ΛΕΥΚΑΔΑ ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΟ ΤΥΡΚΟΥΑΖ


 ΚΕΙΜΕΝΟ/ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ


http://www.os3.gr/arhive_topos/gr



Ονειρικό χρώμα, δύσκολο στην περιγραφή του. 
Όσο άνοιγμα έχει ένας υπερευρυγώνιος, τόσο κρατάει 
αυτό το απροσδιόριστο μπλε, που γράφει 
στην ούγια του τη λέξη καλοκαίρι.
Βουτιά στα τυρκουάζ. Με ένα βήμα πας στα άπατα.
 Λευκάδα, δυτικές ακτές, από το Ακρωτήριο Λευκάτας
 μέχρι πάνω στην παραλία του Αη-Νικήτα.
Πόρτο Κατσίκι, Εγκρεμνοί, Κάθισμα, το τυρκουάζ 

κάνει ρεσάλτο από παντού. Μπορεί και να είναι αυτό 
το εξέχον γνώρισμα της Λευκάδας. Του νησιού,
 που δεν είναι ακριβώς νησί, γιατί δεν έχει 
αποκόψει τον ομφάλιο λώρο του από τη μεγάλη στεριά. 
Μόλις ένα μικρό κανάλι τη χωρίζει από την Αιτωλοακαρνανία.
 Ένας ιστός ξηράς, που μοιάζει στ' αλήθεια 
με ομφάλιο λώρο οδηγεί από κείνο το μικρό κανάλι 
στην άκρη της πόλης, που είναι κτισμένη
 στο Βορρά του νησιού.


Κάπως έτσι βάζεις πλώρη για τα τυρκουάζ,
με ένα καραβάκι που σαλπάρει από τη βασιλική.
Οι ανατολικές ακτές στη Λευκάδα δεν θυμίζουν 
και πολύ νησί. Ούτε οι παραλίες που μπορεί
 κανείς να κολυμπήσει είναι κάτι το σπουδαίο. 
Γι' αυτό και το νησί μοιάζει να .γέρνει δυτικά,
 μέχρι που λες πως θα μπατάρει.
Δυτικά λοιπόν είναι όλο το θέμα με 
τις θάλασσες. Αυτές οι μοναδικές 
τυρκουάζ θάλασσες με τις θεϊκές αποχρώσεις, 
σε μια τεράστια γκάμα του μπλε, από ελαφρύ
 σιέλ, μέχρι εκεί στη γραμμή του ορίζοντα, 
που γίνεται βαθύ κυανούν.
Εντυπωσιακά χρώματα που απλώνονται 
σχεδόν πάντοτε στις ρίζες απότομων γκρεμών,
 που κατεβαίνουν κάθετα στη θάλασσα
 και κόβουν την αναπνοή.
Εντυπωσιακοί και οι γκρεμοί και οι θάλασσες. 
Αυτό το θέαμα το είδα πρώτη φορά αρχές
 καλοκαιριού, με μια ομίχλη να σέρνεται 
ράθυμη πάνω στη θάλασσα. Σκηνικό από
 ταινία του Fellini. Αυτό που μου ήρθε στο 
νου ήταν το φιλμ "La nave va" (το πλοίο φεύγει)
 του αξέχαστου Μάγου Federico Fellini.
 Η ομίχλη φεύγει. Σέρνεται αργά γύρω
 απ' το φάρο στο Λευκάτα, κατρακυλάει 
ύστερα στους κοφτούς, λευκούς γκρεμούς
 με τα ασπροχώματα και τα χαλίκια.
Σκηνικό εξαίσιο. Αυτό το παραδείσιο τυρκουάζ,
 το σχεδόν απίστευτο, που ακινητεί 
μ' ένα λάγνο τρόπο, ηδονικό, σίγουρο 
για τη μοναδικότητά του.
Αυτό το νερό είναι ο πρωταγωνιστής. 

Το ανυπέρβλητο ή εγκωμιούχο.



Το Ακρωτήριο Λευκάτας, με το φάρο. Η «Λευκάς πέτρη» του Ομήρου.

