Απόψε θα σας πω ένα παραμύθι – Της Δέσποινας Καλέζου



Απόψε θα σας πω ένα παραμύθι – Της Δέσποινας Καλέζου

 0
Bookmark and Share
Απόψε θα σας πω ένα παραμύθι, ένα ωραίο, πραγματικό παραμύθι, από
 εκείνα που υφαίνει η ίδια η ζωή και μάλιστα η σχολική ζωή αβίαστα,
 αυθόρμητα και όμως αριστοτεχνικά.
Στημόνι και υφάδι είναι κάποιες εφηβικές ψυχές

 και μια νεαρή δασκάλα στον αργαλειό   της γνώσης.
Πριν χρόνια πολλά, στη δεκαετία του ’70, δύσκολα χρόνια, περίπου 85 ολόδροσα 
κορίτσια διάβαιναν το κατώφλι του Γυμνασίου. Άρχιζαν τη σχολική τους
 ζωή σ’ εκείνο το επιβλητικό κτίριο δίπλα στο ναό της Ευαγγελίστριας και 
απέναντι από τον ΟΤΕ, το Γυμνάσιο Θηλέων. Δειλά στην αρχή, με περισσότερο 
θάρρος αργότερα, μαζί με τα άλλα κορίτσια, έδιναν ζωή στο παλιό κτίριο
 με την όμορφη παρουσία τους, με τα τρεξίματά τους, τα ανεβάσματα και 
τα κατεβατά τους στις ξύλινες σκάλες, τα όμορφα νεανικά πρόσωπά 
τους που λαμποκοπούσαν μέσα στις γαλάζιες ποδιές με τους άσπρους 
γιακάδες, με την ανεξάντλητη ενεργητικότητά τους, γέμιζαν τη σχολική 
ατμόσφαιρα με τις φωνές τους, τα γέλια τους, τα πειράγματά τους,
 και κάπου-κάπου ακούγονταν η σφυρίχτρα τη κυρίας Ελένης, 
της γυμνάστριας, για να τις επαναφέρει στην τάξη.
1
Τις ανοιξιάτικες ζεστές μέρες συγκεντρώνονταν κάτω από τον τεράστιο αιωνόβιο
 πλάτανο του προαυλίου και συζητούσαν, πείραζαν η μία την άλλη με υπονοούμενα, 
κουτσομπόλευαν και κοίταζαν κρυφά από την σιδερένια καγκελόπορτα την κίνηση 
της πλατείας της Μητρόπολης. Όλη αυτή η τρέλα εξαφανιζόταν όταν περνούσαν 
την ξύλινη πόρτα της αίθουσας και κάθονταν στα ψηλά ξύλινα θρανία, για να 
παρακολουθήσουν το μάθημα. Και η νεαρή δασκάλα τους με το άγχος και την
 αγωνία της απειρίας, καθημερινή κατάσταση, απέναντί τους στην έδρα, με τα 
εκφραστικά τους μάτια καρφωμένα πάνω της, προσπαθούσε ν’ ανταποκριθεί 
στις προσδοκίες τους με ό,τι διέθετε και όπως μπορούσε.
 Και ο καιρός αδυσώπητα περνούσε και φτάσανε στην έκτη, 
την τελευταία τάξη, ’67 πια, γιατί μερικές ακολούθησαν το πρακτικό Γυμνάσιο.
 Ήταν έτοιμες ν’ ανοίξουν τα φτερά τους για την άλλη, την εξωσχολική ζωή,
 τη σκληρή ζωή και η ευθύνη ήταν μεγάλη για όλες

και προπάντων για τη δασκάλα τους.
Η ανταπόκρισή τους στο κάλεσμα για μάθηση ήταν τόσο πρόθυμη 
και εκπληκτική που η αίθουσα γινόταν εργαστήρι χαράς και δημιουργίας
 και η συνεργασία και η συλλειτουργία τόσο ουσιαστική και δημοκρατική, 
ώστε, ενώ η καθεμιά είχε τη δική της άποψη, όλες μαζί δημιουργούσαν
 ένα αρμονικό σύνολο. Και πάλευαν καθημερινά για την κατάκτηση 
της γνώσης και έκτιζαν την προσωπικότητά τους απορροφώντας ό,τι όμορφο 
τους πρόσφερε η σχολική ζωή, έτοιμες να βγουν στο θέατρο της ζωής και 
να παίξουν το ρόλο τους στη μεγάλη της σκηνή.
