Το καλοκαίρι της μικρής Ολίνας


Του Νίκου Ζ. Ζακυνθινού

Φρέσκια, ολόδροση μα και ηλιοκαμένη η μικρούλα μας Ολίνα, έπειτα από τις διακοπές μαζί με τον μπαμπά, τη μαμά και τον αδελφό της το Γιωργάκη σε μια ονειρεμένη ακρογιαλιά της Νότιας Πελοποννήσου αποχαιρέτησε την καλοκαιρινή ξενοιασιά, για να βρεθεί πάλι στα θρανία του Σχολείου, τρίτη συνεχή χρονιά...

Καινούργια, λοιπόν, αρχή και ενώ όλα δείχνουν πως το καλοκαίρι δε λέει εφέτος ακόμη να τελειώσει, παρέα με τις αγαπημένες φίλες και συμμαθήτριές της ξεκινάνε, μαζί και με τη δασκάλα τους, για νέες, χαρούμενες δημιουργίες.
 Λίγο πριν τις καλοκαιρινές διακοπές τα... δρώμενα του "σχολείου" της περι-λάμβαναν και την καθιερωμένη Θεατρική παράσταση, όπου η Ολίνα συμμετείχε με το συναρπαστικό ρόλο της... μάγισσας:
Εδώ συνέβαλε και ο παππούς στο ψάξιμο, προκειμένου να βρεθεί το κατάλληλο "μίνι" σκουπόξυλο, ώστενα σταθεί σωστά στον τρυφερό ώμο της Ολίνας, δίνοντάς της το ανάλογο "κύρος" στο σπουδαίο αυτό ρόλο της, που τον έπαιξε θαυμάσια. Άντε και τον χρόνου, εις ανώτερα.
 Σαν πρώτη γεύση αποδέσμευσης από τις... "σχολικές" υποχρεώσεις και τα δυο παιδιά πέρασαν μια εβδομάδα στο χωριό με καθημερινή... γαϊδονροκαβαλαρία κάτω από τα πεύκα, πλάι σε κήπους και αυλές, δοκιμάζοντας τις ευχάριστες εκ πλήξεις που δίνει στα παιδιά το ζωικό βασίλειο, όταν το βλέπουν - όσα είναι τυ-χερά - από κοντά και μέσα στη φύση και όχι στα pet shops.
 Κότες, πάπιες, γάτες και σκυλάκια, γουρουνάκια, κατσίκες κι αγελαδίτσες και τον περήφανο κόκορα, που η φωνή του ακουγόταν παντού στο χωριό.
 Ακόμη είδαν κι ένα πανέμορφο σκιουράκι μέσα στο δάσος και πολύ θα ήθελαν, αχ, να μπορούσαν, να το έπαιρ-ναν σπίτι και να το 'βαζαν στο κλουβί μαζί
με ένα κουνελάκι! Ακολούθησε το πάρτι γενεθλίων  η αγαπούλα μας έκλεισε τα πέντε  με καυτές πίτσες και παγωμένη κόκα - κόλα σε μια πολύ κεφάτη "παιδοσύvαξη" στην ευρύχωρη βεράντα.

Ευτυχώς δεν είχε αρχίσει τότε ακόμη ο μεγάλος καύσωνας κι έτσι τα παιδιά πέρασαν μια δροσερή βραδιά με πολύ γέλιο, μουσική και φυσικά με παιχνίδια Πόκεμον.
Αυτό είναι το νέο "φρούτο" στην παιδική διασκέδαση, ό,τι ήταν παλαιότερα τα Στρουμφάκια, ο Τοπ Κατ, ή τα Χελωνονιντζάκια που συναρ-πάζουν ακόμη και τους μεγάλους σαν τον διαχρονικό Μίκυ και την παρέα του.
 Και τώρα περιμένοντας στον κήπο την πρώτη φθινοπωρινή βροχή που δεν λέει να 'ρθει, η Ολίνα με τις φίλες της, καθώς παίζουν, μας στέλνουν φιλάκια με την αγάπη τους και τις ευχές τους για μια χα-ρούμενη σχολική καινούργια χρονιά με πολλές εκπλήξεις και πολλά δώρα.
 Η Βαrbie κρατάει ακόμη σταθερά τα πρωτεία ανάμεσα στα κοριτσάκια, που όλα τους ονειρεύονται να της μοιάσουν μια μέρα.
Οι ίδιες ευχές ισχύουν φυσικά και για τα αγοράκια της τάξης. Μαζί με την καλή τους δασκάλα θα ετοιμαστούν όλοι κατάλληλα για τη μεγάλη περιπέτεια του Μαυροπίνακα, που για αρκετά χρόνια
Θα τα συνοδεύει στη ζωή τους...

ΤΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ ΠΟΡΣΑΝΙΚΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ
ΤΟ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟ (  ΠΟΡΣΑΝΙΚΟ) ΜΑΧΑΙΡΙ

Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Πνευματική Επαρχία" του Γιάννη Βουκελάτου, έτος Β', τεύχος 5 του 1972


Χριστόφορου Λάζαρη Επιτίμου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών 

'Εχει ξεχωριστή Θέση ανάμεσα στ' άλλα προϊόντα λαϊκής τέχνης της Λευκάδας το "πορσάνικο μαχαίρι", όπως το λένε οι ντόπιοι, το "λευκαδίτικο μα-χαίρι", όπως το λένε στη Ρούμελη, την "Ηπειρο, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο, όπου ήταν φημισμένο και πε-ριζήτητο.

Αποτελούσε απαραίτητο εξάρτημα για τους αντάμηδες του νησιού και τους ασί-κηδες της Δυτικής Ελλάδος, γιατί είχε πανελλήνια φήμη στον κόσμο της παλικαριάς, της παρεξήγησης και του καυγά, αλλ' ήταν επίσης πολύτιμο επαγγελματικό εργαλείο για τους τσομπάνηδες, τους ζωέ-μπορους, τους χασάπηδες και τους γεωρ-γούς.
Στην Εισαγγελία Ιωαννίνων προπο-λεμικά, το δωμάτιο των πειστηρίων ήταν ένα μουσείο παντοειδών όπλων, αλλά τα μαχαίρια κατά 90% ήταν λευκαδίτικα.
Το λευκαδίτικο μαχαίρι το Θαύμαζε κα-νείς σε ποικιλία μεγεθών και σχημάτων, από μαχαιράκια μέχρι χαντζάρια στα πα-λιά χασάπικα της χώρας και το έτρεμε η ψυχή του κάθε φιλήσυχου ανθρώπου στους γάμους και τα πανηγύρια και στα χορο-στασά, όταν έβλεπε την πλουμισμένη μ' ανάγλυφα διακοσμήματα, συμμετρική, μπρούντζινη πιάση του να προβαίνει από τ' άσπρο ή κόκκινο πλεχτό ζωνάρι των αντάμηδων, δείγμα παλικαριάς, εφόδιο πα-ρεξήγησης κι επιδεικτική, άφωνη απειλή προς το έμψυχο σύμπαν,
 Αισθανότανε κα-νείς το "ζην επικινδύνως", όταν, μπαίνο-
ντας στα παλιά χασάπικα της χώρας για να ψωνίσει, το `βλεπε ν' ανεβοκατεβαίνει ατημέλητα ή ν' ανεμίζει εδώθε-εκείθε, αι-μόφυρτο στο χέρι του χασάπη, να μπήγεται και να τραβιέται στα κρεμασμένα σφα-χτά, για να χωρίσει ή να κόψει κι απάνω στον τάκο για να λιανίσει, κατά τις περι-στάσεις.
 Πολύ συχνά, όμως, ο οιοσδήποτε περιπατητής της αγοράς άκουγε μ' ανα-τριχίλα τους χασάπηδες, που τους οδη-γούσε κάποιος απωθημένος κανιβαλισμός, προϊόν της επαγγελματικής εξοικειώσεως με τις σφαγές και τα αίματα, να τρουχάνε και να βροντάνε το να με τ' άλλο τα μαχαίρια και τα χαντζάρια τους με βάναυσο βόρυβο για... διαφήμιση.
Παλιότερα μάλι-στα διαλαλούσαν το εμπόρευμα με το χο-ντρό επαγγελματικό τους πνεύμα: "γρουν' χωριάτη... βόιδ' αφέντη!" υποσημαίνοντας την προτίμηση του χωρικού στοιχείου στο χοιρινό και της αρχοντιάς στο βόίδινό, αλλά και χλευάζοντας μαζί και τα δυο μέρη.
Τα βόιδια, τα τραγιά, τα κριάρια, τα μη-λιόρια, τα ζυγούρια, τα δαμάλια, τα χοιρι-νά, εσφάζονταν κι εγδέρνονταν αποκλει-στικά με τα μαχαίρια της ντόπιας κατα-σκευής, αλλά και τ' αρνάκια και τα κατσι
κάκια της Λαμπρής το ίδιο μαχαίρι τα νε-τάριζε στη χώρα και στα χωριά.

Τα επαγγελματικά μαχαίρια και χαντζά-ρια (σπαθωτά ή με στήθος) με απλά διακο-σμήματα στη λάμα, είχαν συνήθως πιάση (λαβή) από δυο άσπρα ή μαύρα πλευρικά "κοκαλάρια", δηλαδή δυο κομμάτια γιδοκέ-ρατο (ισοπεδωμένο και γυαλισμένο, αφού ζεστάθηκε στη φωτιά) συναρμονισμένα με πειράκια στην πίσω προέκταση της λάμας.
Ετσι διακρινότανε σε ασπρομάνικα και μαυ-ρομάνικα.
 Το μαυρομάνικο μαχαίρι, που 'χε περι-βληθεί με δεισιδαιμονικές προλήψεις και μαγικές ιδιότητες, ήταν απαραίτητο και για τη θάλασσα.
 Οταν οι ναυτικοί της ιστιοφόρου ναυτι-λίας έπεφταν απάνω σε τρόμπα (Θαλάσσιο σίφωνα), ο καπετάνιος έπρεπε, βαστώντας το μαυρομάνικο μαχαίρι, να σταθεί στην κουβέρτα, να κάμει το σταυρό του με κα-τάνυξη και ψιθυρίζοντας το καθιερωμένο ξόρκι (απόρρητο για μας τους ανάλατους) να κόψει σταυρωτά με το μαυρομάνικο την τρόμπα που σκόρπαγε με τη σύντομη αυτή τελετουργία.

