Η ζωτική ανασεμιά της ντοπιολαλιάς






Μητρική αγκαλιά η γύρωθεν μάνα Φύση μας «μιλάει» σιγοψιθυρίζοντας ήχους αρμονίας και ακτινοβολώντας ιριδίζουσες λάμψεις φωτός, στην εναλλασσομένη βιοποικιλότητά της.Μετρικά, ρυθμικά ακουρμαινόμαστε τον ζωτικό ανασασμό της και μετρικά ρυθμικά ανασαίνουμε και εμείς τον φλοίσβο της θάλασσας, το βουητό τ’ αγέρα μέσα στα πυκνόφυλλα στοιχειωμένα δάση των βουνών μας, το τραγούδι των σπίνων, το ποδοβολητό των αλόγων στα ξέφραγα μονοπάτια της ασύνορης σκέψης μας, ακόμα ακόμα και το υποχθόνιο σούρσιμο των ερπετών της.

Το Σ, το Ζ, το Ρ, το ά….της καρδιάς μας, το ι, η αί…των σπαραγμών μας, δικές της κραυγές και καλέσματα είναι.

Καλότυχα, χίλιες φορές καλότυχα, τα παιδιά που αναστήθηκαν με τον λόγο-ανασασμό των νανουρισμάτων της μητρικής αγκαλιάς της Ελληνίδας Μάνας και δη της αγρότισσας και με τα μελωδικά ταχταρίσματα στην υφαντή ποδιά της προγιαγιάς, τα παιδιά της κούνιας και της σαρμανίτσας, στην Ήπειρο, στον Πόντο, στην Κρήτη, στα Επτάνησα, στην Θράκη, στην Δωδεκάνησο, στην Μακεδονία, στην Κύπρο, ή όπου αλλού, με την ποιητικότατη ηχώ της ντοπιολαλιάς. Γιατί η κάθε ζωτική έκφραση ντοπιολαλιάς είναι υφασμένη με το ιδιαίτερο φως, την μυρωδιά, το ήθος και τις συνήθειες των ανθρώπων, άρρηκτα συνδεδεμένα με το απάνεμα και το ξαστέρωμα του τοπίου τους.

«Κορτσούδι μου, κοπέλα μου, κοπέλι και θυ’ατέρα μου, γιέ μου και παλληκάρι μου, άστρο κι αυγερινέ μου, στην αγκαλιά μου μέρωσε και στην φωνή μου ησύχα. Χαρώτο το παιδάκι μου, χαρνέτο το παιδί μου, να σε χαρώ και μια και δυό, λάγιασε την ψυχή μου…». (Ρυθμική έκφραση διαφόρων ειδών ντοπιολαλιάς)

Οι ρίζες Μάνες φωνές, οι λάγαροι ανασασμοί μαζί με το ιερό νάμα του κορμιού τους, μας ποτίζουν σταγόνα σταγόνα με την μελιστάλαχτη ηχώ της χροιάς της φωνής τους. Γι αυτό η ιδιαιτερότητα έκφρασης των φθόγγων και των συλλαβών της ντοπιολαλιάς υπομνήσκει ζεστασιά, μυρωδιά, απάνεμα κι απρόσμενα γαληνέματα καρδιάς. Συλλαβές τραγουδιστές ηχούν στην θύμησή μας, «καμάρι μου», «ψυ χή μου», «ψυχή τση ψυχής μου», ακόμη και η ορμήνια τους, η προτροπή τους, το πρόσταγμά τους και η απειλή τους, ρυθμική ανασεμιά των σπλάχνων τους αντανακλούσε: «Ωρή, μαρή εκεί π’ θα πάς, να μη ματαγυρίσεις». Ο αυθόρμητος πηγαίος λόγος, όχι μόνο της ρίμας και του τραγουδιού, αλλά και του πόνου και του στεναγμού, μουσικοποιητικά δομείται και εκφράζεται. Προσθαφαιρούνται συλλαβές για να αποκτήσει μέτρο και αρμονία, ρυθμό και παλμό, η όποια ζωτική τους έκφραση ανασεμιάς. Το καταπληκτικότερο δε όλων είναι ότι απρόσκλητα και πηγαία αναβλύζουν κι απ’ το δικό μας υποσυνείδητο ξαφνιάσματα αναπάντεχα και μας διακατέχουν και εμάς, και εμείς αυθόρμητα με την σειρά μας τα ματαλέμε…

