Μεταξύ νερού και γης

 Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…

 04 Οκτ. 2021

Τό παρακάτω κείμενο-κριτική στό βιβλίο μου «Ευρηματική Αντισεισμική Κατασκευή των κτιρίων της Νήσου Λευκάδας», ἀπό τόν κ. Κ. Μάγνη, Διευθυντή Συντάξεως τῆς Ἐφημερίδας ΠΕΛΛΟΠΟΝΗΣΟΣ τῶν Πατρῶν, συνιστᾶ γιά μένα μιά ἰδιαίτερη τιμή. Ὁ κ. Μάγνης μέ τό τρίτο νηφάλιο μάτι, ξεσκόνισε κυριολεκτικά τό βιβλίο καί ἔφτασε στήν οὐσία του. Στήν δημιουργική, δηλαδή, ἐφευρετικότητα τοῦ ἀνθρώπου, παλεύοντας μέ τήν ἀνυπέρβλητη φύση. Θέλω νά τόν εὐχαριστήσω θερμά γιά τόν κόπο πού ἔκανε γιά τό πόνημά μου ἀλλά νά τόν εὐχαριστήσω καί ἐκ μέρους τῆς Λευκάδας καί τῶν ἀνώνυμων τεχνιτῶν πού κυνηγούσανε, αἰῶνες τώρα, τό ἀκατόρθωτο.