Ένας μύθος λέει πως από το Ακρωτήριο Λευκάτας 
έπεσε η Σαπφώ για να γλιτώσει από το
 βάσανο του έρωτά της με τον Φάωνα.
Έχει μια άγρια ομορφιά αυτός ο τόπος.
 Η άκρη του πουθενά. 
Μια γυμνή λευκή πέτρα, που έχει 
δώσει και το όνομα σε όλο το νησί.
Το ακρωτήριο αυτό είναι γνωστό
 και με τα ονόματα Νιράς, 
η Κάβο-Δουκάτο ή Κάβος της Κυράς.
 Ο Όμηρος το αναφέρει με το όνομα

 Λευκάς Πέτρη.

Φοβερός τόπος, με τα γυμνά λευκά του
 βράχια να ορθώνονται 60 μέτρα κάθετα 
πάνω από τη θάλασσα. 
Τον 12ο π.Χ. αιώνα οι άνθρωποι θυσίαζαν
 ανθρώπους σ' αυτό το μέρος για 
να εξευμενίσουν τους θεούς της θάλασσας 
και τα πνεύματα της τρικυμίας.
 Αρκετούς αιώνες αργότερα, το 400 π.Χ. 
γκρέμιζαν από αυτό το ίδιο μέρος κατάδικους, 
για τον ίδιο λόγο.
 Αν ο κατάδικος κατάφερνε να επιζήσει 
πέφτοντας στη θάλασσα, του χάριζαν τη ζωή.




Ταξιδεύοντας με ένα πλοίο μέσα στην ομίχλη, 


παραπλέοντας τις εντυπωσιακές 
ακτές στους Εγκρεμνούς και στο Πόρτο Κατσίκι.
Στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο φάρος υπήρχε 
στην αρχαιότητα το Ιερό του Απόλλωνα Λευκάτα, 
πολύ γνωστό στον αρχαίο κόσμο.
Ο Λευκάτας είναι το νοτιότερο άκρο της Λευκάδας
 και απέχει από την πόλη 50 χιλιόμετρα.
Εκτός από την οδική προσέγγιση υπάρχει
 και ο θαλασσινός δρόμος, με τα καραβάκια 
που κάνουν δρομολόγια από τη Βασιλική.
Παρακάμπτοντας το ακρωτήριο Λευκάτας, 
αρχίζουνε τα θαύματα. Αυτή η θαλασσινή 
συμφωνία με τα μπλε, που μοιάζουν
 με τη μουσική του Vivaldi. Primavera ή Estate.

Allegro-Largo-Allegro. Και μετά: Allegro non molto-Adagio-Presto. 

Το καλοκαίρι κατρακυλάει από τους γκρεμούς 
στη θάλασσα και χάνεται στα τυρκουάζ.



"Lanaveva". Μπορεί και να είναι μια παραίσθηση. «Το πλοίο φεύγει».

Αυτό το τυρκουάζ που κουβαλάει μαζί του όποιος 
περάσει από τη Λευκάδα. Γιατί είναι βέβαιο, πως
 φεύγοντας από το νησί σε ακολουθεί αυτό το χρώμα.
 Σε ακολουθεί ή σε καταδιώκει.
Η κατοίκηση της Λευκάδας έχει ίχνη στην 
Παλαιολιθική εποχή και ο Γερμανός αρχαιολόγος
 Γουλιέλμος Ντέρπφελντ,  συνεργάτης του Ερρίκου Σλήμαν 
στην ανασκαφή της Τροίας, που έκανε ανασκαφές στο Νυδρί 
έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα από την
 εποχή του Χαλκού (Δεύτερη χιλιετία π.Χ.).,
 διατυπώνοντας τη θεωρία ότι η Λευκάδα 
είναι η Ομηρική Ιθάκη. Είναι ωστόσο μια θεωρία 
που μπερδεύει τα πράγματα , καθώς υπάρχει 
η Ομηρική επισήμανση «Λευκάς πέτρη»,
 για το ακρωτήριο Λευκάτας.
Αρχαία πρωτεύουσα του νησιού είναι η πόλη
 Νήρικος, που τα ερείπιά της εντοπίστηκαν 
στο Καλλιγόνι. Αυτή η πόλη του 7ου π.Χ. 
ήταν περιτειχισμένη από ένα μεγάλο τείχος. 
Ο Γεωγράφος Στράβωνας αναφέρει ότι αυτή 
την πόλη των αρχαϊκών χρόνων, τη Νήρικο, 
 μετονόμασαν σε Λευκάδα.
Τον 7ο π.Χ. αιώνα, η Λευκάδα είναι αποικία της Κορίνθου. 
Τον 2ο μ.Χ. αιώνα θα υποκύψει στους Ρωμαίους 
που θα κατασκευάσουν μια μεγάλη 
πέτρινη γέφυρα 700 μέτρα μάκρος, που ένωσε το νησί
 με την Ακαρνανική ακτή.




