Η Μαρία Κάλλας τραγουδά στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης της Λευκάδας, το καλοκαίρι του 1964 - σπάνιο βίντεο


Εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος" - 31 Μαΐου 2005

Λευκάδα, το σπάνιο βίντεο θα προβληθεί στις "Γιορτές Λόγου και Τέχνης"


Η Μαρία Κάλλας τραγουδά στις Γιορτές Λόγου και Τέχνης της Λευκάδας, το καλοκαίρι του 1964.  Το πολύτιμο βίντεο θα προβληθεί για πρώτη φορά φέτος στο ιστορικό Φεστιβάλ της Λευκάδας. 

Ένα σπάνιο ντοκουμέντο θα δει το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά στα πενηντάχρονα των "Γιορτών Λόγου και Τέχνης" της Λευκάδας τον Αύγουστο.  Πρόκειται για ένα ερασιτεχνικό φίλμ με την ολιγόλεπτη εμφάνιση της Μαρίας Κάλλας στην πλατεία της Λευκάδας τον Αύγουστο του 1964, που θεωρείται ότι ήταν και η τελευταία εμφάνιση της ντίβας σε ελληνικό κοινό.  Η Μαρία Κάλλας είχε επισκεφθεί τότε για δύο βράδια το φεστιβάλ της Λευκάδας με τον Αριστοτέλη Ωνάση στο πλευρό της.  Κατόπιν παροτρύνσεων του κοινού ερμήνευσε μια άρια από την "Καβαλερία Ρουστικάνα", ζητώντας "συγνώμη" γιατί είχε πολύ καιρό να κάνει πρόβα.  Μέχρι σήμερα σώζονταν μόνο φωτογραφίες από την εμφάνιση της Κάλλας στη Λευκάδα.  Χρειάστηκαν 15 χρόνων προσπάθειες από τον Λευκαδίτη εικονολήπτη Γιάννη Βλάχο Φαλκώνη, για να βρεθεί τελικά ένας τουρίστας που είχε κινηματογραφήσει την ερμηνεία της.  Το απρόβλητο φιλμ θα παρουσιαστεί στις αρχές Αυγούστου, στα πλαίσια του εορτασμού των 50 χρόνων των "Γιορτών Λόγου και Τέχνης" που επιμελείται το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας.  Το Λευκαδίτικο Φεστιβάλ ξεκίνησε το 1955 παράλληλα με το Φεστιβάλ Αθηνών.
Εκδηλώσεις:
Οι επετειακές φετινές "Γιορτές Λόγου και Τέχνης" που γίνονται στη Λευκάδα μεταξύ 7-14 Αυγούστου κρύβουν και άλλες εκπλήξεις.  Καταρχήν, πραγματοποιούνται υπό την Αιγίδα του Ο.Η.Ε. που γιορτάζει φέτος 60 χρόνια από την ίδρυσή του, θα παρουσιαστεί και το έργο της Λευκαδίτισσας μαέστρου Κωνστάντιας Γουρζή "Πέντε τραγούδια για τη Λευκάδα", από την "Καμεράτα" στις 7 Αυγούστου και ο "Φωτεινός" του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από την χορωδία και την ορχήστρα "Οbilic" του Πανεπιστημίου "Branko Krsmanovic" του Βελιγραδίου στις 8/8.
Μια ακόμα έκπληξη του φετινού φεστιβάλ είναι και η διοργάνωση μεταξύ 1 και 15 Αυγούστου για πρώτη φορά στην Ελλάδα, διεθνούς Τριενάλε και Χαρακτικής με θέμα το βιβλίο, στην οποία συμμετέχουν 75 χαράκτες από όλον τον κόσμο. Θα ακολουθήσει στις 21 έως 28/8 το 43ο Διεθνές Φεστιβάλ Φολκλόρ.

"ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ" - Μ. Μπούτση

Δημόσια Βιβλιοθήκη



Η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Λευκάδας ιδρύθηκε το 1953, υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας και στεγάζεται στο αρχοντικό Ζουλίνου, ιστορικά διατηρητέο κτίσμα στο κέντρο της πόλης,  το οποίο είχε στεγάσει την Εθνική Τράπεζα, το διοικητήριο των κατακτητών, τις αντιστασιακές οργανώσεις κλπ. 
 . Η ίδρυση της είναι αποτέλεσμα προσπαθειών κάποιων πνευματικών ανθρώπων,Έτσι ο Γυμνασιάρχης Ιστορικός  Πάνος Ροντογιάννης με τη βοήθεια του τότε Μητροπολίτη Δωρόθεου, του Δημάρχου Γιαννουλάτου, του Συμβολαιογράφου Τάκη Μαμαλούκα και πολλών άλλων, συγκέντρωσε παλιά βιβλία και κειμήλια που υπήρχαν σε ιδιωτικές συλλογές, εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη από ναούς και μοναστήρια που είχαν καταστραφεί από σεισμούς, τα οποία απετέλεσαν τον πυρήνα της δημοτικής αρχικά βιβλιοθήκης. 
 Κύριος σκοπός της  Δημόσιας  Βιβλιοθήκης της Λευκάδας  είναι η προώθηση της γνώσης και της έρευνας, η εξυπηρέτηση των πληροφοριακών αναγκών των κατοίκων της Λευκάδας αλλά και του κάθε χρήστη μέσα από υπηρεσίες και πηγές πληροφόρησης που τους παρέχει και να αποτελεί το πολιτιστικό κέντρο των πολιτών που την επισκέπτονται. 
Αρχικά συγκεντρώθηκαν βιβλία και κειμήλια που αποτέλεσαν τον αρχικό της πυρήνα, ενώ σήμερα περιλαμβάνει περισσότερα από 55.000 βιβλία που καλύπτουν όλο το φάσμα της γνώσης και πολλά με τοπική ιστορία που αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά για την χώρα.
Για πολλά χρόνια στεγάσθηκαν στο ισόγειο του κτιρίου ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών, που σήμερα βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο και η Συλλογή μεταβυζαντινών Εικόνων Επτανησιακής τέχνης, που άνοιξε για το κοινό το 1966. Στον πρώτο όροφο στεγάσθηκαν τα βιβλία. 
Σήμερα στο ισόγειο του κτιρίου βρίσκονται σύγχρονα βιβλίαχειρόγραφα, παλαίτυπα, χαρακτικά και χάρτες, έργα σύγχρονης τέχνης Λευκαδίων καλλιτεχνών και άλλα κειμήλια. Στον 1ο όροφο στεγάζεται η Συλλογή Μεταβυζαντινών Εικόνων και Θρησκευτικών κειμηλίων από το 16ο αιώνα και μεταγενέστερα. Η συλλογή της εμπλουτίζεται με αγορές που καλύπτουν τις πληροφοριακές ανάγκες των χρηστών και με δωρεές που δέχεται από ανθρώπους του πνεύματος και άλλους φορείς.
 Η συλλογή εικόνων δέχεται πολυάριθμους επισκέπτες κατά τους θερινούς μήνες, αλλά και σχολεία και επιστήμονες στη διάρκεια του χειμώνα

 Η Βιβλιοθήκη μας είναι μια από τις 45 Δημόσιες Βιβλιοθήκες της Επικράτειας, που υπάγονται και στο Υπουργείο Παιδείας.

Η βιβλιοθήκη συμμετέχει ενεργά στην πνευματική ζωή του τόπου και στα πολιτιστικά δρώμενα και έχει επιδείξει αξιοσημείωτη εκδοτική δραστηριότητα, με βιβλία που αφορούν την περιοχή και είναι τα εξής:

  • Το Γλωσσάρι της Λευκάδας.
  • Εργογραφία του Λαογράφου Πανταζή Κοντομίχη.
  • Το Κάστρο της Αγίας Μαύρας.
  • Λεύκωμα με χάρτες & χαρακτικά της Λευκάδας.
  • Δύο χειρόγραφα ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού.
  • Κάρτες από τη Συλλογή Μεταβυζαντινών Εικόνων Επτανησιακής Τέχνης.
  • "Έτη Φωτός".
  • "Ημερολόγιο 2008".
  • "Λευκάδα αντισεισμική δόμηση".

Υπηρεσίες της βιβλιοθήκης [Επεξεργασία]

Η βιβλιοθήκη προσφέρει τις εξής υπηρεσίες σε όσους την επισκέπτονται:
  • Το Αναγνωστήριο. Η βιβλιοθήκη παρέχει μία αίθουσα αναγνωστηρίου για να μπορεί ο χρήστης να ψυχαγωγηθεί και να μελετήσει υλικό που τον ενδιαφέρει.
  • Το Δανειστικό Τμήμα. Δικαίωμα δανεισμού του υλικού της έχουν μόνο οι χρήστες που έχουν εγγραφεί ως μέλη της και έχουν εκδώσει την ειδική κάρτα με την ένδειξη της αστυνομικής ταυτότητας του ίδιου ή του κηδεμόνα του σε περίπτωση ανηλίκου.
  • Το Παιδικό Τμήμα. Το παιδικό τμήμα είναι ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος με εκπαιδευτικό υλικό, με συλλογή από παιδικά και νηπιακά βιβλία και οπτικοακουστικό υλικό (CD-ROMS) για την εξυπηρέτηση των πληροφοριακών αναγκών των παιδιών και την ενημέρωση τους. Επίσης διαθέτει για τους μικρούς της φίλους, αναγνωστήριο και δικαίωμα δανεισμού.
  • Το Ερευνητικό Τμήμα. Το Ερευνητικό Τμήμα περιλαμβάνει υλικό που αποτελείται από βιβλιογραφία ιστορίαςτέχνηςανθρωπιστικών επιστημών κ.λπ. και δε δανείζονται παρά μόνο για επιτόπια χρήση εντός του αναγνωστηρίου.
  • Σημαντικές Συλλογές. Εκτός από τη κύρια συλλογή της, διαθέτει και άλλες τρεις σημαντικές οι οποίες είναι: η Συλλογή Δημητρίου Γκίνη (κυρίως νομικά βιβλία, 2.000 περίπου τόμοι), η Συλλογή Αντωνίου Τζεβελέκη (κυρίως λευκώματα, περίπου 1.000 τόμοι) και η Συλλογή Σπύρου Κατσαϊτη (κυρίως βιβλία φυσικής - μηχανολογίας).
  • Το Δημόσιο Κέντρο Πληροφόρησης. Στο Κέντρο Πληροφόρησης υπάρχουν ηλεκτρονικοί υπολογιστέςεκτυπωτέςσαρωτής και πληροφοριακό υλικό (CD - ROMs κ.ά.) στη διάθεση του κοινό που επιθυμούν τη χρήση τους.
  • Τμήμα ατόμων με ειδικές ανάγκες. Διατηρείται ένα τμήμα κατάλληλα εξοπλισμένο με ειδική τεχνολογική υποδομή που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των Α.Μ.Ε.Α.

Ωράριο λειτουργίας για το κοινό [Επεξεργασία]

Πρωί: από Τρίτη έως Σάββατο λειτουργεί τις ώρες 08:30-13:30. Απόγευμα: Τρίτη και Πέμπτη λειτουργεί τις ώρες 17:00-19:30 ενώ από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο λειτουργεί τις ώρες 18:00-20:30.

Πηγές [Επεξεργασία]




Σήμερα ,η από ετών   Προϊσταμένη της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λευκάδας: ,κ Ρούσσου Μαρία  ,με απλά και όμορφα λόγια ,θα μας κάνει μια μικρή ξενάγηση  στους χώρους της  , θα μας κάνει να την αγαπήσουμε και να την επισκεφτούμε .
Ας τη γνωρίσουμε









ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΜΑΣ

'Η ΤΑΝ 'Η ΕΠΙ ΤΑΣ

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό
 °Λευκαδίτικες Σελίδες" τ. 1 Μάρτιος 197β)

Του Γεράσιμου Γρηγόρη

ΙΙάνω από τις μουχλιασμένες στέγες της μικρής πολιτείας διαβαίνουν
 ξυστά της συννεφιάς τα κουρέλια. Τα πλατανόφυλλα στροβιλίζονταν
 στον αέρα και κολλούσαν, κίτρινες μούντζες, το λασπωμένο δρόμο.
Άνεμος αμφίβολος λοξόστρι-βε δω και κει μέσα στα στενορύμια
 κι ήταν το πρωινό στιφό πολύ και παραφορτωμένο.

-Στο γαρμπή το γυρίζει.. .συμπέρανε ο Χατζή -Θωμάς
γραδάροντας τον καιρό.
 Βάδιζε με τα χέρια στις τσέπες της μακριάς πατατούκας
που τον έκανε πιο κοντούλη, κρα-τούσε και κάτω από τη μασχάλη
 του ένα δέμα και κάθε που συναντούσε λασπόλακο τον
 αναμε-τρούσε σκυφτός με τα μυωπικά γυαλιά του, έβγα-ζε
απ'την τσέπη του το δεξί χέρι και μ'ένα "χοπ" πηδούσε πέρα.
Γαρμπής, γαρμπής...μονολόγησε ξανά. Πολύ του άρεσε να
ξεδιαλέει τους καιρούς-χωρίς να είναι η δουλειά του-
 το μετεωρολόγο παρίσταινε, ήταν το βίτσιο του, και κάθε που
 μι-λούσε για τέτοια ένοιωθε μέσα του κρυφά να ψηλώνει
ως τ'ανάστημα εκείνων των αντρειω-μένων ναυτικών, που
τους έβλεπε τότε κάτου στο λιμάνι να αναμετράνε τους ανέμους
 και τις αλ-λαξοκαιριές με μια ματιά. Δεν είναι λίγο πράμα να
 νταραβερίζεσαι με τούτα τα μεγάλα στοιχειά της φύσης, να
ξέρεις τα χούγια τους, να τα κου-βαλάς μεσ'στην αντάρα και
τον τάραχο, αντρειω-μένος ναυτικός, να διαπερνάς τη θάλασσα
μ'ένα ξυλάρμενο. "Χοπ"...Πήδησε τρίτο λασπόλακο ο Χατζή - Θωμάς.
 Πλατάρισε όμως η φτέρνα του στα νερά, ένιωσε μια κρυάδα
στο μπατζάκι κι όλος τρεμού-λιασε και ταρνανίστηκε, γιατί χι
η υγρασία πολ-λή ήταν κι ως το χόχκαλο περόνιαζε.
 Κατηφόρισε στο καλντερίμι σαν το βόδι που πάει στο σταύλο.
 Είχε κιόλας προκαταβολικά μες στο στομάχι του τη χλιαρή γλύκα
του τσαγιού που Θά'πινε στο καφενεδάκι του γερο-Τζόρα.
 'Εχει ο Θεός για σήμερα. Είχε την προαίστηση πως μια καλή δουλειά
 Θα τού'πεφτε. Κροτάλισε τις τρισήμισι δραχμές στην τσέπη του.

Κάτω στα γύφτικα ακούστηκαν καθαρά τα τσαμασφύρια να κελαϊδάνε
 χαρούμενα κι από πέρα οι καμπάνες του Άη-θημήτρη αμόλαγαν
 τα λυπητερά τους καμπανίσματα με μακριά και απόηχα κύματα.
Οι ευκάλυπτοι σουρομαδιόντα-νε με τον αέρα, χτυπιόνταν στους
 βρωμότοιχους του παλιού κάστρου και πέρα η λίμνη ανακατευό-ταν
 κουρκουτιασμένη και λερή.
0 Χατζη -Θωμάς πάτησε το μάνταλο της πόρτας
. Την άνοιξε, όπως ήξερε να μη γρατσου-νάει στο πλακόστρωτο και μπήκε
. Μα καθώς πιά-στηκε το μανίκι του σε μια πρόκα , κι. επειδή
και το χαρτόνι που βούλωνε το σπασμένο τζαμιλίκι μισοξηλώθηχε,
 κοντοστάθηκε ο Χατζής λίγο από μέσα να το σωφυλλιάσει όπως
 μπορούσε, να μην αφήσει και ζημιά πρωί πρωί στο ξένο μαγαζί.