Δεν σας έχουμε πιθανούς να γνωρίζετε τι είναι ο μπότζος. Μάλλον έχετε ακουστά το στραβόξυλο, αλλά δεν θα γνωρίζετε το συνώνυμό του. Να το πάρει το ποτάμι: Είναι το μπρατσόλι. Κι αν δεν ξέρετε αυτά, μάλλον θα αγνοείτε και το σύστημα αυτόματου ποντελαρίσματος που πρόκειται βέβαια για κάναβο ξύλινων υποστηλωμάτων, ούτε το άνω ταμπάνι, το βροντάλι, τον μπαμπά, την αντερίδα. Και στοιχηματίζουμε ότι δεν έχετε και μεγάλη ιδέα τι είναι η σοάντσα. Σας διαβεβαιώνουμε, αν και μάλλον δεν θα χρειαζόταν, ότι ούτε εμείς είχαμε την παραμικρή ιδέα, και παρ’ όλη την επαφή μας με τους όρους αυτούς, ελαφρά μόνο φωτιστήκαμε. Πρόκειται, τέλος πάντων, για τεχνικά μαραφέτια, εργαλεία και συστήματα που χρησιμοποιούνται στη δόμηση. Τους αντιγράψαμε από την «Ευρηματική Αντισεισμική Κατασκευή των κτιρίων της Νήσου Λευκάδας», μια μελέτη της αρχιτέκτονος και πολεοδόμου Χαράς Παπαδάτου- Γιαννοπούλου, λευκαδίτικης καταγωγής συμπολίτισσας που δεν απαρνήθηκε, πρώτον, την καταγωγή της, και, δεύτερον, το πολυτονικό σύστημα. Επιμένει και στα δύο με απόλυτη συνέπεια.
Το νέο βιβλίο της κ. Παπαδάτου- Γιαννοπούλου είναι μια εξειδικευμένη ιστοριογραφία και ως επί το πλείστον αφορά τεχνοκράτες και μελετητές που ασχολούνται με τις διαχρονικές και τις σημερινές τεχνικές της δόμησης. Οποιοσδήποτε άλλος δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει το περιεχόμενο, αλλά αν επιμείνει, θα καταλάβει την ουσία.
Η περίπτωση της Λευκάδας, ένας τόπος που λόγω γεωμορφολογικών ιδιαιτεροτήτων («ένα περιβάλλον μεταξύ νερού και γης, σε ένα έδαφος χαλαρό», σημειώνει σχεδόν ποιητικά η συγγραφέας) μπορεί να είναι μοναδική ως ιδιοσυστασία, αλλά αποτελεί μια από τις άπειρες εκδοχές των απαιτήσεων που εγείρει η φύση και η ταυτότητα του τοπίου έναντι στον άνθρωπο ως τεχνίτη, βιοπαλαιστή, νοικοκύρη, στην προσπάθειά του να ριζώσει, να επιβιώσει, να δημιουργήσει, να αντλήσει πόρους από το φυσικό κεφάλαιο και την ατομική του επιτηδειότητα, να ασφαλίσει τον εαυτό του και το γένος του. Μια ατομική καπατσοσύνη που έρχεται να προσθέτει στη συλλογική παράδοση και σοφία.
Το βιβλίο της κ. Παπαδάτου- Γιαννοπούλου παρακολουθεί με τη γνωστή της εγκυρότητα και μεθοδικότητα την εξέλιξη στην τεχνική της δόμησης από τα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας: Πρωταγωνιστής είναι ο πολιτισμός και ο άνθρωπος, αλλά απουσιάζει κάποιος Ντα Βίντσι ή Μιχαήλ Αγγελος. Αυτού του τύπου οι τεχνολογίες, πολλώ δε μάλλον σε μια χώρα ταπεινή, γυμνή από συστήματα διάχυσης πληροφορίας, δεν αναδεικνύουν σταρ.
Οι μάστορες και οι πρωτομάστορες εκτιμώνται αλλά αποτυπώνονται ως ανώνυμοι ήρωες δημοτικών τραγουδιών, σαν θρύλοι- σύμβολα του σιναφιού τους και της τεράστιας σημασίας του ρόλου του για την κοινωνία και την ομάδα. Αυτό που μένει, και εξελίσσεται συνεχώς, με βάση την εμπειρία των προηγούμενων γενεών, την πρόοδο, την ανταλλαγή εμπειρίας, τη δοκιμή, τη συνεργασία, την αντιγραφή, είναι ένα συνεχώς εμπλουτιζόμενο και θωρακιζόμενο δομικό σύστημα, που αποτελεί θρίαμβο του ανθρώπινου μυαλού, της κοινωνικότητας, της ομαδικότητας και της ικανότητας του ανθρώπου ως κυττάρου και ως μέλους ενός ευρύτερου ιστού να παράγει και να παραδίδει πολιτισμό. Ο σεισμός, η πλημμύρα, η παγωνιά, τα αγέρια, λυσσομανούν και υπονομεύουν, αλλά ο άνθρωπος, κανονικός μέρμηγκας, με τα χέρια και τα εργαλεία του, μηχανεύεται μπότζους, μπρατσόλια και βροντάλια, αμύνεται, απαντά, εφευρίσκει, βελτιώνει. Και ο αιώνας προχωράει.
Η μελέτη της Χαράς Παπαδάτου- Γιαννοπούλου είναι ένας ύμνος στον πολιτισμό και την εξέλιξη που πηγάζουν από τη μνήμη, την εμπειρία, τη συνεργασία, την επικοινωνία με το παρελθόν και το μέλλον. Το ποντελάρισμα και τα βροντάλια δεν έχουν σημασία τόσο σαν τεχνικοί όροι όσο σαν κώδικες που αποτυπώνουν το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης, ως ατομικό, συλλογικό, πολιτισμικό μέγεθος. Διαβάζοντας το βιβλίο, οι όροι σου μένουν σαν στίχοι του τραγουδιού της πορείας του ανθρώπου στο πέλαγος του χρόνου. Και τους σιγοσφυρίζεις, γιατί ξέρεις τι σου λένε: Σου μιλάνε για τη δική σου εμπειρία, τη δική σου τη δουλειά, τη δική σου μνήμη, γιατί καθένας μας είναι ένας μάστορας που σμιλεύει την ίδια τη μορφή του σαν σκιά στο γαλήνιο νερό
https://charapapadatou.gr/metaxy-neroy-kai-gis/.

Τα πάθη του Λιναριού.

