ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΠΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Γ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ


Σάββατο, 26 Ιανουαρίου 2013



ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΠΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Γ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ


http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2013/01/blog-post_26.html





Θεόδωρος Γ. Γιαννόπουλος, Πόθεν και πότε οι Έλληνες; σειρά Νέες Προσεγγίσεις στον Αρχαίο Κόσμο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2012, 664 σελ.

«Πότε ξεκινά ο ελληνικός πολιτισμός; Πώς μπορούμε να ορίσουμε μεθοδολογικά την αφετηρία του και να την εντοπίσουμε στον χρόνο; Σε ποιους χρόνους και σε ποιες διαδικασίες μπορεί να αναχθεί η προέλευση του ελληνισμού των ιστορικών χρόνων; Το κυριότερο: πού μπορούμε να βρούμε, ως μέσοι Έλληνες αναγνώστες, υπεύθυνες απαντήσεις σε ερωτήματα τόσο σημαντικά και ευαίσθητα, μακριά από επικίνδυνες υπεραπλουστεύσεις και ακραίες ιδεοληψίες, από μυθομανείς «ερευνητές» χονδροειδούς ερασιτεχνισμού ή ενίοτε και αμφίβολης ψυχοπνευματικής ισορροπίας; Το βιβλίο αποτελεί ένα επιστημονικό όσο και συγγραφικό εγχείρημα. Λειτουργεί καταρχάς ως ένα συστηματικό και προσιτό εγχειρίδιο της μακροχρόνιας, διεθνούς επιστημονικής διερεύνησης των απαρχών του ελληνικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό επικαιροποιεί δραστικά τις γνώσεις του ευρύτερου ενδιαφερόμενου κοινού στην Ελλάδα με δεδομένη την αληθινή κοσμογονία που τα τελευταία 25 περίπου χρόνια έχει συντελεστεί σε διεθνές επίπεδο τόσο στην μελέτη της προέλευσης των γλωσσών όσο και στην σχέση μεταξύ της αρχαιολογίας, της γλωσσολογίας, αλλά και άλλων εμπλεκομένων επιστημών. Οιπολλές και διαφορετικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί στην διεθνή επιστημονική κοινότητα περί της «ελεύσεως των Ελλήνων» ταξινομούνται κατά χρονικά παράθυρα, παρουσιάζονται αναλυτικά και σχολιάζονται κατά τον πλέον διεξοδικό, αλλά και εύληπτο τρόπο. Μέσα από ένα βασικό φροντιστήριο της προϊστορίας του Αιγαίου, αλλά και ενός ευρύτερου γεωγραφικού χώρου γίνεται κατανοητή η σύνθετη ιστορία της έρευνας του προβλήματος, καθώς και το υπόβαθρο των νέων, ανατρεπτικών πορισμάτων, στα οποία αυτή καταλήγει. Στις σελίδες του βιβλίου ο ομηρικός Οδυσσέας, η «Κάθοδος» των Δωριέων, οι μυστηριώδεις Πελασγοί, οι γραμμικές γραφές και τα πολυάριθμα μνημεία της προϊστορίας του Αιγαίου είναι μερικά μόνον από τα κομμάτια ενός μεγάλου και πολύπλοκου παζλ, το οποίο αποκαλύπτεται σιγά σιγά δίνοντας νέες, υπεύθυνες και αναπάντεχες απαντήσεις σε μια σειρά από σύνθετες, αλλά και συναρπαστικές ερωτήσεις. Απομένει να καταδειχθεί κατά πόσον μια διαφαινόμενη, ριζική μεταβολή της αντίληψης για το παρελθόν μπορεί να οδηγήσει και στην αλλαγή διαφόρων εδραιωμένων κατευθύνσεων που αφορούν το παρόν και το μέλλον όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης».


Αυτό είναι το κείμενο του οπισθόφυλλου στο άρτι εκδοθέν από τιςΠανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης βιβλίο με τίτλο «Πόθεν και πότε οι Έλληνες;». Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού. Συγγραφέας του ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος, Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, ο οποίος με το βιβλίο αυτό φιλοδοξεί να παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό την πρώτη εκτενή επιστημονική μονογραφία για την προέλευση του ελληνικού πολιτισμού.

Σε μια εποχή που τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη διέρχονται από μια βαθιά κρίση, που σε σημαντικό βαθμό είναι και κρίση ταυτότητας, το εν λόγω βιβλίο μάς ταξιδεύει στις προϊστορικές απαρχές του ελληνικού και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μέσα από την συναρπαστική ιστορία της έρευνας του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος και στο πλαίσιο μιας γλαφυρής και εύληπτης αφήγησης, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει την σοβαρή και υπεύθυνη, διεθνή επιστημονική διερεύνηση του προβλήματος της «ελεύσεως των Ελλήνων».

Μια μεγάλη επιστημονική αναζήτηση, η οποία οδήγησε από την βιβλική χρονολόγηση των πολιτισμών και των γλωσσών, όπως αυτή αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του δυτικού Χριστιανισμού ως τον ύστερο 19ο αιώνα, στις πιο σύγχρονες ανακαλύψεις της αρχαιολογίας και της πληθυσμιακής γενετικής. Την ίδια στιγμή,καθώς στο βιβλίο εξετάζονται αρκετά «ευαίσθητα» ζητήματα (όπως είναι π.χ. η σχέση έθνους και γλώσσας, έθνους και «φυλής», πολιτιστικής και «φυλετικής» [ή γενετικής] συνέχειας/ασυνέχειας), διάφορες δημοφιλείς υπεραπλουστεύσεις, παρανοήσεις ή εκούσιες διαστρεβλώσεις των υπό συζήτησιν φαινομένων, που τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται στην Ελλάδα σε ένα πλήθος παραεπιστημονικών συγγραφών, ανασκευάζονται μέσω της αντιπαραβολής τους με την υπεύθυνη επιστημονική μεθοδολογία. Μέσω του δοκιμιακού αυτού σκέλους του βιβλίου επιχειρείται μια δυναμική παρέμβαση στην συχνά προβληματική αντίληψη της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα, καθώς και στην πάντα επίκαιρη τάση κακοποίησής της.


