ.ά. καθώς και την τελευταία περίοδο σακκιά με τσιμέντο.
Και αυτά τα κάρρα ήταν στενού πλάτους (γύρο στο 1μέτρο), όπως σχεδόν των καρροτσινιών, αλλά το μήκος τους έφθανε περίπου τα 4 μέτρα. Οι χαμάλες, σε αντίθεση με τα καρροτσίνια, είχαν τέσσερις ρόδες, από τις οποίες οι δυό μπροστινές είχαν διάμετρο αντίστοιχης των καρροτσινιών, ενώ οι πισ(ι)νές ήταν κάτα τι μεγαλύτερες. (Σκίτσο Α΄).

Το ξύλινο επίπεδο, δίκην καρρότσας, επί του οποίου τοποθετούνταν το, προς μεταφορά, φορτίο, ήταν ενισχυμένο κατά μήκος των μακρών παρειών με δυό λεπτούς ξυλοδοκούς, όπου επάνω τους «καθόνταν» τα πάσης φύσεως σιδηροβάρελα πετρελαίου, ούζου ή κρασοβάρελα, σταθεροποιημένα είτε με ξυλόσφηνες ή τάκους, είτε με σχοινιά. Επίσης οι δυο παράλληλοι ξυλοδοκοί, εμπόδιζαν την κάτω στρώση των σακκιών αλεύρων ή τσιμέντων, να διολισθήσει προς τα πλάγια.
Αξιοσημείωτοι ήταν οι μπροστινοί τροχοί, οι οποίοι εστηριζόνταν μεν στα άκρα ενός κοινού (ιδίου) άξονα, αλλά όμως αυτός ήταν περιστρεφόμενος προς τα δεξιά ή αριστερά, ανάλογα με την στροφή.

Αυτό επιτυγχανόνταν με τη βοήθεια του έστορα, δηλαδή δυό σταθερών κυκλικών πλακών, καμωμένες από άγριο ξύλο, όπου η μία επικαθόνταν πάνω στην άλλη. Η ευρισκόμενη από κάτω ήταν συνδεδεμένη με τον ενιαίο άξονα των μπροστινών ροδών, καθώς επίσης και με τους λεπτούς ξυλοδοκούς στο ενδιάμεσο των οποίων, έμπαινε το άλογο.
Εξυπακούεται ότι το ανωτέρω σύστημα, ήταν εκείνο που περιστρεφόνταν, ενώ η πάνω πλάκα ήταν σταθεροποιημένη στο… σασί του κάρρου. Η κάτω πλάκα του, έστορα, ήταν εκείνη που έφερε τον βραχύ και ισχυρό άξονα που συγκρατούσε ενωμένες τις δυό κυκλικές επιφάνειες, επιτρέποντας μόνον την τριβή τους με τη βοήθεια ενός μείγματος αλμυρού χοιρινού λίπους και μούργας ελαιολάδου.
Από τη συνεχή τριβή των δυό εφαπτομένων επιφανειών, το μείγμα ερευστοποιούνταν πλήρως, καταλήγοντας σ’ ένα κατάμαυρο γλοιώδες υγρό, τη λεγόμενη λαδόγανα. Σημειώνεται ότι οι ξύλινες πλάκες του έστορα, είχαν ενισχυμένη την περιφέρειά τους με σιδηροστέφανα, με σκοπό την αποτροπή ενός πιθανού ραγίσματος ή την αποκόλληση ενός περιμετρικού θραύσματος.
Τα άλογα που εχρησιμοποιούνταν στις χαμάλες ήταν ογκώδη, με τεράστιες οπλές, δηλαδή ζώα αποκλειστικά για την μεταφορά, στη ράχη τους, μεγάλων φορτίων ή να σύρωνται με κάρρα, υπερβολικά, βαρειά υλικά.
Σπάνια, οι χαμάλες εισερχόνταν στα καντούνια, παρά μόνον σ’ εκείνα των οποίων η είσοδος και η έξοδος ευνοούσαν το «στρίψιμο». Ένα από τα ελάχιστα καντούνια που τηρούσαν αυτές τις προδιαγραφές, αν και κατά ένα τμήμα στενό μέχρι σήμερα, είναι η σημερινή οδός (!) Λευκάτα.
Έχει άμεση επαφή με το παζάρι και παλιότερα μια ευρύχωρη έξοδο στο μόλο της Άγια-Κάρας (κάρα= αποκομμένη κεφαλή) κοντά στο πορτόνι των Αλυκών.
Το καντούνι αυτό ήταν πλακόστρωτο, αποτελώντας την εξαίρεση στα, τότε, υπάρχοντα λιθόστρωτα, του οποίου οι πλάκες (από γκρίζο γρανίτη) είχαν βαθειές αυλακώσεις, εξ’ αιτίας της αδιάκοπης τριβής που προξενούσαν τα σιδηρο-στέφανα των καρρό-ροδων.
Δυστυχώς από το τμήμα αυτό, αν και καλοδιατηρημένο, οι πλάκες αφαιρέθηκαν, μέσα στα πλαίσια (βλέπε: εργολαβικής) της αισθητικής αναβάθμισης του παλιού ιστού της πόλης.
Σημείωση: Εκείνη η πράξη, δεν ήταν η μόνη. Είχαν προηγηθεί και επακολούθησαν κι άλλες, έχοντας ως κοινό παρανομαστή, τη βίαιη αποσύνδεση του παρελθόντος τούτης της Χώρας.
Σε πλήρη αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, του διαμετρήματος ακόμη και της δικής μας, οι δικές μας οδηγήθηκαν από οραματιστές παράγοντες και παραγοντίσκους.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, διατηρούνται ακόμα μέχρι σήμερα αραβικά ονόματα και ονομασίες πλατειών, δρόμων, κτηρίων, γεφυρών, υδραγωγείων κ.ά.
Θέλετε το δικό μας, τοπικό, παράδειγμα; Η επί Ενετοκρατίας κεντρική, σημερινή, πλατεία αποκαλούνταν ως «Piazza di San Marco» (η αντίστοιχη της Ζακύνθου διατηρεί μέχρι σήμερα την ίδια ονομασία).
Στη συνέχεια, αποκαλέστηκε ως «Πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Α΄» για να ακολουθήσει ως «Πλατεία του… αποφασίζομεν και διατάσσομεν…» και τέλος μέχρι στιγμής, βέβαια, γιατί αύριο κανένας δεν ξέρει, ως «Πλατεία Εθνικής Αντίστασης»!
Πάντως, σ’ οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, τοπικός-διοικητικός ή πνευματικός ταγός, συνεπικουρούμενος από προτροπές ή αποφάσεις ομίλων νεωτεριστών ή ομοϊδεατών, προβεί σε αλλοιώσεις του ιστορικού (της όποιας ιστορίας, στρατιωτικής, πολιτικής, αρχιτεκτονικής κ.ά.) ιστού της πόλης του, θεωρείται, βέβαιον, ότι την επόμενη ημέρα, θα κυκλοφορήσει φέϊγ-βολάν μέσω των οποίων θα γνωστοποιεί, ότι αναλαμβάνει… φούσκωμα μπαλλονιών για γενέθλια, επετείους, γάμους, εγκαίνια καταστημάτων, παρελάσεων κ.λ.π..




Το σκίτσο είναι του ίδιου του συγγραφέα