 Τραβάει όποιος περνάει τα πάνδεινα και δέχεται

ανηλεώς χτυπήματα από τη μοίρα

Νίκος Ασπρογέρακας, φιλόλογος

Ποια είναι όμως τα «πάθη» του λιναριού με το οποίο παρομοιάζεται ο βασανιζόμενος άνθρωπος; Το χωράφι στο οποίο θα σπαρθεί, το μήνα που διανύουμε, τον Οκτώβρη, πρέπει να οργωθεί τρεις φορές. Πρέπει να βοτανιστεί (να αφαιρεθούν τα αγριόχορτα).Το φυτό να ξεριζωθεί όχι να θεριστεί, να τιναχτεί το χώμα από τις ρίζες του, τα χερόβολα να γίνουν δεμάτια. Να λιαστούν για να ξεραθούν και να αφαιρεθεί ο λιναρόσπορος. Στη συνέχεια οι ράπες να βυθιστούν 10-15 μέρες στο νερό (στις λόμπες, λινοβρόχια). Και πάλι να στεγνώσουν στον ήλιο για 15 μέρες, ώστε να διαχωριστούν οι κλωστικές ίνες από το εσωτερικό ξυλώδες τμήμα.


ανθισμένο λινάρι το Μάη

Θα ακολουθήσει το μαγκάνισμα με το μάγκανο, που θα συνθλίψει τα στελέχη του φυτού, τα οποία θα αποβάλουν το ξυλώδες τμήμα τους για να παραμείνουν οι ίνες. Οι ίνες θα λαναριστούν, θα τις γνέσει η ρόκα και οι κλωστές θα μπουν στον αργαλειό για να υφανθούν. Τα υφάσματα θα γίνουν λινοσέντονα, εσώρουχα των ανδρών, γυναικείες πουκαμίσες, προσόψια κ.ά. Με λινή πετσέτα (λέντιον) διαζωσμένος κατά το μυστικό δείπνο ο Ιησούς έπλυνε τα πόδια των μαθητών του (Κατά Ιωάννην ΙΓ, 4).

Η πιο δύσκολη και κουραστική διαδικασία ήταν το μαγκάνισμα. Γιατί έπρεπε να γίνει τα πιο ζεστά καλοκαιριάτικα μεσημέρια. Βαριά εργασία όπως το σκάψιμο, λέει μια γνωστή θιακιώτικη ρήση: «Ο μάγκανος και το τσαπί είν΄ αδελφοί του

χάρου». Κατά το μαγκάνισμα έσπαγε το εσωτερικό ξυλώδες τμήμα του λιναριού και με το τίναγμα πάνω στο μάγκανο θρυμματιζόμενο έπεφτε κάτω και έμεναν μόνο οι καθαρές ίνες του, που θα μετατραπούν έπειτα σε κλωστή

                                            

Καλοκαίρι του 1956. Ώρες ημίσκυφτη στο μαγκάνι της η μάνα μου χτυπώντας ρυθμικά με το δεξί της το πανωμάγκανο πάνω στο σταθερό κατωμάγκανο και διευθύνοντας με το άλλο το χερόβολο του λιναριού ανάμεσα στα δόντια. Σκίαστρο το σεντόνι. Τα πάθη του λιναριού και…..πάθη των γονιών μας.

Και ως επίλογο για όσους αγαπούν τη γλώσσα: Ποιος να φανταστεί ότι το λινάρι θα μας χάριζε το… γλέντι. «Εκ-λέντιον» ήταν το τέλος της κοπιώδους ύφανσης του λινού, που συνοδευόταν από χαρές και ξεφάντωμα (<εξυφάντωση). Τη λέξη οικειοποιήθηκαν οι Τούρκοι (eglenti) και από αυτούς την επανακτήσαμε εμείς (αντιδάνειο): γλέντι, γλεντζές κλπ. Έτσι το λινάρι δε μας φόρτωσε μόνο παθήματα αλλά (λεκτικά) και χαρές

Νίκος Ασπρογέρακας, φιλόλογος