Κυριακή, 27 Οκτωβρίου 2013 10:03 1940: Οι πρώτες μέρες του πολέμου στη Λευκάδα http://www.lefkadapress.gr/

Κυριακή, 27 Οκτωβρίου 2013 10:03

1940: Οι πρώτες μέρες του πολέμου στη Λευκάδα

Γράφτηκε από τον  

θμ1940: Οι πρώτες μέρες του πολέμου στη Λευκάδα
του Χρήστου Ρομποτή

Οι πρώτες μέρες του ελληνο-ιταλικού πολέμου στη Λευκάδα μέσα από τις μαρτυρίες του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά και του αντιστασιακού Ποσειδώνα Λογοθέτη. 

Η είδηση της κήρυξης του πολέμου, τα πολεμικά ανακοινωθέντα, η επιστράτευση, οι βομβαρδισμοί, οι νεκροί και οι τραυματίες του μετώπου και των μετόπισθεν, ο φόβος των αμάχων και η αναζήτηση καταφυγίου. Η 28η Οκτωβρίου 1940 και οι μέρες που ακολούθησαν χαράχτηκαν στη μνήμη των ανθρώπων.
Λευκαδίτες κληρωτοί και επιστρατευμένοι πολέμησαν στο μέτωπο, όπου πολλοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Κατά τη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου έως την γερμανική επίθεση η πόλη και χωριά της Λευκάδας, όπως η Λυγιά και το Νυδρί, βομβαρδίστηκαν από την ιταλική πολεμική αεροπορία τουλάχιστον τρεις φορές. Οι καταστροφές ήταν περιορισμένες, όπως και ο αριθμός των θυμάτων. Οι κάτοικοι της πόλης για να προστατευτούν από τις αεροπορικές επιδρομές αναζητούσαν καταφύγιο σε περιοχές έξω από την πόλη. Μεγάλος αριθμός κατέφυγε στα χωριά του νησιού και των ακτών της Ακαρνανίας και πολλοί εγκαταστάθηκαν ακόμα και σε σπηλιές, όπως η Χοιρότρυπα. Το νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων, ενώ πολλά καταστήματα μεταφέρθηκαν προσωρινά στον ελαιώνα. Οι τραυματίες που επέστρεφαν στο νησί πληροφορούσαν τους κατοίκους για την κατάσταση στο μέτωπο.
Γεγονότα αυτής της περιόδου, τα συναισθήματα και η στάση των κατοίκων της Λευκάδας αποτυπώνονται στις μαρτυρίες του ιστορικού Σπύρου Ασδραχά και του αντιστασιακού Ποσειδώνα Λογοθέτη, παιδί ο πρώτος και έφηβος ο δεύτερος εκείνη την εποχή.
Σπύρος Ασδραχάς
«Λίγουςμήνες πριν είχαμε αλλάξει σπίτι: ένας ψηλοτάβανος όροφος με ευρύχωρα δωμάτια, όπου χάνονταν τα έπιπλα και μια μεγάλη ταράτσα με ανοιχτή θέα στο Ιόνιο. Λευκάδα 1940. Η μάνα μου είχε σχεδιάσει να πάει στην Αθήνα να ξεγεννήσει το μακαρίτη αδερφό μου, το Γιώργο, γιατί με μένα είχε δύσκολη γέννα στο πατρικό της στο Αργοστόλι, αρχές Μαγιού του 1933. Πρωί στις 28 του Οκτώβρη είχαμε βγει στην ταράτσα, όταν φάνηκαν στον ουρανό αεροπλάνα προς την Πρέβεζα. «Θα βομβαρδίσουν» λέει η μάνα μου και πριν αποσώσει το λόγο της, πάνω στο βομβ…, αρχίζει στην Πρέβεζα καταγισμός βομβών και οβίδων από τα αντιαεροπορικά. Ήταν ο πόλεμος.
Δεν θυμάμαι τη συνέχεια, θυμάμαι μόνο ακόμη ζωηρά ότι φύγαμε από την πόλη της Λευκάδας και περάσαμε απέναντι στο Ξηρόμερο, στην Περατιά, για να εγκατασταθούμε στο γονικό του πατέρα μου που το κρατούσε μόνη και χηρεμένη από καιρό η βάβω μου, από χρόνια στα μαύρα για το χαμό του δευτερότοκού της, του Γιώργου, που όπως τον παπούλη μου, τον Σπύρο, δεν γνώρισα παρά από μεγεθυμένες φωτογραφίες, περασμένες με το μολύβι. Στη σύντομη διαδρομή Λευκάδα-Πειρατιά με το μονόξυλο προσπαθούσα να διαβάσω κάτι από το «Όταν ήμουν δάσκαλος» του Κονδυλάκη. Η αναθύμηση υποδεικνύει τα κενά της μνήμης, κυριολεκτικότερα ό,τι τότε δεν έκανε εντύπωση. Εκ των υστέρων θυμάμαι μια από τις συνέπειες του πολέμου και της φυγής που είχε προκαλέσει: την πλησμονή ανθρώπων σε στενό στεγασμένο χώρο, το «ανθρωπομάνι» του σπιτιού. Το δικό μας σπίτι δεν ήταν τεράστιο: μαζί με το «αβέρτο» τέσσερα δωμάτια στο ανώι και δυο στο κατώι, ο ένας χώρος αποθηκευτικός κι ο άλλος κατοικήσιμος με πατημένη γη αντί για πλακόστρωτο ή σανιδένιο πάτωμα. Σ’ αυτούς τους πέντε χώρους στεγαστήκαμε δεκατέσσερα άτομα, τα δύο νήπια, τα έξη πρωτοξάδερφα. Αναλογίζομαι ότι πολύ πριν από τον πόλεμο στους ίδιους χώρους είχε στεγαστεί μια εφταμελής οικογένεια, η παπουδική μου — ίσως και κανένας σέμπρος, πιθανόν με τη φαμίλια του. Η φαμίλια του σπιτιού σκόρπισε με τους γάμους. Ο πόλεμος τη συνένωσε μερικώς, αλλά εγώ είχα συνηθίσει σε μικρή φαμίλια, πατέρας, μάνα κι εγώ κι ένα ακόμη πρόσωπο.
Η Λευκάδα ήταν πόλη ανοχύρωτη αλλά και κάπως προετοιμασμένη, αφού διέθετε τουλάχιστον ένα (μόνο ένα θυμάμαι) καταφύγιο και φυσικά τις σειρήνες. Λίγο αργότερα έφεραν στο Κάστρο ένα ολιγοθόρυβο αντιαεροπορικό, «σκάστρα» το ονομάτισαν. Πριν το εγκαταστήσουν, τα ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά και έρριχναν τις βόμβες τους, λίγες στην πόλη και περισσότερες στη θάλασσα. Όταν μπήκε η «σκάστρα» πέταγαν ψηλότερα και έτρεξε λόγος ότι είχαν ειδοποιηθεί οι Ιταλοί από την «πέμπτη φάλαγγα», την κατασκοπία. Αργότερα ειπώθηκε ότι επίτηδες οι Ιταλοί αεροπόροι άδειαζαν στη θάλασσα, ωσότου σε κάθε αεροπλάνο τοποθετήθηκε