 -Καλημέρα, είπε χωρίς να ιδεί κανέναν. Γαρ-πής, γαΑμπής...

-Κλείσε !... ακούστηκε επιταχτική η φωνή του γερο-Τζόρα
που στο απομέσα σκοτεινό παραπέτο έσιαζε τη φουφού του.

-Κλείσε, είπα, που να κλείσει ο λάκος σου!... - ξαναφώναξε
 ο γέρος καθώς αναγνώριζε το Χατζη -Θωμά μέσα από το μισόφωτο
 με τα γαλανά του μάτια που γυάλιζαν σαν της γάτας. -

Φχαριστώ για την ευχή. Να κλείσει ο λάκος μου να μην μπω μέσα

...Κι εξάλλου ,γέρο γρου-σούζη, πρώτα λέει "καλημέρα"
 ο κοσμος κι ύστε-ρα παίρνει το μαγκάλι από έξω και το βάζει μέσα
 πριν χωνέψει ολότελα. Ε, τι κάθεσαι το λοιπόν ; -Δεν κάθομαι...
Χτύπησε τις παλάμες κι έτρεξε να φέρει το μαγκάλι πού'χε πια λουλουδίσει.
 Χαιρόταν ο Χα-τζη -Θωμάς να χάνει μικροδουλειές σε γνωστούς
 και αγνώστους. 'Ηξερε και τα χωρατατζιδικα.
Κι ούτε Θιγόταν από τα πειράγματα. Δε βαριέσαι...
Κάνε το καλό και ρίχ' το στο γιαλό. 'Ετσι ήταν φτιαγμένος.
Κι ο γέρος - καλός μα φωναχλάς και γκρινιάρης κομμάτι.
Νευρικός. Δε βαριέσαι.
 'Ολος ο κόσμος καλός είναι...
 Μερά-κι του'ρθε, μέσα του μια γλυκιά χαρούλα ανά-λειωνε,
 καθώς είχε μπροστά του το ζεστό και λου-λουδιασμένο μαγκάλι
 και αναροφούσε μ'όλες τις άκρες του κορμιού του το μελένιο του Θάλπος.

"Ωχ, μανα μου!...". 'Ομορφα είν'όλα και κάτω απ'τα κουρέλια
καθαρά και όμορφα..
. Κι έτοιμος ήταν να κλάψει ο Χατζη -Θωμάς,
 να δακρύσει, απ'την ψιλή αόρατη κάμια του μαγκαλιού
 βέβαια, όχι πως η καρδιά τού ήτανε δα και τόσο αχαμνή.

Ήτανε κι όλας η στάση που είχε πάρει μπροστά σε εκείνη την
τρεμουλιαστή ζεστοβολή, χωρίς να το νιώθει, με τα σκέλη
ανοιχτά, την αγκάλη ανοιχτή, τις παλάμες ανοιχτές, την ψυχή
 ανοιχτή, να παίρνει και να δίνει.
Μισόκλεισε τα μάτια πίσω απ'τους μυωπι-κούς φακούς
των γυαλιών του και απολάβαινε
την απονήρευτη ηδονή της ζέστας, ώσπου η στα-γόνα πού'τρεμε
 στην άκρη της καμπουρωτής του μύτης χτύπησε στο χέρι του.
 'Ε, Χατζή, ξύπνα και τραβήξου. 0 γέρος έσιαζε τα τραπεζάκια.
Και βέβαια ο Χατζής ξυmάει και τραβιέται λίγο.
 Βγάζει από την  τσέπη του και την χομμάτα το ψωμί.
Ας ετοιμάσει ο γέρος το τσάι.
Υπάρχουν οι τρισήμισι δραχμές.
 'Ηρθε και το παιδί του καφενείου,
 ο Μάρκος με δάχτυλα φουσκαλιασμένα απ'τις χιονίστρες, με το
πρόσωπο γεμάτο σπιθούρια από τα πρώτα ξυρίσματα.
 Μπήκε κι
ένας χωριάτης, κάθησε δια-κριτικά σε μια άκρη κι έμπλεξε
σκληρόπετσα δάχτυλα πάνω στη γκλίτσα.
 Παράγγειλε ένα καφέ
και μια δραχμή τσιγάρα χύμα "αν έχει"
. "Πώς! 'Εχει, λέει ο Μάρκος, καθώς φοράει την αλατζέ-νια ποδιά του.
 0 δρόμος ήταν πέρασμα των
 χωρικών. Τους περιποιόταν ο γερο - Τζόρας, πελάτες ήτανε.
 Είχε κι όλας μια μόστρα με κάτι καραμέλες, κορδελί-τσες, χαρτοφάκελα
 και τέτοια. Τους άφηνε να δέ-νουν και τα ζωντανά τους καμιά
φορά στην κο-λώνα. Μόνο να μη πολυκάθονται και μήτε να ζυγώνουν
 κατά τον κυρ-Ανέστη τον γείτονα, για-τί αυτός γκρινιάρης άνθρωπος
ήτανε, δεν το'χε σε τίποτα να φωνάξει τους χωροφυλάκους
 ότι "παρανόμως στέκουν τα υποζύγια ενώπιον κα-θώς
πρέπει καταστημάτων και βρωμίζουν με κα-βαλίνες".

 Άλλη ήτανε η πελατεία αυτουνού.
Μεγάλο το μαγαζί του,
εκεί απέναντι στο παλαιό χτίριο με τις θολωτές καμάρες, τη
σκοτεινή στοά και τη βιτρίνα κολλητή στον ασπρισμένο τοίχο,
με σολοδέρματα, τσάντες και ζωγραφιστές βαλί-τσες.
"Ανέστης Σπαγγής, Είδη ταξιδίου και κηδειών" έγραφε
. Γιατί και νεκρόκασες  προμήθευε το μαγαζί.
0 άνθρωπος μπορούσε να εφοδιάσει
τους πελάτες του με τ'απαραίτητα για ένα ταξίδι μικρό, μεγάλο
ή και αιώνιο.
Κείνο το πρωί ο κυρ - Ανέστης σεχλετισμένος
 ήτανε κι ανήσυχος.
'Εβγαινε κάθε τόσο από τη σκοτεινή στοά,
 κοίταζε πάνω-κάτω στο δρόμο και ξανάμπαινε σκυφτός.
 'Ητανε μεσόκοπος, ψηλός πολύ, μακρυλαίμης σαν όρνεο,
με σαγό-νια κι αυτιά πεταγμένα, γκρίζους κροτάφους, γκρίζα
 μάτια, πεταγμένα, μποβολωτά, με μελανά σακουλιάσματα,
 δέρμα ωχρό, χείλη στενά, σφιγ-μένα σαν μια χαρακιά με σουγιά,
 πάνω σε θυμά-ρι.
-Κάτι Θέλει τούτος, μπαρμπα - Γιάννη, λέει ο
Χατζη -Θωμάς, καθώς παρακολουθούσε πίσω από την τζαμόπορτα
 τις κινήσεις του. -
Για ρώτα τον, βρε, έχανε μια χειρονομία
 ο Γιάννης - Τζόρας στο Μάρκο.
 Το παιδί βγήκε και φώναξε τον
κυρ - Ανεστη αν Θέλει τσάι.
 Εκείνος έκανε "όχι" με την παλά-μη του,
 χωρίς να ξηλώσει τα χείλη και πάλι κοί-ταξε μια πάνω κατά το
 ρολόι της δημαρχίας, και μια κάτω, σαν κάποιον να περίμενε.
 Η γυναίκα, μια χωριάτισσα που'ταν ακουμπι-σμένη εκεί στον
 τοίχο αντίκρυ, σήκωσε κι αυτή τα μεγάλα της μάτια προς τα πάνω.
 Τον καιρό Θα ξέταζε.
'Ισως περίμενε το χωριάτη που 'πινε τον καφέ του.
 Οι γυναίκες δεν μπαίνουν στα καφενεία.
 Θα κρύωνε κι ήταν ωχρή πολύ,
 μα δε φαινόταν να στενοχωριέται.
 Καθώς την έβλεπε πίσω απ'το τζάμι
 ο Χατζη - Θωμάς, βανόταν να μαντέψει τις σκέψεις της.
 0 αέρας κολλούσε το μακρύ φουστάνι επάνω της,
 το χτυπούσε να παλαμίζει τα γοφά της, τη γάμπα της.