Δεν κληρονομείται μόνο το βιολογικό μας υπόστρωμα, το DNA, αλλά και το λεγόμενο συλλογικό προγονικό ασυνείδητο και φέρεται κληρονομούμενο από γενιά σε γενιά , από στόμα σε στόμα, από καρδιά σε καρδιά. Ένα νεύμα, μια λέξη, ένα όνομα, ένας στίχος, ένα έθιμο, ο τρόπος του «φέρεσθαι, του «συμποσιάζειν», του «τρώγειν», του «ενδύεσθαι», κ.λ.π., φέρουν μια μακρά πορεία πλεύσης μέχρι να κατασταλάξουν στο δικό μας στόμα, στην δικιά μας καρδιά, στο δικό μας ντύσιμο, φαγητό, διασκέδαση, ήθη και έθιμα… Π.χ. το νεύμα και η συνήθης λευκαδίτικη έκφραση αποδοκιμασίας, «άει ξεσκότ’σέ μας», φέρει χιλιετίες πορεία και είναι ή ίδια έκφραση που χρησιμοποιούσαν σχεδόν αυτούσια από την Ομηρική εποχή «αποσυσκότισόν με» . Το ρ. ξεσκοτίζω (εκ+σκοτίζω=σκιάζω) σημαίνει μη με σκιάζεις, απομάκρυνέ μου την σκιά (του φόβου εννοείται).

Μπολιάστε την ψυχή των παιδιών σας με το φώς της γενέτειρας γης σας, με την χαρισματική ντοπιολαλιά σας κι αφήστε τους άνευρους κι ανέραστους ταριχευτές της ιερής πρωτογλώσσας μας, να μηρυκάζουν λέξεις ανάγκης και όχι διανοημάτων. Γιατί νοηματικός, βαθύτατα εννοιολογικός, ποιητικός και πνευματικός είναι μόνο ο λόγος ο ελληνικός, στην όποια έκφρασή του. Είναι ο μόνος λόγος που φέρει μέσα του ενσωματωμένο το φώς της γένεσης της αλήθειάς του, του «ετύμου», της θεματικής του ρίζας, κι είναι ο μόνος που αποδίδεται συλλαβιστά. Δομείται συλλαβιστά, δηλαδή προσωδιακά, ποιητικά. Αρμονικά συνυφαίνονται οι τονικές ταλαντώσεις από τα μακρόχρονα και τα βραχύχρονα, τα οξύτονα και τα βαρύτονα φωνήματα συλλαβές. Άφωνα και φωνήεντα συνδομούνται και μουσικά πάλλονται, δίνοντας ποιητικό ρυθμό καρδιακού ανασασμού στην κάθε μα κάθε ελληνίδα λέξη-φωνή.

Το φως της λέξης είναι η συλλαβική ανασεμιά της ρίζας της, που ομορφοντύνεται με τις προθέσεις, τις καταλήξεις, τις εκθλίψεις, τις αναιρέσεις, τους προσθετικούς αναδιπλασιασμούς, τις αφαιρετικές αποβολές, χάριν της ποιητικής και μόνο προσωδίας και της καλαίσθητης ευφωνίας, με στόχο πάντοτε την πάλλουσα σαγήνη του ηχοκυματισμού της. Πάλλεται και δομείται, δομείται και πάλλεται, μέχρι να αποκτήσει τον αξεπέραστο ρυθμό της ανασεμιάς, της συνυφασμένης με τον πάλλοντα καρδιακό ρυθμό…

Ιωάννα Κόκλα
Ποιήτρια -συγγραφέας
Νικιάνα Λευκάδος
http://www.mylefkada.gr/lefkada