και ένας φασίστας. Μυθολογία μάλλον του πολέμου, που έχει ωστόσο το νόημά της. Οπωσδήποτε γίνανε ζημιές στα σπίτια της πόλης. Υπήρξαν και τρεις, όπως λένε, νεκροί. Γράφω επίτηδες από μνήμης, χωρίς να ανατρέχω σε βοηθήματα και μεταφέρω υστερότερα ακούσματα. Αλλιώς η παραϊστορία μου θα γινόταν ιστοριογραφική απόπειρα και θα έχανε τους αναβαθμούς της προσωπικής μαρτυρίας. Ίσως σκοτώθηκε η Μαντάμ (όπως την έλεγαν), μια οικοδιδασκάλισσα Γερμανίδα που, δεν ξέρω πώς, ξέμεινε στη Λευκάδα και δεν είχε τίποτα κοινό με την άλλη Μαντάμ, Γαλλίδα αυτή, την Ορτάνς του Καζαντζάκη. Λένε ότι σκοτώθηκε και ο Τσίτσας, ευτυχισμένος στην Κουκάνα του. Κρασοπατέρας, ροφούσε το κρασί από τα βαρέλια με ένα κούφιο καλάμι. Εκεί, στην ευδαιμονία του, τον βρήκε, αλήθεια ή ψέμα, ελεήμονας θάνατος.
Οι άνθρωποι, αμάθητοι από βομβαρδισμούς, μικρή ισχύος στην περίπτωση: πολλοί εγκατέλειπαν την πόλη και ίσως οι περισσότεροι καταύλιζαν στην κοντινή χοιρότρυπα, μια σπηλιά με σταλαγμίτες αλλά και πήλινα εδώλια, λατρευτικό στην αρχαιότητα σπήλαιο. Εμείς στην Περατιά δεν είχαμε αεροπορικές επιδρομές, τις ακούγαμε κυρίως από την Πρέβεζα και τους βλέπαμε πλήξανε τη Λευκάδα. Θυμάμαι και μιαν αερομαχία με τα καταδιωκτικά της RAF εναντίον ενός ιταλικού σμήνους. Ο βρόντος γέμιζε την ακοή και ωθούσε στον αντίβροντο, σε μας εκείνον της «σκάστρας», βρόντος χωρίς απλωσά. Οι ήχοι του πολέμου έθεταν σε ενέργεια το δόλο, αλλά και ξυπνούσαν ένα είδος συμπαθητικής μαγείας. Όταν στο χωριό ο Γαλιαρδής έβλεπε τ’ αεροπλάνα κι άκουγε τη «σκάστρα» βρόνταγε με τη γκλίτσα του το σανίδωμα μπροστά από τη μπασιά του σπιτιού του. Αργότερα διηγούνταν ότι στο μέτωπο ο Βασίλης ο εφημεριδοπώλης («καλόν αούτικον παιδίον») βρόνταγε κατά τις συρράξεις έναν τενεκέ προσθέτοντας μιαν ακόμη φωνή σ’ εκείνη των όπλων. Αλλού η αυθόρμητη συμμετοχή στον πόλεμο έπαιρνε πρακτικότερες μορφές. Ακούγαμε ότι στη Ζαβέρδα τρεις απόμαχοι, άριστοι στο σημάδι, έφτιαξαν ομάδα για να ρίχνουν στα ιταλικά αεροπλάνα με όποια ντουφέκια είχαν — ο γερο-Σερετήσιος, ο Κολοκύθας και ο Καλαμάκιας, τον έλεγαν έτσι, γιατί πετύχαινε με το όπλο του τρέχοντας καλαμένιους στόχους. Με τους ακίνδυνους ήχους ενσωματώνονταν στο νοητό πόλεμο τα «μπαμ» και τα «μπουμ» των παιδικών παιχνιδιών — κι εκείνο το «κτίμπομπομ», που έδινε αντίλαλο στον κρότο της ντουφεκιάς».