Την αριστοκρατία, όμως, του είδους, αποτελούσαν τα μαχαίρια της παλικαροσύνης με την ωραία φουσκωτή (για το φούχτωμα) κι ανάγλυφη πιάση από πάφλα (φύλλο ορειχάλκου) αμφίπλευρα κι αριστοτε-χνικά κολλημένο στο πίσω μέρος της λά-μας αντίς για κοκαλάρια, γιομάτη γιόγλια και στολίδια (φελιά μ' έκτυπες πλευρές, κομμένα στις τέσσερις αγκωνές από ολο-στρόγγυλα μαύρα μάτια, με ανάγλυφες ελλείψεις ανάμεσα στις δυο γωνιές του μάκρους, μικροεγχαράξεις

 Σαν φειδοτόμαρο στα επίπεδα, με δυο - τρεις ανάγλυφες μαργαρίτες στο πίσω μέρος των οποίων
το κέντρο έχει μαύρα ένθετο κ.τ.ό).
 Ακόμα καλλιτεχνικότερες, όμως, είναι οι εγχαράξεις στα πλευρά της λάμας (λεπίδας).
Στη μια πλευρά, τη δεξιά, βάνουν ένα ζευγάρι ψάρια το να αντίκρυα στ άλλο ή ένα ψάρι κι ένα περιστέρι με συμπληρωματικές κλάρες κι άλλα πλουμίδια που προδίνουν μεγάλη ευχέρια σχεδιάσεως.
 Στην άλλη πλευρά, την αριστερή, έχει τη Θέση της η στιχουργία με την ατημέλητη ορθογραφία της, περιβόλι ηθογραφικής και ψυχολογικής ανατομίας.

 Να μερικά δίστι-χα απ' τα συνηθέστερα:

 Ποτε μου δεν εφοραισα στη μεσι μου μαχαιρι
Και τορα το φωρο για σε γλικιτατο μου τερι

Ολο το yκοζμο γιρισα ανατολι και δισυ
 Κανις από τους φιλουζ μου να μι μου το ζιτισι

 Με δακρια προς κινισε σε τουτο το μαΧεΡι
 Μινηπος και σε σπλαχνισθη το εδικο μου χερι

Αχ -βαχ
 Εάν ισθε πεταr φυγεται
 κε αν ισθε δεκα ελαται
Κε μενα το μαχαιρι μου κανεναν δεν φοβσται

Πορος Λευκαδας

 Τραβα ρε π... το σπαθη
 κυεγο τραόο την καμα
 Να ιδουμε πιος θα σκοτοθι
 πιανου θα κλαιμη η μανα

 Αχ βαχ τιχη ατιχη

 Αυτά τα μαχαίρια, με μάκρος της πιά-σης 0,10 και της κόψης 0,20 εκατοστόμε-τρα περίπου, διακρίνονται

 στα μονόκοπα (με μια κόψη),

τις μαχαιρόκαμες (με μια κόψη και μισή απ' την αντίθετη πλευρά)

και τις κάμες (δίκοπα μαχαίρια).
(   Η λέξη "κάμα" είναι ttερσοτουρκική, απ' τον καιρό των πολεμικών κ.λπ. δοσοληψιών με τους Πέρ-οες και τους Τούρκους, προφανώς.   )

 Στον τύπο του μονόκοπου αυτού μα-χαιριού φκιάνονται και μικρά κομψότατα μαχαιράκια (σε μήκος 018 εκατοστομέτρων συνολικά) που είναι περιζήτητα σαν κομ-ψοτεχνήματα λαϊκής τέχνης για γραφεία και για σπίτια.
Και δε στεκόντανε επίδειξη κουτσαβακισμού και δε γινόντανε καυγάς στη Λευ-κάδα, τη Ρούμελη, την "Ηπειρο, την Κεφα-λονιά, τη Ζάκυνθο, εδώ και κάμποσα χρόνια, χωρίς την υλική και ηθική ενίσχυση του λευκαδίτικου μαχαιριού στο ζωνάρι.
 Ποιος από μας τους παλιότερους δεν έζησε την ηλεκτρική εκκένωση που προκαλούσαν στον κόσμο των φιλήσυχων και άοπλων οι στερεότυπες φράσεις "φορεί μαχαίρ" "ετράβ'σε μαχαίρ"!
 Και πόσοι δεν Θυμούνται τον καλοκάγαθο Κρητικό γερο-πρόεδρο του δικαστηρίου μας μακαρίτη Ε., Καπελλάκη με την αρματολική φυσιογνωμία, όταν εδικαζόταν η οπλοφορία στο τριμελές πλημμελειοδι-κείο; Παρόντες, μάρτυρες οι χωροφύλα-κες, που `χαν αφοπλίσει τον κατηγορούμε-νο. Μπροστά στο δικαστήριο επί της έδρας η κατεσχημένη κάμα ως πειστήριο.
 Ομο-λογούσε ο κατηγορούμενος με την άτονη εξήγηση πως το 'χε για να κόβει ...ψωμί.
 Ο πρόεδρος, αφού αγωνιζόταν απεγνω-σμένα και μάταια ν' αποσπάσει μια απόφα-ση "αμφιβολιών" απ' τους δικαστές, τρα-βώντας με τρόπο πότε τον αριστερό απ' το σακάκι, πότε το δεξιό απ' το πανωφόρι, αναγκαζόταν ν' απαγγείλει κομπιάζοντας την καταδίκη.
 Μα όταν ετελείωνε αυτή την οδυνηρή αγγαρεία σαν πρόεδρος, τότε αμόλαγε από μέσα του τον οπλολάτρη Κρι-τίκαρο.
Πέταγε τη δικογραφία στο γραμ-ματέα και οιωνεί εν ηρωικώ επιλόγω εδογ-μάτιζε:
 "Τσα ορέ!  Τι να τον εκάνεις το ρωμηό, χωρίς την πιστόλα του τσαί χωρίς τη μα-σαίρα του!!!'.

 Για να πούμε, όμως, κι εμείς του στρα-βού το δίκιο, υπήρξαν περιπτώσεις που το λευκαδίτικο μαχαίρι εδοξάστηκε, όπως και το Κρητικό σε πολεμικά επεισόδια, σαν αυτό που μου διηγήθηκε με την πηγαία ογκολιθική του παραστατικότητα, δακρύζοντας στην ανάμνηση της σκηνής, ο μακαρίτης τώρα, ήρωας του Μικρασιατικού πολέμου Δημοσθένης Στραγαλινός:
"Ο λόχος μας, αποδεκατισμένος και μι-σοπεθαμένος από την πείνα και τη δίψα, μέρες ολόκληρες είχε σκορπίσει.
 Είχαμε μείνει καμιά σαρανταριά και χαλεύαμε να συνδεθούμε με τους άλλους, οπού μας καν' ν' ένα γιρούσ' και μας περκυκλών' οι τσέ-τες.
 Ερίξαμε λίγα φυσίγγια π' μας μείνανε κι από κοντά ετσουρμώσαμε ο ένας με τον άλλονε σαν πρόβατα π' τα δέρν' το χαλάζ.
Οι τσέτες εσαλτήσαν' απ' τα' άλογα και μας αμπώνανε και μας χτπάγανε να μας Βαλ' νε στ' γραμμή. "Ηταν η τελευταία μας ώρα!
Τότε σκέφτκα το πατριωτάκι που `χα στ' μέσ' μ' πάντα... και τραβώντας το έβγαλα μια φωνή.• `μωρέ παιδιά... έτς κι έτς χαμέν είμαστε.. Απάν'τα μωρέ να πεθάνωμε σαν άντρες!" και χύμ'σσ με το μαχαίρ!!
 Έσκισα ένανε... δυο... δεν ήξερα τι έκανα... είδα μοναχά πως επτεθήκανε και κάτι άλλοι με τις ξιφολόγχες..
 Απάν' στ' ανακάτωμα ακούμε μια σάλ-πιγκα δική μας που χτύπαγε επίθεσ'"
 Οι τσέτες τα σαστίσανε κι ετρέχανε να πια-στούνε στ' άλογα! Πέραθε εφάν'κε δκό μας ιππικό πουρχόντανε καπνός! Μας ελπήθ'κε ο Θεός, αλλ' αν δεν ένιω-θα κοντά μ' το μαχαίρ' θα μας είχανε φάει τα όρνια τότενες...':
Συνηθισμένο υλικό για τη λάμα του λευλαδίτικου μαχαιριού είναι το ατσάλι της λίμας, που μετά την πυράκτωση και τη διαμόρφωση δέχεται πάλι το "βάψιμο" στο λάδι, για να ξαναπάρει τη σκληρότητά του.
 Η τέχνη της κατασκευής και της διακο-σμήσεως αποτελεί μυστικό καταπίστευμα της οικογενείας Κατωπόδη απ' τον Πόρο, της οποίας τελευταίος μύστης είναι ο επι-ζών Πάνος Ι. Κατωπόδης και, καθώς πλη-ροφορούμαι, κανένας νεότερος δεν εξε-δήλωσε ενδιαφέρον να μυηθεί και να τον διαδεχθεί σ' αυτή τη δουλειά.
 Ετσι τώρα που ανθίζουν τόσο ζωηρές ελπίδες τουριστικής κινήσεως και αξιοποιή-σεως της λάίκής μας κομιμοτεχνίας, αυτή η παράδοση του ποιρσάνικου μαχαιριού της Λευκάδος πλησιάζει στον τάφο της εξα-φανίσεως. Κι όμως αυτή η τέχνη θα `χει αρκετό ψωμί για μερικούς Λευκαδίτες, αν κινηθεί αποτελεσματικά κάποιο αρμόδιο ενδιαφέ-ρον ή κάποιος ατομικός ζήλος. Ενα φορητό βιτρινάκι (τελλάρο) στημένο στη φάτσα ενός κεντρικού καταστήματος της χώρας με ωραία μονόκοπα λευ-καδίτικα μαχαίρια διαφόρων μεγεθών και σχημάτων και ιδία μικρά, με την παφιλένια λαβή, θα 'νοιγε αγοραστικό ρεύμα τώρα το καλοκαίρι και για τις κυρίες ακόμα που Θα επισκεφθούν το νησί μας, όπως συμβαίνει με τα κρητικά μαχαίρια και τα σκιαθίτικα που γέμισαν τα σαλόνια και τα γραφεία των καλών σπιτιών στην πρωτεύουσα. Δε θα βρεθεί, άραγε, κανείς από τους τόσους καλούς συμπολίτες, που αγαπούν τη Λευκάδα και τη λαϊκή μας τέχνη, να καθοδηγήσει και να ενισχύσει τον τελευ-ταίο μας καλλιτέχνη μαχαιροποιό, για να ζήσει κι αυτός και να εξασφαλισθεί μια διαδοχή στην τέχνη του, κι ένα εισοδηματάκι απ τη διατήρησή της, πριν πάρει μαζί του στον τάφο το οικογενειακό μυστικό της τέχνης;

.