Η χαρά μου είναι μεγάλη διότι η Ιδιωτική Οδός παρουσιάζει άμα τη κυκλοφορία του το σπουδαίο αυτό πόνημα του λαμπρού νέου επιστήμονα – κυριολεκτώ – Θεόδωρου Γιαννόπουλου. Με την ανάρτηση αυτή μόλις αρχίζουμε την ενασχόλησή μας με το εν λόγω βιβλίο. Λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητάς του και της επικαιρότητας που θέλει διάφορους «ελληναράδες» να λένε και να γράφουν ό,τι φτάσει, κατά το κοινώς λεγόμενον, θα ασχοληθούμε εκτενώς και πάλι με τη μελέτη αυτή. Πάντως είναι σημαντικό ότι το βιβλίο αυτό εκδίδεται στη σειρά Νέες προσεγγίσεις στον Αρχαίο κόσμο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, την οποία διευθύνει ο Άγγελος Χανιώτης, Καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Institute for Advanced Study του Princeton.


Επειδή γνωρίζω προσωπικά τον συγγραφέα και τους εκλεκτούς φίλους γονείς του, αγαπημένους, άλλωστε, της Ιδιωτικής Οδού, τον έγκριτο νομικό και συγγραφέα κ. Γεώργιο Θ. Γιαννόπουλο και την αρχιτέκτονα – πολεοδόμο κ. Χαρά Παπαδάτου, χαίρω διπλά γι’ αυτή την σπουδαία έκδοση, η οποία προμηνύει μια ανάλογη ακαδημαϊκή καριέρα για τον Θεόδωρο Γιαννόπουλο, που την αξίζει και του την εύχομαι ολόψυχα.


Π.Α.Α.

Μπορείτε να διαβάσετε την εισαγωγή και το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου πατώντας εδώ.

«Πόθεν οι Έλληνες;» – Οι νέες έρευνες για το

 «σημείο μηδέν» του ελληνικού πολιτισμού

 (άρθρο του Δ. Μανιάτη 

στην εφημερίδα «Τα Νέα», 18/11/2013)

Νοεμβρίου 18, 2013
Ενα πολύπαθο και προσφιλές θέμα «απέδρασε» για λίγο 
από τις περιθωριακές ζώνες της τηλεόρασης και την 
αμφισβητούμενη ερασιτεχνική (και συνωμοσιολογική) 
αναζήτηση και επέστρεψε στο γήπεδο της Επιστήμης 
με μια ενδιαφέρουσα μελέτη.
Του Δημήτρη Ν. Μανιάτη
Το λεγόμενο χρυσό προσωπείο του Αγαμέμνονα βρέθηκε στον ταφικό κύκλο Α’ των Μυκηνών, χρονολογείται τον 16ο αιώνα π.Χ. και εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο









Ο προαύλιος χώρος του Βυζαντινού και Χριστιανικού 
Μουσείου της Αθήνας είχε κάτι από το μοναστήρι των
 Βενεδικτίνων όπου εκτυλισσόταν το «Όνομα του Ρόδου»
 του Ουμπέρτο Εκο. Αν στο εμβληματικό μυθιστόρημα το 
«δισκοπότηρο» ήταν ένα χειρόγραφο του Αριστοτέλη,
 εδώ ήταν η καταγωγή των Ελλήνων.
 Η κατάμεστη αίθουσα είχε το βλέμμα της στον 
34χρονο συγγραφέα, διδάσκοντα στο Ανοικτό 
Πανεπιστήμιο Κύπρου, διδάκτορα Προϊστορικής 
Αρχαιολογίας στη Χαϊδελβέργη Θεόδωρο Γιαννόπουλο 
και τα ερωτήματα έπεσαν βροχή. Από πού ήλθαμε ως λαός;
 Είναι το κλίμα ο κύριος παράγοντας διαμόρφωσης 
του πολιτισμού μας; Είναι το DNA και το αίμα 
καθοριστικά; Πώς μετασχηματιστήκαμε μέσα
 στην ιστορική αφήγηση;
Ερωτήματα που τα τελευταία χρόνια ίσως 
είναι και ταμπού αφού σχεδόν έχουν 
μονοπωληθεί από «παραεπιστημονικούς κύκλους» 
μιας αυθαίρετης μεθοδολογίας που συχνά έχει 
στο κέντρο της τη «φυλετική καθαρότητα» ή 
τη συνωμοσιολογία. Μάλιστα στο φόντο της 
ανάδυσης της Ακροδεξιάς, κυριάρχησε στην 
ερμηνεία και οπτική η μανιχαϊστική εκδοχή που 
τροφοδότησε μια αμφισβητούμενη βιβλιογραφία
 και περιθωριακές ζώνες της τηλεόρασης. 
Γνωρίζουμε όλοι ότι εκπομπές και τηλεπωλήσεις
 βιβλίων στήθηκαν στο δοκιμασμένο σώμα ενός
 πεδίου όπου τέμνονται η Αρχαιολογία, η Ιστορία,
 η Γενετική, το κλίμα, το περιβάλλον, ο πολιτισμός 
και άρα είναι πολυσύνθετο και ναρκοθετημένο.
 Για παράδειγμα, την τελευταία περίοδο η 
θεωρία των Πελασγών - έχει την αφετηρία 
της στο έργο αρχαίων ελλήνων συγγραφέων 
από τον Ησίοδο και τον Ομηρο μέχρι τον
 Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη και αναφέρεται
 σε πληθυσμούς που είναι οι «πρόγονοι» των
 Ελλήνων και είχαν γενάρχη τον Πελασγό - 
φαίνεται να κερδίζει οπαδούς (μια βόλτα σε
 «εθνικές» ακροδεξιού αρώματος ιστοσελίδες 
το πιστοποιεί). Ακόμη και υπόνοιες για τη
 σχέση των αρχαίων Ελλήνων με εξωγήινους
 πολιτισμούς έχουν φουντώσει τελευταίως.
Η παρουσίαση του ογκώδους τόμου των 700 
σελίδων έδειξε ότι μπορούν να ανατραπούν όλες
 οι βεβαιότητες και η Επιστήμη (Αρχαιολογία 
και Ιστορία) να γίνει ξανά φακός στον λαβύρινθο 
της ανθρώπινης απορίας. Ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος,
 περνώντας δυόμισι χρόνια στις βιβλιοθήκες 
της Βρετανικής, Αμερικανικής και Γερμανικής 
Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και αφιερώνοντας
 τη μελέτη του στον «άνεργο αρχαιολόγο», 
συνόψισε και επεξεργάστηκε όλες τις έως 
τώρα οπτικές, θέτοντας το ερώτημα
 «Πόθεν και πότε οι Ελληνες» σε γόνιμη βάση.
 Ας λάβουμε υπόψη μας πως η στροφή σε ένδοξες
 σελίδες του παρελθόντος λειτουργεί ως ψυχολογική 
διαφυγή από τη δυσλειτουργία του σύγχρονου
 ελληνικού κράτους.
Στην άλλη πλευρά βρίσκεται η διαδεδομένη 
για χρόνια άποψη του Φαλμεράιερ που 
θεωρούσε ότι δεν υπάρχει συνέχεια μεταξύ
 αρχαίας και νεότερης Ελλάδας. Ο ίδιος τόνιζε ότι 
οι σύγχρονοι Ελληνες κατάγονται από τους Σλάβους
 και μεταγενέστερα από τους Αλβανούς. Για χρόνια
 τα έργα του (κυρίως το «Περί της καταγωγής των
 σημερινών Ελλήνων») ξεσήκωσαν πολεμική και δεν
 μεταφράζονταν στη χώρα μας - αν και φαίνεται ότι 
σκόνταφτε πάνω σε μεθοδολογικά λάθη αφού, 
εκτός από πολλούς ευρωπαίους ιστορικούς, συχνά 
απαντήθηκε και από Ελληνες όπως
 ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Η έρευνα για την καταγωγή των Ελλήνων 
περιλαμβάνει πολλούς επιμέρους τομείς, σχέση
 έθνους – γλώσσας, έθνους και φυλής, 
πολιτιστικής και φυλετικής συνέχειας ή
 ασυνέχειας, ταυτότητα μινωικής γλώσσας, 
ύπαρξη ή όχι άγνωστων προϊστορικών ελληνικών γραφών.
 Ενα δυναμικό, ανοικτό πεδίο που κατά καιρούς
 έχει προσελκύσει και ιστορικούς, όπως τον
 πολυγραφότατο Σαράντο Καργάκο που 
επίσης θεωρεί τον ινδοευρωπαϊσμό «γερμανική κατασκευή»
 και περισσότερο τονίζει τη διαχρονία 
της ελληνικής γλώσσας για 4.000 έτη.
Αν λοιπόν στο εγγύς μέλλον η παλαιολιθική 
αρχαιολογία ανιχνεύσει την αρχαιότερη φάση
 κατοίκησης του ελλαδικού χώρου (τόσο από 
τον σύγχρονο άνθρωπο όσο και από προηγούμενα 
ανθρωπολογικά είδη), το δυσκολότερο ερώτημα
 είναι πότε ξεκινά ο ελληνικός πολιτισμός. 
«Το ζήτημα δεν είναι από πού και πότε ερχόμαστε 
αλλά να αντιληφθούμε ότι οι πολιτισμοί όχι μόνο
 δεν ήλθαν αλλά διαμορφώθηκαν σε χρονικό βάθος.
 Μια διαδικασία διαμόρφωσης όπως η εθνική 
συνείδηση που επίσης είναι ρευστή ως έννοια
 και μεταβάλλεται», σημείωσε ο συγγραφέας. 
Ο συμπαρουσιαστής της έρευνας Χρίστος Ντούμας,
 ομότιμος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας
 του Πανεπιστημίου Αθηνών και επικεφαλής της
 ανασκαφής στο Ακρωτήρι της Θήρας, 
επανέλαβε τους πρώτους στίχους της 
Οδύσσειας για να υπογραμμίσει τον ανοικτό
 χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού: 
«Ανδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον, 
ος μάλα πολλά πλάγχθη (Τον άνδρα τον 
πολύπραγο τραγούδησέ μου, ω Μούσα, που περισσά πλανήθηκε). 
Ο ελληνικός πολιτισμός δεν είναι αυτό που 
φτιάξαμε αλλά και αυτό που πήραμε από τα ταξίδια μας.
 Ο πολιτισμός είναι η συνισταμένη των αποκρίσεων 
του ανθρώπου στις προκλήσεις του περιβάλλοντος
 και άρα δεν έχει σχέση με τη γενετική». 
Ακόμη και η έως τώρα επικρατούσα θεώρηση
 που διδαχθήκαμε στα σχολεία ότι τα πρώτα 
ελληνικά φύλα ήλθαν σε αυτό που κάποτε
 θα γινόταν Ελλάδα περί το 2000 π.Χ. έμοιαζε απλοϊκή. 
Ακόμη και η συχνή επίκληση στη μετανάστευση 
πληθυσμών μπήκε σε άλλη βάση.
«Η πληθυσμική γενετική έχει μπει δυναμικά
 αλλά το μεθοδολογικό έδαφος είναι ασταθές.
 Μπορεί κάποιος φορέας γενετικού υλικού να 
μετανάστευσε και πολύ μετά να μεταλλάχθηκε. 
Μπορεί να δεις ανθρώπους με περίπου ίδιο φαινότυπο 
(όπως οι Τούρκοι και οι Ελληνες) και να μιλάνε άλλη
 γλώσσα. Ο κοινός γονότυπος ή φαινότυπος 
δεν εμποδίζει να είμαστε φορείς άλλου πολιτισμού», 
σημείωσε ο Θ. Γιαννόπουλος απαντώντας σε ερώτηση του κοινού.
Για πολλά χρόνια, επίσης, καθώς η κοιτίδα των
 Ελλήνων και ο ερχομός τους στη Βαλκανική Χερσόνησο
 είχαν συνδεθεί άρρηκτα με το πρόβλημα της πρώιμης
 ιστορίας των Ινδοευρωπαίων, σχετική έρευνα έβλεπε 
τα ελληνικά φύλα ως κομμάτι μιας ευρύτερης γλωσσικής 
ομάδας, χωρίς να τους δίνει μια ξεχωριστή θέση.
 Ομως για τον συγγραφέα Θεόδωρο Γιαννόπουλο, 
ο πολυχρησιμοποιημένος όρος «ινδοευρωπαϊκός» 
είναι απλώς δηλωτικός μιας ομάδας με κοινά γλωσσικά
 χαρακτηριστικά.
«Μήπως μπορείτε να μας πείτε γιατί σε αυτήν την 
περιοχή αναπτύχθηκαν αυτός ο εκλεκτός πολιτισμός
 και η Δημοκρατία;», η ερώτηση του θεατή, συμπύκνωνε,
 μια θέση που συχνά ακούμε τελευταίως. Ο κ. Ντούμας 
δεν άφησε περιθώρια: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως
 σε κάθε κοινωνία υπάρχουν κύκλοι ακμής και παρακμής.
 Να πω εδώ ότι η Δημοκρατία γεννήθηκε από τις συνθήκες
 που λειτούργησαν στον νησιωτικό κόσμο, στον οικισμό 
της Πολιόχνης στη Λήμνο ας πούμε έχουμε αίθουσα συναθροίσεων 
για θρησκευτικούς ή πολιτικούς λόγους. Η Δημοκρατία 
(ως εξέλιξη) είχε σπέρματα στα νησιά όπου δεν 
είχαμε αγροτικά πλεονάσματα, και άρα έχουμε συγκέντρωση
 εξουσίας, αλλά ναυτιλία και εμπόριο».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα» στις 18/11/2013.