2
Και έφτασε η τελευταία μέρα της σχολικής ζωής. Συγκινημένες άδειασαν 
τη σχολική αίθουσα με την υπόσχεση ότι θα συναντιώνται, για να
 θυμούνται τις ωραίες στιγμές της ζωής του. Με μεγάλη ικανοποίηση
 η δασκάλα τους μαθαίνει ότι έπαιζαν και παίζουν επάξια το ρόλο τους
 σε διάφορους τομείς της ζωής.
Αυτά τα ολόδροσα κορίτσια της δεκαετίας του ’70, μετά από χρόνια 
πολλά, 37 ολόκληρα χρόνια, γυναίκες πια σήμερα μέσης ηλικίας με παιδιά
 και εγγόνια μερικές, τούτο το καλοκαίρι, το περασμένο Σάββατο,
μια φεγγαρόλουστη βραδιά του Αυγούστου, αποφάσισαν να ανταμώσουν
 με το παρελθόν μαζί με τη δασκάλα τους, συνταξιούχα πια στην τρίτη ηλικία, 
στην Όαση, ονομασία και τοποθεσία ταιριαστή με την άνοιξη της ζωής τους. 
Το κλίμα της συνάντησης, του πρώτου αντικρύσματος
, ήταν συγκλονιστικό και απερίγραπτο. Μετά τα πρώτα αγκαλιάσματα 
και τα ξεφωνήματα που γέμιζαν τον αέρα,
προσπαθούσαν μαζί να υποτάξουν
 το χρόνο, να εκμηδενίσουν τη χρονική απόσταση και μέσα
 από τα μεστά πρόσωπα να δώσουν παρόν τα όμορφα νεανικά 
μάτια, τα εφηβικά πρόσωπα. Η ανάγνωση του καταλόγου βοήθησε. 
Ένα-ένα τα κορίτσια αρχίζουν να παρουσιάζονται.
 Ναι! είναι η Αθηνά, η Διονυσία, η Νέλλη, η Όλγα, η Σοφία,
 η Ευαγγελία, η Μαρία, η Νίκη, η Ζωή, η Δέσπω, η Χρυσαυγή
, η Γεωργία, η Μόλλυ, είναι…
 οι περισσότερες είναι εδώ. Μερικές έλειπαν
για διάφορους λόγους. Μία όμως, η Δήμητρα, έφυγε πρόωρα για το
 μακρυνό, χωρίς γυρισμό, ταξίδι. Μας άφησε πολύ νωρίς. 
Τη θυμόμαστε και θα τη θυμόμαστε πάντα με αγάπη.
Και η σκέψη αναμοχλεύει το παρελθόν. Τρελλές αναμνήσεις αναστατώνουν 
την ψυχή, εικόνες μαγευτικές και ιστορίες εκπληκτικές στήνονται μπροστά 
στα μάτια τους και τις μεταφέρουν πίσω στο χρόνο, σ’ εκείνη την αθώα και ανέμελη ζωή.
Θυμάστε, Κυρία; Θυμάστε εκείνη την τελευταία μέρα της σχολικής μας ζωής; 
Μετά την καθιερωμένη φωτογραφία μπροστά στον μαυροπίνακα, σας είπανε 
να μας βγάλετε λόγο. Θυμάστε τι μας είπατε; Λίγα λόγια κατασυγκινημένη: 
«Να είστε πάντα χαρούμενες; Και ευτυχισμένες, όποια γωνιά σας ορίσει
 η ζωή να υπηρετήσετε, να την υπηρετήσετε με αξιοπρέπεια και 
ευσυνειδησία και να είστε άνθρωποι με “Α” κεφαλαίο».
Δεν το θυμάμαι αυτό. Όμως θυμάμαι άλλες ωραίες στιγμές, κάποιες 
σκηνές μ’ εσάς πρωταγωνίστριες.
4
Θυμάσαι, Ιουστίνη; Είχαμε νεοελληνική λογοτεχνία και διαβάζαμε εκείνο
 το υπέροχο απόσπασμα «Η μυστική παπαρούνα» από το έργο του Στρατή Μυριβήλη 
«Η ζωή εν Τάφω». Μετά το τέλος της ανάγνωσης αναφώνησες αυθόρμητα
 και συνεπαρμένη: «Εκπληκτικό κομμάτι, Κυρία»! Και ποιο είναι το μήνυμά του; 
«Υπάρχει ελπίδα μέσα στο θάνατο του πολέμου, η φυσική ομορφιά 
γεννά ελπίδα μέσα στην ανθρώπινη ασχήμια», απάντησες.