"Eureka



Βρέθηκαν 400.000 κομμάτια παπύρων γραμμένα από τους προγόνους μας και που με μια...καινούργια μέθοδο μπορούν να διαβαστούν .H έγκυρη βρετανική εφημερίδα Independent σε ένα άρθρο της έγραψε... "Eureka! Εκπληκτική ανακάλυψη αποκαλύπτει τα μυστικά των αρχαίων Ελλήνων"



Βρέθηκαν 400.000 κομμάτια παπύρων γραμμένα από τους προγόνους μας και που με μια καινούργια μέθοδο μπορούν να διαβαστούν . H έγκυρη βρετανική εφημερίδα Independent σε ένα άρθρο της έγραψε... "Eureka! Εκπληκτική ανακάλυψη αποκαλύπτει τα μυστικά των αρχαίων Ελλήνων" .
Χιλιάδες χειρόγραφα που έως τώρα δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε και που περιέχουν σπουδαία κείμενα της κλασσικής φιλολογίας τώρα μπορούν να διαβαστούν για πρώτη φορά με μια τεχνολογία που πιστεύεται ότι θα ξεκλειδώσει τα μυστικά των αρχαίων ελλήνων .
Μεταξύ των άλλων θησαυρών που έχουν ήδη ανακαλυφθεί από μια ομάδα επιστημόνων του Παν/μίου της Οξφόρδης υπάρχουν και άγνωστα έως τώρα έργα κλασσικών γιγάντων όπως ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Ησίοδος.
Αόρατη με το κοινό φώς, η ξεβαμμένη μελάνη γίνεται καθαρά ορατή κάτω από υπέρυθρο φώς, με τεχνικές ανάλογες με την επισκόπηση από δορυφόρους.
Τα κείμενα της Οξφόρδης αποτελούν μέρος ενός μεγάλου αριθμού παπύρων που βρέθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα σε έναν αρχαίο σκουπιδότοπο της ελληνο-αιγυπτιακής πόλης του Οξυρύγχου.
Απομένουν χιλιάδες κείμενα να διαβαστούν μέσα στην επόμενη δεκαετία, περιλαμβανομένων έργων του Οβιδίου και του Αισχύλου.
Υπάρχουν περίπου 400,000 κομμάτια παπύρων φυλαγμένα σε 800 κιβώτια στην Βιβλιοθήκη Sackler της Οξφόρδης και αποτελούν το μεγαλύτερο όγκο κλασσικών ελλήνων χειρογράφων του κόσμου.
Οι ακαδημαϊκοί χαιρέτησαν με ενθουσιασμό την νέα ανακάλυψη η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση κατά 20% των σωζόμενων ελληνικών έργων.
Μέσα στα έως τώρα άγνωστα κείμενα που κατόρθωσαν να διαβάσουν με την τεχνική αυτή, περιλαμβάνονται τμήματα της χαμένης από καιρό τραγωδίας «Επίγονοι» του Σοφοκλή, μέρος μιας χαμένης νουβέλας του έλληνα συγγραφέα Λουκιανού του 2ου αιώνα, άγνωστο κείμενο του Ευριπίδη, μυθολογική ποίηση του ποιητή Παρθένιου του 1ου αι. π.Χ, έργο του Ησίοδου του 7ου αι., και ένα επικό ποίημα του Αρχίλοχου, ενός διαδόχου του 7ου αι. του Ομήρου, που περιγράφει γεγονότα που οδήγησαν στον Τρωικό πόλεμο.
«Είναι τα πιο φανταστικά νέα.
Υπάρχουν δύο πράγματα εδώ. Το πρώτο είναι πόσο φοβερά επηρέαζαν τις επιστήμες και τις τέχνες οι Έλληνες. Το δεύτερο είναι πόσο λίγα από τα γραπτά τους σώζονται » λένε οι άγγλοι επιστήμονες.
 
2

Αρχαίες φυλακές


Αρχαίες φυλακές

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η ιστορία των φυλακών», τεύχος 214, 4 Δεκεμβρίου 2003


Η ιστορία των φυλακών στον τόπο μας ξεκινάει μετά την κατάλυση της δημοκρατικής πόλης-κράτους. Η αρχαία ελληνική πόλη, σε αντίθεση με τις ανατολικού (ή δυτικού) τύπου μοναρχίες, δεσποτείες και τα λοιπά θεοκρατικά καθεστώτα, αρνείται την έννοια και την πρακτική του εγκλεισμού στις φυλακές: του «σωφρονισμού» σε αυτές και των βασανιστηρίων, που ακολουθούν τη στέρηση της ελευθερίας. Γι’ αυτό φυλακές στην αρχαία Αθήνα δεν υπάρχουν (φυλακή ονομάζουν την περιπολία στα τείχη ή σε θαλάσσιες περιοχές, για την άμυνά τους).
Το μικρό δεσμωτήριο εξάλλου της πόλης των Αθηνών (η «φυλακή» του Σωκράτη) χρησιμοποιείται, όπως το σημερινό κρατητήριο, για ώρες ή μέρες: με σκοπό την εφαρμογή της ποινής του θανάτου (με κώνειο) ή για την αποπληρωμή χρέους προς το δημόσιο ταμείο. Ο πολιτισμός των Ελλήνων αρνείται τη φυλακή και γι’ αυτό οι πολίτες δεν φυλακίζονται, θανατώνονται, όταν επιχειρούν να καταλύσουν το πάτριο πολίτευμα (ή όταν βεβηλώνουν τους πάτριους θεούς), ή εξορίζονται, το συνηθέστερο, για διάστημα 10 ετών, όταν κρίνονται επικίνδυνοι για την πόλη. Μετά την υποδούλωση της Ελλάδας στη Ρώμη αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες φυλακές, που υπάρχουν και στο Βυζάντιο. (Νίκος Βαρδιάμπασης)

Στην εποχή μας, η επιβολή ποινής για κάποιο αδίκη­μα είναι σχεδόν συνώνυμη με τη «φυλάκιση», δη­λαδή τη στέρηση της ελευθερίας με τον εγκλεισμό σε κάποιο κρατικό σωφρονιστήριο. Μολονότι η α­νάδειξη της φυλακής ως κατ’ εξοχήν χώρου έκτι­σης της νομοθετημένης τιμωρίας αποτελεί σύγχρονο φαινόμενο που έχει τις ρίζες του στο δυτικό Μεσαίωνα, ωστόσο η στέρηση της ελευθερίας στο πλαίσιο μιας «τιμωρητικής» πολιτικής δεν είναι ά­γνωστη στην ελληνική αρχαιότητα. Η παραδειγματική και αρχετυπική έκφανση του περιορισμού της ελευθερίας ως τιμωρίας που επι­βάλλεται από τον κρατούντα την – υπέρτατη άλλωστε – εξουσία βρίσκεται στο μύθο του Προμηθέα.

Ο δεσμώτης του Καυκάσου αντιπροσωπεύει τον αρχέτυπο μύθο της θεϊκής τιμωρίας. Ο Προμηθέας σε παράσταση μελανόμορφου λακωνικού κυπέλλου.
Παραβαίνοντας τη θέληση των θεών, ο Προμηθέ­αςδίνει στους ανθρώπους τη φωτιά. Για την πράξη του αυτή, που έχει ήδη οριστεί ως κακό, ο Ζευς του επιβάλλει σκληρή τιμωρία: να μείνει αιώνια δε­μένος στον Καύκασο. «Για τούτα τα σφάλματα πληρώνω την ποινή, στον πάσσαλο δεμένος εδώ στοξάγναντο»αναφωνεί ο Προμηθέας στην ομώ­νυμη τραγωδία. Η μυθολογική σύλληψη αντιλαμ­βάνεται τον περιορισμό ως δεσμά, τα οποία δεν προϋποθέτουν εγκλεισμό, αντίθετα μπορούν να πραγματοποιούνται υπαίθρια. Όμως στον Προμη­θέα Δεσμώτη ο Αισχύλος χρησιμοποιεί την ορο­λογία του ποινικού δικαίου της δικής του εποχής για να περιγράψει τα παθήματα του ήρωά του.
Σε ακόμη ένα περίφημο παράδειγμα από το χώρο του μύθου, ο Κρέονταςφυλακίζει την Αντιγόνη επει­δή παρέβη το νόμο του κράτους του οποίου ο ίδιος είναι εκφραστής. Στον αντίποδα των υπαίθριων δε­σμών του Προμηθέα, στην ψηλότερη βουνοκορφή, πρόκειται εδώ για απόλυτο εγκλεισμό, βαθιά μέσα στη γη, που θα οδηγήσει στο θάνατο. Περίπου την εποχή που γράφτηκε ο Προμηθέας Δεσμώτης και ίσως λίγα χρόνια πριν από την Αντιγόνη, δηλαδή περί τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., χρονολογείται η ανέγερση ενός κτιρίου που βρέθηκε στις ανασκαφές κοντά στην αθηναϊκή Αγορά.
Το κτίσμα αυτό, γνωστό ως Πόρος, έχει ταυ­τιστεί ως φυλακή και η μεταγενέστερη φιλολογική παράδοση το έχει συνδέσει με το μύθο του Προ­μηθέα. Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για το δεσμωτήριον του Σωκράτη, όμως η θέση του κτιρίου αυτού στο κεντρικότερο σημείο της αρχαίας πόλης υποδεικνύει πως η χρήση του ήταν ενταγμένη στο δημόσιο βίο. Φαίνεται ότι το κτίριο αυτό αναμορφώθηκε στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αιώνα και άλλη μια φορά στα τέλη του 4ου. Δεν είναι γνωστό αν στην Αθήνα υπήρχαν περισσότερα από ένα δεσμωτήρια, κάτι που υπαινίσσεται, τουλάχιστον για τα τέλη του 4ου αιώνα, η χρήση της λέξης στον πληθυντικό για πρώτη φορά στην κωμωδία του Μενάνδρου Δύσκολος.


Η αποκαλούμενη φυλακή του Σωκράτη στο λόφο του Φιλοπάππου.