«Πόθεν και πότε οι Έλληνες;» 

 Παρουσίαση βιβλίου στο Βυζαντινό Μουσείο,

 Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου 2013, 7 μ.μ.

Νοεμβρίου 5, 20132 σχόλια
Έγινε χθες βράδυ στο Βυζαντινό Μουσείο η παρουσίαση του βιβλίου του γράφοντος «Πόθεν και πότε οι Έλληνες;». Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με επιτυχία και παρουσία πολλών φίλων του συγγραφέα και των ομιλητών. Εκτός από τις εξαιρετικές ομιλίες και παρεμβάσεις των δύο βασικών ομιλητών της εκδήλωσης, υπήρξε και εκτενής συζήτηση με την συμμετοχή του κοινού, στο πλαίσιο της οποίας σχολιάστηκαν πολλές πτυχές του βιβλίου. Από την θέση αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω για άλλη μια φορά τόσο τους δύο ομιλητές, κ. Χρ. Ντούμα και κ. Β. Πανταζή, για τις εισηγήσεις τους και τα θερμά τους λόγια για το βιβλίο, όσο και όλους όσους βρέθηκαν χθες στην παρουσίαση. Μια πρώτη αναφορά στην εκδήλωση με φωτογραφικό υλικό μπορεί κανείς να βρει εδώ.
PROSKLHSH_POTHEN_OI_ELLHNES

το νέο μουσείο της (αρχαίας) Ακρόπολης ΙΙ

http://anamorfosis.net/blog/?p=1081


Ένας νεόπλουτος ημιμαθής:

 το νέο μουσείο της (αρχαίας) Ακρόπολης ΙΙ

Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου εξετάσαμε
 τις αρχαιολογικές και μουσειολογικές παραμέ­τρους,
 στις οποίες το νέο μουσείο της Ακρόπολης 
παρουσιάζει μια σειρά από σοβαρά σημεία ανεπάρκειας.
 Ασχοληθήκαμε με την σχέση κτηρίου και εκθεμάτων, 
καθώς και με το γενικότερο σύστημα πα­ρουσίασης 
των αρχαίων ευρημάτων. Στο τέλος του κειμένου 
υπονοήσαμε ότι εκεί που η πε­ριήγηση στο μουσείο 
τελειώνει, στον αποθαυμασμό δηλαδή του Παρθενώνα
 στον ανώ­τερο όροφο, εκεί ακρι­βώς αρχίζει
 να αναφαίνεται το πιο θεμελιώδες ίσως πρόβλημα
 στην φιλο­σοφία του νέου μουσείου. Ποιο μπορεί να είναι αυτό;
parthenon-1.jpg
Ο Παρθενώνας κατά τον 17ο αιώνα.
Όταν επισκεπτόμαστε μια σημαντική αρχαιολογική θέση, 
πιστεύουμε συνήθως πως αυτό που αντικρίζουμε 
είναι ότι άφησε πίσω του ο χρόνος. Συχνά όμως στην
 πραγματικότητα η κατά­σταση διατήρησης κάποιων
 αρχαίων καταλοίπων έχει να κάνει λιγότερο 
με το μακραίωνο του παρελθόντος και περισσό­τερο 
με συγκεκριμένες ερευνητικές ή ιδεολογικές κατευθύνσεις 
του πα­ρόντος. Όταν π.χ. επισκε­πτόμαστε 
την ακρόπολη των Μυκηνών, δεν αντικρίζουμε 
το σύνολον των αρχαίων καταλοίπων αυτής της θέσης,
 αλλά μόνο αυτά που αποτέλεσαν κάποτε 
το ερευ­νητικό ενδιαφέρον ενός συ­γκεκριμένου ανθρώπου, 
του Ερρίκου Σλήμαν. Απομακρύνοντας τα μεταμυκηναϊκά
 ίχνη χρήσης του χώρου (αρχαϊκά, ελληνιστικά, 
βυζαντινά), ο Γερμανός ερευνη­τής ταύτισε την
 θέση με μία ορισμένη περίοδο της ιστορίας της 
(την κατ΄ αυτόν ομηρική) και ανέδειξε αποκλειστικά αυτήν.
Το ίδιο ακριβώς σύμπτωμα απαντά και 
στην Ακρόπολη των Αθηνών. Αυτό που αντικρίζει
 ο σημερινός επισκέπτης είναι μια προσπάθεια 
ανάκλησης της μορφής του χώρου στο δεύτερο
 ήμισυ του 5ου αι. π.Χ., όταν δηλαδή αυτός απέκτησε 
την μνημειακότερη μορφή του κατά την αρ­χαιότητα.
 Στους επόμενους αιώνες ο χώρος του κλασικού 
ιερού γνώρισε καταστροφές, επι­σκευές, μετασκευές,
 εμπλουτίστηκε με αναθήματα, επιγραφές, 
προσκτίσματα, πύργους, μιναρέ­δες και τζαμιά. 
Το κυριότερο: για πάνω από 2500 χρόνια, από
 το πρώτο μισό της 1ης χιλιετίας π.Χ. ως τον 
19ο αιώνα μ.Χ., η αθηναϊκή Ακρόπολη αποτελούσε 
τόπο θρησκευτικής λατρείας. Στο πλαίσιο μιας 
αδιάσπαστης γραμμής συνέχειας στην χρήση του χώρου, 
η Ακρό­πολη – πα­ράλληλα προς τις κατά καιρούς παράπλευρες
 λειτουργίες της (κάστρο, κατοικία αρχόντων, κ.α.) – 
έγινε προσκύνημα διαδοχικά της αρχαίας ελληνικής, 
της χριστιανικής και της μουσουλμα­νικής θρησκείας. 
Η γραμμή αυτή διακόπτεται τον 19ο αιώνα, όταν 
η τότε κυρίαρχη γερμανική κλασι­κιστική αντίληψη για
 την αποκατάσταση των αρχαίων μνημείων και η
 εγχώρια ετερό­φωτη αντίληψη της ελλη­νικής ιστορίας
 ως γέφυρας που συνδέει το παρόν απευθείας 
με το κλα­σικό παρελθόν συνερ­γούν σε μια παράδοξη
 προσπάθεια: να αναδείξουν την ιστορική συ­νέχεια 
του ελληνισμού δια­κόπτοντάς την. Το μικρό τέμενος
 που υπήρχε στο εσωτερικό του Παρθενώνα (εικ. 2) 
δεν μετατρέπεται, όπως θα συνέβαινε σε παλαιότερες
 εποχές, σε χριστιανικό ναό, αλλά απομα­κρύ­νεται 
από την Ακρό­πολη μαζί με όλα τα υπόλοιπα 
κατάλοιπα που δεν εί­χαν σχέση με την κλα­σική εποχή.
 Πολλά από αυτά, κατασκευασμένα από πιο
 φθαρτά υλικά εν σχέσει προς τα ολομάρμαρα 
κλασικά μνημεία, είχαν καταρρεύσει ή πέσει 
θύματα ανθρώπινων παρεμ­βάσεων ήδη σε 
περα­σμέ­νες εποχές. Στις περιπτώσεις εκείνες
 δεν επρόκειτο ωστόσο για συνειδη­τές επεμ­βά­σεις
 φο­ρέων της σύγχρονης επιστήμης και αρχαιολογίας. 
Οι ιστορικές αντι­λήψεις που οι τελευ­ταίοι θέ­λησαν
 τον 19ο αι. να προβάλλουν επάνω στην αθηναϊκή
 Ακρόπολη (ύπαρξη «ανώ­τερων» και «κατώτερων»
 ιστορικών περιόδων, αξιολογική διάκριση των
 κοινω­νιών του πα­ρελθό­ντος σε «φωτει­νές» και 
«σκοτεινές», ιδεολογικοποιημένη ψυχολογική 
ταύτιση με κάποιες περιό­δους και…απάρνηση άλλων) 
καταδικάζονται σήμερα ακόμη και από τον εν 
ισχύ στη χώρα μας αρ­χαιολογικό νόμο που απαγορεύει
 πλέον την κατεδάφιση αρχιτε­κτονικών λει­ψάνων στις ανα­σκαφές.
Και αν τον 19ο αι. έγιναν στην Ακρόπολη οι αναφερθείσες 
επεμβάσεις, κι αν ακόμη δεχθούμε πως τα λείψανα των
 βυζαντινών και νεότερων φάσεων δεν ήταν 
όντως τότε ούτε καν αναστη­λωτέα, πως 
εκπροσωπούνται τουλάχιστον εν έτει 2009 στο
 νεόκτιστο μουσείο της Ακρόπολης τα «χαμένα» 
περ. 1200 χρόνια (6ος –19ος αι. μ.Χ.-) της 
ιστορίας της; Δυστυχώς (πλην της κακώς
 λογοκριθείσαςβιντεοταινίας με καλλιτεχνικό όμως
 [ή καλλιτεχνίζοντα ιδεοληπτικό] και όχι ενη­μερωτικό χαρακτήρα) μόνον από μια μα­κέτα της μεσαιωνικής Ακρόπολης, η οποία βρίσκεται σε μια γωνία του πρώ­του ορόφου και προξενεί την περιέργεια των τουριστών, κυρίως επειδή δεν συνοδεύεται από κα­νένα ενημερω­τικό κείμενο. Είναι η μακέτα για την οποία κάναμε λόγο στο τέλος 
του πρώτου μέρους του άρθρου και η οποία 
αναδεικνύει μάλλον το κενό που προ­ορίζεται να καλύψει.
 Ανα­πόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης 
ημι-ιστορίας είναι φυσικά η ημιμά­θεια. 
Ο επι­σκέπτης του νέου μουσείου της Ακρόπολης 
δεν πρόκειται π.χ. να προβληματιστεί ποτέ για το 
ότι η εξέ­χουσα θέση που κατέ­χει σήμερα στην συνείδησή μας
 ο Παρθενώνας εν σχέ­σει προς τα Προπύ­λαια
 ή το Ερέ­χθειο είναι καθώς φαίνεται κληρονο­μιά
 περισσότερο των βυζα­ντινών χρό­νων και λιγότερο 
της αρ­χαι­ότητας. Ως χριστιανική εκκλη­σία
ο Παρθενώνας υπήρξε στα χρόνια του Βυ­ζαντίου 
πολύ πιο σημαντικός υπερτοπικά από ότι υπήρξε 
ποτέ ως αρχαίος ναός. Η αρχαία Ακρό­πολη χρω­στούσε
 την φήμη της όχι τόσο στον χαρακτήρα της 
ως ιερού όσο στην ανάδειξή της σε ιδεολο­γικοπολιτικό
 σημείο αναφοράς για την πόλη των Αθηνών και
 σε διάσημο καλλιτε­χνικό αξιοθέ­ατο. Αντιθέτως,
 η Πα­ναγία η Αθηνιώ­τισσα υπήρξε για αιώνες 
ένα από 3-4 σημα­ντικότερα προ­σκυνήματα του 
ανατο­λικού χριστιανι­σμού οδηγώ­ντας στα­διακά 
στην ταύτιση σχεδόν ενός άλ­λοτε ευρύτερου 
αρχιτε­κτονικού συγκρο­τήματος με ένα μό­νον 
από τα αρχικά του μέρη. Τίποτα επίσης δεν 
πρόκειται να μάθει ο επισκέπτης για την 
άσβε­στη λαμπάδα του Βασι­λείου του Β΄
 (διάσημο ανάθημα των αρ­χών του 11ου αι., 

στο οποίο πιθα­νώς έχει τις ρίζες της η 
μεταγενέστερη φιλολογία περί της ειδικής «σχέσης»
 Παρθενώνα και αττι­κού φωτός) ή το μω­σαϊκό της
αψίδας που κατά την παράδοση δεν μπόρε­σαν να καλύψουν οι Τούρ­κοι.
 Τίποτα και για το «λί­θινο χρο­νικό» (το πλήθος 
των με­σαιωνικών επιγραφών στην Ακρό­πολη).
 Εκτός αυτών, στο σκοτάδι μέ­νει ο επι­σκέπτης
 και ως προς κάποια στοιχεία της ση­μερι­νής 
μορφής του Παρθε­νώνα που ανά­γονται σε 
μεταγενέστερες της κλασικής εποχές. 
Ατενί­ζο­ντας δηλ. την Ακρόπολη από τον 
δεύ­τερο όροφο του νέου μουσείο (αί­θουσα 
Παρθενώνα) βλέπει κανείς μια πλευρά του κτη­ρίου, 
στην οποία κά­ποιοι κίονες είναι πε­ρισσό­τερο «φαγωμέ­νοι»,
 σώ­ζονται δηλ. σε χαμηλό­τερο ύψος από τους 
υπό­λοιπους. Είναι το ση­μείο στο οποίο προ­σέκρουσε το μοιραίο βλήμα του
 βενε­τικού πυ­ροβολικού το έτος 1687. Θα ήταν σίγουρα
 χρήσιμο στον επι­σκέπτη ένα ενημερω­τικό 
κείμενο στο σημείο παρατήρησης, στο οποίο θα 
μπορούσε να γίνεται μνεία και των 300 περίπου 
ανθρώπων (πολλοί γυναίκες και παιδιά) που κατά 
την έκρηξη βρήκαν τον θάνατο στο εσωτερικό του ναού.
Επειδή φυσικά η φιλοσοφία της έκθεσης δεν 
πρόκειται να αλλάξει (την κάλυψη των 
σχετικών κενών αναλαμβάνουν ήδη ατομικές 
πρωτοβουλίες), θα ήταν πιο πρακτικό να 
τροποποιηθεί η ονομασία του νέου μουσείο 
επί το ακριβέστερον:μουσείο της αρχαίας Ακρόπο­λης.
 Σε αυτή την περίπτωση θα υπάρχει βέβαια ένα μικρό 
πρόβλημα με τα αρχαιολογικά ευρή­ματα στην είσοδο 
του μουσείου, τα οποία κατά ειρωνικό τρόπο ανήκουν
 ως επί το πλείστον στην βυζαντινή περί­οδο 
και θα προκαλούν εύλογες απορίες στον 
απροκατάληπτο επισκέπτη…
Συνοψίζοντας το άρθρο ως όλον μπορεί να 
υποστηριχθεί ότι το νέο μουσείο της Ακρόπολης
 θυ­μίζει την χαρακτηριστική εκείνη συνύπαρξη 
υπερσύγχρονου και υπανάπτυκτου που συναντά

 κανείς σε κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες. 
Η υψηλού επιπέδου μοντέρνα αρχιτε­κτονική του
 κτηρίου και η προσπάθεια μιας διαλεκτικής 
ανάμεσα σε δύο απομακρυσμένες αρχιτεκτονι­κές εποχές 
(κλασική και σύγχρονη) συνυπάρχουν με την απουσία
 μουσειο­λογικής μέριμνας για την αρμο­νική σχέση
 κτηρίου και ευρημάτων, με κραυγαλέα ελλείμματα
 συστήματος και μεθόδου στην γνώση (άρα και 
παρουσίαση) των εκθεμάτων, καθώς και με 
ιδεολογικοποιημένα σχήματα-αντι­λήψεις περί 
ιστορίας που ανήκουν στην νηπιακή ηλικία της
 εξέλιξης των σύγχρονων επιστη­μών. Ιδίως η 
ετερόφωτη κλασικιστική εμμονή περασμένων αιώ­νων
 με την ανάδειξη μόνον της αρ­χαίας και κυρίως της
 κλασικής εποχής δεν συντηρεί απλώς
 μια νοσηρή συμπλεγματική στάση έναντι του 
δυτικού κόσμου, αλλά οδηγεί σαφώς και στην
 ημιμάθεια εκείνη που ούτως ή άλλως κρύβεται 
στην ρίζα τέτοιων ψυχολογικών αντιδράσεων. Υπό 
το πρίσμα αυτό, το μάλλον αδιαμ­φισβήτητο απο­τέλεσμα 
είναι ότι το νέο μουσείο της (αρ­χαίας) Ακρόπολης 
ανήκει στα έργα εκείνα που επενδύουν όχι στην 
συστηματική γνώση, αλλά στον επιφανειακό 
εντυπωσιασμό. Κι αν κρίνει κανείς από τις πρώτες
 αντιδράσεις των περισσοτέρων επισκεπτών, 
η επέν­δυση ήταν μάλλον σωστή…
parthenon-2.jpg
2. Ο Παρθενώνας από ΒΔ, 1839. Δαγγεροτυπία.
Εικόνες από: Π. Τουρνικιώτης (επιμ.), 
Ο Παρθενώνας και η ακτινοβολία του στα νεώτερα χρό­νια
Μέλισσα 1994, σελ. 154, εικ. 20 και σελ. 193, εικ. 52.

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΘΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ..

03.10.11




Του Πάνου Συκιώτη
http://www.ithacanews.gr

Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φεύγοντας από το νησί της Κίρκης, για να συνεχίσουν το ταξίδι της επιστροφής στην Ιθάκη, επήρε οδηγίες από την Κίρκη. Ο Όμηρος αναφέρει στην Οδύσσεια Μ. «Πρώτα-πρώτα θα πας στις Σειρήνες που όλους τους ανθρώπους τους γοητεύουν, όποιους φτάσουν εκεί πέρα. Εκείνος που ανόητα θα πάει κοντά και θ’ ακούσει τη φωνή των Σειρήνων, αυτός ποτέ του δεν γυρίζει στην πατρίδα για να σταθούν κοντά του και να τον χαρούν η γυναίκα και τα μικρά του παιδιά, παρά οι Σειρήνες καθισμένες σε λιβάδι, με το δυνατό τους τραγούδι τον μαγεύουν, ενώ γύρω υπάρχει μεγάλος σωρός από ανθρώπινα κόκαλα που σαπίζουν, και οι σάρκες λειώνουν ολόγυρα. Μα εσύ διάβαινε από κει, κι αφού μαλακώσεις κερί γλυκομελάτο, άλειψε των συντρόφων του τ’ αυτιά, ώστε κανένας απ’ αυτούς να μην ακούσει, εσύ μονάχα, αν θέλεις ν’ ακούσεις.


Μα να σε δέσουν όρθιο χέρια και πόδια, εκεί που στεριώνουν τη βάση του καταρτιού, κι απ’ αυτό να δέσουν τα παλαμάρια, για ν’ ακούσεις με ευχαρίστηση τη φωνή των Σειρήνων. Κι όταν παρακαλείς τους συντρόφους ή τους προστάζεις να σε λύσουν, αυτοί ας σε δέσουν τότε με πιο πολλά σχοινιά».


Αλλά τι συμβολίζουν οι Σειρήνες για τον Οδυσσέα;


Ο ήρωας Οδυσσέας, όπως και ο απλός άνθρωπος, όταν ευρίσκεται αντιμέτωπος με καταστάσεις εκπλήρωσης επιθυμιών και ικανοποίησης των βασικών ενστίκτων, πάντοτε κατέχεται από αμφιθυμία, δηλαδή από αντιφατικά συναισθήματα. Η ικανοποίηση των βασικών ενστίκτων, δηλαδή των ερωτικών και των επιθετικών, άλλοτε προκαλεί εκτόνωση και ανακούφιση και άλλοτε η ικανοποίηση συνδυάζεται με καταστροφικές συνέπειες.


Έτσι, ο άνθρωπος πάντοτε στέκεται διστακτικός, αμφιθυμικός, πάντοτε ευρίσκεται μπροστά στο αιώνιο δίλημμα. Να ικανοποιήσει την πρωτόγονη επιθυμία του; Να την αναστείλει; Να την ματαιώσει; Να την μετατρέψει; Να την μετουσιώσει; Και έτσι πάντοτε οι επιθυμίες, οι πρωτόγονες ενορμήσεις, μας φέρνουν συνεχώς μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα.


Ο ήρωας όμως, ο Οδυσσέας, δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, είναι η εξιδανικευμένη ανθρώπινη φιγούρα και γι’ αυτό εκφράζει τις συλλογικές επιθυμίες του λαού. Ναι μεν είναι και αυτός άνθρωπος, με τις ατέλειες, τις αδυναμίες, τα ελαττώματά του, αλλά συγχρόνως είναι και ήρωας. Δείχνει με το παράδειγμά του το δρόμο στους κοινούς ανθρώπους, γιατί εξ ορισμού εκφράζει τις επιθυμίες τους και τις ικανοποιήσεις αυτών των επιθυμιών, αλλά σε μία άλλη διάσταση, ηρωική.


Ο άνθρωπος από τη στιγμή που θα γεννηθεί μέχρι το θάνατό του, είναι συνεχώς σε ένα αδιάκοπο ταξίδι με προορισμό τη συμβολική Ιθάκη. Ο στόχος του ταξιδιού είναι η τελείωση του ανθρώπου, ή κατά τον όρο του Γιούνγκ, η εξατομίκευσή του.


Το ταξίδι όμως δεν είναι ποτέ ομαλό, έχει περιπέτειες, κινδύνους, χαρές, λύπες, γνώσεις, αλλά και πάθη.


Όπως και ο Οδυσσέας, ο άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες, τον θυμωμένο, άγριο Ποσειδώνα, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδή, την Κίρκη, την Καλυψώ, τη Ναυσικά, τους Μνηστήρες. Και όλα αυτά τα εμπόδια που συμβολίζουν τις θύελλες και συγχρόνως τις σειρήνες της ψυχής του πρέπει να τα υπερβεί...





Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να επικοινωνεί με τα βαθύτερα στρώματα της ψυχής του, με το ασυνείδητό του, γιατί από αυτήν την επικοινωνία μεταξύ της συνείδησης και του ασυνειδήτου, εξαρτάται και η ψυχική ισορροπία του.


Η επικοινωνία όμως αυτή δεν μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη, γίνεται με ορισμένες προϋποθέσεις, αλλιώς εάν δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις ο άνθρωπος μπορεί να ευρεθεί σε επικίνδυνες καταστάσεις και τότε για να αποφύγει τις συμβολικές σειρήνες της ψυχής του, πρέπει να δεθεί στο συμβολικό κατάρτι του πλοίου του.


Για να μπορεί ο άνθρωπος να αντιστέκεται στα περιεχόμενα του ασυνειδήτου, τα οποία κατακλύζουν την συνείδηση, πρέπει να έχει στηρίγματα στη ζωή του, στη συνειδητή πραγματικότητα.


Και ο Οδυσσέας, πάντα, παρόλες τις θύελλες της ψυχήςτου και τις απατηλές, μαγευτικές, καταστροφικές σειρήνες, δεν επέτρεπε στον εαυτό του να χάσει επαφή με την πραγματικότητα.


Τα στηρίγματά του ήταν πάντα, καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού, η γυναίκα του η Πηνελόπη και ο γιος του Τηλέμαχος, ο πατέρας του Λαέρτης, η τροφός του Ευρύκλεια, η μητέρα του η Αντίκλεια, που τη συνάντησε στον Άδη, το παλάτι του, η πατρίδα του η Ιθάκη.


Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια αυτού του ωκεάνιου ταξιδιού ο ήρωας πηγαίνει ακόμη και στον Άδη. Εδώ δεν συναντάμε μόνο ένα πρωτογενές μοτίβο της ανθρωπότητας, αλλά και του ατόμου. Είναι άραγε τυχαίο που η πολυσυζητημένη κρίση στο μέσο της ζωής, το κριτικό στάδιο της μέσης ηλικίας, συμβαίνει σε μία περίοδο αλλαγής; Τη στιγμή που οι σωματικές, νοητικές και ψυχικές δυνάμεις βρίσκονται στο ζενίθ, υπάρχει ένα «νεκρό σημείο», από το οποίο πρέπει κανείς να περάσει με τον δικό του τρόπο, ενόψει του νέου προσανατολισμού, στα εντελώς αλλαγμένα περιεχόμενα και τους σκοπούς του δεύτερου μισού της.


Η αλήθεια είναι, ότι ο κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με αυτό το πρόβλημα. Λίγοι όμως είναι πλασμένοι για να βιώσουν, με πλήρη συνείδηση, τις αλλαγές της μέσης ηλικίας, όπως θα δείξει μία πρώτη ματιά στην πνευματική και μυστικιστική ιστορία της ανθρωπότητας. Μα μόνο εκείνος που δέχθηκε τη διαδικασία του μυστικοιύ θανάτου, που ταξίδεψε η ψυχή του στην άλλη πλευρά και άντεξε το αρμένισμα στη νυκτερινή θάλασσα, που καταδύθηκε στο βασίλειο των νεκρών, μπορεί να σταθεί μπροστά στους συνανθρώπους του με αυτή την εμπειρία, ως κάποιος αλλαγμένος, ακόμη και σαν καινούργιος άνθρωπος και να τους φέρει τη γνώση της νέας ζωής.


Σε κάθε περίπτωση, η πορεία της ατομικής ωρίμανσης ξεκινά μετά την εμπειρία του μηδενικού σημείου της μέσης ηλικίας.


Η αυτοπραγμάτωση, την οποία ο Γιούνγκ ονομάζει εξατομίκευση, είναι το μέγα θέμα της ανθρώπινης φύσης. Ο Νίτσε είπε: «Πρέπει να γίνεις αυτός που είσαι».


Ο Οδυσσέας αναβιώνει με τις Σειρήνες, την Πρωταρχική Σκηνή, δεμένος πάνω στο κατάρτι του πλοίου που συμβολίζουν το γονεϊκό ζεύγος, το πλοίο συμβολίζει τη Μητέρα και το κατάρτι τον Πατέρα. Δεμένος ο ήρωας βιώνει την ηδονή, οπτικά και ακουστικά. Τα κακά μητρικά μορφοείδωλα, οι σειρήνες, είναι πολύ κοντά του, αλλά συγχρόνως άπιαστα και επικίνδυνα. Ο Οδυσσέας βλέπει, ακούει, αισθάνεται την ηδονή, αλλά και τον τρόμο ευνουχισμού, αφανισμού. Ο Οδυσσέας όντας δεμένος πάνω στο κατάρτι που συμβολίζει τον πατέρα, την πατρική δύναμη, την ενσωματώνει, αλλά όμως συγχρόνως δεν μπορεί να τη χρησιμοποιήσει.


Αποδεχόμενος όμως ο Οδυσσέας το άγχος ευνουχισμού, απαρτιώνεται ο ψυχισμός του, γλιτώνει από τον ψυχικό κατακερματισμό και συγχρόνως βγάζει την επιθετικότητά του προς τα κακά Μητρικά μορφοείδωλα, τις Σειρήνες, προκαλώντας τον αφανισμό τους.


Διάφοροι καλλιτέχνες και Αρχαίοι, αλλά και νεώτεροι έχουν αναπαραστήσει τη σκηνή του Οδυσσέα με τις Σειρήνες.





Μεταξύ αυτών ο ζωγράφος Herbert James Draper ζωγράφισε το 1909 έναν πίνακα. Στον πίνακα αυτόν ο Οδυσσέας φαίνεται να μην κοιτάζει, να μη βλέπει, ούτε να ακούει τις Σειρήνες.


Από το ύφος του όμως συμπεραίνουμε ότι κάτι άλλο βλέπει και ακούει με τα μάτια και τα αυτιά της ψυχής του, κάτι άλλο φαντασιώνεται. Στον πίνακα αυτόν για τον Οδυσσέα οι σειρήνες δεν τραγουδούν, δεν υπάρχουν, έχουν αντικατασταθεί με άλλες απωθημένες παραστάσεις και συναισθήματα, τα οποία φαντασιώνεται ο ήρωας, δεμένος στο κατάρτι του πλοίου, με το θανάσιμο κίνδυνο να τον απειλεί.


Λέγεται γενικά, αλλά και η ψυχανάλυση το τεκμηριώνει επιστημονικά, ότι ο άνθρωπος όταν βρεθεί μπροστά σε ένα θανάσιμο κίνδυνο, όπως επίσης και προ του θανάτου του, φαντασιώνεται παραστάσεις και συναισθήματα απωθημένα από την παιδική του ηλικία.


Αυτές τις καταστάσεις φαίνεται να φαντασιώνεται ο Οδυσσέας, στον πίνακα του Draper. Η πρωταρχική σκηνή αναβιώνει σε όλο της το τραγικό μεγαλείο.


Αλλά είτε τις σειρήνες βλέπει και ακούει, είτε φαντασιώνεται την πρωταρχική σκηνή, δύο πράγματα επιδιώκει, την ηδονή και τη γνώση και αυτό ακριβώς του προσφέρουν οι σειρήνες του μύθου, οι σειρήνες της ψυχής του. Και η σημερινή νεολαία όμως, πρέπει να παραδειγματίζεται από το παράδειγμα του Οδυσσέα. Πρέπει οι νέοι και οι νέες να επιδιώκουν το σωστό συνδυασμό της ευχαρίστησης με τη γνώση και να ακολουθούν το μέτρον, να έχουν τις σωστές αναστολές έναντι της ανεξέλεγκτης ικανοποίησης των ενστίκτων, και εν ανάγκη δεμένοι στο συμβολικό κατάρτι των πατρικών και κοινωνικών απαγορεύσεων του Υπέρ-εγώ.


Οι σειρήνες του Οδυσσέα, οι σειρήνες του ήρωα, οι σειρήνες του απλού ανθρώπου, εμφανίζονται ηδονικές και τρομακτικές συγρόνως, από την πρωταρχική σκηνή της παιδικής ηλικίας και συντροφεύουν τον άνθρωπο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του.


Ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να μετουσιώνει το ηδονικό τραγούδι σε γνώση και ιδιαίτερα σε γνώση του εαυτού του, αλλιώς οι σειρήνες θα τραγουδούν ακόμη, αλλά κανείς πλέον δεν θα τις ακούει.


Είναι καλύτερα ο άνθρωπος να ερευνά τα βαθύτερα, άγνωστα και σκοτεινά απωθημένα στο ασυνείδητο, σημεία της ψυχής του, παρά να τα αγνοεί.


Η επαναστροφή αυτή στη συνείδηση των απωθημένων στο ασυνείδητο ψυχικών συγκρούσεων, με τη συμβολική μορφή σαν τραγούδι των σειρήνων, είναι ωφέλιμος, γιατί συμβάλλει στο «γνώθι σε αυτόν» προάγει τη βελτίωση της προσωπικότητας και βελτιώνει την ψυχική του ισορροπία.


Γι’ αυτό ο άνθρωπος που δεν ακούει τις σειρήνες της ψυχής του, αυτός που έχει βουλώσει τα αυτιά του, αυτός που εμποδίζει το πνεύμα του να σκεφτεί, που βλέπει χωρίς να θέλει να καταλάβει, που εθελοτυφλεί μπροστά στις ψυχολογικές του συγκρούσεις, αυτός κινδυνεύει να καταστραφεί.


Έτσι, η σιωπή αυτή των σειρήνων είναι πολύ πιο επικίνδυνη από το τραγούδι τους.


Μα οι σειρήνες, είτε τραγουδούν, είτε ομιλούν, είτε είναι σιωπηλές, δεν παύουν παρά να είναι δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς μας.


Κι εδώ απόψε, κάτω από τον έναστρο ουρανό της Ιθάκης, εμείς οι γνήσιοι απόγονοι του Οδυσσέα, ας προσπαθήσουμε να ακούσουμε τις δικές μας σειρήνες.


Τελευταία ανανέωση ( 15.10.11 )