Μια ¨Ομορφη καλημέρα με γλωσσικά ιδιώματα του αγαπημένου και λάτρη της Λευκάδας μας Ηλία


by Σύλλογος Λευκαδίων Πάτρας (Σημειώσεις) on Τρίτη, 26 Μαρτίου 2013 στις 9:32 π.μ.
Γράφει ο Ηλίας Π. Γεωργάκης
“Εντάξ’ ψ’χούλα μ’ και καλ’νύχτα σ’ τώρα και νά ‘μαστε, καλά να ματάρτομε σ’ τ΄χάρ΄τς, τς κυρά Φανερωμέν΄ς μας“.
Tο γλωσσικό ιδίωμα της Λευκάδας διαφέρει σε πολλά απο το γλωσσικό ιδίωμα των άλλων νησιών του Ιονίου, έχει βορειοελλαδίτικο φωνηεντισμό και είναι απόρροια του εύθυμου χαρακτήρα των Λευκαδιτών τόσο στην πόλη όσο και στα χωριά.
Ακόμη και σήμερα στη Λευκάδα χρησιμοποιούν ιδιωματικές λέξεις και τις προφέρουν με το γνώριμο αργόσυρτο καιαλέγρο ύφος, με σήμα κατατεθέν τη συγκοπή συμφώνων.