Δεσμωτήρια ή αλλιώς κατ’ ευφημισμόν οική­ματα μαρτυρούνται σε πολλές αρχαιοελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τη διήγηση του Ξενοφώντα, σε μια περίοδο στάσεως το 363 π.χ., μεγάλος αριθμός αριστοκρατικών από όλες τις πόλεις της Αρκαδίας οδηγήθηκαν στην πόλη της Τεγέας όπου φυλακί­στηκαν, μάλιστα πολύ σύντομα δημιουργήθηκε α­διαχώρητο στο δεσμωτήριον και ορισμένοι κρα­τούμενοι μεταφέρθηκαν στο πρυτανείο.
Κατά τη διάρκεια ακόμη μιας στάσεως, στη Θήβα αυτή τη φορά, μαθαίνουμε ότι η μια από τις αντιμαχόμενες μερίδες με τέχνασμα απελευθέρωσε τους κρατού­μενους από τη φυλακή και τους προμήθευσε με ό­πλα, κατορθώνοντας έτσι να αποκτήσει τον έλεγχο της πόλεως. Στην Τεγέα υπήρχε μόνο μια φυλακή, όμως σε έκτακτες περιπτώσεις και άλλα δημόσια κτίρια μπορούσαν προσωρινά να χρησιμοποιηθούν για τη φύλαξη των κρατουμένων. Εξάλλου στον πόλεμο η φυλάκιση ήταν η συνήθης ποινή που επέβαλ­λαν οι στρατηγοί μέσα στο πλαίσιο των καθηκό­ντων τους, και ελλείψει φυλακών μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κάθε είδους κτίρια, ή ακόμη χαντάκια, λατομεία και λάκκοι. Για τους κρατούμε­νους από τις Συρακούσες οι Αθηναίοι χρησιμοποί­ησαν ένα λατομείο πέτρας στον Πειραιά.
Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική, αναφερόμενος στην ιδιαίτερη βαρύτητα των αδικημάτων εκείνων τα οποία δίνουν αφορμή να ζητηθούν ή να θεσπι­στούν ειδικά προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα, μας πληροφορεί ότι στο Άργοςεπιβαλλόταν εξαι­ρετική ποινή σε εκείνον που είχε γίνει αφορμή να ψηφιστεί νέος νόμος ή να κτισθεί νέα φυλακή. Στο ίδιο παραδειγματικό – συμβολικό πλαίσιο και πάλι, σύμφωνα με τον Παυσανία οι Κροτωνιάτες τον 5ο αιώνα μετέτρεψαν το σπίτι ενός εγκληματία σε δεσμωτήριον. Στην αττική νομοθεσία, η πρώτη εμφάνιση περιοριστικής της ελευθερίας ποινής ανάγεται στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.
Στον Σόλωνα αποδίδεται ο νόμος που τιμωρούσε τον ένοχο κλοπής με χρη­ματική ποινή και παράλληλα θέσπιζε ως παρεπό­μενη ποινή τον πενθήμερο περιορισμό του ενόχου στην ποδοκάκκη. Πρόκειται για ένα όργανο ξύλι­νο, αφού τον 4ο αιώνα αναφέρεται συνήθως ως ξύλον, στο οποίο προσδενόταν το πόδι με αποτέλε­σμα την ακινητοποίηση του σώματος. Ήταν στη δια­κριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της Ηλιαίας να επιβάλει αυτόν τον περιορισμό, ο οποίος δεν λάμ­βανε χώρα σε κλειστό χώρο αλλά γινόταν δημό­σια, «ώστε να μπορούν να τον δουν όλοι δεμέ­νο», όπως σχολιάζει ο Δημοσθένης. Αρχικά λοιπόν ο περιορισμός στην ποδοκάκκη είχε προεχό­ντως ατιμωτικό χαρακτήρα, στοχεύοντας ιδίως στη δημόσια διαπόμπευση, στη συνέχεια όμως η χρή­ση του οργάνου αυτού γενικεύθηκε μέσα στη φυ­λακή.
Για τους αρχαίους Έλληνες ο σωματικός κολα­σμός ταιριάζει στους δούλους, οι οποίοι ευθύνονται για τις παραβάσεις τους με το σώμα τους, σε αντί­θεση με τους ελεύθερους ανθρώπους, στους οποί­ους ο νόμος τις περισσότερες φορές επιβάλλει πρόστιμα. Η συνήθης τιμωρία των δούλων ήταν τα δεσμά, και, όπως πληροφορούμαστε, ένας πρόχει­ρος τόπος εγκλεισμού τους ήταν οι μύλοι. Αυτό το διακριτικό στοιχείο των πολιτών από τους δούλους υπήρξε καθοριστικό για τη θεσμοθέτηση του πε­ριορισμού των πολιτών στη φυλακή, που, τουλάχι­στον μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., ήταν φει­δωλή.
Εξαίρεση στη δυσκολία του Αθηναίου νο­μοθέτη να αποδεχθεί τη φυλάκιση πολι­τών αποτελούσαν όσοι όφειλαν χρήματα στο δημόσιο. Η οφειλή αυτή μπορούσε να προέρχεται από συμβατική αιτία: τη συλ­λογή των φόρων αναλάμβαναν πολίτες έπειτα από πλειστηριασμό, κατά τον οποίο ο πλειοδότης απο­κτούσε το δικαίωμα να εισπράττει, για ένα έτος συ­νήθως, το συγκεκριμένο φόρο (λιμενικά τέλη, μετοίκιο κ.λπ.) και να αποδίδει στο κράτος το ποσόν που ορίστηκε. Με ανάλογο τρόπο γίνονταν οι μι­σθώσεις των μεταλλείων, καθώς και οι μισθώσεις των κτημάτων που ανήκαν στα ιερά, για διάρκεια δέκα ετών.
Αλλά οι περισσότεροι οφειλέτες που βρίσκο­νταν στη φυλακή ήταν εκείνοι που δεν είχαν τη δυνατότητα να καταβάλουν κάποια χρηματική ποι­νή που τους είχε επιβληθεί. Συχνά βλέπουμε, στους δικανικούς λόγους, τον κατηγορούμενο να τονίζει στους δικαστές ότι η επιβολή χρηματικής ποινής θα σήμαινε γι’ αυτόν το τέλος της ζωής του ως πολίτη και τον ισόβιο εγκλεισμό του στη φυλα­κή. Και πράγματι γνωρίζουμε αρκετούς ένδοξους πολίτες που πέρασαν από τη φυλακή για τέτοια χρέη, ή ακόμη πέθαναν εκεί, όπως ο Μιλτιάδης, άρρωστος ήδη όταν καταδικάστηκε σε πρόστιμο πενήντα ταλάντων, που, αδυνατώντας να το πληρώσει, τελείωσε τη ζωή του στη φυλακή το 489 π.Χ.
Το 353 π.Χ. ο Αθηναίος Τιμοκράτης πρότεινε να ψηφιστεί ένας νόμος που θα έδινε τη δυνατότη­τα στους οφειλέτες του δημοσίου – με εξαίρεση ορισμένες μόνο κατηγορίες, όπως οι εκμισθωτές των φόρων – να μη φυλακίζονται, εφ’ όσον παρείχαν χρηματική εγγύηση. Ο Δημοσθένης με δριμύτητα προσέβαλε το ψήφισμα που εισηγήθηκε ο Τιμοκράτης, ως αντίθετο με τους νόμους, υπενθυμίζο­ντας στο λαϊκό δικαστήριο ότι πρόκειται για «φω­τογραφική» ρύθμιση, που έχει στόχο να απαλλά­ξει κάποιους φίλους του που βρίσκονταν στη φυ­λακή για χρέη προς το δημόσιο. Θυμίζει ακόμη ότι πολλοί γνήσιοι Αθηναίοιέχουν οδηγηθεί στο δεσμωτήριο, φυλακισμένοι είτε για οφειλές είτε έ­πειτα από δικαστική απόφαση, αλλά υπέμειναν τα δεσμά υποτασσόμενοι στους νόμους, και δίνει πα­ραδείγματα πολλών επιφανών ανδρών που πέρα­σαν χρόνια στη φυλακή. Ο Δημοσθένης κατηγορεί τον Τιμοκράτη ότι το ψήφισμα που πρότεινε εισά­γει ρύθμιση ευνοϊκή για τους πλουσίους, οι οποί­οι μπορούν να παράσχουν χρηματική εγγύηση κι έτσι διαφεύγουν τη φυλάκιση, αντίθετα με τους α­πλούς ανθρώπους: όταν ασκούν κάποια εξουσία, ο κατηγορούμενος και το περιβάλλον του, ευχαρίστως φυλακίζουν τους φτωχούς, όταν όμως πρόκει­ται για τους ίδιους, πιστεύουν ότι δεν πρέπει να πάθουν το ίδιο.
Στην Αθήνα αρμόδιοι για την επίβλεψη του δεσμωτηρίου ήταν οι ένδεκα,άρχοντες κληρωτοί με ενιαύσια θητεία. Δική τους δικαιοδοσία ήταν η σύλληψη που προβλεπόταν από το νόμο για ορι­σμένες κατηγορίες αδικούντων. Καθώς η εισαγγε­λική αρχή, που σήμερα ασκεί τη δίωξη για ένα έ­γκλημα, ήταν έννοια ξένη προς το αρχαιοελληνι­κό δίκαιο, κατά το οποίο ο κάθε πολίτης ήταν ε­νεργός, δικαιούμενος ή μάλλον υποχρεωμένος να κινεί τη δίωξη όποιου έβλαπτε την πόλιν, ο εν­διαφερόμενος πολίτης είτε συνελάμβανε ο ίδιος το δράστη και τον παρέδιδε στους ένδεκα (απαγωγή), είτε τους οδηγούσε στον τόπο της σύλληψης (εφήγησις) είτε τέλος υποδείκνυε το δράστη στους άρ­χοντες (ένδειξις), οι οποίοι οδηγούσαν το συλληφθέντα στη φυλακή μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης.
Οι διαδικασίες αυτές εφαρμόζονταν κυρίως ενα­ντίον κακούργων που καταλαμβάνονταν έπ’ αυτο­φώρω ή εξόριστων που επέστρεφαν παράνομα ή α­κόμη εναντίον όσων είχαν καταδικαστεί στην απο­στέρηση των δικαιωμάτων συμμετοχής στο σώμα των πολιτών, αλλά επιχειρούσαν να ασκήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Η προφυλάκιση εφαρμοζόταν εξάλλου ευρύτατα σε υποθέσεις κατηγορουμένων για εγκλήματα κα­τά του πολιτεύματος και κατά των θεμελιωδών αρ­χών της πόλεως. Τα παραδείγματα προέρχονται κυρίως από τα τέλη του 5ου αιώνα και αργότερα, ό­πως στην υπόθεση του έτους 404 π.χ., όταν οι στρατη­γοί, ταξίαρχοι και πολίτες, που κατηγορήθηκαν ότι συνωμοτούσαν με σκοπό την ανατροπή της δημοκρατίας, προφυλακίστηκαν μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης.
Ο στρατηγός Θρασύβουλος κατηγορή­θηκε για προδοσία της πόλεως και κατάχρηση χρημάτων που προορίζονταν για εξαγορά αιχμα­λώτων και κρατήθηκε στη φυλακή μέχρι να δικαστεί. Λίγα όμως χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε για δωροδοκία και προφυλακίστηκε εκ νέου. Ακόμη μια εφαρμογή της αποστέρησης της ελευθερίας στην αττική νομοθεσία είχε τη μορφή εξασφαλιστικού μέτρου κατά των μελλοθανάτων. Μετά την έκδοση της απόφασης, ο καταδικασθείς παραδιδόταν στους ένδεκα, που τον οδηγούσαν στο δεσμωτήριο, μέχρι την εκτέλεση. Στις περιστάσεις που οι νόμοι για λόγους θρησκευτικούς ανέστελλαν την εκτέλε­ση, η παραμονή εκεί ήταν πολυήμερη, όπως συνέ­βη με τον Σωκράτη, μέχρι την επιστροφή στην Αθήνα του ιερού πλοίου. Την ορισμένη για την ε­κτέλεση ημέρα, οδηγούσαν τον κατάδικο έξω από την πόλη, στο δήμιο, ενώ η χορήγηση του κωνείου γινόταν μέσα στη φυλακή.
Από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., πιθανώς ως α­ποτέλεσμα της μεταρρύθμισης του Εφιάλτη, η φυ­λάκιση μπορούσε να επιβληθεί και ως κύρια ποι­νή για κάποιο αδίκημα, όταν προτεινόταν από τον ένα διάδικο. Έτσι και ο Αριστοτέληςαργότερα α­παριθμεί τις ποινές που προέβλεπε η αττική νομο­θεσία ως εξής: δεσμός, θάνατος, εξορία, αποστέ­ρηση των δικαιωμάτων του πολίτη, δήμευση της περιουσίας. Δεν σώζεται όμως κανένας νόμος που να επιβάλλει ποινή φυλάκισης για κάποιο αδίκη­μα σε περίπτωση που η ποινή απέρρεε απ’ ευθεί­ας από το νόμο χωρίς να θεσπίζεται η διαδικασία της πρότασης και αντιπρότασης από τους διαδί­κους.
Όσο για τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στις φυλακές, φαίνεται πως κατά κανόνα οι κρα­τούμενοι ήταν δεμένοι στο ξύλον, καθώς ποικίλες πηγές χρησιμοποιούν τη λέξη δεσμώτης ως συνώ­νυμο του να βρίσκεται κάποιος εν δεσμωτηρίω. Εκείνοι που αποφυλακίζονται έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα αναφέρονται ως «ανίκανοι να περπατήσουν σαν τους άλλους ανθρώπους, αλλά ξαναγυρίζουν στην ίδια στάση και στις ίδιες κι­νήσεις που έκαναν δεμένοι», καταδεικνύοντας ό­τι η φυλάκιση και τα δεσμά συνεπάγονταν το ένα το άλλο. Απαγορευόταν όμως να υποβάλλονται οι πολίτες σε βασανιστήρια, είχε μάλιστα εκδοθεί ει­δικό ψήφισμα γι’ αυτό το σκοπό, που η χρονολο­γία του μας είναι άγνωστη.
Ωστόσο η γενική τάση που θεωρούσε το σώμα ενός πολίτη απαραβίαστο, σε περιόδους πολιτικών αναταραχών μπορούσε να αμφισβητηθεί, και έτσι το 409/8 π.χ. η αθηναϊκή βουλή δια βοής αποφάνθηκε να καταργηθεί ο νόμος και να δεθούν στον τροχό οι πολίτες που κατηγορούνταν για την παρωδία των ιερών μυστηρίων, ώ­στε να καταδώσουν και τους υπόλοιπους συνωμό­τες. Ορισμένοι κατόρθωσαν να το αποφύγουν, ορί­ζοντας εγγυητές και τελικά δραπετεύοντας από την πόλη, πολλοί όμως ήταν αυτοί που συνελή­φθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Μεταξύ αυ­τών ήταν και ο ρήτορας Ανδοκίδης, ο οποίος αρ­γότερα θα πει στους συμπολίτες του: «θα μου έπαιρνε πολύ χρόνο να μιλήσω για τη φυλάκισή μου και για όλα εκείνα που υπέφερα με το σώμα μου τότε».
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη φυλάκιση αρ­γό θάνατο. Για τον πλατωνικό Σωκράτη η αρχή της ζωής στη φυλακή είναι το τέλος της ελεύθερης ζω­ής. Μετά την πρώτη ψηφοφορία που τον έκρινε έ­νοχο, και την πρόταση των κατηγόρων του να επι­βληθεί η θανατική ποινή, ο Σωκράτης καλείται, σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία, να αντιπροτεί­νει την ποινή που ο ίδιος θεωρεί κατάλληλη για το αδίκημα που διέπραξε: «Ποιο από αυτά που ξέ­ρω καλά πως είναι κακά να αντιπροτείνω, τιμω­ρώντας μ’ αυτό ο ίδιος τον εαυτό μου; Μήπως τη φυλάκιση; Και γιατί δα πρέπει να περάσω τη ζωή μου στο δεσμωτήριο, δούλος του κάθε άρχο­ντα που έρχεται στην εξουσία; Μήπως το πρόστι­μο, που κι αυτό δα επιφέρει τη φυλάκιση μέχρι να το πληρώσω;». Κάποιος θεός θα διατάραξε την κρίση του ανθρώπου εκείνου που πρότεινε για τον εαυτό του την ποινή της φυλάκισης αντί για πρό­στιμο, σχολιάζει ο Λυσίας, ενώ και ο Θουκυδίδης σημειώνει πως οι Αθηναίοι συμφώνησαν τελικά να παραδώσουν τα όπλα τους στους Συρακούσιους, ώ­στε να μην τελειώσουν τη ζωή τους στη φυλακή.