Τα ξερόφυλλα χόρευαν στα πόδια της, χρυσοκόκκινα σαν
 τη φωτιά του μαγκαλιού... Ας ήταν ν'ανάψουν κι αυτά,
ας την ζεστάνουν ως απάνω, να φύγουν οι στάχτες από το
 ζωντανό σου το μαγκάλι -
Θεέ μου, συγχώρε-σέ με - να μην υποφέρουν,
 λέω, τα πλάσματά σου..
. Ε τριψε τα χέρια του ο Χατζής,
 τ'άνοιξε απότομα σα να'Θελε ν'αγχαλιάσει το μαγκάλι.
 Η πόρτα άνοιξε πάλι.
Μπήκε ο Βαγγέλης ο χασάπης, ψηλός,
 πληθωρικός, μετα χέρια μάγκικα χωμένα στις μπροστινές
 τσέπες τού παντελο-νιού, ταρνανίζοντας την χορμάρα του
μ'ανασηκωμένο το γιακά, ανασηκωμένα τα χείλη, υγρά, έτοιμα για σάχλες.
 Και να πίσω του ο γερο-Ζερ-βούλιας ο μεσίτης,
 μικρός, στεγνός, φτενοπρόσω-πος,
χωματόχρωμος, φρεσκοξούριστος όμως, καλά κουμπωμένος. -
 Αχά... έκανε ο Βαγγέλης με τη φωνάρα του στρίβοντας κατ'αυτόν...
 Βρέ Ζερβούλια, εσύ Θα ξέρεις:
ποιόν βαρά η καμπάνα;
'Ολοι τεντώθηκαν κατ'αυτόν "που ήξερε".
- Με ρωτάτε ποιός πέθανε; (έσκυτμε λίγο).
 Χα... Θα σας πω: Πέθανε ο καημένος ο Χοντροτζανής. -
 0 Τζανής ο Λαδάς; - Ναίσκε, αφεντάδες μου. -
 Μα, καλά, αυτός είχε λεφτά!.
.. έκανε χαζά ο γερο - Τζόρας. Γύρισε, με μια ματιά του ειρωνική,
τον γλυ-κομάλωσε ο Ζερβούλιας. - Τι σχέση έχει; είπε
. 'Ηρθε η ώρα του. Εδώ πάνε καν και καν λεφτάδες, μητροπολιτάδες,
 βα-σιλιάδες... Δε ρωτάει. - Δεν ήταν και μεγάλος.
 Και καλοπερασμένος άνθρωπος. - Καλοθρεμμένος. -
 Βρέ, βρέ... τίποτα δεν είμαστε. Τίποτα.
Έ τριψε τις παλάμες του ο Χατζής, τίναξε τις πλάτες του
να διαλύσει μια μικρή κρυάδα κι έσκυ-ψε ξανά στη γλύκα
 του μαγκαλιού, μια που'χε βyάλει κι ένα συμπέρασμα από
τούτο το καινούρ-γιο χαμπέρι της ημέρας.
 "Κι αυτός με τα πολλά..
. Το ζήτημα είναι όσο ζεις... 'Οσο αξίζει τούτο το μαγκάλι",
 κι έριχνε τη ματιά του πέρα στη γυ-ναίκα, που'χε τα χέρια κάτω
από την ποδιά της, γιατί κρύωνε και γιατί τα κίτρινα ξερόφυλλα
χορεύαν κάτω απ'το φουστάνι της. Κι όσο την κοίταζε μέσα απ'τη
 Θολάδα των γυαλιών του, τόσο χόρευαν μέσα στο μυαλό του
τα ξερόφυλλα κι ο Θάνατος κι η ζέστη και τα σκουλήκια κι η
χόβο-λη κάτω απ'το φουστάνι και τα μυγδαλωτά μά-τια κι η
 συγνεφιά, όλα χόρευαν κι έλεγε μόνος "βρέ, βρέ, τίποτα δεν
είμαστε..
. Και που ζούμε;..." -Να τα μας! Δε σου λέω γω; Σεντούκι!
... Ακού-στηκε η φωνάρα του Βαγγέλη.
Ανασκωμένος
πίσω απ'το τζάμι κοίταζε κι έδειχνε πέρα.
-Βρέ, τι πράγμα.
Αυτό Θα πει να τα'χεις.
 Καρυδιά θα'ναι. 0 κυρ Ανέστης
ο Σπαγγής αντίκρυ με τον υπάλληλό του έβγαζε τη νεχροκάσα
στο υπόστε-γο.
Σαν την ακούμπησε προσεχτικά, τίναξε κάτι
 χώματα απ'το μανίκι του, έσιαξε τη γραβάτα του,
 λαστιχάροντας
 το μακρύ λαιμό του, τα χείλη του.
 Φαινόταν ενοχλημένος
που πολύ ζορίστηκε.
 Κάτι μιλήσε με την υπάλληλό του
 κι έδειξε κατά το καφενεδάκι.
 0 Μάρκος που'ταν έξω μπήκε.
- Χατζη-Οωμά, λέει, εσένα ζητάνε.
-Άντε Χατζή, σού'φεξε πάλι,
 πρωί - πρωί το μπαχτσίτσι. 0 Χατζής κατάλαβε.
Η δουλειά του ήταν
. Χωρίςνα μιλήσει τράβηξε απέναντι.
 Κοζάρησε τα πέζα της νεχροκάσσας.
 'Ηταν πράμα βαρύ, με ασημένιες χειρολαβές και πόμολα
. Κάτι συζήτη-σε με τον άλλον, ξεδίπλωσε το τσουβάλι και τό'-
ριξε στην πλάτη.'Εσκυψε κοντά στο σκαλοπάτι.
 Προσεχτικά
έγειραν το φορτίο αποπάνω του, το ακούμπησαν στη ράχη του.
Ανασηκώθηκε κι ο Χατζής, πήρε ένα βήμα κλονισμένο.
 Το σεντούκι παλατζάρησε στον αέρα, μα δε βρήκε τα πέζα του.
 Σταβόγειρε
. Κι ο Σπαγγής τεντώθηκε να το σιά-ξει
 Τίποτα.
 0 φορτωμένος δεν μπορούσε να ισο-δρομήσει με το φορτίο του.
 'Εστριψε πλώρη στον άνεμο κατά τον ανήφορο.
 Χειρότερα. -
 Άσ'την, άσ'την! Σιγά...
 Την ακούμπησε όρθια στο σκαλοπάτι.
 0 με-ταλλικός σταυρός έλαμψε ολοκαίνουργος
 στη μέση του
καπακιού. Η χωριάτισσα σάλεψε από τη θέση της.
 Άλλαξε
πόδι ορθοστασίας και σταυ-ροκοπήθηκε.
 Το αφεντικό μάλωνε
 τώρα φανερά τον αδέξιο βαστάζο. -
 Θα μπορέσεις να την πας,
άνθρωπέ μου; Ναι ή όχι;
Διαμαρτύρονταν ο άλλος χωρίς ν'ακούγεται.
 Τα μακρυά του χέρια κουνιόνταν αδέξια σα σπα-σμένα φτερούγια.
.. Και να, σε μια στιγμή άνοιξε ολότελα τα χέρια του αυτά.
 Κάτι σαν πείσμα τον έπιασε.
 'Ορμησε κι αγκάλιασε τη νεκρόκασσα.
 Μ'όλα τα ζόρια του σφίχτηκε.
 Την σήκωσε στον αέρα και
γύρισε κατά τον κατήφορο.
Το ξαναμ-μένο πρόσωπό του
είχε πάρει την άγρια έκφραση του ανθρώπου,
 που'ναι, πια
αποφασισμένος να βγει πάνω απ'τη μοίρα του.
 Δεν θα'κανε πίσω.
Πήρε ένα βήμα μπρος, ενάντια στον άνεμο
 προς το μέρος της γυναίκας
, βημάτισε.
 "Τρελός είναι; Που πάει; Τι Θα κάνει;"
 0 όγκος
της νεκρόκασας ταλαντεύτηκε ψιλά πάνω απ'τα κοντακιανά
πο δάρια τον ανθρωπάχου.
 Στο τρίτο κιόλας βήμα η
παλιαρβύλα γλίστρησε στο κατηφορικό λιθό-στρωτο.
 'Ενα "γχουχ" ακούστηκε, καθώς σαρα-βαλιάστηκε ο
 Χατζής ανάσκελα με το αντικέφαλο στο κοφτερό το
 σκαλοπάτι,
ενώ με γδούπο υπό κωφο βρόντησε από
πάνω του το κρύο φορτίο.
 Πετάχτηκαν από το καφενεδάκι οι άλλοι.
Τι-νάχτηκαν του κυρ Σπαγγή τα χοντροκόκαλα χέ ρια,
 ανέμιζε το
yκρίζο του τζουλούφι και η σβρα-χνή φωνή του ψιλά
 "Ανάθεμα την ώρα! Θα μου σπάσεις το σεντούκι".
Έ τρεξε και το πασπάτεψε εκεί στην χώχη, που μια φλέτζα
 ξύλου ξεπετά-χτηκε. - Αχ! αχ!... έκανε.
Τι έχανα με σένα ανάθεμά σε.
- Πάψε, βρέ αδερφέ!
Εδώ ο άνθρωπος σπατσά-ρησε και σύ...
 έμπηξε τη φωνάρα του ο Βαγγέ-λης.
 Ανασήκωσαν τον πεσμένο.
 Ψευτοσάλευε
λίγο.
Τον κουνούσαν.
Δεν συνερχόνταν.
 "Λίγο νερό βρέ".
Τον είχαν πάρει τα αίματα στο σβέρκο και μια κορδελίτσα
κόκκινη κατηφορούσε από το'να του ρουθούνι προς το στόμα. -
 Λιποθυμιά. - Διάσειση, ο άνθρωπος. -
Βρέ, εδώ έιν'άσχημα.
 Στον αντικέφαλο χτύ πησε.
 0 Ζερβούλιας κούνησε το κεφάλι του! -
 Αντικέφαλο, μου λες; Πάει αυτός, πάει. -'Ενα γιατρό, ρέ παιδιά. -
 Τι γιατρό, μου λες... Μαζεύτηκαν κι άλλοι περίεργοι.
Κι η γυναί-κα ζύγωσε να ιδεί.
Ξανάκανε τα σταυρό της κι
 έφυγε πιο ωχρή, κρύβοντας τα μάτια της σαν να 'κλαιγε.
- Να τον πάμε καλύτερα στο φαρμακείο.
- Ναι. Βάλτε τον
 στο σεντούκι. - Γρήγορα. Σταθήτε, βρέ παιδιά. - Σιγά..,
 μην τον διπλώνετε τον άνθρωπο. - Ψηλά το κεφάλι. -'
Οχι προς Θεού, κάτω το κεφάλι. -
 Εξυπνάδες μας πουλάς, ρε φίλε.
 Αιμορραγία είν'αυτή. - Είσαι βλάκας.
 Λιποθυμιά. Δε βλέπεις;
 Μαλώναν κιόλας από πάνω του, κόντευαν
 να'ρθουν και στα χέρια ερεθισμένοι.
 -Κάνε πέρα...
Μπήκε στη μέση ο Βαγγέλης με τις χερούκλες του,
 σπρώχνοντάς τους.
Φέρε το σεντούκι... 'Ετσι, ξαπλώστε τον απάνω.
 Σιγά. 'Ετσι. -Πιάσε συ απο'κει. - .
..Το σεντούκι μου, το σεντούκι μου...
Μου το λερώσατε αίματα.
.. ούρλιαζε ο μαγαζάτορας. -
 Πάψε συ! Τραβήξου πέρα.
 Τον σκότωσες τον άνθρωπο..
. Σκέπασε όλους η φωνάρα του Βαγγέ-λη.
Εγώ, εγώ!...
 Για ξαναπές το!...
Διαμαρτυρό-ταν ο άλλος, ενώ τον
κρατούσαν να μην ορμήσει και χτυπηθεί
 με το Βαγγέλη, ο ψηλέας,
κι έχου-με άλλα ντράβαλα.
Κι έσκουζε σαν χήρα που στη-
Θοδέρνεται "το σεντούκι μου!..." κι άφριζε.
Κι άλλοι γελούσαν κι άλλοι αγρίευαν και χειρονο-μούσαν,
 γνωστοί και άγνωστοι και περαστικοί,
κουβαριασμένοι και γειτόνοι
απ'τα παράθυρα.
 Και γινόταν, ένα σούσουρο κι ένας σαματάς
πού'-
χε πολλή χάζεψη κείνο το πρωί μες στον αέρα.
'Ομως ο Χατζής
ήταν τώρα ξαπλωμένος, ήσυ-χος, καθώς τον ανέβαζαν
έσσαροι
στο καλντερί-μι.
 'Ησυχος και βολεμένος μιά χαρά μέσα σ'ένα
 σεντούκι πολύ πολύ καθώς πρέπει.
Τού'χαν 13ά-λει μαξιλάρι
το τσουβάλι του.
 Χωρίς γυαλιά, τα μάτια του χαμηλωμένα
τά'χε σα να παρακολου-θούσε -
 από ψηλά αυτός -
των ανθρώπων
τα ντρά-βαλα εχει κάτω, σα νά'λεγε :
Βρέ, βρέ... τίποτα δεν ήσαστε ,
 τίποτα... ".
 Σχεδόν χαμογελούσε πρώ-τη του φορά, σα νικητής και
 τροπαιούχος πήγαι-νε καμαρωτός.
'Ενα πλατανόφυλλο στροβιλίστηκε
από πάνω του, κόλλησε χρυσή πεντάλφα στο στήθος του.
 Πέρα οι ευκάλυπτοι σουρομαδιόνταν και χτυ-πιόνταν στους
βρωμότοιχους του κάστρου.
 Οι σβιλάδες του ανέμου δυνάμωναν
τώρα πιο πολύ.
Σκούζανε τα σύρματα και χάργες είχαν αρχίσει,
μαζί, κάτι σα χάχανο.
Τό'χε γυρίσει κιόλας στο Γαρμπή.




Αξιολογική θεώρηση και ιστορική αποτίμηση του Εθνικο-Ενωτικού Ριζοσπαστικού Κινήματος στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ: ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ(από την εφημερίδα ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ )
 


Στα χρόνια της αγγλικής "προστασίας" των Επτανήσων (1815-1864) αναπτύχθηκε στα νησιά το πρωτοπόρο σε αξίες και αρχές κίνημα του Ριζοσπαστισμού. Σε αδιαχώριστη ενότητα πρόβαλε τις αρχές της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, συνδέθηκε με κινήματα και ηγετικές μορφές της επαναστατικής Ευρώπης και διακήρυξε την ανάγκη ίδρυσης μιας Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας στη βάση της αλληλεγγύης των λαών. Η εξέλιξη, όμως, των πραγμάτων και ο τρόπος που έγινε η Ένωσε σε συνδυασμό με την επιβολή της ευρωπαϊκής διπλωματίας ακύρωσαν την εφαρμογή του εθνικο-κοινωνικού περιεχομένου του ριζοσπαστικού κινήματος. Η μελέτη, πάντως, της όλης πορείας του κινήματος αυτού παραμένει αναγκαία και χρήσιμη και για τις σημερινές εποχές.
 

Αξιολογική θεώρηση και ιστορική αποτίμηση του Εθνικο-Ενωτικού Ριζοσπαστικού Κινήματος στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα
 


ΣΠΥΡΟΣ Δ. ΛΟΥΚΑΤΟΣ*
 
Το Εθνικο-Ενωτικό Ριζοσπαστικό κίνημα στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, απελευθερωτικό κατά το εθνικό και ριζοσπαστικό κατά το κοινωνικό σκέλος του, ως φιλοσοφία, πολιτικο-κοινωνική θεωρία και πολιτική πρακτική, είναι ευρύτατο λαϊκό κίνημα με όλα τα θεμελιακά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός κινήματος εθνικο-απελευθερωτικού και πολιτικο-κοινωνικού χαρακτήρα. Αυτά ήταν: η συνειδητή ηγεσία του, αταλάντευτη στις επιδιώξεις και συνεπής στις αρχές και στις διακηρύξεις του κινήματος, και που την απάρτιζαν οι αγωνιστικοί στα νησιά ριζοσπάστες ηγέτες. η αφύπνιση του λαού για τη διεκδίκηση των φυσικών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του. η οργανωτική διάρθρωση του κινήματος. ο προγραμματισμός αρχών και στόχων με οργάνωση και πραγματοποίηση λαϊκών αγώνων για την κατάκτησή τους. τέλος η πολιτικο-κοινωνική θεωρία τους με τις πρακτικές προεκτάσεις της στην καθημερινή πάλη του λαού. [...]

Πρωτοπόροι οι αστοί
Ηγέτιδα τάξη του ριζοσπαστικού κινήματος υπήρξε η αστική, κατά την προοδευτική, φιλελεύθερη και δημοκρατική φάση της ιστορίας της, με προβάδισμα την Κεφαλονιά, με στενούς συμμάχους της τους εργαζομένους των πόλεων και ξεχωριστά την καταθλιβόμενη από τις φεουδαλιστικές αγροληπτικές σχέσεις πολυπληθή αγροτική τάξη των Ιόνιων νησιών. Ώριμοι, η αστική τάξη και οι σύμμαχοί της, από τις αγωνιστικές κατακτήσεις και παραδόσεις, ήταν, τότε, έτοιμοι να αναμετρηθούν προς τη λεγόμενη αγγλική "προστασία" και το αποικιοκρατικό της σύστημα και καθεστώς. 
Έμποροι και βιοτέχνες και τεχνίτες, καραβοκύρηδες και ναυτικοί, διανοούμενοι και τιτλούχοι ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, επαγγελματίες και η νεολαία και οι πολυπληθείς αγρότες συνέστησαν αρραγές μέτωπο κατά του Άγγλου κυρίαρχου και των εγχώριων ευγενών και αρχόντων οργάνων του και κατέστησαν οι δημιουργικοί παράγοντες και συντελεστές του κινήματος. Καθοδηγητική ηγεσία του μετώπου αυτού κατέστησαν οι ριζοσπάστες, ο Ηλίας Ζερβός - Ιακωβάτος και ο Ιωσήφ Μομφερράτος στην Κεφαλονιά, ο οποίος "ως εστία της εθνικής ενώσεως κατέστη όλη ποίησις κρητική, λυρισμός έξαλλος, διθύραμβος ενθουσιώδης, διάχυσις πανηγυρική", οι Φραγκίσκος και Ναθαναήλ Δομενίγαι στη Ζάκυνθο, ο Παΐζης στην Ιθάκη, ο Ποφάντης στην Κέρκυρα και άλλοι, που θα συγκροτήσουν την ομάδα των ριζοσπαστικών βουλευτών στη Θ' Ιόνια Βουλή. Με τέτοια ηγεσία και ηγέτιδα τάξη το ριζοσπαστικό κίνημα εντάσσεται μέσα στο φάσμα των εθνικοαπελευθερωτικών και αστικοδημοκρατικών κινημάτων της εποχής του, τα οποία και από την άποψη ορισμένων αρχών και διακηρύξεών του πρωτοπορεί. [...]
Αυτές ακριβώς οι αρχές και οι διακηρύξεις του ριζοσπαστικού κινήματος συνιστούν και το μέτρο της αξιολογικής του θεώρησης και της ιστορικής του αποτίμησης. Αυτές οι αρχές φέρουν έκδηλη τη σφραγίδα της φιλοσοφίας και της προοδευτικής πολιτικο-κοινωνικής θεωρίας της εποχής του, την οποία όμως η ηγεσία του προσάρμοσε στις ειδικότερες συνθήκες της Επτανήσου επεκτείνοντάς την σε ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους ως μεταπλάστης της και σε τέτοιο βαθμό, ώστε μπορούσε ανεπιφύλακτα να δεχτούμε ότι ο Επτανησιακός Ριζοσπαστισμός συνιστά την πρώτη στον ελληνικό χώρο πολιτική σχολή, την Επτανησιακή.

Πρωταρχική η ελευθερία
Πρωταρχική και θεμελιακή αρχή του Ριζοσπαστικού κινήματος ήταν αυτή των φυσικών και απαραγράπτων ανθρώπινων δικαιωμάτων και πρώτιστα απ' όλα της ελευθερίας. Αυτήν διεκήρυσσε "αμέριστη και αδιαίρετη" και ένας από τους ηγέτες του κινήματος ο Ιωσήφ Μομφερράτος, διαχωρίζοντάς την σε εξωτερική και εσωτερική, χαρακτηριστικά τόνιζε:
"Είναι λαός ελεύθερος εξωτερικώς, όστις πραγματικώς απολαμβάνει και χαίρει την ανεξαρτησίαν και αυτονομίαν του χωρίς ποσώς, αμέσως ή εμμέσως, να υπόκειται εις την εξουσίαν ή υλικήν ισχύν άλλου... είναι δε ελεύθερος εσωτερικώς όστις είναι κάτοχος εαυτού, αυτεξούσιος ήτοι κυρίαρχος και δη της κυριαρχίας του απολαμβάνων της ευημερίαν του και εις οδόν προόδου προχωρών και αναπτυσσόμενος." Την ελευθερία κάθε λαού ο γνήσιος Ριζοσπαστισμός την ταύτιζε με την "εγκατεστημένη εθνικότητα και την κυριαρχία του λαού", κάθε δε άλλη ελευθερία, χωρίς αυτούς τους όρους, την κατάγγελνε ως "χίμαιρα και απάτη".
Με βάση αυτό το περιεχόμενο, που προσέδιδε στην έννοια της ελευθερίας πρωταρχική επιδίωξή του ο Ριζοσπαστισμός καθόριζε την εθνική ανεξαρτησία και το αίτημά του αυτό ως Ένωση με την Ελλάδα το διασφάλιζε ως ιερό και αναφαίρετο δικαίωμα του λαού. Άλλος ηγέτης του Ριζοσπαστισμού, ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, σε υπόμνημά του προς την Ιόνια Βουλή πολύ χαρακτηριστικά και παραστατικά τόνιζε: "όπου ξένος βασιλεύει, τα πάντα είναι ψεύδος και σκιά, ο νόμος είναι ενέδρα, η δικαιοσύνη σκευωρία, η αρετή έγκλημα, η ελευθερία κακούργημα...".

Εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία
Την εθνική ανεξαρτησία κάθε λαού το κίνημα τη διακήρυσσε ως κοινωνικό προσόν, φυσικό και αναγκαίο και η εξάσκηση των δικαιωμάτων, που πηγάζουν από αυτό επιβάλλεται ως ιερό καθήκον. Η πιο επίσημη και με διεθνή απήχηση έκφραση αυτού του αιτήματος, ως λαϊκού δικαιώματος βρίσκεται στο ιστορικό ψήφισμα των Ριζοσπαστών βουλευτών, στη Θ΄ Ιόνια Βουλή, με το οποίο διακηρυσσόταν ότι αμετάτρεπτη θέληση του Επτανησιακού λαού είναι να ενωθεί με την Ελλάδα "επειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εθνικότης εκάστου λαού είναι δικαιώματα φυσικά και απαράγραπτα".
Την ανάκτηση της Εθνικής Ανεξαρτησίας του επτανησιακού λαού ο Ριζοσπαστισμός την καθόριζε ως "το πρώτιστον και αρχικόν βήμα", τη θεωρούσε όμως αξεχώριστη από τη Λαϊκή κυριαρχία και διασάλπιζε ότι χωρίς τη συνύπαρξη και ακεραιότητα της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της Λαϊκής κυριαρχίας "ούτε ιδίαν και ζώσαν προσωπικότητα, ούτε ιδίαν και ελευθέραν βούλησιν δυνάμεθα να εννοήσωμεν". Γι' αυτό διακήρυσσε ότι η ανάκτηση της Εθνικής Ανεξαρτησίας του κάθε λαού πραγματοποιείται "όχι δια της προσοικειώσεως του στοιχείου της εσωτερικής τυραννίας", αλλά "με την ιδέαν της καθιερώσεως ελευθέρου και αληθώς ισονόμου πολιτεύματος επί της κυριαρχίας του Λαού στηριζομένου".
Τη λαϊκή κυριαρχία ο γνήσιος Ριζοσπαστισμός την καθόριζε ως την "αληθινή πηγή της πολιτικής εξουσίας" και γι' αυτό θεωρούσε την Ένωση "ως κήρυγμα μονομερές και αντιπατριωτικόν, ως δέλεαρ της ξενοκρατίας, χωρίς την άμεση και ουσιαστική σύνδεσή της με τη Λαϊκή Κυριαρχία".
Πρώτος στόχος του κινήματος η ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία, έπειτα δε η συνδεδεμένη αναπόσπαστα με αυτές Λαϊκή Κυριαρχία. Αλλά παράλληλα στόχος θεμελιακός ήταν και η κοινωνική ισονομία και δικαιοσύνη. Ο γνήσιος Ριζοσπαστισμός και στον τομέα αυτό πρωτοπορεί προτρέχοντας από την εποχή του, αφού, κοντά στα άλλα, οι εκπρόσωποί του στη Θ' Ιόνια Βουλή απαίτησαν: την κατάργηση των κοινωνικών διακρίσεων. την ισότητα των πολιτών. την κατάργηση της θανατικής ποινής. την ελάττωση ή απαλλαγή του λαού από τους δυσβάστακτους φόρους. τον έλεγχο των δημόσιων δαπανών. την κατάργηση του νόμου, που επέβαλε εξορία στους πολίτες. τον σεβασμό του οικογενειακού ασύλου. και την κατάργηση των βασανιστηρίων και των αντικοινωνικών διατάξεων, που "εξευτελίζουν τον ελεύθερον πολίτην".
Οι στόχοι και τα οράματα του Επτανησιακού Ριζοσπαστικού κινήματος επεκτείνονταν σ' ολόκληρο τον ελληνισμό, του οποίου επεδίωξε την εθνική αποκατάσταση πιστεύοντας ότι αυτή θα κατορθωθεί, αν όλος ο Ελληνισμός στηριζόταν στις δικές του δυνάμεις και όχι στους ξένους. Διακήρυσσε την ελληνική αναγέννηση "παντός του ελληνικού Γένους". Οραματιζόταν, τη μια και αδιαίρετη πανελλήνια δημοκρατία με τη συνένωση παντός του ελληνικού, μακριά "από το αλλόκοτον και κατ' εξοχήν ανθελληνικόν δόγμα της μοναρχικής ειδωλολατρίας" μια πανελλήνια Δημοκρατία, ελεύθερη και ανεξάρτητη, με κυρίαρχο το Λαό της, εστία δημιουργικών έργων και πολιτισμού, ακτινοβόλα προς τα Βαλκάνια και την Ανατολή και σύνδεσμός τους προς τη Δύση.

Υπέρ της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας
Πέρα από τον Επτανησιακό και τον Πανελλήνιο χώρο τα οράματα του γνήσιου Ριζοσπαστισμού επεκτείνονταν και στον πανευρωπαϊκό με τη διακήρυξη της αδελφότητας των λαών, που δεν την περιόριζε σε μια απλή θεώρηση αρχής, αλλά της προσέδιδε πρακτικό, συγκεκριμένο σχήμα, εκπληκτικό και προφητικό έτσι, που η ηγεσία του κινήματος καθίσταται ο διορατικός πρόδρομος της πανευρωπαϊκής ιδέας. Γιατί πρώτο στην Ευρώπη το Ριζοσπαστικό κίνημα στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα συνέλαβε και διακήρυξε την ανάγκη της πανευρωπαϊκής κοινότητας και συμπολιτείας διακηρύσσοντας με ένα από τους πρώτιστους ηγέτες του, τον Ιωσήφ Μομφερράτο, ότι θα κατεδαφιστεί αναπόφευκτα "Το σαθρόν οικοδόμημα της ασεβούς και ανιέρου συμμαχίας των βασιλέων" και στη θέση του "Θα εγερθεί το νέον και μέγα οικοδόμημα της αληθώς ιεράς και αγίας των λαών συμμαχίας", και τότε "Αντί των ελευθεροκτόνων ηγεμονικών συνεδρίων, επί τη βάσει της ελευθέρας εθνικότητος, της κυριαρχίας των λαών και της μεταξύ αυτών αλληλεγγύης" θα ανδρωθεί "Εν είδος ευρωπαϊκής συμπολιτείας, όπου αι μεταξύ των Εθνών σχέσεις θέλουσι διευθετείσθαι όχι εγωιστικώς, δυσμενώς και εχθροπαθώς, αλλ' αδερφικώς εν πλήρει ισότητι, αμοιβαιότητι και δικαιοσύνη".
Με αυτό το όραμα ο γνήσιος Ριζοσπάστης Ιωσήφ Μομφερράτος καθίσταται από τα μέσα, ακόμα, του περασμένου αιώνα ο πρώτος Έλληνας και Ευρωπαίος με ολοκληρωμένη την ευρωπαϊκή συνείδηση, προδρομικός κήρυκας της πανευρωπαϊκής ιδέας και κοινότητας με ισότητα και συναδέλφωση όλων των ευρωπαϊκών λαών.
Με βάση όλα αυτά συνδετικός κρίκος του γνήσιου επτανησιακού Ριζοσπαστισμού προς άλλα παρόμοια ή παράλληλα κινήματα της εποχής του στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήσαν: "η ενότης των ιδεών και η σύμπνοια των πνευμάτων". "το γενικόν πνεύμα ανεξαρτησίας και κοινωνικής απελευθερώσεως και αναπλάσεως". "μία αόρατος μεν, αλλ' όχι ολιγώτερον αληθής συγκοινωνία καρδιών και πνευμάτων τόσον εις τον πόθον του δικαίου και της ελευθερίας, όσον και εις το μίσος κατά της τυραννίας" και η οποία "συνδέει τους λαούς εις έν, εωσού και εις γενικόν πραγματικόν σύνδεσμον συνάψη αυτούς".



Γι' αυτό πιστεύει και διακηρύσσει ότι μόνον η ομοψυχία και η ενότητα των καταπιεζόμενων λαών μπορεί να ανατρέψει "εκ θεμελίων το προϋπάρχουν σύστημα" και να εγκαθιδρύσει στέρεα το νεώτερο με τελικό αποτέλεσμα την εθνική τους ανεξαρτησία, την κυριαρχία τους, την παγκόσμια δημοκρατία και την πανευρωπαϊκή συμπολιτεία. Με αυτά τα οράματα ο γνήσιος επτανησιακός δημοκρατικός Ριζοσπαστισμός συνθέτει ένα από τα κινήματα προόδου της εποχής του και ακριβώς αυτές οι αρχές και διακηρύξεις του είναι εκείνες, που τον αξιολογούν και τον αποτιμούν ιστορικά ως πρωτοπορία τους.

Η Ελλάδα, δορυφόρος της Αγγλίας
Το επτανησιακό γνήσιο Ριζοσπαστικό κίνημα "εξερχόμενον", κατά τον Ηλία Ζερβό - Ιακωβάτο, "εκ των σπλάχνων του λαού και έχον τα φρονήματα, τας ανάγκας και τας δοξασίας του ήτο κάτι πλέον υψηλόν, πλέον ισχυρόν, πλέον απόρθητον. ήτο Λαός, ηθική δύναμις και κοινή γνώμη". Οι εθνικοί του στόχοι και οι πολιτικο-κοινωνικές επιδιώξεις του, που οραματίστηκαν οι πρωτεργάτες του δημιουργίας και ανάπτυξης του Ριζοσπάστες και για την πραγμάτωση των οποίων αγωνίστηκαν με το λαό, με πρωτοπορία του τον Κεφαλληνιακό, δεν σκέφθηκαν από επιτυχία παρά τους πολύχρονους αγώνες και τις αιματηρές τους θυσίες. Η Ένωση των Επτανήσων με τη μητέρα πατρίδα ήταν Ένωση, που υπαγορεύτηκε από πολιτικές ιδιοτέλειες και σκοπιμότητες της αυτόκλητης αγγλικής "Προστασίας" και χορηγήθηκε όχι ως αναφαίρετο και απαράγραπτο δικαίωμα του επτανησιακού λαού, αλλ' ως ικεσία προς την Αγγλίδα άνασσα Βικτωρία. Και είναι αυτό το γεγονός, το οποίο παρώθησε τον Ηλία Ζερβό να διακηρύξει ότι με την Ένωση ολόκληρη πια η Ελλάδα κατέστη "δορυφόρος της Αγγλίας" και μετατράπηκε σε "Επτάνησον αγγλικής προστατευομένης και αφανώς διοικουμένης". και αργότερα τον άξιο επίγονο των Ριζοσπαστών και κήρυκα της κοινωνιστικής δημοκρατίας Ρόκκο Χοϊδά να διασαλπίσει από το βήμα της βουλής ότι "δεν ενώθηκε η Επτάνησος με την Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα με την Επτάνησο" και "ο άγγλος αρμοστής μετέθεσε την έδρα του εκ της Κερκύρας εις τας Αθήνας υπό το ειρηνικόν όνομα Γεώργιος Χριστιανός Α', βασιλεύς των Ελλήνων".

Μετακένωση του ριζοσπαστικού πνεύματος

Οι στόχοι και οι επιδιώξεις του Ριζοσπαστικού κινήματος και της ηγεσίας του, εθνικοί και κοινωνικο-πολιτικοί, μετά την Ένωση πέρασαν στο χώρο της ελεύθερης πατρίδας και συγχωνεύτηκαν με τους στόχους και τις επιδιώξεις όλοι του Ελληνισμού, ελεύθερου και υπόδουλου. Αυτούς πρόβαλαν πια και την πραγμάτωσή τους επεδίωξαν, εξελικτικά και προοδευτικά διαμορφούμενους, οι άξιοι επίγονοι των Ριζοσπαστών, ο Πατ. Πανάς, ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο Πλάτωνας Δρακούλης, ο Μαρίνος Αντύπας και ολόκληρη φάλαγγα αγωνιστών κατά τον τωρινό αιώνα και έως τις ημέρες μας με κορύφωμα τους αγώνες στο αλβανικό μέτωπο και τα μακεδονικά οχυρά και την ανεπανάληπτη εποποιία της Εθνικής Αντίστασής μας στα δίσεκτα χρόνια της ανθρωποκτόνου φασιστικής κατοχής.
Έχουν συνειδητοποιήσει σήμερα οι Επτανήσιοι ότι οι ηγέτες και δημιουργοί του Ριζοσπαστικού κινήματος και πρώτιστοι πρώτων οι Ηλίας Ζερβός - Ιακωβάτος και Ιωσήφ Μομφερράτος με θυσίες και αυταπάρνηση χάραξαν το δύσβατο δρόμο της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της κοινωνικής προόδου διαθέτοντας κατά τη μαχητική αγωνιστικότητά τους την Αρετήν και την Τόλμην [...].

*Δρ. Ιστορικός
(Αποσπάσματα από ευρύτερη μελέτη, δημοσιευμένη στο περιοδικό του Συνδέσμου Φιλολόγων Κεφαλονιάς - Ιθάκης "Κυμοθόη", τεύχ. 1, Αργοστόλι, Δεκ. 1991, σσ. 5-15.)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ: ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ(από την εφημερίδα ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ )

Η Μεγάλη Εβδομάδα στη Λευκάδα



 

