για τη ΝΗΡΙΚΟΣ : Οι απαντήσεις του Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργη κ. Θεόδωρου Γιαννόπουλου συγγραφέα του «T h e G r e e k s :Whence and When?»


Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση
της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού


«T h e G r e e k s :Whence and When?»

The mainstream scientific responses and the present state
of research on the first beginning of the Greek civilisation
 (extensive english summary)
Ίδρυμα Tεχνολογίας και Έρευνας
hράκλειο kρήτης: Νικ. Πλαστήρα 100,
Βασιλικά Βουτών 700 13. Tηλ. 2810391097,
 Fax: 2810 391085
aθήνα:Κλεισόβης 3, 106 77. Tηλ. 210 3849020-22,
 Fax: 2103301583

e-mail: info@cup.gr  www.cup.gr

Πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το βιβλίο με τίτλο
«Πόθεν και πότε οι Έλληνες;». Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού (Σειρά: Νέες προσεγγίσεις στον αρχαίο κόσμο, επιμελητής ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πρίνστον κ. Άγγελος Χανιώτης).

Συγγραφέας του ο Θεόδωρος Γιαννόπουλος, Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, ο οποίος κατάγεται από την Λευκάδα από την πλευρά της μητέρας του, της αρχιτέκτονος Χαράς Παπαδάτου-Γιαννοπούλου.


Οι απαντήσεις του Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργη

κ. Θεόδωρου Γιαννόπουλου για τη ΝΗΡΙΚΟΣ 


1)     Διαβάζουμε ότι σαν βάση για την έρευνά σας για το ΠΟΘΕΝ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, τοποθετείτε την ελληνική γλώσσα. Θα θέλατε να μας αναλύσετε το λίγο το θέμα αυτό;

Είναι γεγονός ότι στο επίκεντρο της έρευνας βρίσκεται η αναζήτηση των απαρχών της ελληνικής γλώσσας. Ο λόγος είναι ότι, διεξάγοντας μια έρευνα που εκτείνεται ως την προϊστορία, ο μόνος αξιόπιστος τρόπος να ορίσουμε τους «Έλληνες» είναι ως τους ομιλητές της ελληνικής γλώσσας. Στην εποχή μας αντιλαμβανόμαστε τους «Έλληνες» όχι απλά ως τους ομιλητές της ελληνικής, αλλά και ως μια ομάδα ανθρώπων με πολλά επιπρόσθετα κοινά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. εθνική συνείδηση, κοινά στοιχεία πολιτισμού, συμπεριφοράς, κλπ. Μια τέτοια αντίληψη, όμως, δεν μπορεί να μεταφερθεί άκριτα στο παρελθόν, πόσω μάλλον στις εποχές χωρίς γραπτά μνημεία (προϊστορία), για τις οποίες δεν γνωρίζουμε αν η κατά το μάλλον ή ήττον κοινή γλώσσα μεταφραζόταν και σε άλλες αντιλήψεις περί κοινότητας. Ως προς το θέμα της εθνικής συνείδησης είναι γνωστός, άλλωστε, ο έντονος τοπικισμός που υπήρχε ακόμα και στους ιστορικούς χρόνους της ελληνικής αρχαιότητας. Ούτε, φυσικά, μπορεί να θέσει κανείς το ζήτημα με όρους φυλετικούς, διότι ακόμα κι αν υπήρχε η έννοια της «φυλής» (που στην ουσία είναι μια έννοια παρωχημένη, προερχόμενη από τις εποχές πριν την ανακάλυψη και μελέτη της βαθύτερης γενετικής δομής του ανθρώπου), αυτή αφορά την φυσική ανθρωπολογία ενός πληθυσμού και όχι την πολιτιστική ανθρωπολογία. Κατά συνέπεια, αναζητώντας την προέλευση των Ελλήνων δεν μπορούμε παρά να αναζητήσουμε την προέλευση της ελληνικής γλώσσας και τις συνθήκες σύνδεσής της με τον γεωγραφικό χώρο της μετέπειτα Ελλάδας και του Αιγαίου.

2)     Ποια είναι τα αρχαιότερα μνημεία της ελληνικής γλώσσας;

Τα αρχαιότερα μνημεία της ελληνικής γλώσσας είναι αυτά της Γραμμικής Β Γραφής, δηλαδή της συλλαβικής εκείνης μορφής καταγραφής της ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκε κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα στην διοίκηση των μυκηναϊκών ανακτόρων (π.χ. των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Πύλου, της Θήβας, κλπ.). Τα περισσότερα από τα σωζόμενα αρχεία της Γραμμικής Β προέρχονται από την περίοδο καταστροφής των ανακτόρων, περί το 1200 π.Χ., η γραφή όμως αυτή ήταν πιθανότατα ήδη σε χρήση ήδη από τον 14ο αιώνα π.Χ. και ίσως και πιο πριν. Η Γραμμική Β αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τον Βρετανό αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις (1922-1956) και αποδείχθηκε ότι καταγράφει μια πρώιμη μορφή της ελληνικής, την λεγόμενη Μυκηναϊκή Ελληνική.