Η φυλακή του Σωκράτη όπως τη φαντάστηκε ο Νταβίντ. Πίνακας του Zακ-Λουί Νταβίντ (1787) Ο Θάνατος του Σωκράτη. Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη.

Είναι άγνωστο πότε ανεγέρθηκε η πρώτη φυλακή στην Αθήνα ή σε άλλες αρχαιοελληνικές πόλεις. Πρόκειται όμως για γεγονός που σηματοδότησε τη μετάβαση από την ιδιωτική κράτηση ενός πολίτη από συμπολίτη του για χρέη, στη θέσπιση της φυλάκισης ως δημόσιας τιμωρίας και, παράλληλα, τη μετάβαση από τη δημόσια διαπόμπευση στον εγκλεισμό. Η θέση που καταλαμβάνει η φυλακή στην αρχαιοελληνική, ιδίως στην αθηναϊκή, κοινωνία είναι η συνισταμένη δυο αντιμαχόμενων εννοιών, που όμως και οι δυο βρίσκονται στον ιδεολογικό πυρήνα της δημοκρατικής πόλεως.
Από τη μια, η απέχθεια των πολιτών για το σωματικό κολασμό και τον περιορισμό, που θεωρούνταν ανάρμοστα με την ιδιότητα του πολίτη, από την άλλη η διαρκής αναζήτηση της ισονομίας, της πραγματικής εξίσωσης των πολιτών, που δεν επιτρέπει στους πλούσιους να πληρώνουν μόνον πρόστιμα ή χρηματικές εγγυήσεις τη στιγμή που οι φτωχοί, αδυνατώντας να πληρώσουν, βρίσκονται κλεισμένοι στο δεσμωτήριο. Η διαπάλη αυτή δεν επηρέασε μόνον τους υπέρμαχους της αθηναϊκής δημοκρατίας, αφού αντανάκλασή της βρίσκεται και στον Πλάτωνα, όταν στους Νόμους προτείνει την αποφυλάκιση όσων οφείλουν πρόστιμα είτε με την πληρωμή είτε όταν έπειθαν τους άρχοντες ή τον αντίδικό τους ότι είχαν περάσει αρκετό χρόνο στη φυλακή.

Στέφανος Παύλου
Αν. καθηγητής Νομικής Θράκης
Μαρία Γιούνη
Επ. καθηγήτρια Νομικής Θράκης

Πηγή

  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η ιστορία των φυλακών», τεύχος 214, 4 Δεκεμβρίου 2003.

Οι χαμάλες – Γράφει ο Νίκος Βαγενάς



by Σύλλογος Λευκαδίων Πάτρας (Σημειώσεις) on Τρίτη, 15 Ιανουαρίου 2013 στις 4:27 μ.μ.
Έτσι αποκαλούνταν τα ιππήλατα μακρόστενα κάρρα, τα οποία εχρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά μεγάλου όγκου φορτίου.
Η κύρια πιάτσα αυτών των τροχοφόρων, ήταν το λιμάνι και ιδίως τις μέρες όπου αναμενόνταν η άφιξη ενός εμπορικού πλοίου από το οποίο θα ξεφορτωνόνταν σακκιά με αλεύρια, ξυλεία, καλαμπόκι, σιδηροβάρελα, ξυλοβάρελα, που περιείχαν ούζο ή μπράντυ κ.ά. καθώς και την τελευταία περίοδο σακκιά με τσιμέντο.
Και αυτά τα κάρρα ήταν στενού πλάτους (γύρο στο 1μέτρο), όπως σχεδόν των καρροτσινιών, αλλά το μήκος τους έφθανε περίπου τα 4 μέτρα. Οι χαμάλες, σε αντίθεση με τα καρροτσίνια, είχαν τέσσερις ρόδες, από τις οποίες οι δυό μπροστινές είχαν διάμετρο αντίστοιχης των καρροτσινιών, ενώ οι πισ(ι)νές ήταν κάτα τι μεγαλύτερες. (Σκίτσο Α΄).

Το ξύλινο επίπεδο, δίκην καρρότσας, επί του οποίου τοποθετούνταν το, προς μεταφορά, φορτίο, ήταν ενισχυμένο κατά μήκος των μακρών παρειών με δυό λεπτούς ξυλοδοκούς, όπου επάνω τους «καθόνταν» τα πάσης φύσεως σιδηροβάρελα πετρελαίου, ούζου ή κρασοβάρελα, σταθεροποιημένα είτε με ξυλόσφηνες ή τάκους, είτε με σχοινιά. Επίσης οι δυο παράλληλοι ξυλοδοκοί, εμπόδιζαν την κάτω στρώση των σακκιών αλεύρων ή τσιμέντων, να διολισθήσει προς τα πλάγια.
Αξιοσημείωτοι ήταν οι μπροστινοί τροχοί, οι οποίοι εστηριζόνταν μεν στα άκρα ενός κοινού (ιδίου) άξονα, αλλά όμως αυτός ήταν περιστρεφόμενος προς τα δεξιά ή αριστερά, ανάλογα με την στροφή.