Του Γιάννη Ζαμπέλη

Εισαγωγικό σημείωμα α΄μέρους

Η εβδομάδα πριν το Πάσχα ονομάστηκε Μεγάλη από τους πρώτους κιόλας χριστιανικούς αιώνες, διότι μεγάλα και κοσμοσωτήρια γεγονότα συνέβησαν στη διάρκειά της. Κέντρο αυτών των γεγονότων είναι βεβαίως τα άγια Πάθη, η θεόσωμη Ταφή και η ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου.
Καθεμιά από τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας είναι αφιερωμένη σε κάποιο πρόσωπο ή γεγονός. Η υμνολογία και τα αγιογραφικά αναγνώσματα, ιδιαιτέρως κατανυκτικά, συνταιριάζουν και μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να βιώσουμε αληθινά τα Πάθη και την Ανάσταση του Κυρίου. Λεει χαρακτηριστικά ένας ύμνος: «Συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν… ίνα και συζήσωμεν αυτώ…»
Το σύντομο αυτό αφιέρωμα των «Ν.τ.Λ.» δεν είναι παρά ένα ημεροδρόμιο της Μεγάλης Εβδομάδας. Ξεκινώντας από το Σάββατο του Λαζάρου και κλείνοντας με την Κυριακή του Πάσχα, θα προσπαθήσουμε i. να προσεγγίσουμε το τιμώμενο κάθε μέρα πρόσωπο ή γεγονός, ii. να μάθουμε (οι νεώτεροι) ή να θυμηθούμε (οι παλιότεροι) πώς γιορτάζονταν οι «άγιες μέρες» στην Λευκάδα παλιότερα (κυρίως στην πόλη, την Αγια-Μαύρα) και iii. να ενημερωθούμε για το πώς θα γιορτάσουμε φέτος τα Πάθη και την Ανάσταση του Θεανθρώπου στη Λευκάδα.
Κέντρο αυτού του «οδοιπορικού» είναι η Θεία Λατρεία. Και τούτο διότι Μεγάλη Εβδομάδα χωρίς λατρευτική ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Στην Εκκλησία σταυρώνεται ο Χριστός και ανασταίνεται. Εκεί γίνεται η αληθινή γιορτή. Εκεί παρατίθεται το αληθινό Δείπνο, της Ευχαριστίας. Όλα τα άλλα (έθιμα, διατροφικές συνήθειες κτλ.) γύρω από την εκκλησιαστική ζωή περιστρέφονται και απ’ αυτήν νοηματοδοτούνται. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως δεν θα αναφερθούμε στα μεγαλοβδομαδιάτικα και τα πασχαλινά έθιμα -όσα επιβιώνουν κι όσα χάθηκαν.
Ζητούμε την κατανόηση των αναγνωστών για τις ατέλειες του αφιερώματος και περιμένουμε τις υποδείξεις σας για τη βελτίωσή του.
Μεγάλη Δευτέρα – Μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη – Μεγάλη θλίψη (ή ο Χριστός εκρίθη)
Μεγάλη Τετάρτη – Μεγάλο χάλι (ή ο Χριστός στον Άδη)
Μεγάλη Πέμπτη – Μεγάλο ντέρτι (ή ο Χριστός επέμφθη)
Μεγάλη Παρασκευή – Μεγάλη και φοβερή (ή μεγάλη υπομονή)
Μεγάλο Σαββάτο – Χαρές γιομάτο (ή Μέγα Σάββα – μέγα θαύμα)
Σάββατο του Λαζάρου
Το Σάββατο της εβδομάδας πριν την Κυριακή των Βαΐων η Εκκλησία τιμά την Ανάσταση του Λαζάρου. Ο Λάζαρος ήταν φίλος αγαπημένος του Χριστού. Αρρώστησε όμως βαρειά και πέθανε. Τέσσερις μέρες μετά το θάνατό του, φτάνει ο Ιησούς με τους μαθητέςTου στην πατρίδα του Λαζάρου, τη Βηθανία. Οι αδερφές του τετραήμερου νεκρού, Μάρθα και Μαρία, Τον υποδέχονται. Του δείχνουν πού είναι θαμμένος ο αδερφός τους.
Ο Ιησούς δακρύζει, ως ένδειξη της ανθρώπινης φύσης του, αλλά και επειδή θλίβεται ως Θεός, βλέποντας το πλάσμα του παραδομένο στην εξουσία του θανάτου. Φωνάζει στο νεκρό από την είσοδο του μνημείου (μιας σπηλιάς): «Λάζαρε, δεύρο έξω». Και ο τετραήμερος νεκρός, υπακούοντας στο πρόσταγμα του Ζωοδότη Δημιουργού Του, βγαίνει σαβανωμένος όπως ήταν. Έδειξε έτσι ο Χριστός ότι ο Λόγος του Θεού υπερισχύει της δύναμης της φθοράς. Ο θάνατος φανερώνεται έτσι ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν μεγάλο ύπνο. Ο Ιησούς πιστοποίησε με το θαύμα του αυτό ότι είναι «ζωής ο κυριεύων και του θανάτου». Και διαβεβαίωσε τους μαθητές Του ότι, καθώς ανέστησε τον Λάζαρο, θα μπορέσει και ο ίδιος να αναστηθεί από τους νεκρούς, με τη δική Του εξουσία.
Το Σάββατο του Λαζάρου παρέες παιδιών περιδιαβαίνουν τη Χώρα και τα χωριά «για να πούνε το Λάζαρο», το τραγούδι δηλ. με την ιστορία του Λαζάρου και, στο τέλος, παινέματα για τους νοικοκυραίους του σπιτιού. Κρατούν καλάθι στολισμένο με ανοιξιάτικα άνθη απ’ την ολάνθιστη λευκαδίτικη φύση. Μέσα στο καλάθι θα βάλουν ό,τι φιλοδωρήματα τους δώσουν: χρήματα ή αυγά. Παλιότερα, που η οικονομία ήταν λιγότερο εκχρηματισμένη, τα αυγά ήταν σύνηθες φιλοδώρημα, χρήσιμα εξάλλου για να βαφτούν για την Ανάσταση. Τον Λάζαρο τον έλεγαν στα χωριά το βράδυ της Παρασκευής και κατέβαιναν στη Χώρα, για να τον πουν κι εκεί το Σάββατο. Σήμερα, οι παρέες των παιδιών τον ψέλνουν το πρωΐ του Σαββάτου. Την ίδια μέρα, λειτουργούν όλες οι εκκλησίες.
Ο ΛΑΖΑΡΟΣ
(όπως τραγουδιόταν στον Κάβαλλο – βλ. Πανταζή Κοντομίχη, Δημοτικά Τραγούδια Λευκάδας, εκδ. Γρηγόρη)
Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας
να πούμε και τον Λάζαρο εδώ στ' αρχοντικό σας.
Αγαπητοί μου Χριστιανοί κι αδέρφια του Λαζάρου,
ακούστε θαύμα πούειδανε οι κάτοικοι του Άδου.
Τετάρτη μέρα ήτανε η ώρα η πρωΐα
που ο Λάζαρος επέθανε κάτω στη Βηθανία.
Κι οι άγιες αδερφάδες του, η Μάρθα κι η Μαρία,
τον έκλαψαν, τον θρήνησαν, καθώς ήτανε χρεία.
Ομίλησαν και του Χριστού να πάει να τον σηκώσει
και στις θλιμμένες αδερφές παρηγοριά να δώσει.
Κι ο Κύριος εκαρτέρεσε ακόμα τρεις ημέρας
να ιδεί τις αδερφάδες του αν είχαν τέτοιο σέβας.
Και το Σαββάτο το πρωί φτάνει στη Βηθανία.
Εβήκε, τον προσδέχτηκε η Μάρθα κι η Μαρία.
Προσπίπτουνε στους πόδας του· ζητούν το έλεός Του
κι Αυτός ο Πολυεύσπλαγχνος δακρύζει μοναχός Του.
Τους είπε να Του δείξουνε πού ήτανε θαμμένος
και κίνησε και πάγαινε με δάκρυα βρεγμένος.
Εκεί στον τάφο πόφτασε και με τους μαθητάς του
εκύλισε τον λίθον του που ήταν πλακωμένος.
Ο Κύριος εφώναξε με μια φωνή μεγάλη:
"Για έβγα έξω, Λάζαρε, για να σε ιδούν κι οι άλλοι".
Κι ο Λάζαρος εξέρχεται τα χέρια σταυρωμένος
κι ας ήταν τετραήμερος δεν ήταν βρωμισμένος.
Γιατ' ήταν άγιος άνθρωπος και φίλος του Δεσπότου
κι αυτός ποτέ δεν έλειψε κοντά απ' το πλευρό του.
Αυτό το θαύμα είδανε παράνομοι Ιουδαίοι
και τότε έβαλαν βουλή μαζί γερόντοι, νέοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων Βασιλέα.
Κι ο Κύριος ανεχώρησε μαζί με τ'ς μαθητάς Του
γιατί δεν ήταν η ώρα Του να λάβ' τας μάστιγάς Του.
Κι αυτός ο άγιος Λάζαρος στην Κύπρο δραπετεύει
κι αφού σαν άγιος έζησε, εκεί αρχιερεύει.
Εδώ σε τούτ' τη γειτονιά κλήμα είναι φυτεμένο·
να ζήσει το παιδάκι σας το μοσχαναθρεμμένο.
Δώσ' μας, κυρά μ', τα δεκαοχτώ να πάμε και παρέκει
και το φεγγάρι ψήλωσε κι η ώρα δεν μας στέκει.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό και να τους διαπεράσει
κι από τους εκατό κι εμπρός, ν' ασπρίσει να γεράσει.
Ν' ασπρίσει σαν το πρόβατο, σαν τ' άγριο περιστέρι
να περβατεί να χαίρεται χειμώνα- καλοκαίρι.
Κυριακή των Βαΐων
Την τελευταία Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής εορτάζουμε τη θριαμβευτική είσοδο του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Ο λαός, έκπληκτος από το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου που είχε προηγηθεί, υποδέχτηκε τον Χριστό κρατώντας τα «βαΐα των φοινίκων», δηλ. τα τρυφερά κλαδιά από τους φοίνικες. Ήταν ο ίδιος λαός, που λίγες μέρες αργότερα δεν θα δυσκολευτεί να κραυγάσει προς τον Πιλάτο: «Άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν».
Τα βαΐα («βάγια» τα λέμε στη Λευκάδα) είναι σύμβολα της νίκης του Χριστού πάνω στο θάνατο με την ανάσταση του Λαζάρου. Προαναγγέλουν την οριστική νίκη με τον δικό του, σταυρικό θάνατο, την κάθοδό Του στον Άδη και την Ανάστασή Του.  Αυτή τη μέρα κρατάμε κι εμείς «βάγια». Υποδεχόμαστε τον Κύριο όχι σαν ένα θριαμβευτή, κοσμικό βασιλιά, όπως τον φαντάζονταν οι Ιουδαίοι, αλλά σαν αιώνιο, πνευματικό βασιλιά.
Η είσοδος, όμως, του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα ήταν και η αρχή της πορείας Του προς το Πάθος. Ήδη οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν αποφασίσει τη θανάτωσή Του και ο Ιούδας την προδοσία.
Τα «βάγια» ευλογούνται με ειδική ευχή στον Όρθρο της Κυριακής των Βαΐων και μοιράζονται σε όλους τους πιστούς. Το κάθε «βάι» αποτελείται από ένα κλωνάρι φοίνικα, δεμένο μαζί με δεντρολίβανο και δάφνη. Σε κάποιες ενορίες προσθέτουν αλιφασκιά και ελιά. Τα βάγια ετοιμάζουν την προηγούμενη εβδομάδα ο/η νεωκόρος ή, αφιλοκερδώς, ευλαβείς ενορίτισσες. Παλιότερα τα βάγια τα μοίραζαν με κόφες οι επίτροποι ή τα παιδιά του ιερού στα σπίτια των ενοριτών. Σήμερα (και ορθά) μοιράζονται απ’ τον ιερέα στην εκκλησία.
Την ημέρα αυτή προβλέπεται «κατάλυσις ιχθύος», δηλ. τρώμε ψάρι (συνήθως μπακαλιάρο με σκορδαλιά ή παλαμήδι), για να ενισχυθούμε πριν την αυστηρή νηστεία της Μεγ. Εβδομάδας –που την τηρούν ακόμη και όσοι δεν «κράτησαν» όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή.
Η Κυριακή των Βαΐων είναι ταυτόχρονα και η έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας. Η εκκλησία στολίζεται πένθιμα και οι ιερείς φορούν σκουρόχρωμα άμφια (μωβ ή μαύρα) σε ένδειξη πένθους. Το απόγευμα της Κυριακής, στις 7.30 μ.μ. αρχίζουν οι «αγρυπνιές», δηλ. η ακολουθία του Όρθρου της επόμενης μέρας. Το βράδυ της Κυριακής ψέλνεται ο Όρθρος της Μεγάλης Δευτέρας –ή αλλιώς η «ακολουθία του Νυμφίου».
Διαβάζονται «εμμελώς» οι «Βασιλικοί ψαλμοί» (Επακούσαι σου Κύριος εν ημέρα θλίψεως… και Κύριε εν τη δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο βασιλεύς…) και ο ιερέας θυμιατίζει το ναό με το «κατζίο». Σε λίγο οι ψάλτες θα πουν αργά και κατανυκτικά το «Αλληλούϊα» και σε λίγο τον παρακάτω ύμνο: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός και μακάριος ο δούλος, όν ευρήσει γρηγορούντα ανάξιος δε πάλιν, όν ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ούν, ψυχή μου, μή τω ύπνω κατενεχθης, ίνα μή τω θανάτω παραδοθής και της βασιλείας έξω κλεισθής, αλλά ανάνηψον κράζουσα: Άγιος, άγιος, άγιος ει ο Θεός, διά της Θεοτόκου ελέησον ημάς.»
Ταυτόχρονα ο ιερέας λιτανεύει την εικόνα του Νυμφίου Χριστού, που είναι ντυμένος με την πορφυρά χλαμμύδα, κρατάει τον κάλαμο και φοράει το ακάνθινο στεφάνι. Η εικόνα τοποθετείται στο μέσον του ναού.
Αργότερα ψάλλεται το εξαποστειλάριο: «Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ. Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα, και σώσον με».