Τυρκουάζ νερά, ομίχλη, λευκά βότσαλα κι ένα χυτό βουνό
 να ορμάει προς τη θάλασσα. Μπορεί να έχει άλλο όνομα η μαγεία;


Φαίνεται πως η ιστορία δεν τα πάει και τόσο 
καλά με τα τυρκουάζ, γιατί όλη η ιστορική δράση 
παίχθηκε στην ανατολική ακτή, αυτή δηλαδή
 που βλέπει απέναντί της τη μεγάλη στεριά. Άλλωστε,
 αυτή η ακτή είναι ένας άλλος κόσμος. Εκεί στο Νυδρί η θάλασσα
 που απλώνεται μπροστά του μοιάζει με ένα μικρό Αρχιπέλαγο, 
που κολυμπούν μέσα του ένα κοπάδι μικρονήσια. Ο Σκορπιός, 
 το Σκορπίδι, η Σπάρτη, η Μαδουρή, το Μεγανήσι. Ο Κάλαμος,
 ο Kαστός, η Θηλειά και το Kυθρό. Τα καραβάκια κάνουν βόλτες τους τουρίστες
, παραπλέοντας τις εντυπωσιακές ακτές αυτών των μικρών νησιών,
 που είναι κατάφυτα μέχρι τη θάλασσα.
Το πιο μεγάλο απ' όλα είναι το Μεγανήσι (πηγαίνει μικρό 
φέρυ-μπότ από το Νυδρί), με 2.000 κατοίκους. Η Μαδουρή
 είναι το νησί του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και ο Σκορπιός, 
το νησί του Αριστοτέλη Ωνάση. Παλιές δόξες στέφουν
 για διαφορετικούς λόγους το καθένα από αυτά τα δυο μικρά νησιά, 

που σήμερα έχουν γίνει αξιοθέατα.




Το Πόρτο Κατσίκι, προσεγγίζοντάς το από τη θάλασσα.

Σε αντίθεση με τα μοναχικά τυρκουάζ της 
Δυτικής ακτής, τους επιβλητικούς, ακατοίκητους 
Εγκρεμνούς και το εντυπωσιακό Πόρτο Κατσίκι,
 η ανατολική ακτή είναι αρκούντως κοσμική.




Λευκά βότσαλα, τυρκουάζ νερά στους Εγκρεμνούς.
Φαίνεται όμως ότι κι εδώ στη δυτική ακτή των τυρκουάζ
 κάτι αλλάζει, όπως δείχνουν τα πράγματα στον Αη-Νικήτα 
και στο Κάθισμα. Ο τουρισμός κάνει ρεσάλτο και είναι φυσικό. 

Το τυρκουάζ είναι μαγνήτης.




Ίσως, ο Παράδεισος σε χρώμα τυρκουάζ!




Τυρκουάζ, τυρκουάζ, τυρκουάζ, τυρκουάζ, τυρκουάζ, τυρκουάζ!

Πρώτα Allegro-Largo-Allegro, όπως η Primavera του Vivaldi
 και μετά: Allegro non molto-Adagio-Presto, per l'Estate.
 Η μουσική μπερδεύεται στα χρώματα και τρέχει στα νερά της θάλασσας

. La mare per l'Estate. Tutto azzurro. 