Αυτό επιτυγχανόνταν με τη βοήθεια του έστορα, δηλαδή δυό σταθερών κυκλικών πλακών, καμωμένες από άγριο ξύλο, όπου η μία επικαθόνταν πάνω στην άλλη. Η ευρισκόμενη από κάτω ήταν συνδεδεμένη με τον ενιαίο άξονα των μπροστινών ροδών, καθώς επίσης και με τους λεπτούς ξυλοδοκούς στο ενδιάμεσο των οποίων, έμπαινε το άλογο.
Εξυπακούεται ότι το ανωτέρω σύστημα, ήταν εκείνο που περιστρεφόνταν, ενώ η πάνω πλάκα ήταν σταθεροποιημένη στο… σασί του κάρρου. Η κάτω πλάκα του, έστορα, ήταν εκείνη που έφερε τον βραχύ και ισχυρό άξονα που συγκρατούσε ενωμένες τις δυό κυκλικές επιφάνειες, επιτρέποντας μόνον την τριβή τους με τη βοήθεια ενός μείγματος αλμυρού χοιρινού λίπους και μούργας ελαιολάδου.
Από τη συνεχή τριβή των δυό εφαπτομένων επιφανειών, το μείγμα ερευστοποιούνταν πλήρως, καταλήγοντας σ’ ένα κατάμαυρο γλοιώδες υγρό, τη λεγόμενη λαδόγανα. Σημειώνεται ότι οι ξύλινες πλάκες του έστορα, είχαν ενισχυμένη την περιφέρειά τους με σιδηροστέφανα, με σκοπό την αποτροπή ενός πιθανού ραγίσματος ή την αποκόλληση ενός περιμετρικού θραύσματος.
Τα άλογα που εχρησιμοποιούνταν στις χαμάλες ήταν ογκώδη, με τεράστιες οπλές, δηλαδή ζώα αποκλειστικά για την μεταφορά, στη ράχη τους, μεγάλων φορτίων ή να σύρωνται με κάρρα, υπερβολικά, βαρειά υλικά.
Σπάνια, οι χαμάλες εισερχόνταν στα καντούνια, παρά μόνον σ’ εκείνα των οποίων η είσοδος και η έξοδος ευνοούσαν το «στρίψιμο». Ένα από τα ελάχιστα καντούνια που τηρούσαν αυτές τις προδιαγραφές, αν και κατά ένα τμήμα στενό μέχρι σήμερα, είναι η σημερινή οδός (!) Λευκάτα.
Έχει άμεση επαφή με το παζάρι και παλιότερα μια ευρύχωρη έξοδο στο μόλο της Άγια-Κάρας (κάρα= αποκομμένη κεφαλή) κοντά στο πορτόνι των Αλυκών.
Το καντούνι αυτό ήταν πλακόστρωτο, αποτελώντας την εξαίρεση στα, τότε, υπάρχοντα λιθόστρωτα, του οποίου οι πλάκες (από γκρίζο γρανίτη) είχαν βαθειές αυλακώσεις, εξ’ αιτίας της αδιάκοπης τριβής που προξενούσαν τα σιδηρο-στέφανα των καρρό-ροδων.
Δυστυχώς από το τμήμα αυτό, αν και καλοδιατηρημένο, οι πλάκες αφαιρέθηκαν, μέσα στα πλαίσια (βλέπε: εργολαβικής) της αισθητικής αναβάθμισης του παλιού ιστού της πόλης.
Σημείωση: Εκείνη η πράξη, δεν ήταν η μόνη. Είχαν προηγηθεί και επακολούθησαν κι άλλες, έχοντας ως κοινό παρανομαστή, τη βίαιη αποσύνδεση του παρελθόντος τούτης της Χώρας.
Σε πλήρη αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, του διαμετρήματος ακόμη και της δικής μας, οι δικές μας οδηγήθηκαν από οραματιστές παράγοντες και παραγοντίσκους.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, διατηρούνται ακόμα μέχρι σήμερα αραβικά ονόματα και ονομασίες πλατειών, δρόμων, κτηρίων, γεφυρών, υδραγωγείων κ.ά.
Θέλετε το δικό μας, τοπικό, παράδειγμα; Η επί Ενετοκρατίας κεντρική, σημερινή, πλατεία αποκαλούνταν ως «Piazza di San Marco» (η αντίστοιχη της Ζακύνθου διατηρεί μέχρι σήμερα την ίδια ονομασία).
Στη συνέχεια, αποκαλέστηκε ως «Πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Α΄» για να ακολουθήσει ως «Πλατεία του… αποφασίζομεν και διατάσσομεν…» και τέλος μέχρι στιγμής, βέβαια, γιατί αύριο κανένας δεν ξέρει, ως «Πλατεία Εθνικής Αντίστασης»!
Πάντως, σ’ οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, τοπικός-διοικητικός ή πνευματικός ταγός, συνεπικουρούμενος από προτροπές ή αποφάσεις ομίλων νεωτεριστών ή ομοϊδεατών, προβεί σε αλλοιώσεις του ιστορικού (της όποιας ιστορίας, στρατιωτικής, πολιτικής, αρχιτεκτονικής κ.ά.) ιστού της πόλης του, θεωρείται, βέβαιον, ότι την επόμενη ημέρα, θα κυκλοφορήσει φέϊγ-βολάν μέσω των οποίων θα γνωστοποιεί, ότι αναλαμβάνει… φούσκωμα μπαλλονιών για γενέθλια, επετείους, γάμους, εγκαίνια καταστημάτων, παρελάσεων κ.λ.π..




Το σκίτσο είναι του ίδιου του συγγραφέα

Κουβεντιάζοντας με τη θεια Βασίλω by Σύλλογος Λευκαδίων Πάτρας (Σημειώσεις) on Τετάρτη, 23 Ιανου




αρίου 2013 στις 12:24 μ.μ.


Μια «αντι- Προυστ» συνέντευξη στον Έκτορα Γ. Χόρτη
Η 90χρονη θεια Βασίλω Βουκελάτου είναι ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας του χωριού μας. Κάθομαι δίπλα της στην αυλή, με φόντο το Μέγα βουνό και τη θάλασσα του Κομπλιού, που φαίνεται από δω ήρεμη και γαλήνια, όπως μειλίχια και προσηνής είναι κι η θεια Βασίλω,που, περιμένοντας τον καφέ απ’ τα χέρια της Πόπης, αρχίζει να ξετυλίγει όψεις της προσωπικής της ιστορίας αλλά και της ιστορίας του χωριού, με ακομπανιαμέντο το θρόισμα των φύλλων απ’ τον ελαφρύ μαϊστρο που ’ρχεται απ τη Νεραϊδόλυμπα. Ας απολαύσουμε, λοιπόν, την ποιότητα, την πηγαία ευγένεια και την κοφτερή ματιά με την οποία η θεια Βασίλω βλέπει τα πράγματα και τον κόσμο.

Φέρε, μάτι μου, ένα κουταλάκι Ο καφές με το παραδοσιακό λαδοκούλουρο καταφθάνει κι η θεια Βασίλω αυτοσυστήνεται, όχι βέβαια ενσυνείδητα, με μια έκφραση απέραντης τρυφερότητας: - Φέρε, μάτι μου, ένα κουταλάκι  - Για να ιδούμε θεια Βασίλω αν σόφκιασε η νοικοκυρά αθώωνε καφέ - Γε, τι μου θυμίζεις τώρα! Κάποτα είχαμε μύλο π’ άλεθε στάρι με λία κλωνιά καφέ. Εβάναμε και γαρούφαλα και φλούδες από πορτογάλι κι εγενόντανε ωραίος. Τον εφκιάναμε με το σουβλί, τον εψέναμε και μετά ανοίαμε μια πορτοπούλα που’ χε το σουβλί κι αν ήτανε ψημένος τον εβγάναμε και τον αλέθαμε. Τώρα όμως δεν τα ξέρει κανένας αυτά. Τώρα πίνεις καφέ και δεν ξέρεις τι πίνεις.  Κι ο τόπος ακόμα έχει ξεπλυθεί  –Και με το μαέρεμα τι γένεται; Τα ίδια κι εκεί. Και να μαερέψουμε σήμερα δεν έχουμε. Παλιά με τα φασούλια εμαγερεύαμε τ’ς κορφάδες κι ήτανε πράμα. Τώρα δεν έχουμε τίποτα. Τώρα σου κάζει καλύτερα; Απ’ τα φαγιά εκειά οι πατάτες γιαχνί, ας πούμε, μοσκοβολάανε. Τώρα όμως δεν έχουνε ουσία. Ό,τι λάδι και να τους βάλεις, δε γένεται τίποτα. Γιατί εφτό; Γιατί κι ο τόπος ακόμα έχει ξεπλυθεί. Κροπιές δε βάνουμε, να το σκάψουμε το χωράφι δεν τον σκάφτουμε, να το οργώσουμε δεν το οργώνουμε. Τι καρτερείς έτσι; Βγάναμε κάποτα κρεμμύδια θερία, έδε τόσα! Τώρα βάνουνε κρεμμύδια και βγάνουνε ούλο σκαμπάβλι, δηλαδή τίποτα, τίποτα. Άμα βγάνει από φτο, πέτα τα, δε φελάνε. Έδε τόσο κρεμμύδι. Τώρα, ψυχή μου, έφυγε η ουσία τ’ς περιουσίας. Κιαπέ τότενες προσέχαμε και το χωράφι. Τη νια χρονιά βάναμε κουκιά, την άλλη γέννημα, γαύρο. Κι είχε ο γαύρος ένα μουστάκι, ήτανε ένας γαύρος μαυρομούστακος πο λεες “Παναγία βόηθα”. Αλλά τώρα ποιος τηνε κάνει αυτήνη τη δουλειά; Τώρα ακόμα και για να βάλεις ένα μηχάνημα να οργώσει δύσκολο είναι, γιατί η κυβέρνηση ούτε από φτο δεν έχει να δώκει, βεντζίνες. - Η φακή όμως γένεται καλή. Ή όχι; - Με τη φακή είν’ αλλιώς. Είναι το χωράφι που την κάνει κάλοψη. Είναι κάποια χωράφια που ’ναι κάλοψα μοναχά τ’ς. Έλεα: Θα σπείρω φακή στις Τραχωλαρές, γιατί γένεται κάλοψη. Γιατί οι Γκλουβσάνοι παίρνουνε πολλά λεφτά απ’ τη φακή; Γιατί γένεται κάλοψη. Ούτε κροπιά χρειάζεται ούτε λίπασμα . Απάνου εκεί στο βουνό και τα χορτιώτικα χωράφια βγάνουνε κάλοψη φακή. Η φακή θέλει μοναχά βοτάνισμα.  - Ποιος όμως θα (ν)τηνε σπείρει, θεια Βασίλω; - Τήραξε. Κι η κυβέρνηση να δώκει λεπτά για να γυρίσουνε στα χωριά, οι νέοι δεν τήνε κάνουνε αυτήνη τη δουλειά που γενόντανε παλιά. Να σπείρεις, να βοτανίσεις, να θερίσεις, να το μάσεις, κι ούλα τ’ άλλα, είναι πάρα πολλή δουλειά. Τώρα τα παιδιά είναι καλομαθημένα, και με το δίκιο τους κιόλας δε μπορούνε, γιατί, άμα δεν ξέρεις μια δουλειά, δεν μπορείς και να την κάμεις. Εδώ εμείς παλιά σηκωνόμαστε το μπονόρα, 5-6 η ώρα, ζυμώναμε, αφήναμε το ζυμάρι και γενόντανε, κολάαμε το φούρνο. Είχε κόπο, είχε δουλειά, γιατί να το σείσεις με τη σίτα, για να βγάλεις τόσα καρβέλια ψωμί θέλεις μια μεριά, πα’ να πει κοντά ένα σακί αλεύρι. Μετά ν’ αναπιάσουμε το προζύμι, να κουβαλήσουμε νερό … Σάματι είχαμε και ξύλα; Δεν είχαμε τίποτα. “Χέστα κι άστα”, με το συμπάθιο. Τώρα το παίρνουμε το ψωμί έτοιμο. Άλλο όμως ψωμί. Καμιά σχέση μ’ εκειό που φκιάναμε. Νερό δεν είχαμε, φως δεν είχαμε. Με το φανάρι ή το λυχνάρι να κατεβείς κάτου να σελώσεις τα πράματα, να τα βγάλεις όξου, να τ’ς δώκεις λίου βρώμη, να πας ας πούμε στον Αη Πέτρο για τ’ς ελιές, δύο ώρες να πας και δύο να ’ρτεις. Είχαμ’ όμως λάδι – όχι κι ούλοι -, είχαμε κουκιά, είχαμε πατάτες όσες εθέλαμε. Όμως τότενες τα χωράφια τα είχαμε συγυρισμένα με κροπιά και σκάφταμε και βαθιά, όχι αστεία. Στ’ς Παναγιάς είχαμε κήπους με φασούλια, ντομάτες, αγγουριές, κολοκυθιές, ρόκες, ου… και μηλιές. Βάναμε τα μήλα και τις πατάκες κάτου απ’ τα κρεβάτια- είχαμε κρεβάτια ψηλά με καβαλέτα και τάβλες και στρώμα με μαλιά κι απ’ κάτου από φτο άλλο στρώμα με άχερο από βρώμη. Τα ζώα τα είχαμε σα να ’τανε άνθρωποι - Δηλαδή θεια Βασίλω στα πράματα εδίνατε και πρωινό, βρώμη.  - (Γέλια η θεια Βασίλω). Αμ τι κάνε! Τα ζώα τα είχαμε σα να ’τανε άνθρωποι. Τότενες είχαμε ούλοι πράματα και τα προσέχαμε πολύ, γιατί χωρίς εφτά δε γενόντανε. Είχαμε και τα χοντρά – το θυμάσαι τ’ άλογο που το λεε η Έφη «το άγολο»; Ε, εφτό δεν ήταν άλογο, ήταν ένας άγγελος. Νια φορά είχε πέσει η Έφη κι εφτό για να μην τηνε βαρέσει εσάλτησε από ’να χαντάκι με κίντυνο να τσακιστεί το ίδιο. Και με τα γιδοπρόβατα τα ίδια. Για να τα βοσκήσουμε εφτάναμε ως κάτου στ’ Αντζουλή την ελιά, προς τη Νεραϊδόλυμπα.

Η πρώτη επαφή με τη θάλασσα - Αλήθεια,θεια Βασίλω, τώρα πού ‘πες Νεραϊδόλυμπα, ποια ήτανε η πρώτη επαφή σου με τη θάλασσα; - Ακουρμάσου. Όταν ήμαστε παιδιά την είχαμε την πονηριά τ’ς ηλικίας. Μια μέρα μας έβαλε ο πατέρας μας εμένανε και τον αδερφό μου να πάμε να ψάξουμε για δυο γίδες που χαθήκανε. Εμείς ψάξαμε σε κάνα δυο μεριές κατά το Καλαμτσώτικο και μετά τραβήξαμε κατά τα Καπνιστά νερά. Τα Καπνιστά νερά τα βλέπεις και δεν ξέρεις τι είναι, καπνός ή νερό. Από κεί που ήμαστε, εκείθε απ’ τον Άσπρο βράχο, το Σκαλί, βρήκαμε ένα λαγκάδι. Εφοράαμε τσαρούχια. Κολοσυρτά – κολοσυρτά και κάτου και κάτου και κάτου και κάτου κατεβήκαμε στη μαύρη Σπηλιά, στη Νεραϊδόλυμπα. Ήτανε η σπηλιά μέσα βαθιά μαύρη, κατάμαυρη, πίσα, και γιομάτη φύκια. Εγώ ανέβηκα απάνου σ’ ένα κοντρί για να βγάλω πετάλες, αλλά δεν ήξερα. Και μου λέει ο αδερφός μου:  - Τι πας να βγάλεις πετάλες με το χέρι, μωρή; Εφτές θέλουνε σουγιά.  Τ’ς άφηκα και κατέβηκα κάτου απ’ το κοντρί. Ο,τι κατεβαίνω όμως μόρχετ’ ένα κύμα και με χώνει ως τη μέση. Και τότενες λέω: «Τώρα τσέκια μου». Και βάνω κάτι φωνές:  -Μωρέ, μωρέ, μωρέ, μωρέ, η θάλασσα με πάει μέσα. Τράβαμ’ απ΄το χέρι και θα πάω καλιά μου…  Τέλος πάντων εβήκαμε και με τα χίλια ζόρια ήρταμ’ απάνου. Για τ’ς γίδες είπαμε πως εφάαμ’ ούλο τον τόπο, αλλά δεν τ’ς βρήκαμε. Πού να ξέρανε πως αντί για τ’ς γίδες επήαμε στη θάλασσα. Κανένας δεν τόμαθε.

Η νοοτροπία μιας εποχής  - Θυμάσαι τίποτ΄ άλλο που να σο ‘χει μείνει έντονα από κεια τα χρόνια; - Θυμάμαι κάτι που ξηγάει και τα ονείρατα. Εκεί που φυλάαμε τα πρόβατα με τον αδερφό μου κάτου στην Παναγιά, σε μια στιγμή μπήκαμε μέσα στην εκκλησά. Από μέσα - εκεί που ψέλνει ο παπάς - ήβραμε δύο πουλιά πράμα, πολύ ωραία, από ξύλο. Τα παίρνουμε τα πουλιά, τα πάμε σπίτι. Μια κι άλλη να τα παρουσιάσουμε, μια κι άλλη να τα παρουσιάσουμε, τα παρουσιάζουμε. - Δε μου λέτε, λέει η μάνα μου, τι είν εφτά πο ’χητε;  - Τα βρήκαμε, λέω - Πού, λέει, τα βρήκτε εφτά;  - Κάτου εκεί στο δρόμο, λέω.  - Στο δρόμο εφτά τα πράματα; Δε γένεται εφτό, τέτοια πράματα να τα βρήκατε στο δρόμο. Πες μου πού τα βρήκατε. Δε μου λέτε, ε; Τσακιστείτε να τα πάτε αμέσως όθεν ήτανε, γιατί αλλιώς μαύρα σας κουλούρια. Εντάξει;  - Εντάξει.  Εμείς όμως επήαμε και τα κρύψαμε. Όμως το βράδυ βλέπω ένα όνειρο και το θυμάμαι ακόμα. Στο κατάπορο της εκκλησάς είχε δυο κυπαρίσα. Βλέπω, λοιπόν, την Παναγία ν’ ανοίει το πορτόνι και να κάνει απάνου. Είχε, λέει, μια φορεσά γαλάζα με χρυσά σχέδια στο πλάι και μας έσωσε απάν’ στο νταμάρι. Τα φρύδια της ήτανε γαϊτάνι, τέλεια. Τα μάτια της μαύρα, κατάμαυρα. Καλά! Τι να σου πω! Ήτανε τόσο όμορφη που δεν είχε τηραγμό!  - Δε μου λέτε, πού πάτε; λέει. Γιατί τα πήρατε τα πουλιά; Να πάτε να τα φέρτε όθενε τα πήρατε, γιατί αλλιώς θα σας βγούνε τα νύχια απ’ τα χέρια κι απ’ τα ποδάρια.  Εξύπνησα και δε μπόργα να κλείσω μάτι. Το μπονόρα του λέου τ’ αδερφού μου: - Έτσι κι έτσι. Θα μας βγάλει τα νύχια. Να τα πάμε πίσω.  Και τα πήαμε όθεν ήτανε.

Η θέση της γυναίκας: Ήτανε στενά τα πράματα - Αν ήσουνα νέα τώρα, θεια Βασίλω, τι διαφορετικό θα μπορούσες να κάμεις απ’ αυτά που κάνατε τότε τα κορίτσια; - Αν ήμουνα νέα τώρα, θα να ’κανα ό,τι ήθελες. Ήτανε δύσκολα τα χρόνια εκειά, αλλά ήμαστε και παιδιά και δεν το καταλαβαίναμε το μπορείς δε μπορείς. Έφευγες, δε λογάριαζες, κι ας ήτανε στενά τα πράματα. Ήμαστε νέοι. Μωρέ ας ήμουνα στα χρόνια της Γιωργίας τώρα και θα να ’βλεπες. Τα πράματα τότενες για μας τσι γυναίκες ήτανε πολύ στριμωχτά. Δεν εμπόργα εγώ ας πούμε να πάω στη Χώρα , να βρω μια δουλειά και να βγάνω δέκα δραχμές και να πορεύομαι. Υπήρχανε μοναχά αγροτικές δουλειές, τα χτήματα. Γιατί λες πως όταν εγενιόντανε κορίτσι είχανε κατεβασμένα τα μούτρα; Γιατί θέλανε προίκα. Θέλανε προίκα. Κι αφού θέλανε προίκα, τι να κάμει ο κόσμος; Και να βάργε κάποια ο άντρας της δεν εμπόρειε να πάει στ’ μάνα της. Πού να πάει; Δεν είχε δουλειά. Αν είχε όμως δουλειά, να παίρνει ένα φράγκο μοναχά έστω, δεν θα είχε ανάγκη. Θα να λεε: Φίλε μου, δε σ΄ έχω ανάγκη. Φεύγω και πάω παραπέρα κι ας έχω και λία, να χω ψωμί να τρώω. Ήτανε πολύ δύσκολα τα πράματα. Τώρα είν΄ αλλιώς. Τότενες δεν εμπόρειε καμιά να κάμει απάνου. Τώρα μπορούνε. - Για τις σχέσεις ανάμεσα στα κορίτσια και τα αγόρια τότε και τώρα τι λες; - Τότενες, ακόμα και μικρές, οι κοπέλες δεν κουτάανε να κρίνουνε στα παιδιά (τα αγόρια). Δε εμπόρειες να κουβεντιάσεις μ ένα παιδί, γιατί αν σ’ έβλεπε ο αδερφός σου, αγλοίμανό σου. Θα σο λεε: Γιατί κουβέντιασες; Τι δουλειά είχες; Θα σε κάνω, θα σε ράνω… Δε θέλω να κουβεντιάζεις. Αλλά και τα παιδιά τα ποδάρια μιας κοπέλας μοναχά αν τηράζανε, ήθελ’ α βρούνε μπελιά. Σήμερα εμένανε δε μ’ αρέσει να κάνουνε τα παιδιά ό,τι τους καπνίσει (διστάζει), παρόλο που έτσι είν’ η ζωή και δεν μπορείς να κάμεις τίποτα. Όμως τώρα είναι πιο λεύτερα, είναι πολύ καλύτερα από παλιά. Ανθρώπινες σχέσεις: Ήφερα αλάτι για ούλη τη γειτονιά - Οι ανθρώπινες σχέσεις παλιά πώς ήτανε; - Ήτανε άλλες. Ο λόγος ήτανε συμβόλαιο. Ήτανε διαφορετικά. Στις αλυκές που πήα και δούλεψα ήφερα αλάτι για ούλη τη γειτονιά. Τώρα δεν τα κάνουνε αυτά. Κι ούλο τον κόσμο να ’χουνε δικό τους, δεν τους ενδιαφέρει ο άλλος. Αφού τώρα το καλοκαίρι που μαζώνονται στο χωριό κόσμος πολλούς δεν τους γνωρίζω.