                           Μεγάλη Δευτέρα
Η υμνολογία της Αγίας και Μεγάλης Δευτέρας έχει κατ’ αρχήν χαρακτήρα εισαγωγικό στη Μεγάλη Εβδομάδα. Η Μεγάλη Δευτέρα είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Αγ. Ιωσήφ του Παγκάλου, γιου του πατριάρχη Ιακώβ. Τα αδέλφια του Ιωσήφ τον φθονούσαν, γι’ αυτό τον έριξαν μέσα σ’ ένα λάκκο και κατόπιν τον πούλησαν σε Αιγυπτίους εμπόρους. Υπέφερε πολλά, όμως στο τέλος δοξάστηκε κι έγινε άρχοντας της Αιγύπτου. Ο Ιωσήφ θεωρείται τύπος του Χριστού για τα παθήματα, την αρετή του, την πραότητα και την ανεξικακία του. Και ο Κύριος φθονήθηκε από τους αρχιερείς, τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους και αφού υπέφερε πολλά για τη σωτηρία μας δοξάστηκε με την Ανάστασή Του.
Επίσης τη Μ. Δευτέρα τελείται ανάμνηση της ξηρανθείσης συκής. Σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση, το θαύμα αυτό έγινε την επομένη της εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα. Ο Χριστός βλέποντας στο δρόμο μια συκιά, πήγε κοντά της, μα δε βρήκε παρά μόνο φύλλα. Της λεει τότε: «Ποτέ πια μην ξαναβγάλεις καρπό!» Κι αμέσως ξεράθηκε η συκιά. Εκείνη η άκαρπη συκιά συμβόλιζε τη συναγωγή των Ιουδαίων που δεν είχε να παρουσιάσει πνευματικούς καρπούς και γι’ αυτό καταδικάστηκε από τον Κύριο. Συμβόλιζε ακόμα και κάθε άνθρωπο που δεν έχει πνευματική καρποφορία.
Το Ευαγγέλιο του Όρθρου της Μ. Δευτέρας αφηγείται όχι μόνο το επεισόδιο της συκής αλλά και τις παραβολές των δύο γιων (Ματθ. 21, 28-32) και των κακών γεωργών (Ματθ. 21, 33-46) μέσο των οποίων ο Κύριος προείπε την απόρριψη Του ισραηλιτικό λαό. Οι παραβολές αυτές ελέχθησαν την ημέρα μετά την Κυριακή των Βαΐων και γι’ αυτό η Εκκλησία όρισε να διαβάζονται την Μ. Δευτέρα.
Τα τελευταία χρόνια, το πρωΐ της Μεγ. Δευτέρας τελείται η ακολουθία των Ωρών, Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία και το ιερό Ευχέλαιο στον Ι. Ναό της Ευαγγελιστρίας (Μητροπόλεως). Η ακολουθία αρχίζει στις 7.30 π.μ.
Το απόγευμα, ώρα 7.30 μ.μ., ψάλλεται στους ναούς ο Όρθρος της Μεγ. Τρίτης. Και σήμερα στο μέσον του ναού είναι ο Νυμφίος Χριστός, ενώ οι ψάλτες θα ξαναπούν το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» και το «Τον νυμφώνα Σου βλέπω».
Είναι πράγματι κατανυκτικές αυτές οι ακολουθίες. Όσοι μάλιστα γνωρίζουν, σιγοψέλνουν κι αυτοί τους θεσπέσιους ύμνους των μεγαλοβδομαδιάτικων ακολουθιών. Οι παλιότεροι θυμούνται τον «παπα-Πρόσφυγα» (π. Δημήτριο Θωματζίδη), τον ευλαβή εφημέριο της Αγίας Παρασκευής να δίνει το σύνθημα για να ψάλλει όλος ο λαός και να ψέλνει ο ίδιος την τρίτη φορά τον ύμνο «Τον νυμφώνα Σου βλέπω» στα τουρκικά.
Παλιότερα, τα παιδιά του Δημοτικού συνήθιζαν να παίρνουν καλαμένια «κριτσόνια» μαζί τους στις «αγρυπνιές». Μόλις τελείωνε η ακολουθία, τα παιδιά πετάγονταν γλήγορα έξω από την εκκλησία. Στριφογύριζαν τα κριτσόνια κι έτσι ακουγόταν σ’ όλη τη γειτονιά ή σ΄όλο το χωρίό μια εκκωφαντική πολυφωνία. Έφταναν έτσι, παίζοντας, στα σπίτια τους, για να δεχτούν τα «Χρόνια πολλά» απ’ τους δικούς τους.
Μεγάλη Τρίτη
Είναι αφιερωμένη στην παραβολή των δέκα παρθένων (Ματθ. 25, 1 – 13).  Λέει ο Χριστός στην παραβολή:
«Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού θα είναι όμοιος με ό,τι έγινε με δέκα κοπέλες, που πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν να προϋπαντήσουν το γαμπρό. Πέντε απ' αυτές ήταν συνετές και πέντε άμυαλες. Οι άμυαλες πήραν τα λυχνάρια τους, μα δεν πήραν μαζί τους και λάδι. Απεναντίας, οι συνετές πήραν μαζί με τα λυχνάρια τους και λάδι στα δοχεία τους.
Επειδή όμως ο γαμπρός αργοπορούσε, όλες νύσταξαν και κοιμήθηκαν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια φωνή: "Ο γαμπρός έρχεται· βγείτε να τον προϋπαντήσετε!" Όλες οι κοπέλες σηκώθηκαν και τακτοποίησαν τα λυχνάρια τους. Οι άμυαλες είπαν τότε στις συνετές: "Δώστε μας από το λάδι σας, γιατί τα λυχνάρια μας σβήνουν". Οι συνετές όμως τους απάντησαν: "Όχι, γιατί δε θα φτάσει και για μας και για σας· καλύτερα, πηγαίνετε στους πωλητές ν' αγοράσετε για τον εαυτό σας".
Αλλά ενώ πήγαιναν ν' αγοράσουν λάδι,   ήρθε ο γαμπρός· οι έτοιμες μπήκαν μαζί του στη γιορτή του γάμου, κι η πόρτα έκλεισε. Ύστερα από λίγο φτάνουν και οι υπόλοιπες κοπέλες και λένε: "Κύριε, κύριε, άνοιξε μας". Αυτός όμως τους αποκρίθηκε: "Αλήθεια σας λέω, δε σας ξέρω". Αγρυπνάτε λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε ούτε την ημέρα ούτε την ώρα που θα έρθει ο Υιός του Ανθρώπου».
Οι Φρόνιμες παρθένες είχαν προνοητικότητα και ακλόνητη θέληση να δουν το νυμφίο (Χριστό).  Είχαν πνευματική ωριμότητα και σταθερότητα. Αντίθετα, οι μωρές (ανόητες) παρθένες δεν είχαν πάρει τα απαραίτητα εφόδια μαζί τους. Φέρθηκαν ανώριμα και επιπόλαια μπροστά στον ερχομό του νυμφίου.
Νυμφίος είναι ο Κύριος (ο Νυμφίος της Εκκλησίας), που ανέλαβε τη σωτηρία του ανθρώπου μέσα στην Εκκλησία και γάμος είναι η Βασιλεία του Θεού, η αιώνια απόλαυση των πνευματικών αγαθών που ο Θεός χαρίζει στους έτοιμους και έξ-υπνους πνευματικά.  Ο πνευματικός ύπνος συνεπάγεται πνευματικό θάνατο. Αντίθετα η νήψη και η ετοιμότητα για την Βασιλεία του Θεού, μας κάνει άξιους για τον πνευματικό και αιώνιο «γάμο». Χρειάζεται, λοιπόν, διαρκής αγώνας για να μην σβήσει ο πόθος μας να ενωθούμε με το Θεό, να μην χαμηλώσει το φως της πίστης μας και να μην εισχωρήσει στην ψυχή μας ο,τιδήποτε μπορεί να την κρατήσει μακριά απ’ το Νυμφίο Χριστό (αμαρτία, αμφιβολία, απιστία, κοσμικές μέριμνες).
Οι ύμνοι της ημέρας αναφέρονται και στην παραβολή των ταλάντων (Ματθ. 25, 14 – 30) καθώς και στη μέλλουσα κρίση (Ματθ. 25, 31 – 46).
Οι τρεις αυτές παραβολές αποτελούν μέρος μιας μεγάλης διδασκαλίας που έκανε ο Χριστός κατ’ ιδίαν στους μαθητές Του στο Όρος των Ελαίων λίγες μέρες πριν από το Πάθος Του. Σ’ αυτή την ομιλία περιλαμβάνονται σπουδαίες και βαρυσήμαντες προβλέψεις για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τη συντέλεια του κόσμου. Ο Κύριος τόνισε ακόμα πως πρέπει να ήμαστε πάντα έτοιμοι να Τον υποδεχτούμε γιατί θα έρθει σε άγνωστο χρόνο.

Το πρωΐ της Μεγ. Τρίτης καθιερώθηκε να τελείται η ακολουθία των Ωρών, Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία και το ιερό Ευχέλαιο στους Ι. Ναούς της Αγ. Παρασκευής και του Αγ. Νικολάου. Η ακολουθία αρχίζει στις 7.30 π.μ.
Το απόγευμα, ώρα 7.30 μ.μ., ψάλλεται στους ναούς ο Όρθρος της Μεγ. Τετάρτης. Και σήμερα στο μέσον του ναού είναι ο Νυμφίος Χριστός, ενώ οι ψάλτες θα ξαναπούν το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» και το «Τον νυμφώνα Σου βλέπω». Ο ύμνος που δεσπόζει όμως τη βραδιά αυτή είναι το λεγόμενο «τροπάριο της Κασσιανής», από το όνομα της ποιήτριάς του. Πρόκειται για αριστούργημα της βυζαντινής ποίησης και μουσικής. Είναι το δοξαστικό των αποστίχων. Αναφέρεται στην Πόρνη που έπλυνε με βαρύτιμο μύρο τα πόδια του Ιησού, λίγο πριν το Πάθος. Προσοχή όμως! Δεν πρόκειται για την Αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως αντίθετα υποστηρίζει η (τόσον εκμεταλλευμένη εμπορικά) δυτική παράδοση. Το κείμενο του θαυμάσιου αυτού ύμνου έχει ως εξής:
Το «τροπάριο της Κασσιανής»
«Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει. Οίμοι, λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας. Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ. Κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει. Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις. Ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη. Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το μέγα έλεος».
Είναι μια συγκλονιστική κραυγή μετανοίας, στην πορεία προς την κορύφωση του Θείου Δράματος.

Περίφημος ψάλτης στις αρχές του κ΄αι. ήταν ο Ηλίας Γουριώτης. Έτρεχε πλήθος κόσμου στον Άγιο Νικόλαο να ακούσει το «τροπάριο της Κασσιανής» απ’ την χορωδία (κόρο) του Ηλία Γουριώτη.
Εξάλλου, τις πρώτες μέρες της Μεγ. Βδομάδας οι νοικοκυρές ασχολούνται με τη γενική καθαριότητα των σπιτιών τους. Στα παλιά, μικρά σπιτάκια της Χώρας και των χωριών, ανάμεσα στα άλλα, ασβέστωναν τους εξωτερικούς τοίχους, τα πεζούλια, τις αυλές, για να ‘ναι όλα «παστρικά» τις καλές μέρες. Εισικά τη Μεγ. Τρίτη ζύμωναν τα αυγοκούλουρα για τη Λαμπρή. Πολλές νοικοκυρές φύλαγαν το πρώτο κουλούρι στα «’κονίσματα».
Μεγάλη Τετάρτη
Το συναξάρι της Μ. Τετάρτης αναφέρει ως θέμα την άλειψη του Κυρίου με μύρο από μια γυναίκα πόρνη, γεγονός που συνέβη λίγο πριν από το πάθος Του. Ήδη το βράδυ της Μεγ. Τρίτης (Όρθρος Μεγ. Τετάρτης) έχει ψαλεί το, σχετικό με το θέμα, «τροπάριο της Κασσιανής».
Η υμνογραφική παράδοση συγκρίνει την μετάνοια της πόρνης με το φοβερό ολίσθημα του Ιούδα και παραλληλίζει τις δύο ψυχικές καταστάσεις. Η πόρνη ελευθερώνεται από την αμαρτία και μετανοεί, ενώ ο Ιούδας αιχμαλωτίζεται από τη φιλαργυρία και αποχωρίζεται απ’ το Θεό.
Επίσης, η υμνολογία φέρνει στη μνήμη μας και τη σύγκληση του Συνεδρίου (Σανχεδρίν), δηλ. του ανώτατου δικαστηρίου των Ιουδαίων, το οποίο και αποφάσισε τη σύλληψη και την καταδίκη του Κυρίου. Επίσης, γίνεται αναφορά στην απόφαση του Ιούδα να παραδώσει τον Κύριο και στη συμφωνία του με τους αρχιερείς.
Σύμφωνα με συνήθεια παλαιά, το πρωΐ της Μεγ. Τετάρτης τελείται στον Ι. Ν. των Αγίων Αναργύρων η ακολουθία των Ωρών, Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία (τελευταία για φέτος) και το μυστήριο του ιερού Ευχελαίου, «εις ίασιν ψυχής και σώματος». Η ακολουθία αρχίζει στις 7.30 π.μ.
Το απόγευμα, ώρα 7.30 μ.μ., ψάλλεται στους ναούς ο Όρθρος της Μεγ. Πέμπτης. Την θέση της εικόνας του Νυμφίου θα πάρει η εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Ο ιερέας θα την λιτανεύσει μέσα στο ναό. Η Μεγ. Πέμπτη εξάλλου θα είναι αφιερωμένη στον Μυστικό Δείπνο και την παράδοση της Θείας Ευχαριστίας.
Το απολυτίκιο της Μεγ. Πέμπτης είναι το εξής: «Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί εν τω Νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας εσκοτίζετο. Και ανόμοις κριταίς, Σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε, χρημάτων εραστά, τον δια ταύτα αγχόνη χρησάμενον. Φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν. Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε, δόξα Σοι».
Το απόγευμα της Μεγ. Τετάρτης συνηθίζεται να πηγαίνουν «λειτουργιές» (πρόσφορα) στις εκκλησίες για την ανάπαυση των ψυχών –όπως τα Ψυχοσάββατα. Διατηρείται όμως κι ένα λαϊκό έθιμο:   Αποβραδίς τη Μεγ. Τετάρτη, ξημερώνοντας τη Μεγ. Πέμπτη έβαζαν πίσω απ’ την πόρτα κερί ή καντήλι και λιβανιστήρι μέσα σε ένα πιάτο, για τις ψυχές που πίστευαν ότι θα επισκέπτονταν το σπίτι τους τη μέρα εκείνη.
Πολλοί ήταν και όσοι εξομολογούνταν μέχρι τη Μεγ. Τετάρτη για να κοινωνήσουν τη Μεγ. Πέμπτη τα άχραντα μυστήρια, την ημέρα που τιμάμε την παράδοσή τους από τον Χριστό στους Μαθητές Του, κατά τον Μυστικό Δείπνο.
Εισαγωγικό σημείωμα β΄μέρους
Ενώ η Μεγάλη Εβδομάδα βρίσκεται σε εξέλιξη και η πορεία των Χριστιανών προς το Πάσχα φτάνει στην κορύφωσή της, τα «Ν.τ.Λ.» δημοσιεύουν το β΄ μέρος του αφιερώματος στις μεγάλες αυτές γιορτές της Χριστιανοσύνης.
Το α΄μέρος κάλυπτε την περίοδο από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι και την Μεγάλη Τετάρτη. Παρακολουθήσαμε τον Χριστό να ανασταίνει τον Λάζαρο, να εισέρχεται θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα, να προετοιμάζει τους Μαθητές Του με παραβολές για τη Βασιλεία του Θεού και λόγους παραμυθίας για το επερχόμενο Πάθος Του. Τον προσκυνήσαμε ως «Νυμφίο». Τον είδαμε να προεικονίζεται στο πρόσωπο του Παγκάλου Ιωσήφ (της Παλαιάς Διαθήκης). Θαυμάσαμε το ύψος της φιλανθρωπίας Του, όταν καταδέχτηκε να Του μυρώσει τα πόδια μια πόρνη.   Βλέπουμε, τέλος, τον Ισκαριώτη Ιούδα να προσεγγίζει το ιουδαϊκό Συνέδριο, «ίνα αυτοίς παραδώση Αυτόν».
Το συγκλονιστικότερο μέρος του Θείου Δράματος ξεδιπλώνεται από την σημερινή Μεγάλη Πέμπτη. Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε το βηματισμό του Θεανθρώπου «μέχρι Σταυρού και Ταφής», αλλά και θα αποπειραθούμε να ψαύσουμε «άκρω δακτύλω» το υπέρλογο και μέγιστο θαύμα της Ανάστασής Του. Παράλληλα, στόχος του αφιερώματος παραμένει η αναδρομή στα λευκαδίτικα έθιμα παλιότερων χρόνων και η ενημέρωση των αναγνωστών μας για τον φετινό εορτασμό στις εκκλησίες της Λευκάδας.
Κέντρο του αφιερώματος είναι η ζωή της Εκκλησίας. Μέσα σ’ Αυτήν ο Χριστός σταυρώνεται και ανασταίνεται. Τα έθιμα και οι παραδόσεις μας μόνο υπ’ αυτό το πρίσμα μπορούν να κατανοηθούν. Εορτασμός ξεκομμένος απ’ την λειτουργική ζωή καταντά ένα μουσειακό απολίθωμα, χωρίς συμβολισμούς και χωρίς αναφορά στο παρόν. Μόνο ένας απόηχος κάποιου μακρινού παρελθόντος. Χρόνο παρελθοντικό χρησιμοποιούμε μόνο για πρόσωπα και συνήθειες που δεν υφίστανται σήμερα. Εξάλλου, η παράθεση λογοτεχνικών κειμένων βοηθάει νομίζουμε στην καλύτερη ενημέρωση του αναγνώστη.
Ενημερωτικά σημειώνουμε ότι κάθε απόγευμα, στις 7.30 μ.μ. γίνονται οι «αγρυπνιές» (όπως έλεγαν οι παλιοί Λευκαδίτες), δηλ. η ακολουθία του Όρθρου της επόμενης μέρας. Έτσι το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης ψάλλεται ο Όρθρος της Μεγ. Παρασκευής κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει ότι οι ύμνοι αναφέρονται στο γεγονός που γιορτάζουμε την επόμενη μέρα. Αυτό καθιερώθηκε για διευκόλυνση όλων των πιστών –μήπως και για πιο κατανυκτική ατμόσφαιρα, με τη βοήθεια του σκοταδιού;
Ζητούμε και πάλι την κατανόηση των αναγνωστών για τις ατέλειες του αφιερώματος και περιμένουμε τις υποδείξεις σας για τη βελτίωσή του.
Μεγάλη Πέμπτη
Τα γεγονότα που τιμάμε την Μ. Πέμπτη είναι κατά σειρά τα εξής:
1.Ο Ιερός Νιπτήρας. Ο Χριστός έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του και τα σκούπισε με το «λεντίον» (πετσέτα) που είχε ζωστεί, σε ένδειξη της μέγιστης ταπείνωσής Του. Παράλληλα τους είπε: «αν, λοιπόν, εγώ ο Κύριος κι ο Διδάσκαλος σας έπλυνα τα πόδια, έχετε κι εσείς την υποχρέωση να πλένετε ο ένας τα πόδια του άλλου»..
2.Ο Μυστικός Δείπνος. Ο Χριστός παρέθεσε στον όμιλο των μαθητών το τελευταίο Δείπνο πριν τον σταυρικό θάνατό Του. Δεν ονομάζουμε όμως τον Δείπνο αυτόν «μυστικό», επειδή… έγινε χωρίς να το γνωρίζουν άλλοι, αλλά επειδή ο Χριστός μύησε τους Μαθητές Του στο «Μυστήριο των Μυστηρίων», την Θεία Ευχαριστία. Τους παρέδωσε το Σώμα Του και το Αίμα Του, την αιώνια πνευματική τροφή, που παραθέτει η Εκκλησία στους πιστούς σε κάθε λειτουργική σύναξη. Τους είπε, λοιπόν, δείχνοντας το ψωμί: «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το Σώμα μου, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Μετά το δείπνο, έλαβε το ποτήρι με το κρασί και είπε: «Πίετε εξ αυτού πάντες. Τούτο εστί το Αίμα μου, το της Καινής Διαθήκης, το υπέρ υμών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών».
3.Η «υπερφυής προσευχή», δηλ. η εναγώνια προσευχή του Κυρίου στον κήπο της Γεθσημανή πριν τη σύλληψή Του.
4.Η προδοσία του Ιούδα. Ο Ιούδας παρέδωσε τον Κύριο στους Ιουδαίους για το ευτελές ποσό των «τριάκοντα αργυρίων», δίνοντάς του συνθηματικά έναν ασπασμό και λέγοντας ειρωνικά «Χαίρε, ραββί».

Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης γίνεται η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Κοινωνούν πολλοί πιστοί, κατάλληλα προετοιμασμένοι με εξομολόγηση και νηστεία. Η Θ. Λειτουργία αρχίζει (κατευθείαν, αφού ο Όρθρος διαβάστηκε το προηγούμενο βράδυ) στις 7.30 π.μ. και τελειώνει περίπου στις 9 π.μ. Την ίδια μέρα, μετά την Θ. Λειτουργία, πηγαίνουν στους τάφους των προσφιλών τους προσώπων και διαβάζουν  τρισάγιο. Παλιότερα, την Μ. Πέμπτη πήγαιναν όσοι είχαν «βαρύτερο» και πιο πρόσφατο πένθος την Μ. Πέμπτη και οι υπόλοιποι την Μ. Παρασκευή. Τώρα πηγαίνουν και τις δύο ημέρες αδιακρίτως.
Για όσους νηστεύουν αυστηρά τη Μεγ. Βδομάδα (χωρίς λάδι), η Μεγ. Πέμπτη καταλύεται. Δηλ. τρώμε λάδι, καθώς γιορτάζουμε την παράδοση της Θ. Ευχαριστίας από τον Χριστό στην Εκκλησία και τιμάμε ξεχωριστά την ημέρα αυτή. Γι’ αυτό συνήθιζαν οι Λευκαδίτισσες νοικοκυρές να φτιάχνουν λαχανόπιτα την Μεγ. Πέμπτη.
Την ίδια μέρα βάφουν τα πασχαλινά κόκκινα αυγά. Η παράδοση αναφέρει ότι η Αγία Μαρία την Μαγδαληνή πήγε στη Ρώμη και διαμαρτυρήθηκε στον Αύγουστο για το έγκλημα του Πιλάτου, αναφέροντας παράλληλα τα σχετικά με την Ανάσταση του Χριστού. Επειδή όμως ο Αύγουστος δυσπιστούσε, εκείνη τον καλέσει να πιστέψει στην Ανάσταση, αν κοκκίνιζε μόνο του το αυγό που κρατούσε στα χέρια της. Όπως και έγινε. Τα αυγά τα βράζουν σε νερό, όπου έχουν διαλύσει την κόκκινη βαφή, ανακατεμμένη με ξύδι. Τα σκουπίζουν με καθαρή πετσέτα και τα γυαλίζουν με λάδι. Το πρώτο κόκκινο αυγό το βάζουν στα «κονίσματα».
Από την Ενετοκρατία και μέχρι τις αρχές του κ΄ αι. στην Κεντρική Πλατεία ο κλήρος της πόλεως με επικεφαλής  τον επίσκοπο έκανε την «τελετή του Ιερού Νιπτήρα» Αναπαριστούσαν δηλ. το νίψιμο των ποδιών των μαθητών από τον Χριστό. Διάβαζαν το σχετικό Ευαγγέλιο. Ο επίσκοπος ή ο πρώτος τη τάξει ιερέας ανελάμβανε τον ρόλο του Χριστού. Ζωνόταν πετσέτα και έπλενε τα πόδια των υπολοίπων, που είχαν το ρόλο ενός μαθητή ο καθένας. Η τελετή αυτή γινόταν στο μόνιμο βάθρο που υπήρχε στο μέσον της Κεντρικής Πλατείας.
Το βράδυ (ώρα 7.30 μ.μ.) στους ναούς ψάλλεται η «ακολουθία των Αγίων Παθών» ή αλλιώς «τα Δώδεκα Ευαγγέλια». Είναι ο Όρθρος της Μεγ. Παρασκευής, αφιερωμένος στα συγκλονιστικά και σωτήρια γεγονότα της Σύλληψης, των Παθών και της Σταύρωσης του Χριστού. Οι ιερείς φορούν μαύρα άμφια. Από την Ωραία Πύλη διαβάζουν τα έντεκα Ευαγγέλια (σε όσες εκκλησίες έχουν άμβωνα, δηλ. Ευαγγελίστρια και Άγιο Μηνά) και το δωδέκατο το διαβάζει ο ιερέας με στόμφο και αργά από τον άμβωνα. Παλιότερα, ενώ διαβάζονταν τα δώδεκα Ευαγγέλια, δεξιά κι αριστερά στην Ωραία Πύλη, υπήρχαν δύο κηροπήγια με έξι κεριά το καθένα, αναμμένα. Για κάθε Ευαγγέλιο που διάβαζε ο ιερέας, έσβηνε ένα κερί. Έτσι ήξεραν οι πιστοί σε ποιο Ευαγγέλιο βρισκόταν η ακολουθία.
Μετά το πέμπτο Ευαγγέλιο γίνεται η συγκλονιστική λιτάνευση του Εσταυρωμένου μέσα στην εκκλησία. Ο ιερέας κρατάει τον Εσταυρωμένο και απαγγέλλει αργά και με ύφος Αποστόλου τον εξής ύμνο:
«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι τήν γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων Βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται ο περιβάλλων τόν ουρανόν εν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τόν Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη ο Νυμφίος της Εκκλησίας.
Λόγχη εκεντήθη ο Υιός της Παρθένου.
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν καί τήν ένδοξόν σου ανάστασιν».
Νεκρική σιγή απλώνεται στο ναό. Η καμπάνα χτυπάει πένθιμα. Γονατιστοί οι πιστοί, κρατώντας κεριά αναμμένα, παρακολουθούν τον Ιησού στην πορεία Του προς τον Γολγοθά, «προς το εκούσιον Πάθος».
Μετά την ακολουθία οι γυναίκες ξενυχτούν τον Εσταυρωμένο. Έχουν καντήλι αναμμένο, θυμιατό, κεριά και προσεύχονται. Σε κάποιους ναούς στολίζουν αποβραδίς τον Επιτάφιο, για να ‘ναι έτοιμος στην Αποκαθήλωση να δεχτεί το Σώμα του Χριστού. Στο ναό της Μητροπόλεως, ενώ τα κορίτσια στολίζουν τον Επιτάφιο, ψέλνουν τους Χαιρετισμούς του Τιμίου Σταυρού.

Μεγάλη Παρασκευή
Ο Χριστός, αφού εμπαίχθηκε και βασανίσθηκε από τον ιουδαϊκό όχλο και τους Πραιτωριανούς του Πιλάτου,  πορεύεται την «Οδό του Μαρτυρίου». Στον Γολγοθά σταυρώνεται σαν κακούργος, μαζί με τους δύο ληστές. «Γολγοθά» σημαίνει «κρανίου τόπος», κατά την παράδοση του κρανίου του Πρωτοπλάστου Αδάμ, που απεικονίζεται στη βάση του Σταυρού. Και στον Σταυρό ακόμη δέχεται τον ονειδισμό των στρατιωτών. Όταν θα πει «Διψώ», θα γευτεί χολή και ξίδι. Παρακαλεί τον Ουράνιο Πατέρα Του να συγχωρήσει τους σταυρωτές Του. Συγχωρεί τον Ευγνώμονα και μετανιωμένο Ληστή, ανοίγοντάς του τις πύλες του Παραδείσου.
Την ενάτη ώρα της ημέρας λέει το «Τετέλεσται». Η θεία ψυχή Του κατεβαίνει στον Άδη. Το «πρωτευαγγέλιο», η πρώτη χαρμόσυνη υπόσχεση του Θεού στους πεσμένους Προπάτορες, αρχίζει να εκπληρώνεται. Είχε πει στον όφη ο Θεός: «Έχθραν θήσω αναμέσον σου και αναμέσον του σπέρματός σου και αναμέσον του σπέρματος αυτής (της γυναίκας). Αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν, συ δε τηρήσεις αυτού πτέρναν». Τώρα ο διάβολος «πληγώνει την πτέρνα» του Υιού του Ανθρώπου, που θα βρεθεί στα βασίλεια του Άδη για τρεις μέρες. Κατόπιν όμως θα δεχτεί το θανάσιμο χτύπημα στην κεφαλή Του από τον Θεάνθρωπο που θα αναστηθεί. Η Εκκλησία βιώνει διαρκώς αυτήν την σταυροαναστάσιμη ατμόσφαιρα, το κλίμα της χαρμολύπης. Απ’ τη ζωηφόρο πλευρά Του ρέει αίμα και ύδωρ.
Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής και ο κρυφός μαθητής, Νικόδημος παίρνουν άδεια απ’ τον Πιλάτο και κατεβάζουν το θείο Σώμα απ’ τον Σταυρό. Το αποθέτουν, με αρώματα και μύρα, τυλιγμένο με λευκό σεντόνι, στο κενό μνημείο του Ιωσήφ, «ο ην λελατομημένον εκ πέτρας».

Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η κατ’ εξοχήν πένθιμη μέρα του έτους. Οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν όλη τη μέρα πένθιμα (διπλοκαμπανιά). Οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες. Παλιότερα, στα σπίτια της αγοράς κρεμούσαν μαύρα υφάσματα στα μπαλκόνια.
Το πρωί γίνεται στους ναούς γίνεται η ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και αμέσως μετά ο Εσπερινός της Αποκαθήλωσης. Στο τέλος του Ευαγγελίου, ο ιερέας βγάζει τα καρφιά απ’ τον Εσταυρωμένο, κατεβάζει το Σώμα, το αποθέτει σε λευκό σεντόνι, το ραντίζει με «μύρα» (άρωμα), ευλογεί τον λαό και το τοποθετεί στην Αγ. Τράπεζα. Σε λίγη ώρα, λιτανεύει τον «αέρα» (ύφασμα) του Επιταφίου σε όλον το ναό και τοποθετεί πάνω στο ξύλινο κουβούκλιο. Παλιότερα, σε κάποιους ναούς (Αγ. Αναργύρους, Άγ. Μηνά) δε λιτάνευαν ύφασμα με το Σώμα του Χριστού, αλλά ξύλινη αγιογραφημένη παράσταση, ολόγλυφη (τρισδιάστατη). Μπροστά στον επιτάφιο ψέλνουν το «Τον αναβαλλόμενον το φως ώσπερ ιμάτιον».
Ύστερα περνάνε όλοι οι Χριστιανοί να προσκυνήσουν τον επιτάφιο. Αρκετοί περνούν κάτω από το κουβούκλιο γονατιστοί, τρεις φορές σταυρωτά «για ευλογία». Στους περισσότερους ναούς το πρωί στολίζουν οι κοπέλες τον Επιτάφιο. Παλιότερα τα αγόρια ξεχύνονταν στους κήπους της Νεάπολης, στον Κάμπο και σε διάφορα σπίτια για να ζητήσουν απ’ την ανθοστόλιστη λευκαδίτικη φύση τη… δική της συμβολή στο υπέρτατο Πένθος της Κτίσης για τον τριημερεύοντα νεκρό Θεάνθρωπο. Δεν είναι λίγοι κι αυτοί που περνούν απ’ όλες τις εκκλησίες, για να «ξετιμώσουν» ποιος είναι ο καλύτερος Επιτάφιος.
Το πρωί, τα παιδιά βγαίνουν για να πούνε «του Χριστού τα Πάθη», κρατώντας καλάθι στολισμένο με άνθη και ξύλινο σταυρό.

Του Χριστού τα Πάθη

Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να κάμει δείπνο μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Πάψε, Κυρά μ’, τας προσευχάς, πάψε και τας μετάνοιας.
Το Γιόκα Σου τον πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε.
Χαλκιά, χαλκιά φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περόνια
κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φκιάνει πέντε.
Βάλτε τα δυο στους πόδας του και τ’ άλλα δυό στας χείρας,
το πέμπτο το φαρμακερό μπήξτε το στην καρδιά του
να χύσει αίμα και νερό να πληγωθεί η καρδιά του».
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε βαριά λιγοθυμάει.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της έρθει ο λογισμός για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
Ζητάει μαχαίρι να σφαεί για το Μονογενή της.
Ζητάει φωτιά για να καεί, ζητάει γκρεμό να πέσει».
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Ιακώβου η μάνα
και του Λαζάρου η αδερφή κι οι τέσσαρες αντάμα
σαν πήραν το στρατί – στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι τα έβγαλε μεσ’ στου Ληστού την πόρτα.
«Άνοιξε πόρτα του Ληστού και πόρτα του Πιλάτου».
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Κοιτάει δεξά, κοιτάει ζερβά, κανένα δεν γνωρίζει.
Κοιτάει δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη.
«Αη-Γιάννη, Αη-Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του Γιου μου,
μην είδες τον Υιόκα μου και Σε το δάσκαλό σου;»
«Ποιος έχει γλώσσα να σου πει, χείλη να σου μιλήσει;
Ποιος έχει χεροπάλαμο για να σου τονε δείξει;
Βλέπεις Εκείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο;
Εκείνος είν’ ο Γιόκας σου κι εμέ ο δάσκαλός μου…»
(Από το Πινακοχώρι Λευκάδας)

Η Μεγάλη Παρασκευή για τις νοικοκυρές είναι «αργία». «Μήτε βελόνι δεν πιάνουνε» -λένε. Για τα καταστήματα είναι αργία μέχρι να τελειώσει η ακολουθία της Αποκαθήλωσης.
Το μεσημεριανό φαγητό είναι χωρίς λάδι, πρόχειρο. Οι παλαιές ευλαβείς γυναίκες έμεναν εντελώς νηστικές. Κάποιες συνήθιζαν να βάζουν λίγο ξύδι στο στόμα τους, συμμετέχοντας ενεργά στην Άκρα Ταπείνωση του Χριστού («και έδωκαν αυτώ χολήν άμα και όξος»).
Στις 7.30 μ.μ. αρχίζει η ακολουθία του Επιταφίου, δηλ. ο Όρθρος του Μεγ. Σαββάτου. (Στην Ι. Μονή Φανερωμένης αρχίζει στις 4.30 μ.μ.) Ψέλνονται τα εγκώμια. Στο «Έρραναν τον τάφον αι μυροφόροι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι» ο ιερέας ραίνει με άνθη (ροδοπέταλα κ.ά.) και άρωμα τον Επιτάφιο και όλο τον λαό. Στο τέλος της δοξολογίας γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. Πρώτα βγαίνει ο επιτάφιος του Αγίου Νικολάου. Περνάει από την Αγορά, την Κεντρική Πλατεία και επστρέφει στο ναό από τα στενά. Ακολουθεί της Αγίας Παρασκευής ο επιτάφιος (Μαρκάς – Αγορά – Πλατεία – οδ. Δημάρχου Βερροιώτη) και των Αγίων Αναργύρων (ίδια διαδρομή). Έπεται ο επιτάφιος του Αγίου Μηνά, που διασχίζει την Αγορά και επιστρέφει μέσω Αγ. Παρασκευής και Μαρκά. Τελευταίος, στις 9.30 μ.μ. βγαίνει ο επιτάφιος της Μητροπόλεως, συνοδευόμενος από τον Επίσκοπο, τις αρχές, άγημα της αεροπορίας και, βέβαια, την Φιλαρμονική. Ακολουθεί τη διαδρομή Νοσοκομείο – Αγορά – Πλατεία και επιστρέφει πάλι από την Αγορά. Στην Πλατεία γίνεται δέηση και η Φιλαρμονική παίζει κάποιο κομμάτι (Άμλετ, «Μεγ. Παρασκευή», «Πέτρινο Σταυρό» ή άλλο).
Επιστρέφοντας στο ναό, παλιότερα, οι πόρτες του ήταν κλειστές και οι ιερείς έψελναν το «Άρατε πύλας» για να ανοίξουν. Οι επίτροποι στέκονταν δεξιά κι αριστερά στις πόρτες της εκκλησίας και σήκωναν τον Επιτάφιο ψηλά για να περάσει ο κόσμος αποκάτω. Αυτό σήμερα γίνεται σε ορισμένα χωριά. Ακόμη, ξεστολίζεται ο Επιτάφιος και μοιράζονται στους πιστούς τα άνθη του για ευλογία.
Παλιότερα λειτουργούσαν όλες σχεδόν οι εκκλησίες της πόλης και έβγαιναν περισσότεροι επιτάφιοι. Κάποτε οι επιτάφιοι έβγαιναν τα ξημερώματα του Μεγ. Σαββάτου. Αργότερα, γινόταν «συνάντηση επιταφίων» στην Πλατεία. Όταν περνούσαν οι επιτάφιοι απ’ την Πλατεία, οι φιλοπαίγμονες «Μπρανέλοι» αφορμή ήθελαν για ν’ αρχίσουν τα πειράγματα προς τις άλλες ενορίες. Μόλις έφτανε ο κάθε επιτάφιος στην πλατεία, ακούγονταν τα παρακάτω επιφωνήματα: Για τον επιτάφιο του Αγίου Μηνά: Τσαφ – τσουφ (επειδή στην περιοχή είχαν τα εργατήριά τους οι «χάβροι», οι σιδηρουργοί). Για του Αγ. Γεωργίου και του Αγ. Δημητρίου (από τα «Ψαρέικα», με τους πολλούς ενορίτες, ψαράδες): Γαρίδα – γαρίδα! Για την ενορία των ναυτικώ, τον Άγ. Χαράλαμπο: Όρτσα – Μπόντζα ή Αμόλα σκότα! Για της Αγ. Παρασκευής, με τις φιλόκαλλες ενορίτισσες: Οι φκιασιδούδες έρχονται! Για την ενορία της «μεγαλοοικογένειας» Τσαρλαμπά κ.ά., τον Άγ. Σπυρίδωνα: Τα ψηλά καπέλα! Και για τη Βαγγελίστρα: Ωχ! Βαγγελίστρα μου! Σήμερα ωστόσο αυτά έχουν εκλείψει.

Μεγάλο Σάββατο
Την ημέρα αυτή εορτάζουμε «την θεόσωμον ταφήν και την εις άδου κάθοδον» του Κυρίου. Η ταφή βέβαια έγινε τα απόγευμα της Μ. Παρασκευής. Όμως η Εκκλησία έκρινε ορθό να αφιερώσει ιδιαίτερη μέρα προς τιμήν και μελέτη του μυστηριώδους αυτού γεγονότος.
Ο Χριστός αναπαύεται μέσα στον τάφο, όπως «αναπαύθηκε» όταν πρωτοδημιούργησε τον κόσμο την έβδομη μέρα. Όμως αναπαύεται ως θεάνθρωπος. Το πανάχραντο σώμα Του θάβεται στον τάφο, αλλά πνευματικά ο ίδιος μεταβαίνει στον Άδη και συνεχίζει το σωτηριώδες έργο του. Καλεί κοντά Του όλους τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, από τον Αδάμ και την Εύα μέχρι τους έσχατους ανθρώπους του Θεού, ώστε να μην λείψει κανείς από το παγκόσμιο προσκλητήριο της σωτηρίας, που είναι τελικά μια αναδημιουργία του κόσμου και ολοκλήρωσης της ανθρωπότητας. Η κάθοδος αυτή ήταν το τελειωτικό χτύπημα κατά του θανάτου. Γι’ αυτό ψέλνουμε χαρακτηριστικά: «Ότε κατήλθες πρός τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τόν άδην ενέκρωσας τη αστραπή της θεότητος”.
Το πρωΐ του Μεγ. Σαββάτου τελείται η Θ. Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου. Ύστερα διαβάζονται οι Προφητείες για την Ανάσταση και ψέλνεται ο Ύμνος των Τριών Παίδων («Τον Κύριον υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας»). Αποβραδίς έχουν αλλάξει όλα τα πένθιμα καλύμματα του ναού και έχει στολισθεί με κόκκινα, αναστάσιμα. Στο μέσον του ναού, έχει στηθεί το «μπαρδακί», με το προσκυνητάρι και με «μανάλια» για κεριά.
Μετά τον Απόστολο, γίνεται η «πρώτη Ανάσταση». Ο παπάς χτυπάει μ’ ένα σφυρί κάτι ξύλινο και αμέσως ανοίγει την Ωραία Πύλη. Βγαίνει κρατώντας την εικόνα της Ανάστασης και ψέλνοντας: «Ανάστα ο Θεός κρίνων την γην, ότι συ κατακληρονομήσεις εν πάσι τοις έθνεσι». Παράλληλα, σκορπίζει δαφνόφυλλα σ’ όλο το ναό, σύμβολα της νίκης του Χριστού επί του θανάτου και της φθοράς. Αφού λιτανεύσει την εικόνα σε όλο το ναό, την τοποθετεί σε προσκυνητάρι στο κέντρο του.
Μόλις σημάνει η πρώτη καμπάνα του Μεγ. Σαββάτου, οι νοικοκυρές «ρίχνουν το κομμάτι», δηλαδή σπάνε ότι πήλινο «αγγειό» (σκουτέλα, πιάτο, μπότη, πνιάτα κτλ.) τους βρίσκεται. Το έθιμο σχετίζεται με την ψαλμική φράση, που αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού: «Και συντρίψεις αυτούς ως σκεύη κεραμέως».Τότε η Φιλαρμονική γυρνούσε στους δρόμους της πόλης παίζοντας το «Εωθινό». Σήμερα (από το 1997 με πρωτοβουλία του Δήμου) βγαίνει αργότερα στην Αγορά, όπου μοιράζονται πήλινα κεσεδάκια σε όλους για να ρίξουν το κομμάτι.
Όταν λειτουργούσε το «Δημοτικόν Αγορείον» στο Μαρκά, μόλις έπεφτε το «κομμάτι» οι χασάπηδες έσφαζαν τα αρνιά για το πασχαλινό τραπέζι. Άλλοι πήγαιναν στα σπίτια όσων έτρεφαν δικά τους αρνιά, τα έσφαζαν και έκαν τρεις σταυρούς στους παραστάδες της πόρτας με το αίμα του σφαγίου, όπως οι Ισραηλίτες στην Αίγυπτο, για να μην εξολοθρεύσει ο Άγγελος τα παιδιά τους (όπως έκανε στα παιδιά των Αιγυπτίων).
Το βράδυ στις 11 αρχίζει η ακολουθία της Παννυχίδος. Ψέλνεται ο κανόνας «Κύματι θαλάσσης». Ύστερα σβήνουν τα φώτα. Την ώρα αυτή έλεγαν το Ζ΄εωθινό «Ιδού σκοτία και πρωί». Αμέσως μετά βγαίνει ο παπάς με το τρικέρι (τα κεριά είναι προσφορά των ενοριτών) και ψέλνει το «Δεύτε λάβετε φως». Ανάβουν τότε όλοι τις λαμπάδες τους.
Κατόπιν βγαίνουν στην πλατεία της εκκλησίας. Ο παπάς ανεβαίνει σε ειδικό βάθρο. Διαβάζει το Ευαγγέλιο «Διαγενομένου του Σαββάτου» (Β΄εωθινό) και στις 12 τη νύχτα ακριβώς ψέλνουν όλοι μαζί το «Χριστός ανέστη». Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα. Τα πυροτεχνήματα πέφτουν το ένα μετά το άλλο (επικίνδυνα πολλές φορές). Πιο μετά μπαίνουν στην εκκλησία, ψέλνοντας τον κανόνα της Αναστάσεως, για να συνεχιστεί ο αναστάσιμος Όρθρος και η πανηγυρική Θ. Λειτουργία. Στο τέλος διαβάζεται ο κατηχητικός λόγος του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Ει τις ευσεβής και φιλόθεος…» Σε κάποιες ενορίες, στο τέλος, μοιράζουν κόκκινα αυγά. Οι ευχές δίνουν και παίρνουν: «Χριστός ανέστη!» - «Αληθώς ανέστη!» ή «Αληθώς ο Κύριος!»
Αρκετοί, βέβαια, με τα πρώτα λόγια του παπά μετά το «Χριστός ανέστη…» («Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού…») αναχωρούν για να απολαύασουν το οικογενειακό τραπέζι. (Σημείωση δική μου: Χωρίς το αληθινό Τραπέζι, το Πασχάλιο Δείπνο, που μόνη η Εκκλησία παραθέτει, πώς μπορεί κανείς να γιορτάζει Ανάσταση;) Τελοσπάντων, το βράδυ της Ανάστασης στη Λευκάδα κατά παράδοση τρώμε πατσά ή συκωτάκια (όχι μαγειρίτσα). Η επιστροφή στο σπίτι γίνεται με αναμμένες τις αναστάσιμες λαμπάδες. «Πάμε τ’ Άγιο Φως στο σπίτι». Με την κάπνα της αναμμένης λαμπάδας, μπαίνοντας στο σπίτι, κάνουμε έναν σταυρό στο ανώφλι της πόρτας.
Κυριακή του Πάσχα
«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα, η μία των Σαββάτων, η βασιλίς και κυρία.

Εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων…»

Το Πάσχα ήταν αρχαιότατη ιουδαϊκή γιορτή που τελούνταν τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του μηνός Νισάν. Οι Ιουδαίοι γιόρταζαν την απελευθέρωσή τους από την δουλεία των Αιγυπτίων κατόπιν της σφαγής των πρωτότοκων των Αιγυπτίων, απ’ την οποία διέφυγαν τα δικά τους πρωτότοκα χάρη στο αίμα του αμνού με το οποίο άλειψαν τις πόρτες των σπιτιών τους. Η λέξη πάσχα (=διάβαση) υπενθυμίζει τη θαυμαστή διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Ισραηλίτες και γενικότερα τη διάβασή τους από τη δουλεία στην ελευθερία.
Όμως τα γεγονότα εκείνα ήταν συμβολικά και προφητικά. Το ιουδαϊκό Πάσχα ήταν τύπος του χριστιανικού. Ο πασχάλιος αμνός των Ιουδαίων ήταν σύμβολο και τύπος του αληθινού πασχάλιου αμνού, του Χριστού, που θυσιάστηκε για μας και με το αίμα του εξαγόρασε την ελευθερία μας από την δουλεία της αμαρτίας.
Κατά δε θεία οικονομία η θυσία του Κυρίου συνέπεσε με το ιουδαϊκό πάσχα, που εκείνο το έτος έτυχε να είναι Σάββατο. Ο Κύριος σταυρώθηκε και πέθανε την Παρασκευή, το βράδυ όπου οι Ιουδαίοι έτρωγαν τον πασχάλιο αμνό και αναστήθηκε μετά το Σάββατο, δηλ. την πρώτη μέρα της εβδομάδας η οποία γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε Κυριακή. Το χριστιανικό Πάσχα γιορτάζεται την Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, με απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Παλιότερα στη Λευκάδα το πρωί της Κυριακής δεν έψεναν το κατσίκι ή το αρνί. Την πρώτη μέρα έφκιαναν το κρέας σούπα με αυγολέμονο. Ειπώθηκε ότι αυτό γινόταν, επειδή περίμεναν τους κλεφταρματολούς να γιορτάσουν στη Λευκάδα. Μάλλον είναι ανακριβές και η συνήθεια εξηγείται από την πρόνοιά τους να μην πέσουν σε βαρειά για το στομάχι φαγητά απότομα, μετά τη νηστεία της Μεγ. Σαρακοστής. Έψεναν, λοιπόν, τον οβελία τη δεύτερη μέρα του Πάσχα. Σήμερα, οι περισσότεροι ψένουν την πρώτη μέρα –στη σούβλα ή στο φούρνο. Συχνά μαζεύονται περισσότερες οικογένειες, συγγενείς ή γείτονες, και ψένουν μαζί σε κάποια «αδειά».
Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα τελείται ο Εσπερινός της Αγάπης. Σε άλλες περιοχές, το Ευαγγέλιο διαβάζεται σε όσο το δυνατόν περισσότερες γλώσσες για να κηρυχθεί σ’ όλα τα έθνη ότι «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο». Παλιότερα γινόταν λιτανεία της εικόνας της Ανάστασης από τις εκκλησίες στην Πλατεία. Μάλιστα, έριχναν άσφαιρα πυρά με τα «μάσκουλα» -μικρά κανονάκια.
Όλη τη βδομάδα του Πάσχα (της Διακαινησίμου) μπορούμε να τρώμε τα πάντα. Εξάλλου, τις μέρες αυτές γίνονται και όσα πανηγύρια είχαν αναβληθεί λόγω της Μεγάλης Βδομάδας (Αγίου Γεωργίου, Αγίου Μάρκου, Αγ. Αθανασίου, Αγ. Μαύρας κ.ά.). Την Παρασκευή της Διακαινησίμου γιορτάζει το ξωκλήσι της Παναγίας στη Μεγάλη Βρύση, ενώ παλιότερα την Κυριακή του Θωμά πανηγύριζε και ομώνυμος ναός στο δρόμο προς την Απόλπαινα (ερειπωμένος σήμερα).
Έτσι ολοκληρώνεται ο λαμπρός εορτασμός της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα, σε μια ατμόσφαιρα κατανυκτική και μυσταγωγική. Ο λαός μας, έχοντας ως κέντρο τη ζωή της Εκκλησίας του, βίωνε και βιώνει το μεγαλείο των Παθών του Χριστού και την λαμπρότητα της Ανάστασής Του.


Του Γιάννη Ζαμπέλη