‘Η ηδονή των αναμνήσεων’’:ΗΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ του Παναγιώτη

 

 Βουτιές στα μουράγια του Κάστρου. Μπάλα στην άμμο. Μπάνιο στην αμμόγλωσσα και στο φαναράκι. Μια εποχή, μια ανάμνηση. Μια Λευκάδα. Και θυμόμαστε, γυρίζουμε πίσω στο χρόνο για να περάσουμε νοερώς όμορφα, να απολαύσουμε την ηδονή της ανάμνησης αφού η ζωή μας σήμερα έγινε αφόρητη, μοναχική, πληκτική, σημαδεμένη από την πρωτοφανή οικονομική κρίση,την κατάθλιψη,την ανασφάλεια, το φθόνο και την υποκρισία. Θυμάμαι πηγαίναμε στο Κάστρο με τον Μαγγελάνο, τη βάρκα του Αργύρη και του Ντίνου του Μπαμπάρου. Με το μαϊστράλι να χαϊδεύει τα πρόσωπα μας, να πετάει τα καπέλα. Με τις φθηνές σαγιονάρες( ή συνήθως ξυπόλυτοι )και το μισοτρύπιο μαγιό. Με την αλμύρα να ξεραίνεται στο δέρμα. Και νάσου φόρα για το μακροβούτι, για το ποιος θα κερδίσει. Και να τα καλαμπούρια και τα πειράγματα. Και τα απόβραδα με τις πυγολαμπίδες στην Κουζούντελη, στα καφενεία με τη σουμάδα και τα παξιμάδια. Βόλτα στο παζάρι και στο μώλο. Αχ αυτά τα παιδικά μας χρόνια. Τα παιδικά χρόνια που μας σημαδεύουν. Όλους. Και θα μας σημαδεύουν για όλη μας τη ζωή. Γιατί είναι τα καλύτερα. Τα ομορφότερα. Τα αγαπημένα. Και δεν ειναι μόνο οι μνήμες, οι όμορφες στιγμές, οι πρώτοι έρωτες, τα άγουρα όνειρα, τα φαρομανητά. Είναι οι αναμνήσεις από τις αξέχαστες μυρωδιές αλλά και απο τους ήχους. Oι μυρωδιές και οι ήχοι από τη Λευκάδα. Αξέχαστες. Μοναδικές. Ανεπανάληπτες. Οι μυρωδιές από το βρεγμένο χώμα στα Βαρδάνια. Και από τους γέρικους ευκάλυπτους. Από τη μουτελη στο μόλο και τα ‘ληγμένα» φύκια στο Ιβάρι. Οι διαφορετικές μυρωδιές. Οι αγαπημένες. Του μάραθου στο Κάστρο. Της ασετιλίνης στο πυροφάνι. Των μαντολάτων και της σουμάδας. Του χαλασμένου ξύλου στου ‘Πάπιου’. Της ξεραμένης αλμύρας στο δέρμα ένα Αυγουστιάτικο απομεσήμερο. Των λασπωμένων αυλακιών στου Πουλιού. Η μυρωδιά από το καμένο κερί στον επιτάφιο, στον Αη Νικόλα. Από το Κυριακάτικο, μεσημεριανό. τραπέζι, (με την κατσαρόλα να ‘χοροπηδάει’ από ευχαρίστηση που ολοκλήρωσε το έργο της). Η μυρωδιά των περιβολιών την Πρωτομαγιά. Και του ξεροψημενου ψωμιού απο το φούρνο της Λιόνταινας και του Δειβέκη. Του πρώτου τετραδίου. Και της φθηνής κολόνιας μετά το εφηβικό ξύρισμα. Της βρασμένης κουκούτσας και του φρέσκου ψαριού. Οι μυρωδιές που έρχονται και σήμερα και με συντροφεύουν. Αλλά είναι και αυτοί οι ‘ηχοι, τα ακούσματα. Που με κυνηγάνε. Με χαιδευουν ακομη στα αυτια μου. Οι ηχοι της τρελαμένης καρδιάς στο πρώτο ραντεβού. Ο ήχος τις βροχής πάνω στο τσίγκο. Της σάμπας και της μαζούρκας στο ‘Πάνθεον’. Της φιλαρμονικής και της μεταμεσονύχτιας καντάδας. Της κορνέτας του Καμινάρη. Και της Διάνας την Πρωτοχρονιά. Το χαχανητό του Κοκοκιώρου. Οι φωνές των φολκλορικών συγκροτημάτων στο φεστιβάλ. Οι μπαλιές από το ποδόσφαιρο των φυλακισμένων μέσα στις φυλακές. Ο ήχος από τις σιδερένιες ρόδες από το κάρο του παππού μου, του Νιόνιου. Και από τη καμπάνα της Παναγίας των Ξένων. Οι ήχοι των γλάρων στη λιμνοθάλασσα. Και των αδέσποτων σκυλιών στην Αγία Κάρα. Μυρωδιές και ήχοι. Ήχοι και μυρωδιές. Που μαζί με τις εικόνες, με τις μνήμες θα με κυνηγούν, θα με μαγεύουν, θα με σημαδεύουν για πάντα.