Απολογισμός ζωής - Επέρασα καλά. Απ’ τη ζωή μου είμαι πολύ ευχαριστημένη. Στην αρχή της παντρειάς χρειάστηκε λίους καιρός για να πάρω το κολάι. Μετά ήμουνα διευθυντής στα πράματα. Δεν είχα γρίνα. Και στο χωράφι και στις ελιές μου και στο ζύμωμα και σ’ ούλες τσι δουλειές η Βασίλω πρώτη, που λένε. Με την κουνιάδα μου δεν ανταλλάξαμε ποτέ μια πικρή κουβέντα. Τη ρωτάω: - Ορή, Αγγέλω, είμαστε τόσα χρόνια μαζί. Σ’ έβρισα ποτέ, σ’ επρόσβαλα, σου ’πα ποτέ έστω μια λέξη, για να σε στενοχωρήσω;  - Όχι, λέει. Ποτέ.
Πηγή : Τα Χορτάτα

ΑΘΑΝΙΤΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ ΣΗΜΕΡΑ


Ι
ΑΘΑΝΙΤΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ ΣΗΜΕΡΑ
ΑΘΗΝΑ
Ρομποτής Φίλιππας εγγονός του παπά Φα-
σούλη, Ψυχίατρος, τηλ: 6936327270
Ρομποτής Διονύσιος του Θεόδωρου (Κατί-
κη) ρίζαΑθανίτικη, Πλαστικός Χειρουργός,
Μεσογείων 8, 5ος όροφος, τηλ: 6944581675
Ρομποτής Φίλιππας του Νικολάου, Οδοντί-
ατρος, Αγίας Μαρίνας 1 Ηλιούπολη, τηλ:
9959690-9765163
ΠΑΤΡΑ
Ρουπακιώτης Σπύρος του Νικολάου, Γενι-
κός Ιατρός Πανεπιστημιακό Νοσ. Ρίου Πά-
τρα, τηλ: 6946236562
Κατσιγιάννη Μαρία Μαυροειδή, Μικροβιο-
λόγος, Κανακάρη 90-92 Πάτρα, Τηλ: 2610-
220952, 693247, κιν.: 6973200314
Κορφιάτη Βασιλική, Ηρακλειδών 16 Ρίο,
τηλ: 2610 990552
ΑΙΓΙΟ
Σίδερης Παναγιώτης, Παυλοπούλου 2 Ρο-
δοδάφνηΑιγίου, τηλ: 26910 71732
Μαρίνα Παπακωστοπούλου, Στρατιωτικός
Γιατρός, ΡίζαΑθανίτικη
Νατάσα Ρομποτή του Γεράσιμου (Κολό-
μπα), Σπουδάζει στην Ιατρική Σχολή Αθη-
νών
Ρουπακιώτης Σπύρος, κάνει την ειδικότητά
του στην Πάτρα
ΑΘΑΝΙΤΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ
ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
ΑΜΕΡΙΚΗ: ΡομποτήςΔιονύσιος του παππά
(Χερομπίλα), Καρδιολόγος
Χαλικόπουλος Δημήτρης του Θεόδωρου,
Οφθαλμίατρος
ΣΚΩΤΙΑ ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΟ: Ρουπακιώτης
Παναγιώτης του Νικολάου, Ορθοπεδικός
ΔΡΑΓΑΝΟ
Μιχάλης Μελάς (Μουργκάνας) γιατρός,
προπολεμικά είχε ιδιωτική κλινική πίσω
από το Ιερό του Αγίου Σπυρίδωνα στην
πόλη της Λευκάδας το 1935-1936 και το
πρώτο ακτινολογικό στη Λευκάδα. Σκοτώ-
θηκε στην Ήπειρο το 1943.
Χριστόφορος Μελάς, γιατρός παθολόγος –
ακτινολόγος. Έφερε τον πρώτο αξονικό το-
μογράφο στηνΑθήνα. Έχει πεθάνει.
Κυριακή – Ανδρέα Κατωπόδη, γιατρός ρα-
διολόγος
Γεώργιος Κατωπόδης - (Καστάνας) τουΔη-
μητρίου, παιδίατρος στηνΛειβαδιά
Από την νεώτερη γενιά γιατρών οι τρεις κό-
ρες του Ιωάννη Μελά (Πατίκα) Κωνσταντί-
να, Θωμαΐς, Βικτωρία, εγγονές του δασκά-
λου Θωμά Μελά
ΚΟΜΗΛΙΟ
ΚΟΜΗΛΙΩΤΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ
ΣΗΜΕΡΑ
ΑΘΗΝΑ: Αρβανίτης Κ/νος καρδιολόγος, Κ.
Βάρναλη 204 Χαλάνδρι, τηλ: 210-6852889
ΠΡΕΒΕΖΑ: ΒουκελάτουΜαρία, Καρδιολό-
γος, Σπηλιάδου & Μπακατσέλου 608, τηλ:
268206646
ΠΑΤΡΑ: Βερύκιος Χρήστος του Άγγελου,
Παθολόγος, Μουρούζη 13 & Κεφαλληνίας
5 Ρίο, τηλ: 2610-432461
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ: ΤζεφρώνηςΔημήτρης αγρο-
τικόςιατρός
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ: Γιώργος Κονιδάρης και Τζε-
φρώνης Χρήστος
ΚΟΜΗΛΙΩΤΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟ-
ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Ευστάθιος Μαραγκός 1882, Φίλλιπος Μα-
ραγκός 1904 και τα παιδιά του Γιώρ-
γος και Σμύρνη
ΧΟΡΤΑΤΑ
ΧΟΡΤΙΩΤΕΣ ΙΑΤΡΟΙ
ΣΗΜΕΡΑ
Χόρτης Παναγιώτης (Μανταγιάννης)
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθήνα,
Ιατρός Φυματιολόγος από το 1936.
Έχει πεθάνει.
Μεσσήνη Ελένη, Οφθαλμίατρος,
Άλυος 5-7 Αθήνα, τηλ: 210-7246500
Τσιρώνη Αθανασία, Δερματολόγος Αφροδισι-
ολόγος, Βυζαντίου 87 Νέα Ιωνία Καλογρέζα,
τηλ: 210 2710710
Χόρτης Ιωάννης του Παναγιώτη (Μανταγιάν-
νης), Φυματιολόγος, Βασ. Σοφίας 98α, τηλ:
210-7754632
Χόρτη Μαρία παθολογοανατόμος Σισμανό-
γλειο Γενικό Νοσ. Αττικής, τηλ: 210-8039001
Χόρτης Μιχαήλ ακτινολόγος, Νοταρά 33-35
Νέα Ιωνία, τηλ: 210-2799401
Βράϊλα Χαρά, Μικροβιολόγος Κωνσταντίνου
Υδραίου 71 Ρόδος, τηλ: 2241037404
Μεσσήνης Άκης Ψυχίατρος, Πατρέως 55 Πά-
τρα, τηλ: 2610-222075
Πλαβούκου-Βουκελάτου Στέλλα, Νεφρολογία,
Γενικό Νοσοκομείο Βόλου (Κάνει ειδικότητα),
τηλ: 2421351000
ΧΟΡΤΙΩΤΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΝ
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Χόρτη Μαρίνα, Δερματολογία, Γαλλία
ΧόρτηΑθηνά, Νευρολογία, Γερμανία
Χόρτης Βασίλης, Ενδοκρινολογία, Αγγλία
Χόρτης Παναγιώτης, Χειρουργική, Αγγλία
ΧΟΡΤΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΣΠΟΥΔΑΖΟΥΝ
ΙΑΤΡΙΚΗ
ΧόρτηΑγγελική, Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης
Χόρτη Ελευθερία, Γερμανία
ΧΟΡΤΙΩΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗ-
ΝΑ
ΧόρτηΑκριβή, Νικολάου Πλαστήρα 8-10 Νέα
Φιλαδέλφεια, τηλ: 210-2513055
Χόρτη Λαμπρινή, Αρτάκης 19 Νέα Φιλαδέλ-
φεια, τηλ: 210-2519973
ΦΥΣΙΚΟΘΕΡΑΠΕΥΤΕΣ ΧΟΡΤΙΩΤΕΣ
ΣΤΗΝΑΘΗΝΑ
Χόρτης Αναστάσιος, Θάσου 1 Μελίσσια, τηλ:
211034527, κιν: 6972319828
ΜΑΝΑΣΗ
ΜΑΝΑΣΙΩΤΕΣ ΙΑΤΡΟΙ ΣΗΜΕΡΑ
Βουκελάτος Αλέκος του Παναγιώτη και της
Θεοδώρας, ΩΡΛ, Θηβών 210 Περιστέρι, κιν:
6975321409
Παπαδάτου Ευαγγελία του Πανταζή και της
Μαρίνας, Φαρμακοποιός, Αθήνα
Βουκελάτου Ευρωπία, Καρδιολόγος, Ερμού
& Μαιζώνος 53, Πάτρα, τηλ: 2610 622000-
523756
Δίπλας Ανδρέας του Ιωάννη, Φαρμακοποιός,
Πανεπιστημίου 212 Πάτρα, τηλ: 2610-424963
ΛΕΥΚΑΔΑ
Χρυσούλα Παπαδάτου, Επισκέπτρια Υγείας
ΤΕΙ Αθήνας, Τμήμα Αιμοδοσίας Νοσοκομείου
Λευκάδας
ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ -ΑΜΕΡΙΚΗ
Δίπλας Παναγιώτης του Αλέξη και της Ντίνας,
Αμερική
Βουκελάτος Γιάννης του Κώστα και της Κατε-
ρίνας, Βασιλικό Νοσοκομείο Μελβούρνης Αυ-
στραλία, Χειρουργός Μεταμόσχευσης Καρδιάς
Βουκελάτος Φώτης του Κων/νου, Παθολόγος,
Μελβούρνη
ΠΡΑΚΤΙΚΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ
Ανδρέας Παπαδάτος, Πρακτικός γιατρός έφτια-
χνε τα σπασίματα πριν το 1900 και Παπαδάτος
Θεοφάνης από το 1900 έως το 1940 το ίδιο
ΝΙΚΟΛΗ
Βουκελάτου Μαρία του Γιάννη και της Ελένης,
Διοικ. Μον. Υγείας Πρόνοιας ΤΕΙ
Τα περισσότερα στοιχεία των Γιατρών της
Πάτρας τα πήραμε από το βιβλίο ηΛευκαδί-
τικη Κοινότητα Πάτρας του Συλλόγου Λευ-
καδίων Πάτρας.


ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΑΓΙΟΠΕΤΡΙΤΩΝ ΛΕΥΚΑ∆ΑΣ ΝΟΜΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΧΡΟΝΟΣ 38ος
 - ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 133 - Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 2013 -