Ένα τυρκουάζ καλοκαίρι σε μια θάλασσα θαυμάτων...

http://www.os3.gr/arhive_topos/gr_topos_leykada.html

Το Ακρωτήρι Λευκάτας (ή Κάβος της Κυράς ή Κάβος της Νιράς ή Κάβο Δουκάτο)

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ: ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ


Παρασκευή, 6 Φεβρουαρίου 2009


ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΗ



«Γυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζι»

                                      Κ .Γ.  Καρυωτάκης



Ο ποιητής Κ.Γ. Καρυωτάκης (1896 –1928) πέρασε ένα διάστημα της παιδικής του ηλικίας στην Λευκάδα (ο πατέρας του ως νομομηχανικός εργάστηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας) κι έτσι στα στενά της πόλης που σήμερα περπατάμε, κάποτε περπάτησε κι εκείνος. Πολύ αργότερα ο Καρυωτάκης, σαν δημόσιος υπάλληλος, ύστερα από ανοιχτή ρήξη, λόγω της αδέκαστης συνείδησής του, με τον τότε υπουργό Μιχάλη Κύρκο, μετατέθηκε στην Πρέβεζα, απ’ όπου ξαναεπισκέφτηκε την Λευκάδα, γράφοντας μάλιστα στον αδερφό του: «Την περασμένη Κυριακή επήγα στην Λευκάδα και είδα τι διαφορά μπορεί να υπάρχει μεταξύ ανθρώπων που χωρίζονται με ταξίδι μισής ώρας. Εδώ δεν βλέπει κανείς παρά χωριάτες».
Είναι πράγματι αξιοπρόσεκτο πως λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία
του ο Καρυωτάκης μπορούσε να διακρίνει την διαφορά πολιτισμού
ανάμεσα στα δύο αυτά μέρη - έτσι καταρρέει η άποψη κάποιων
που ιχυρίζονται ότι στην ψυχική κατάπτωση που βρισκόταν θα
έβλεπε "μαύρο" ακόμα και... το Παρίσι!Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως ένας τόσο ευφυής
άνθρωπος θα αυτοκτονούσε απλά και μόνο για μια δυσμενή
μετάθεση που δεν κράτησε ούτε ένα μήνα.
* * *

75 χρόνια αργότερα (2003) η Πρέβεζα πασπαλίζει με σκόνη το αίμα του Καρυωτάκη, αφήνοντας το σπίτι που διέμενε (Δαρδανελίων 12) στα νύχια της εγκατάλειψης. Το τραπεζάκι που έγραψε τα τελευταία του ποιήματα – κόσκινο απ’ το σαράκι κι απ’ την φθορά – μου το παραχώρησε η κυρία Πόπη, η τότε σπιτονοικοκυρά του ποιητή, που κοντά εκατό χρονών σήμερα θυμάται:

«Τα βράδια τον ακούγαμε που περπατούσε πάνω κάτω μέσα στην κάμαρη. Ύστερα άνοιγε το συρτάρι του τραπεζιού κι εκείνο έτριζε… Μετά ησυχία! Φαίνεται θα ’γραφε. Σε λίγο σηκωνόταν κι άρχισε πάλι να βηματίζει πάνω κάτω… Εγώ με την θεία μου κοιμόμαστε δίπλα… Μια πόρτα μάς χώριζε… Ήτανε το πάτωμα από σανίδες και τον ακούγαμε. Κι αυτό κάθε βράδυ… Πολλές φορές ως το πρωί…»

Η κυρία Πόπη καταγόταν απ’ την Καρυά Λευκάδας. Όταν της ζήτησα το τραπέζι για να το επισκευάσω και να το εκθέσω στην Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας, με την υπόσχεση αν ποτέ γίνει Μουσείο Καρυωτάκη στην Πρέβεζα να επιστραφεί, με κοίταξε και είπε: «Εγώ για την ιδιαίτερη πατρίδα μου θα έδινα και την ψυχή μου, αλλά τι να το κάνεις αυτό το πράγμα, δεν είναι για παρουσιασμό!»



Μάζεψα λοιπόν έναν σωρό από σαρακοφαγωμένα ξύλα – έτσι έγινε ύστερα από τόσα χρόνια το τραπέζι, παρατημένο στην αυλή, έρμαιο στις καιρικές συνθήκες, βαμμένο με τρεις στρώσεις λαδομπογιάς – και προσπάθησα, εγώ ο άσχετος από πάσης φύσεως τεχνική εργασία να το επισκευάσω. Στα περισσότερα σημεία, τρίβονταν λες κι ήταν από φελιζόλ!..



Ήταν κυριολεκτικά σαν να προσπαθούσα ν’ αναστήσω έναν νεκρό! Έξι μήνες κράτησε η επισκευή και οι εργασίες συντήρησης, οι οποίες ποιος ξέρει πόσο θα κρατούσαν ακόμα αν δεν υπήρχε η πολύτιμη και αφιλοκερδής συνδρομή του Ανδρέα Δ. Μεταξά και του Θωμά Π. Σολδάτου.

Μετά το πέρας των εργασιών, απευθύνθηκα στον δήμο Λευκαδίων και συγκεκριμένα στον συνθέτη κύριο Κυριάκο Σφέτσα, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή υπεύθυνος για τα πολιτιστικά του δήμου, προκειμένου να μεσολαβήσει ώστε να εκτεθεί το τραπέζι στην Βιβλιοθήκη ή όπου αλλού έκρινε ότι θα ήταν εφικτό.
Εισέπραξα αοριστίες, μιας και «οι επερχόμενες εκλογές», όπως είπε, «δεν μας επιτρέπουν τέτοιες ενέργειες τώρα» (δηλαδή ποιος ασχολείται με τραπέζια, όταν το ζήτημα είναι… τα κουτάλια!).

Απευθύνθηκα και στον Αριστοτέλη Χαραμόγλη. Ιδρυτή της «Χαραμόγλειου Ειδικής Λευκαδιακής Βιβλιοθήκης» (Χ.Ε.Λ.ΒΙ.) Πρόκειται για μια συλλογή 29.000 τίτλων με τα έργα 714 Λευκαδίων και άλλο υλικό που καλύπτει 60 ενότητες λευκαδίτικων θεμάτων τα οποία υπερβαίνουν τις 34.000 και συνεχώς εμπλουτίζεται με νέο υλικό.
Το 1984 δωρήθηκε από τον ίδιο τον συλλέκτη στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας. Το 1987 η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε τον Α. Χαραμόγλη για το έργο του.
Αργότερα η Βιβλιοθήκη (Χ.Ε.Λ.ΒΙ.) αναγράφτηκε στο Bιβλίο των Pεκόρ GUINNSS 1994 ως η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη αποκλειστικού θέματος παγκοσμίως.

Ο Χαραμόγλης ενθουσιάστηκε! Όχι μόνο ήθελε το τραπέζι, αλλά και όποιο άλλο αντικείμενο υπήρχε του Καρυωτάκη. Στο σπιτάκι της Πρέβεζας διατηρούνται ακόμα το κρεβάτι του ποιητή (το στρώμα εξαφανίστηκε από τους θαυμαστές του, αφού όταν επισκέπτονταν το σπίτι… έκοβαν κρυφά κι από ένα κομμάτι!)



ένας μεγάλος καθρέφτης με επίχρυση κορνίζα, ένα ωραίο έπιπλο με νιπτήρα και μια κανάτα. Ευτυχώς που δεν κουβάλησα όλα αυτά τα πράγματα στον Χαραμόγλη, ο οποίος την άλλη μέρα είπε πως το ξανασκέφτηκε και… δεν το θέλει το τραπέζι! Κι όταν του είπα, εκνευρισμένος, πως εγώ ξόδεψα χρόνο και χρήμα για υλικά συντήρησης κι η Λευκάδα δεν έχει ούτε μια γωνίτσα για το τραπεζάκι, υποτιμητικά έβαλε το χέρι στην τσέπη… να μου δώσει τα λεφτά που χάλασα!
Όλα αυτά μ' έκαναν να πιστεύω πως στις μέρες μας δεν υπάρχει και πολύ μεγάλη διαφορά «μεταξύ ανθρώπων που χωρίζονται με ταξίδι μισής ώρας»!
Κρίμα, γιατί ο Χαραμόγλης ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για την Λευκάδα!

Τελικά, μετά από πολλές προσπάθειες… κατάφερα (!!!) να εκθέσω το τραπεζάκι στην Δημόσια Βιβλιοθήκη. Αφού του άλλαξαν χίλιες τοποθεσίες – μέχρι που το έκρυψαν κάτω από το μεγάλο τραπέζι του συμβουλίου –, αφού του έβγαλε κατά λάθος η καθαρίστρια το ένα πόδι, τώρα τυγχάνει κάποιας καλύτερης μεταχείρισης, κατόπιν και της συμβολής της διευθύντριας κυρίας Μαρίας Ρούσσου.

Σαν ελάχιστο φόρο τιμής στο αίμα και στο έργο του Καρυωτάκη, εμείς οι εναπομείναντες Λευκάδιοι «Δον Κιχώτες», «σκοντάφτοντας στην λογική και στα ραβδιά των άλλων» υιοθετούμε αυτό το… εξόριστο τραπεζάκι, παραδίδοντάς το, ως λείψανο ιερό, στο οστεοφυλάκιο της Ιστορίας.



Δημήτρης Ε. Σολδάτος
Περιοδικό «Νέα Λευκάδα», τεύχος 1
Άνοιξη 2003 



ΕΠΙΜΕΤΡΟ
 
Η κυρία Πόπη, η τότε σπιτονοικοκυρά του ποιητή, ίσως ο μόνος άνθρωπος που ζει ακόμα (2003) απ' όσους γνώρισαν προσωπικά τον Καρυωτάκη, μου είπε κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες γι' αυτόν, για την εποχή εκείνη, αλλά και για τις τελευταίες μέρες του:

α) «Ήταν τζέντλεμαν! Όμορφος (ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι της επαρχίας ήταν φυσικό να βλέπει έτσι ένα δημόσιο υπάλληλο, ντυμένο με την τελευταία λέξη της παρισινής μόδας, γιατί ο Καρυωτάκης δεν ήταν "Άδωνις"), ολιγόλογος, ευγενέστατος και καλοντυμένος! Όταν ήρθε φορούσε ένα ωραίο, καφέ σκούρο κοστούμι με λεπτές μαύρες ρίγες! Όλες οι κουβέντες του ήταν «καλημέρα σας» όταν του πηγαίναμε το γάλα του και «καλησπέρα σας» αν μας συναντούσε στην σκάλα καθώς επέστρεφε αργά το απόγευμα. Κόσμο δεν έφερνε ποτέ στο σπίτι…

β) Λίγες μέρες πριν αυτοκτονήσει ήρθε και μας προπλήρωσε αρκετά νοίκια και μας έδωσε και χρήματα για τα ρούχα που του πλέναμε, αφού μας ευχαρίστησε για την όμορφη φιλοξενία μας, όπως είπε. Εμείς όταν πέθανε ξοδέψαμε μέρος των χρημάτων αυτών για λαμπάδες στην κηδεία και για μνημόσυνα, γιατί δεν μας έκανε καρδιά να τα κρατήσουμε. Όταν έφτασε ο αδερφός του στην Πρέβεζα, είπαμε να του δώσουμε τα υπόλοιπα λεφτά πίσω. Εκείνος όμως δεν τα δέχτηκε...

γ) Λίγο καιρό αφότου πέθανε ο Κωστάκης, ήρθε ένας υπάλληλος της νομαρχίας που ήταν μαζί του στο ίδιο γραφείο και μου έφερε κάτι ποιήματα που βρήκε σ’ ένα συρτάρι. Τα κρατούσα για ενθύμιο πολλά χρόνια. Ζήλευε ο άντρας μου όμως και αναγκάστηκα να τα κάψω! Αυτός ο υπάλληλος μου είπε πως ο Κωστάκης έλαβε ένα γράμμα μια βδομάδα πριν πεθάνει κι απ’ όταν το διάβασε ήταν σε άλλο κόσμο...

δ) Αυτά που γράφει στo ποίημα "Πρέβεζα" είναι όλα αλήθεια. Είχε τόσες κάργιες εδώ τότε, που φέραμε τον στρατό για να τις σκοτώσει, γιατί έπεφταν πάνω στα σπίτια των νοικοκυραίων, έσπαγαν τα τζάμια κι έμπαιναν μέσα.
Εδώ πιο κάτω στην γειτονιά υπήρχε μια γυναίκα που της έδιναν απ' το εστιατόριο κρεμμύδια για να τα καθαρίζει. Κι όταν περνούσες έξω απ’ το σπίτι της την έβλεπες στο κατώφλι, συνήθως, να μην κάνει άλλη δουλειά κι όλο το στενό βρομούσε απ’ τα κρεμμύδια κι έτρεχαν δάκρυα απ’ τα μάτια σου.»



Η κυρία Πόπη, 2003 ___________________


ΔΑΡΔΑΝΕΛΙΩΝ 12




Στην Πρέβεζα, σ' ένα στενό υπάρχει ένα σπιτάκι
γωνιακό στην αγορά, φτωχό και ξεχασμένο.
Ογδόντα χρόνια αργότερα την σκάλα ανεβαίνω
που αντήχησαν τα βήματα του Κώστα Καρυωτάκη.

Στην πόρτα μ' υποδέχεται η σπιτονοικοκυρά του
γριούλα - τότε θα 'τανε παιδούλα στα δεκάξι.
"Τις πόρτες και τα έπιπλα σαράκι έχει ρημάξει..."
μου λέει καθώς μπαίνουμε, "αυτή είναι η καμαρά του!"

Ανοίγω το παράθυρο και το γερτό πατζούρι
και βλέπω - με τα μάτια του - τις κάργιες να χτυπιούνται,
γυναίκες καθαρίζοντας κρεμμύδια ν' αγαπιούνται...

Κι ο ήλιος δύει, σαν πληγή ανοιχτή της Πολυδούρη.

Κάθομαι στο κρεβάτι του, ζεστά είναι τα σεντόνια
λες μόλις να σηκώθηκε! Κοιτιέμαι στον καθρέφτη
και μια σκιά ξωπίσω μου στο τζάμι μέσα πέφτει,
σαν να χαμήλωσε το φως και γύρισαν τα χρόνια...

Τον βλέπω στο γραφείο του - ένα παλιό τραπέζι.
Στο βάζο το τριαντάφυλλο, που απόψε το 'χει κόψει
γιατί γελώντας κοίταζε την αυστηρή του όψη,

 και δίπλα τα βιβλία του - αντί χαρτιά να παίζει...

Παντού η εγκατάλειψη! Και υγρασία στον τοίχο,
σαν δάκρυ που μαντήλι του τ' ασβέστη έχει την στρώση.
Γράφει το δάχτυλο σταυρούς: σκόνη - απουσία τόση -
στα πράγματα που απόμειναν! Μ' έναν δικό του στίχο

τα έπιπλα τριγύρω μου μιλούν με τον τριγμό τους -
λες κι απ' τα χείλη εκεινού τα λόγια ετούτα βγαίνουν:
"Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν
άλυτοι γρίφοι, που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους".


Δημήτρης Ε. Σολδάτος, 2003
 

 FORUM  ΠΡΕΒΕΖΑΣ (για τον Καρυωτάκη και το Τραπέζι)

http://forumprevezas.wordpress.com/tag/%ce%ba%ce%b1%cf%81%cf%85%cf%8e%cf%84%ce%b1%ce%ba%ce%b7%cf%82/


Εφημερίδα 'ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (Για την Πρέβεζα, τον Καρυωτάκη και το Τραπέζι)

http://trans.kathimerini.gr/4Dcgi/4dcgi/_w_articles_taxgreece_1_12/05/2011_390500


ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