Ποσειδώνας Λογοθέτης
«28 Οκτώβρη, μέρα Δευτέρα. Ο καιρός έσιαξε, ο ουρανός καταγάλανος όπως συνήθως μετά από τις πρώτες φθινοπωριάτικες βροχές. Βρίσκομαι στο κτήμα μας, εκεί κοντά στους σημερινούς Καριώτες. Η περιοχή δεν είναι κατοικημένη, κάπου κάπου συναντάς καμιά αγροικία, οι γεωργοί μετά τη φθινοπωριάτικη βροχή άλλοι οργώνουν με τα ζευγάρια τους τη γη και άλλοι σκάβουν τους κήπους για να σπείρουν ή να φυτέψουν λαχανικά για τις οικογενειακές τους ανάγκες. Ο ήλιος λαμπερός, όπως ανεβαίνει σιγά σιγά στον ουρανό πέφτουν οι ακτίνες του κατακόρυφα στο νωπό χώμα και το κάνουν να αχνίζει. Αυτό το όμορφο πρωινό με την απέραντη σιγαλιά, που δεν ακούς τίποτα μόνο αριά και που τη φωνή κάποιου ζευγολάτη με τα ζεστά του λόγια για τα καματερά του να παντρεύεται με το λάλημα κάποιου πετεινού και το βέλασμα κάποιου νεογέννητου αρνιού, όλα αυτά μαζί μοιάζουν σαν νότες κάποιου νοσταλγικού τραγουδιού.
Αυτή την ομορφιά της ζωής έρχεται κατά τις 9 το πρωί να τη σπάσει ο βόμβος κάποιων μηχανών πολύ ψηλά στους ουρανούς, που έρχεται από τα δυτικά. Σε λίγα δευτερόπεπτα κατάπληκτοι βλέπουμε απανωτά σμήνη αεροπλάνων πολύ ψηλά να κατευθύνονται προς την ανατολή. Το κακό δεν άργησε να μαθευτεί: πόλεμος! Βομβαρδισμοί, επιστράτευση, ανακοινωθέντα. Στις μέρες που ακολουθούν, στόχος των Ιταλών η Πρέβεζα και η Λευκάδα. Μας έγινε καθημερινό βίωμα. Η πόλη της Λευκάδας εκκενώθηκε, τα μαγαζιά με πρόχειρες κατασκευές μεταφέρθηκαν έξω στον ελαιώνα, όσοι από τους κατοίκους είχαν προσβάσεις στα χωριά πήγαν εκεί. Οι πολλοί Λευκαδίτες, ειδικά οι ασθενέστεροι οικονομικά, φιλοξενήθηκαν όλο το χειμώνα του 1940 στη Χοιρότρυπα, ένα σπήλαιο στην περιοχή Απολπαίνης που είναι κοντά στην πόλη.
Στο χωριό μου Κατούνα μεταφέρανε τους φυλακισμένους των φυλακών Λευκάδας. Μου έκανε εντύπωση ότι αυτοί οι κρατικοί φορείς «Διεύθυνση Φυλακών και το Προσωπικό της» καθώς και οι άνδρες της φρουράς αντί να μας εμψυχώνουν, έσπερναν τον πανικό με τη συμπεριφορά τους. Ένα χτυπητό παράδειγμα: Όταν χτυπούσε συναγερμό στην πόλη και ακουγόταν η σειρήνα, αυτοί έτρεχαν να κρυφτούν έξω από το χωριό και συνάμα έβγαζαν το καπέλο τους, διότι έδιναν στόχο, όπως λέγανε. Τις μέρες της πρώτης εβδομάδας του πολέμου ζούσαμε με τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούσαν τα ανακοινωθέντα του Επιτελείου μας. Έλα όμως που τώρα τα ήσυχα πρωινά καθώς και τα δειλινά ακούγαμε το πυροβολικό του μετώπου...».

Η μαρτυρία του Σπύρου Ασδραχά αποτελεί απόσπασμα του κειμένου του με τίτλο «Η βοή του πολέμου» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή» φ. 24 Οκτωβρίου 2010 στο πλαίσιο αφιερώματος των «Ενθεμάτων» με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων από την 28η Οκτωβρίου 1940. Η μαρτυρία του Ποσειδώνα Λογοθέτη προέρχεται από το βιβλίο του «Το χρέος. Μνήμες και μαρτυρίες 1940-1945». (Εκδ. Στοχαστής, 1992).
Ρ.Χ.Τ.