3)     Με βάση την έρευνά σας, πού τοποθετείτε τον χώρο όπου αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός και σε ποιο βάθος χρόνου φθάνουμε.

Γεωγραφική κοιτίδα του ελληνικού πολιτισμού θεωρείται η ηπειρωτική Ελλάδα. Σε αυτό τον χώρο φαίνεται ότι διαμορφώθηκε με το πέρασμα των χιλιετιών η ελληνική γλώσσα και τέθηκαν οι βάσεις για την συγκρότηση μιας ομάδας ανθρώπων με κοινά γλωσσικά και εν μέρει πολιτιστικά  χαρακτηριστικά. Το πότε τοποθετείται χρονικά η οριστική διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας (ή αντιστοίχως η αποκρυστάλλωσή της από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό γλωσσικό περιβάλλον, από το οποίο προήλθε) είναι δύσκολο να λεχθεί. Οι παλαιότερες θεωρίες τοποθετούσαν την διασπορά των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών σε μια όψιμη φάση της προϊστορίας, με την «έλευση των Ελλήνων» να χρονολογείται συνήθως περί το 2200-2000 π.Χ. Οι νεώτερες έρευνες έχουν θέσει σε έντονη αμφισβήτηση όχι μόνο αυτές τις χρονολογικές εκτιμήσεις, αλλά και το γενικότερο πλαίσιο αντίληψης του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος από τις παλαιότερες γλωσσολογικές και αρχαιολογικές προσεγγίσεις (π.χ. την θεωρία Κουργκάν που συνέδεε τους Πρωτοϊνδοευρωπαίους με μια ομάδα προϊστορικών πολιτισμών του βορείου Πόντου). Πλέον υπάρχουν πολλοί ερευνητές του ινδοευρωπαϊκού προβλήματος που έχουν στραφεί σε παλαιότερες φάσεις της προϊστορίας, π.χ. στην Νεολιθική Εποχή που ξεκινά στο Αιγαίο περί το 6500 π.Χ. ή ακόμη και στην πολύ αρχαιότερη Παλαιολιθική Εποχή. Προσωπικά θεωρώ πιθανό ότι στις αρχές της Νεολιθικής Εποχής η ελληνική γλώσσα ομιλούνταν ήδη σε κάποια μορφή στον ελλαδικό χώρο, έλκοντας την καταγωγή της από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό εκείνο γλωσσικό περιβάλλον, τα πρώτα στοιχεία του οποίου ενδεχομένως έφτασαν στην Ευρώπη σε μία προγενέστερη χρονική φάση.

4)     Ως Λευκαδίτες διαβάσαμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι ασχοληθήκατε πολύ και με την Λευκάδα, όπου δικαιώνετε τον Νταίρπφελντ που υποστήριζε ότι η Λευκάδα είναι η Ομηρική Ιθάκη. Θα θέλατε να μας μιλήσατε για το θέμα αυτό;

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια αναθεώρηση της θεωρίας του Dörpfeld, υπό το πρίσμα μιας γενικότερης νέας αντίληψης για το χρονικό βάθος των ευρωπαϊκών γλωσσών, μεταξύ αυτών και της ελληνικής. Με την αποδέσμευση, δηλαδή, της έρευνας από τα παλαιότερα, «συμπιεστικά» χρονικά όρια για την διασπορά και εξέλιξη των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών ανοίγει ο δρόμος για μια επανεκτίμηση του χρονικού βάθους ορισμένων στοιχείων των ελληνικών επικών και μυθολογικών παραδόσεων. Με αυτό τον τρόπο κάποια από τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν πλέον να συνδεθούν και με παλαιότερες χρονικές φάσεις της Εποχής του Χαλκού. Σε αυτό το πλαίσιο –και σε συνδυασμό με τις άλλες παραμέτρους της θεωρίας του– τα ευρήματα του Dörpfeld στο Νυδρί θα μπορούσαν πράγματι να συνδεθούν με ένα πρώιμο στρώμα των μεταγενέστερων παραδόσεων περί της ομηρικής Ιθάκης, χρονολογούμενο στην 3η χιλιετία π.Χ. Αν αυτό ισχύει, τότε η σημερινή Λευκάδα υπήρξε ίσως η Ιθάκη της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και ένα από τα συστατικά του ιστορικού πυρήνα της μεταγενέστερης παράδοσης για την ομηρική Ιθάκη.