Θυμάσαι, Χρυσαυγή; Θυμάσαι εκείνα τα χειμωνιάτικα διαλείμματα που 
με τα αστεία σου τα αστείρευτα και τις μιμήσεις σου μας έκανες να γελάμε ασταμάτητα; 
Και σου συνιστούσα συνεχώς, όταν συνερχόμουν από τα γέλια, να γίνεις ηθοποιός, 
θα ήσουν εξαιρετική. Δε με άκουσες όμως.
Θυμάσαι, Δήμητρα; Πρέπει να είσαστε στην Τρίτη Γυμνασίου 
και να ήταν ο τελευταίος χρόνος της δικτατορίας. Είχαμε μάθημα Πολιτική
 Αγωγή και μάλιστα τα είδη των πολιτευμάτων. Τι πολίτευμα έχουμε σήμερα,
 Δήμητρα; «Ξέρω κι εγώ, Κυρία! Αυτοί που κυβερνούν το ονομάζουν
 Δημοκρατία, αυτοί που κυβερνιώνται το ονομάζουν δικτατορία. 
Ας πούμε Δικτατορική Δημοκρατία». – «Δε συμβιβάζονται αυτά 
τα δύο», σου αντιτείνει η Μαριάννα
– «Τα κάνουν οι κυβερνώντες και συμβιβάζονται», απαντάς.
Θυμάσαι, Σοφία; Σε είχα σηκώσει στον πίνακα να γράψεις
 ένα γραμματικό τύπο. Και τότε ακούστηκε μια παιδική φωνούλα: 
«Μαμά, αυτή είναι Κινεζία»! και η αίθουσα τραντάχτηκε από τα γέλια.
Θυμάσαι, Αγγελική; Είχαμε Αρχαία Ελληνικά και συ έκλαιγες απαρηγόρητη.
 Σε πλησίασα. «Γιατί κλαις, Αγγελική»; – «Κυρία, γελούσα στην προσευχή
 και μου είπαν ότι θα μου δώσουν αποβολή». –
 «Τι λες; Θα σου δώσουν αποβολή, γιατί γελούσες; 
Και εγώ γελούσα και με έβγαλαν έξω από την τάξη. 
Μη στενοχωριέσαι, δε πρόκειται κανένας να σου δώσει αποβολή».
 Ησύχασες και μου είπες μια καταπληκτική μετάφραση στο 40 κεφάλαιο
 του Επιτάφιου του Θουκυδίδη.
Θυμάσαι, Ματίνα; Με αποχαιρέτησες την τελευταία μέρα 
συγκινημένη και μου είπες ότι φεύγεις από τη Λευκάδα, 
γιατί πήρε μετάθεση ο πατέρας σου, αλλά θα έρχεσαι για να
 μας βλέπεις. Σε είδα μετά από 37 χρόνια.
Θυμάσαι, Ειρήνη, Νίκα, Αναστασία…. Θυμάσαι…
Καθεμιά και μια ιστορία. Είναι τόσο πολλά που είναι αδύνατο 
να χωρέσουν σε μια βραδιά. Ζητώ συγνώμη, γιατί τα χρονικά 
πλαίσια δε μου επιτρέπουν να αναφερθώ σε καθεμιά σας χωριστά. 
Να είστε βέβαιες όμως ότι η καθεμιά τους είναι ξεχωριστή 
για μένα και αγαπημένη.
Έτσι με νοσταλγικές αναπολήσεις, όμορφες αναμνήσεις, 
όμορφες ιστορίες, αστεία, πειράγματα και μιμήσεις φτάσαμε 
στην Τρίτη πρωϊνή ώρα. Έφτασε στο τέλος μία από τις 
ωραιότερες βραδιές. Χωρίσαμε συγκινημένες και δώσαμε 
υπόσχεση ότι θα ξανασυναντηθούμε.
Πολλές από τις μαθήτριες είναι εδώ απόψε, για να 
τιμήσουν τη συμμαθήτριά τους.
 Το παραμύθι, το ταξίδι της ζωής τους συνεχίζεται.
Εύχομαι με όλη μου την ψυχή να έχουν ήρεμη πορεία, 
να είναι χαρούμενες και ευτυχισμένες, να είναι το ταξίδι 
τους μακροχρόνιο και ανέφελο, όπως στα φανταστικά παραμύθια.
(Το κείμενο που διαβάσαμε είναι η ομιλία 
της Δέσποινας Καλέζου στην παρουσίαση των Βιβλίων
 της Ιουστίνης Φραγκούλη που έγινε 
στη Δημόσια βιβλιοθήκη την Παρασκευή 22 Αυγούστου. 
Η Δέσποινα Καλέζου ήταν καθηγήτρια φιλόλογος, 
στην τάξη του Γυμνασίου Θηλέων Λευκάδας που αποφοίτησε το 1977.)