=============    ==============


 ΥΓ1:Δε μ` λες, μωρ` θειά (μώρα μου κιόλας) μη (μ)πάει κι έπεσε το κομμάτι, και δε (ν)το πήρα χαμπέρι;.
- Όχι, μαρή θυατέρα, είναι μπονόρα ακόμα, στο (ν)ύπνο σου δα το ειδες;
- Δε (γκ)ξέρω. Εδεκεί π` σάρωνα, μου κάστ`κε ότ` άκ`σα τη μουζ`κή.
- Όχι, μαρή κουρεμαδιά, είναι μπονόρα σου λέου. Ύστερα απ` τσ` εννιά η ώρα να (ν)το λογαριάζ`ς. Δε μ` λες τώρα, για να πούμε και τίποτσ` άλλο, έβαψες πολλά αυγά μαρή;
- Ένα (γ)κόρακα, χριστιανή μου. Δε (γ)ξέρω τι τον ηύρε το (γ)καλοφούρτουνο το ν`κοκύρ` μου, να (ν)τονε χαρώ, και μου κουβάλ`σε δέκα ντουζίνες, η τζόγια μου, «λες και θα μας κομ-παρίρ`νε οι Αγγλογάλλ`». Κάμε κόντο. Μήτε στα «δώδεκα βαγγέλια» δεν άδειασα να πάου η καψερή, ο Θέος να με σ`χωρέσει. - Μπα, μαρή κοπέλα μ`. Δε μ` λες κάνε, τ` αρνί σας το σφάξατε;
- Μπαααα, θειά μ`. Καρτερώ το μπαρμπα-Χρήστο το Μένιο. Η αφεντιά του μας το σφάζ` ούλες τσι χρονιές. Είναι φίλος, βλέπ`ς, με το ν`κοκύρ` μου. Του δίνει και τη (μ)προβιά κάθε χρόνο!
- Εγώ, καψόπαιδο, εφώναξα εχτές το μπάρμπ` Αργύρ` και ξεντριγάρ`σα.
- Ναι, είδα τσου «σταυρούς στη (μ)πόρτα» σας. Και του χρόνου να `στενε καλά. Δε μ` λες, αλήθεια, θεια, η αφεντιά σου θα (γ)ξέρ`ς. Τι πράμα είν` αλήθεια αυτό το κομμάτι; Άκου, να γυρίζ`, λέει, κάθε Μεγασάββα η μουζ`κή στα σοκκάκια και να βαρεί τ` «διάνα» κι οι ν`κοκυράδες, απ` όπ` βρεθούνε, να τσακίζ`νε στσου δρόμ`ς ότ` παλιαγγειό τσου βρίσκεται. Μπορείς να μ` πεις η αφεντιά σου, τι σένια είναι, η αφεντιά τσου;
- Εθίματα, μαρή θυατέρα. Παλιά εθίματα των γιορτώνε. Τι θέλ`ς να `ναι; Έτσ` τα `βραμε απ` τσου παλιότερους, έτσ` τα βαστάμε και στσι μέρες μας. «Μικρή Ανάσταση» μου την είπε, νια μέρα π` τονε ρώτησα κι εγώ, ο σιορ Πίπ`ς, ο νόντσολος τ` Άη-Μηνά. Αλλά τώρα, στο (γ)καιρό μας, δεν τα πιεντάνε και πολύ - πολύ. Παλιότερα, καψόπαιδο, ο κοσμάκ`ς τα στ`μάρ`ζε πλειότερο απ` τσου τωρινούς και μάλ`στα μου πολύ τα χαιρόντανε. Θ`μάμαι νια βολά, σα σήμερα, όπως κατέβαινε η μουζ`κή στο παζάρ` απ` τα Χάβρ`κα για τη (μ)πιάτσα, εδεκεί στο σοκκάκι του Μαρκά, πετιέται απ` το τσαγκάρ`κό του ο Γιώργ`ς ο Κράλ`ς, Θεός σχωρέστονε κι απ`θώνει καταμεσίς του δρόμ` ένανε θεόρατο μπότη, από κειούς εκεί με τ`ν αλ`φή απόξ`, ξέρ`ς μαρή, π` βάν`νε το λάδ`, μ` ένα φ`τίλ` απάν` στη μσ`ούδα του, αναμμένο. Οραντίς και το βλέπ`νε οι μουζ`κάντ`δες, σκιαχτήκανε και το βάν`νε στα κοσάκια. Σκορπίσανε και μήτε δ`νήθηκε να (ν)τσου σ΄μασ` άλλο ο μακαρίτ`ς ο μπάρμπα Νιόνιος ο Τσ`ρώτος, π` τσόκανε το «δάσκαλο». - Έτσ` λ`πόν!. Και δε μ` λες αλήθεια, θεια. Όλο τι πράντσα λογαριάζεις να `τ`μάσεις; - Τι πράντσα, μαρή κοπέλα μ`, σα (γ)και δε (ν)τα ξέρ`ς, ρωτάς. Απόψε το πατσαλίκι αυγοκομμένο, όπως το καλεί η βραδιά. Αύριο τσότσο κρέας με μανέστρα και τ`ν άλλ` τ` αρνί ψ`μένο. Αυτά. Τα ξέρ`ς. Δε (ν)τα ξέρ`ς τώρα;. - Θα (ν)το ψήσ`τε στο σουβλί; - Ναίσκε, μαρή. Όξ` στ`ν αδειά, αντάμα με το (γ)κ`νιάδο μου και το λαλά μου. Κάθε χρόνο έτσ` κάν`με, από έσπαλε. Θέλ`νε, βλέπ`ς, άμα το σ`κών`νε, να ρίχν`νε και τσι κουμπουριές τσου, για το καλό τα` χρόνου. Το δ`κό σας θα (ν)το βάλ`τε στο φούρνο, ε; Είδα το δ`κόνε σου, τ` απολιώρα, πόφερν` αποκλάδια. - Τι να κάμ`με, θειά μου; Είμαστε βλέπ`ς κι οι δύο κονκασάδοι. - Και για Ανάσταση, πού λέτε να πάτε; - Εδεδώ στ` (μ)πιάτσα, λέμε να βγούμε, στον Αη-Σπ`ρίδωνα για πιο σιμά. Ας πάου τώρα ν` αποσώσω κάτ` δ`λειές που τ`ς έχω στ` μέση, μη (μ)πάει κι έρτ` ο μπάρμπα Χρήστος για το καλότ`χο τ` αρνί. - Τότενες, γεια σ` μαρή θυατέρα μου και καλή σας Ανάσταση. - Αμήν, θεια μου, παρομοίως, με τ` φαμελιά σου.. (το παραπάνω κείμενο με τίτλο το ‘Κομμάτι΄είναι του αείμνηστου Παναγιώτη Τ. Ματαφιά (Νότη Μπρανέλου), απο το βιβλίο του με τίτλο "Απ` τον Αη-Μηνά ίσαμε τον Πόντε, Αθήνα 1992").