  Δυό λόγια για τον Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργη κ. Θεόδωρο Γιαννόπουλο

Γεννήθηκε το 1979
1996-2000: Σπουδές στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
2001-2007: Διδακτορικές σπουδές στο Ινστιτούτο Προϊστορίας και Πρωτοϊστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου Ruprecht-Karl της Χαϊδελβέργης. Βασικός κλάδος: Προϊστορία και Πρωτοϊστορία. Επιλεγόμενοι κλάδοι: Κλασσική Αρχαιολογία και Αρχαία Ιστορία.
Διδακτορική διατριβή με θέμα:
«Η τελευταία ελίτ του μυκηναϊκού κόσμου. Η Αχαΐα στη μυκηναϊκή εποχή και το φαινόμενο των ταφών πολεμιστών κατά τον 12ο-11ο αιώνα π.Χ.» με επόπτες καθηγητές τον καθ. Joseph Maran, και τον καθ. Διαμαντή Παναγιωτόπουλο.
Ἡ διδακτορική διατριβή εκδόθηκε το 2008 από τον εκδοτικό οίκο R. Habelt στην Βόννη.
2004 και 2005: Αγγλόφωνες σπουδές με τους προσκεκλημένους καθηγητές Andrew Sherratt (†), Susan Sherratt (Sheffield), John C. Barrett (Sheffield), Matthew Johnson (Southampton) και James C. Wright (Bryn Mawr College, USA

Το βιβλίο συνιστά την πρώτη επιστημονική μονογραφία στην ελληνική γλώσσα για την προέλευση του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας. Έχει σαν σκοπό να παρουσιάσει στο ελληνικό αναγνω-στικό κοινό με συστηματικό, αλλά και εύληπτο τρόπο τις υπεύθυνες απαντήσεις της διεθνούς και μακροχρόνιας επιστημονικής έρευνας πάνω στο πολυσυζητημένο και ιδιαιτέρως ταλαιπωρημένο ζήτημα της «ελεύσεως των Ελλήνων». Μια πρώτη γεύση για το περιεχόμενο του βιβλίου δίνεται στον αναγνώστη με το κείμενο του οπισθοφύλλου:
«Πότε ξεκινά ο ελληνικός πολιτισμός; Πώς μπορούμε να ορίσουμε μεθοδολογικά την αφετηρία του και να την εντοπίσουμε στον χρόνο; Σε ποιους χρόνους και σε ποιες διαδικασίες μπορεί να αναχθεί η προέλευση του ελληνισμού των ιστορικών χρόνων; Το κυριότερο: πού μπορούμε να βρούμε, ως μέσοι Έλληνες αναγνώστες, υπεύθυνες απαντήσεις σε ερωτήματα τόσο σημαντικά και ευαίσθητα, μακριά από επικίνδυνες υπεραπλουστεύσεις και ακραίες ιδεοληψίες, από μυθομανείς «ερευνητές» χονδροειδούς ερασιτεχνισμού ή ενίοτε και αμφίβολης ψυχοπνευματικής ισορροπίας;
Το βιβλίο αποτελεί ένα επιστημονικό όσο και συγγραφικό εγχείρημα. Λειτουργεί καταρχάς ως ένα συστηματικό και προσιτό εγχειρίδιο της μακροχρόνιας, διεθνούς επιστημονικής διερεύνησης των απαρχών του ελληνικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό επικαιροποιεί δραστικά τις γνώσεις του ευρύτερου ενδιαφερόμενου κοινού στην Ελλάδα με δεδομένη την αληθινή κοσμογονία που τα τελευταία 25 περίπου χρόνια έχει συντελεστεί σε διεθνές επίπεδο τόσο στην μελέτη της προέλευσης των γλωσσών όσο και στην σχέση μεταξύ της αρχαιολογίας, της γλωσσολογίας, αλλά και άλλων εμπλεκομένων επιστημών. Οι πολλές και διαφορετικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί στην διεθνή επιστημονική κοινότητα περί της «ελεύσεως των Ελλήνων» ταξινομούνται κατά χρονικά παράθυρα, παρουσιάζονται αναλυτικά και σχολιάζονται κατά τον πλέον διεξοδικό, αλλά και εύληπτο τρόπο. Μέσα από ένα βασικό φροντιστήριο της προϊστορίας του Αιγαίου, αλλά και ενός ευρύτερου γεωγραφικού χώρου γίνεται κατανοητή η σύνθετη ιστορία της έρευνας του προβλήματος, καθώς και το υπόβαθρο των νέων, ανατρεπτικών πορισμάτων, στα οποία αυτή καταλήγει.
Στις σελίδες του βιβλίου ο ομηρικός Οδυσσέας, η «Κάθοδος» των Δωριέων, οι μυστηριώδεις Πελασγοί, οι γραμμικές γραφές και τα πολυάριθμα μνημεία της προϊστορίας του Αιγαίου είναι μερικά μόνον από τα κομμάτια ενός μεγάλου και πολύπλοκου παζλ, το οποίο αποκαλύπτεται σιγά σιγά δίνοντας νέες, υπεύθυνες και αναπάντεχες απαντήσεις σε μια σειρά από σύνθετες, αλλά και συναρπαστικές ερωτήσεις. Απομένει να καταδειχθεί κατά πόσον μια διαφαινόμενη, ριζική μεταβολή της αντίληψης για το παρελθόν μπορεί να οδηγήσει και στην αλλαγή διαφόρων εδραιωμένων κατευθύνσεων που αφορούν το παρόν και το μέλλον όχι μόνον της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης».