Στη μνήμη του παπά Φραγκούλη Βιολέττα Σάντα • 9 April, 2016




Γράφει ο Σπύρος Ι. Φλογαΐτης

Αποδήμησε εις Κύριον ο παπά Φραγκούλης. Το έμαθα πολύ αργά για να εκπληρώσω το χρέος μου απέναντί του με τον τρόπο που όφειλα, δεν παραβρέθηκα στην εξόδιο ακολουθία, που ήταν πάνδημη, όπως του άξιζε.

Ο παπά Νίκος Φραγκούλης αποτέλεσε σημαντικό μέρος της διάπλασής μου, αλλά και καλός φίλος της οικογένειάς μας, μέρος των παιδικών μας χρόνων αλλά και του σπιτιού μας, που ερχόταν να ευλογήσει κάθε πρώτη του μηνός.

Ιερουργούσε στους Αγίους Αναργύρους, την ενορία που ο πατέρας μου είχε διαλέξει για την οικογένειά του στην εποχή του παπά Ματαράγκα, ενός ιερωμένου που ο καλός απόηχος από το διάβα της ιεροσύνης έφθανε στ’ αυτιά μου αρκετά συχνά στα παιδικά μου χρόνια. Ο παπά Φραγκούλης συνέχισε και καλλιέργησε περαιτέρω αυτή την παράδοση, με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο.
       


‘Όταν αποφάσισε να αφιερωθεί στον Θεό, εγκαταστάθηκε στη Λευκάδα, παντρεύτηκε την κόρη του παπά Κακαβούληκαι χρίσθηκε ιερέας στα χρόνια που δέσποζε στο νησί η προσωπικότητα του Μητροπολίτη Δωρόθεου. Με την δική του προσωπικότητα αλλά και την ακάματη εργατικότητά του, ο παπά Φραγκούλης κατόρθωσε γρήγορα να καταστήσει την ενορία του τη σημαντικότερη του νησιού για καθέναν που ήθελε να εκπληρώνει τα θρησκευτικά του καθήκοντα με ποιότητα και κατάνυξη.

΄Ηταν καλλίφωνος ο ίδιος και είχε φέρει στους Αγίους Αναργύρους τον μοναδικό Πάνο Ορφανό, ο οποίος με τη σειρά του είχε κατορθώσει να περιστοιχίζεται κάθε Κυριακή και σε κάθε ακολουθία από τους καλλίτερους καλλίφωνους της Λευκάδας της εποχής. Ο Ορφανός ήταν γιος του καντηλανάφτη της εκκλησίας, του τόσο καλού και ευσεβούς ανθρώπου, που μας αγαπούσε όλους τόσο απλά και ωραία. Ήταν και καλός στο ποδόσφαιρο, όμως ο παπά Φραγκούλης γκρίνιαζε γιατί τον ήθελε αφιερωμένο στην εκκλησία του και όχι επιθετικό ποδοσφαιριστή.Ο παπά Νίκος Φραγκούλης με κάποιους από τους ψάλτες των Αγίων Αναργύρων. Εικονίζονται από αριστερά καθήμενοι: Σπύρος Γαντζίας, Θοδωρής Αραβανής, Αποστόλης Φραγκούλης, Πάνος Ορφανός. Όρθιοι: Αντώνης Κανιός, Νιόνιος Μπόρσας, Μήτσος Γρηγόρης, Γιώργος Αυγερινός, Σπύρος Λομπράνος, Σωτήρης Παρίσης.

Ο Ορφανός επέβαλε το δικό του τρόπο ψαλσίματος στο νησί, και μαζύ με τον παπά Φραγκούλη, για τον οποίο παραπονιότανε κάθε τόσο ότι του άλλαζε τον τόνο, μετέτρεπαν την θεία λειτουργία σε απαράμιλλο χώρο κατάνυξης και πανδαισίας, με κεντρικό γεγονός κάθε χρόνο την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής. Θα έλθει άραγε στη Λευκάδα για την ακολουθία ο Παπαδάτος; Θα προτιμήσει να εκκλησιασθεί στους Αγίους Αναργύρους;

Ο Γιάννης Παπαδάτος ήταν γυμνασιάρχης και σημαντική μορφή της εποχής, άριστος στην ψαλτική, αδελφός της κυρά Βαγγελούλας, μάνας του Τάκη Σταματέλλου, του παλαιότερου φίλου μου. Από την οικογένειά του παρακολουθούσα και εγώ την απάντηση των ερωτημάτων για το τι θα αποφασίσει κάθε χρόνο το ιερό τέρας, πού θα εκκλησιασθεί. Διότι η κυρά Βαγγελούλα ανήκε στην ενορία της Παναγίας των Ξένων και ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός.

Ευτυχώς για τα παιδικά μου χρόνια, συνήθως ο Παπαδάτος κατέληγε στο ψαλτήρι του Ορφανού, εκεί που η ποιότητα τον καλούσε. Έτσι, δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα μέλη των οποίων την απόδοση διεύθυνε με τον απαράμιλλο αυταρχικό του τρόπο ο Παπαδάτος, με τον Πάνο Ορφανό ευγενικό μαθητή του ανδρός που τόσο σεβόταν.

Ο παπά Φραγκούλης διακρινόταν για το νεωτεριστικό και φιλοπρόοδο πνεύμα του. Ήταν πάντα στην πρωτοπορία για να κάνει τα πράγματα διαφορετικά και μοντέρνα. Το έβλεπες στην εκκλησία του, τους Αγίους Αναργύρους, στην κοινωνική του συμπεριφορά, τον τρόπο που μεγάλωνε τα παιδιά του, στα οποία ενεφύσησε την πίστη προς το Θεό αλλά τα έκανε παιδιά του κόσμου και όχι του θρησκευτικού αποκλεισμού. Ατύχησε στα νιάτα του να πρέπει να υφίσταται τον χαρακτήρα του άλλου ιερωμένου που όπως λέγανε επηρέαζε εναντίον του τον Δωρόθεο, και βασανίσθηκε στα γεράματά του, όταν ο Θεός τον υποχρέωσε να κηδέψει την ίδια του την κόρη. Ευτύχησε να αφήνει πίσω του μεγάλο έργο, αποτυπωμένο ανεξίτηλα στο Γηροκομείο, που όχι μόνο ανέπτυξε, αλλά και κράτησε ως αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού ιστού της πόλης, όπως και στη συντήρηση του ναού των Αγίων Αναργύρων που του εξασφάλισε, αποκλειστικά από σεβασμό στο πρόσωπό του και το έργο του, ο τότε Δήμαρχος Βασίλης Φέτσης με τη βοήθεια του τότε Υπουργού Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλου.Σημαιοφόρος ο Βασίλης Φέτσης. Δεξιότερα στη φωτογραφία πρώτος με το κοστούμι, Σπυρος Φλογαΐτης, δεύτερος με το κοστούμι ; Γαζής.

Ο παπά Φραγκούλης όμως ευτύχησε κυρίως να διαπλάσει νεανικές ψυχές, τα παπαδάκια του, που γέμιζαν το ιερό από γενιά σε γενιά. Τα αγαπούσε, τα συμβούλευε, τους έδινε κάτι από το δυναμισμό και την πίστη του στους νέους και την πρόοδο. Το ιερό των Αγίων Αναργύρων υπήρξε εργαστήρι διαμόρφωσης ψυχών, και μπορεί αυτό να πέρναγε απαρατήρητο στους πολλούς, δεν το ξεχάσαμε εμείς όμως, όλοι εκείνοι που γίναμε φίλοι στις τάξεις της υπηρεσίας του παπά Φραγκούλη. Θυμάμαι τον Αποστόλη, γιο του παπά, τον Βασίλη Φέτση, τον Σπύρο Αρβανίτη, τον πολύκλαυστο Λουκά Νησιώτη, για να αναφέρω μόνο μερικούς.

Πίστευε σε μας και παρακολούθησε την εξέλιξη του καθενός μας χωρίς να αμφιταλαντευθεί ποτέ, διότι ήταν ένας βαθειά εκκλησιαστικός άνθρωπος που είχε όμως τοποθετήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του στον κόσμο, όχι στο περιθώριο του κόσμου. Και μας είχε πάντα δίπλα του λέγοντάς μας τα προβλήματά του στη διαχείριση των κοινών, με κύριο βάρος βεβαίως σε εκείνους που έμειναν και πρόσφεραν στα κοινά της Λευκάδας.Η τελευταία Ανάσταση, πριν συνταξιοδοτηθεί ο παπά Νίκος (4/4/2010) ώρα 0:00.

Πριν κάποια χρόνια, όταν τα παιδιά μου ήταν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, τα έφερα να παρακολουθήσουν την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής στους Αγίους Αναργύρους. Από τότε που τα βήματα της ζωής μού στέρησαν την δυνατότητα να απολαμβάνω την λευκαδίτικη καθημερινότητα, ένα από εκείνα που μου λείπουν τόσο πολύ είναι η πανδαισία του συγκεκριμένου τρόπου ψαλτικής που έγινε κομμάτι του είναι μου στους Αγίους Αναργύρους. Στις εκκλησίες της σημερινής καθημερινότητάς μου, μου έρχονται αναπόδραστα στο νου οι εκρήξεις του αείμνηστου καθηγητή μας που όλοι αποκαλούσαν Μουτσούκο, που έπιανε το αρμόνιο και μείς τραγουδούσαμε, για να μας διακόψει σχεδόν αμέσως φωνάζοντας ότι κάνουμε σαν μοεζίνιδες! Ήθελα τα παιδιά μου να ακούσουν και να ζήσουν ό,τι καλλίτερο εκκλησιαστικό είχα την τύχη να ζήσω στην μικρή μας ανεπανάληπτη πόλη, κάτι που δεν είχε καμιά σχέση με την ψαλμωδία της δικής τους καθημερινότητας. Ήθελα να προλάβω, τα παιδιά μου να έχουν εκείνες τις εμπειρίες, πριν ο κόσμος στον οποίο ανήκω φύγει για πάντα.

Καλό κατευόδιο, παπά Νίκο, είμαι βέβαιος ότι εκεί που σε οδήγησε η πίστη και τα έργα σου δεν θα πάψεις να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους που άφησες.

Σπύρος Ι. Φλογαΐτης

Οι δυο τελευταίες φωτογραφίες είναι του Σπύρου Αρβανίτη. Οι υπόλοιπες είναι της Καίτης Κακαβούλη

http://aromalefkadas.gr/

Πασχαλινές αναμνήσεις από την παλιά Λευκάδα


Της Σοφίας Κοψιδά-Γαληνού


«Εδώ διαβαίν’ ο Λάζαρος με δώδεκ’ Αποστόλους
Και πάλι ξαναγύρισε με δεκατρείς Αγγέλους.
Όπου διαβεί κι όπου σταθεί πηγάδια θεμελιώνει,
πηγάδια, πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες
και κεραμίδια χάλκινα και πόρτες ατσαλένιες.»
anastasi_lazarou
Σάββατο του Λαζάρου τα παιδιά μ’ ένα μπουκέτο αγριολούλουδα στο χέρι, γυρνώντας από πόρτα σε πόρτα έλεγαν το «Λάζαρο» και οι νοικοκυρές τα φίλευαν.
Αύριο των Βαγιώνε το πρωί πηγαίναμε στην εκκλησιά. Τελειώνοντας η θεία λειτουργία, παίρναμε από ένα μεγάλο πανέρι ένα κλαράκι δάφνης και βάγια (ένα μπουκέτο από δεντρολίβανο και δαφνόκλαδα). Η υποδοχή του Χριστού στην Ιερουσαλήμ μετά βαΐων και κλάδων.
Μεγάλη Δευτέρα μέχρι το Μεγάλο Σάββατο νηστεία. Ο Μαρκάς γέμιζε από καποσάντους, πίνες, αχιβάδες, καλαμαράκια, σουπιές, χταπόδια, αχινούς. Στο Παζάρι σε πανέρια πουλούσανκουκούτσες βραστές ζεστές (άγριες αγκιναρούλες) και πανούργους βραστούς από το ιβάρι. Τέρμα ο πατσάς στο μαγαζί του Λαυράνου (Κουφάκια). Τώρα πουλούσε κουκιά ξερά βρασμένα, πασπαλισμένα με ρίγανη. Και πιο πέρα ο Καλόγερος (παρατσούκλι) πουλούσε βραστές γλυκοπατάτες.
Στα σπίτια οι νοικοκυρές άρχιζαν ν’ ασπρίζουν, να μαζεύουν τα χειμωνιάτικα ρούχα, βελέντζες, μαλλινοσέντονα, φλοκάτες και να πλένουν τις κολτρίνες (έτσι έλεγαν τότε τις κουρτίνες).
Μεγάλη Πέμπτη το πρωί οι γυναίκες πήγαιναν στο Νεκροταφείο για να ρίξουν τρισάγιο. Γυρνώντας έβαφαν τ’ αβγά τους και έφτιαναν τα κουλουράκια τους (τότε τα τσουρέκια δεν τα ξέραμε). Το απόγευμα στα καφενεία κρεμούσαν το φάντε μπαστούνι και τέρμα η κοντσίνα κλπ. Τα καφενεία έκλειναν. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί (τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις) σταματούσαν τα τραγούδια. Οι καμπάνες χτυπούσαν κάθε τόσο πένθιμα. Πέθανε ο Χριστός!
Μεγάλη Παρασκευή μικροί-μεγάλοι μια βόλτα στο Νεκροταφείο. Τρισάγια, όμως, δε γίνονταν. Ήταν το τρισάγιο του Χριστού έλεγε η μάνα μου.
Γυρνώντας από το Νεκροταφείο σταματούσαμε στον Αϊ-Μ’νά. Εκεί πουλούσαν αρνιά (ζώντα). Οι πατεράδες μας αγόραζαν αρνάκι ή κατσικάκι ζωντανό για το Πάσχα, να μείνει μια νύχτα στο σπίτι. Εάν στην οικογένεια υπήρχε αχρόνιστος νεκρός, τότε στο σπίτι έπρεπε να μπει σφαγμένο και χωρίς κεφάλι αρνί.
Στο σπίτι ούτε μαγείρεμα, ούτε σκούπισμα. Υπήρχε νεκρός, ο Χριστός. Οι μεγάλες γυναίκες με ένα κουταλάκι έβαζαν στο στόμα τους ξίδι.
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι καταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό και να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγόθει.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία ποτήρια μόσχο
και τρία με ροδόσταμο, για να της έρθ’ ο νους της.
Μα σαν της ήρθ’ ο λογισμός, μα σαν της ήρθ’ ο νους της,
πού ‘ναι μαχαίρι να σφαγώ, πού ‘ναι γκρεμός να πέσω»
χρiστος
τραγουδούσε η μάνα μου και η γιαγιά μου κλαίγοντας, μοιρολογώντας το Χριστό.
Μεγάλο Σάββατο πρωί στις 9 η μπάντα του Δήμου παιάνιζε γιορτινά στην αγορά από την Πλατεία ως τον Αϊ-Μ’νά. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρούμενα και οι νοικοκυρές έριχναν το κομμάτι (ένα πήλινο πιάτο, μια παδέλα, ότι είχε κρατήσει γι’ αυτό η κάθε μια). Ήταν σημάδι της πρώτης Ανάστασης. Ο τάφος του Χριστού εσείσθη. Τότε οι χασάπηδες ή οι νοικοκυραίοι έσφαζαν το αρνί στο αυλάκι του δρόμου και η μάνα ή η πρώτη κόρη με το πρώτο αίμα του αρνιού σε ένα βαμβάκι έκανε 4 σταυρούς στην εξώπορτα.
Το μεσημέρι οι νοικοκυρές μαζεύονταν στη βρύση της γειτονιάς (στα σπίτια δεν υπήρχαν βρύσες, είχαμε μόνο μπότηδες και λαγήνες) να πλύνουν και να γυρίσουν τα έντερα από το αρνάκι για το βράδυ. Εκεί πείραζε η μια την άλλη για το βράδυ μετά την Ανάσταση.
Το βράδυ στην εκκλησία για την Ανάσταση με το κερί στο χέρι για το «Χριστός Ανέστη».
Α! να διακόψω την περιγραφή για να σας πω για μιαν Ανάσταση, όταν ο μπαμπάς μου ζούσε στη Λευκάδα (γιατί τα τελευταία του χρόνια ζούσε στην Αθήνα και ήρθε και πέθανε στη Λευκάδα). Πήγαμε, λοιπόν, έξω από την Ευαγγελίστρια, κοντά στο σπίτι. Ο παπάς άρχισε να διαβάζει το Ευαγγέλιο «η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία του Ιακώβου». Και τότε φωνάζει ψέλνοντας ο Κερατόκωλος «και η Μαρία του Μπατιάλη» (μια γειτόνισσα). Περιττό να σας πω τι έγινε!
Μετά, στο σπίτι για πατσά (όχι μαγειρίτσα). Πατσάς και κόκκινα αβγά. Την ημέρα του Πάσχα σούπα αυγολέμονο και τη Δευτέρα το αρνάκι ή το κατσικάκι ψητό με πατάτες στο φούρνο της γειτονιάς. Το απόγευμα βόλτα για σουμάδα. Το βράδυ στου Κατσή για αμυγδαλωτά ή πάστα στον Πρεβεζάνο.
Ζωοδόχου Πηγής βόλτα στη Σπασμένη Βρύση, γιατί γιόρταζε η εκκλησία, γινόταν πανηγύρι. Και την Κυριακή του Θωμά γιορτάζαμε στο εκκλησάκι του Αγίου Θωμά κοντά στο Νεκροταφείο, που ήταν η εκκλησία του. Εκεί ο Κακανιέζος πουλούσε κουλουράκια περασμένα σε σπάγκο.
Αν τα διαβάσουν νέοι άνθρωποι αυτά που γράφω, ίσως να απορούν πότε γινότανε αυτά. Και όμως ήταν η ζωή μας, ο υπέροχος τρόπος ζωής μας.
Πώς να ξεχάσω, μετά τα Πάσχα, τον τρόπο που η μάνα μου και οι γειτόνισσές μας έπλεναν τις μαντανίες, τα μαλλινοσέντονα, τις κουρελούδες και τα στρωσίδια. Κανόνιζαν όλες μαζί και ειδοποιούσαν το Δήμο τον Κορομηλέο, που είχε ένα στενόμακρο κάρο που το τραβούσε ένα άλογο. Φόρτωναν εκεί τα ρούχα που θα έπλεναν, αναβαίνανε οι ίδιες μαζί και τα παιδιά τους και μιλώντας και γελώντας φτάνανε στη Σπασμένη Βρύση. Εκεί το νερό έτρεχε άφθονο. Έβαζαν οι μάνες μας τα ρούχα στο νερό, τα μούσκευαν και μετά τα έβαζαν σε μια πέτρα και τα κοπανούσαν μ’ ένα κόπανο, τα ξέβγαλαν και τα άπλωναν να στεγνώσουν, ενώ εμείς παίζαμε, κρυβόμαστε, γελούσαμε… Και αργά το απόγευμα, ο Δήμος ξανάρχονταν. Στεγνά τα ρούχα κι εμείς ξανά επάνω και πίσω. Κουρασμένοι όλοι, οι μανάδες από τη δουλειά, εμείς από το τροχάδην και την ολοήμερη σχεδόν τρέλα μας από τα παιχνίδια, όμως γεμάτοι από αθωότητα, από αγάπη του ενός για τον άλλο, από συντροφικότητα.
_____________________________________
Γλωσσάρι
Καποσάντοι: είδος όστρακου
Παγούροι: καβούρια
Ιβάρι (διβάρι): ιχθυοτροφείο
Παδέλα: πήλινη κατσαρόλα
Μπότης: λαγήνι με στενό στόμιο
Μαντανία: μπατανία, μάλλινο κλινοσκέπασμα

By f.kolivas On Σάββατο, Απριλίου 27th, 2013