Σωκράτης (470/469 – 399 π.Χ.)






Ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, ήταν γιος του γλύπτη Σωφρονίσκου, μητέρα του ήταν η μαία Φαιναρέτη και σύζυγός του η Ξανθίππη. Ο ίδιος ήταν εξαιρετικά άσχημος, αλλά και γοητευτικός. Δίδασκε πως η αυτοσυνειδησία, η φιλοπατρία και η υπακοή στους νόμους είναι ο ηθικός ανθρώπινος προορισμός. Έδωσε μάλιστα το προσωπικό του παράδειγμα, πολεμώντας γενναία στον Πελοποννησιακό πόλεμο, λαμβάνοντας μέρος σε μάχες, σώζοντας μάλιστα στην Ποτίδαια τη ζωή του αγαπημένου του μαθητή Αλκιβιάδη. Η σκληρή κριτική του όμως προκάλεσε αντιδράσεις και συγχύσεις, όπως φαίνεται και στον Αριστοφάνη, όπου η μορφή του δασκάλου γίνεται σχεδόν καρικατούρα.
Ίσως το γεγονός πως ανάμεσα στους μαθητές του υπήρχαν και ορισμένοι δηλωμένοι εχθροί της δημοκρατίας, όπως ο Κριτίας, να οδήγησε -μαζί με ορισμένα σημεία της διδασκαλίας του- στην απαγγελία κατηγοριών εναντίον του. Ο Σωκράτης αντιμετώπισε τους κατηγόρους του με αξιοπρέπεια, συνέπεια, αλλά και με ειρωνεία. Η Απολογία του μας είναι γνωστή από το ομώνυμο έργο του μαθητή του Πλάτωνα. Τελικά το δικαστήριο, με ισχνή πλειοψηφία, τον καταδίκασε σε θάνατο και η ποινή εκτελέστηκε το 399 π.Χ., όταν ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο. Πολλοί μαθητές του προσπάθησαν χωρίς αποτέλεσμα να τον πείσουν να αποδράσει, αφού ο Σωκράτης δέχτηκε μέχρι τέλους την άδικη ποινή. Ο Σωκράτης δεν άφησε γραπτά κείμενα, αλλά επηρέασε βαθιά όλη τη μεταγενέστερη φιλοσοφία, ιδίως δια μέσου του Πλάτωνα.

Η ζωή και η προσωπικότητα του Σωκράτη


Σωκράτης
Ο Σωκράτης, γιος του γλύπτη (λιθοξόου) Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης, γεννήθηκε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Δήμο Αλωπεκής, το 470 ή το 469 π.Χ. Αυτοδίδακτος στη φιλοσοφία, σχετίστηκε για λί­γο με τους Σοφιστές και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διογένη του Λαέρτιου για ένα μικρό διάστημα έγινε μαθητής του Αναξαγόρα.
Ο ίδιος έθεσε για αποστολή του να ξυπνήσει τους συμπολίτες του από τηδιανοητική νάρκη ακολουθώντας μια εσωτερική φωνή, το «δαιμόνιον». Έβλεπε τη φιλοσοφία ως «υπηρεσία στο θεό». Έδειξε παλικαριά στη ζωή, αν και κατά βάση φτω­χός, έχοντας σύντροφο της ζωής του τη δύστροπη Ξανθίππη κι αργότερα την ευγενέστερη Μυρτώ. Από την πρώτη απέκτησε ένα γιο, τον Λαμπροκλή κι από τη δεύτερη, στα ύστερα χρόνια του, άλλους δυο γιους, τον Σωφρονίσκο και τον Μενέξενο. Δεν πήρε ποτέ χρήματα για τη διδασκαλία του· ήταν τύπος ολιγαρκής.
Διακρίθηκε για την ηθική του αγνότητα, τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, την ε­ξυπνάδα, τη φαιδρότητα και τη γαλήνη. Δεν επε­δίωξε να λάβει πολιτικά αξιώματα. Μια φορά μόνο εξελέγη «πρόεδρος εν ταις εκκλησίαις» κατά τη μαρτυρία του Ξενοφώντα, και πιστός τηρητής αυτός των νόμων της πατρίδας «ουκ επέτρεψεν τω δήμω παρά τους νόμους ψηφίσασθαι» κατά τη δίκη των στρατηγών.
Εξεπλήρωσε τα στρατιωτικά του καθή­κοντα κι έλαβε μέρος σε τρεις εκστρατείες: στην Ποτίδαια (432-429 π.Χ.), στο Δήλιο (424 π.Χ.) και στην Αμφίπολη (422 π.Χ.), όπου επέδειξε απαρά­μιλλη ανδρεία. Στους συγχρόνους του έδινε την εντύπωση πε­ρίεργου ανθρώπου, που άλλοτε βυθιζόταν σε βαθιά περισυλλογή κι άλλοτε περπατούσε στους δρόμους υποβάλλοντας χαρακτηριστικές ερωτήσεις στους ανθρώπους.


Άγαλμα του Σωκράτη στο προαύλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η άσχημη μορφή του, όπως ο ίδιος ο Σωκράτης την περιγράφει στο «Συμπόσιο» του Ξενοφώντα, μαζί με την αδιαφορία για την εξωτερική του εμφάνιση, δημιουργούσε αντίθεση στην ευθιξία της αττικής καλαισθησίας. Αλλά και ο τρόπος της ζωής του ήταν απλός. Ελάμβανε τόση τροφή όση του αρκούσε και έπινε μόνον όταν διψούσε. Υποστήριζε ότι τα πολλά φα­γητά και ποτά βλάπτουν όχι μόνο «τάς κοιλίας, αλλά καί τάς κεφαλάς καί τάς ψυχάς».
Ωστόσο δεν θα μπορούσε κανείς να τον χαρα­κτηρίσει απόκοσμο. Και τις συναναστροφές επεδίωκε και στα συμπόσια, όταν τον καλούσαν, συμ­μετείχε. Σ’ αυτά, παρά τη συνήθειά του, φορούσε κομψά ενδύματα, όπως και οι άλλοι συμποσιαστές. Αν κρίνουμε από τις περιγραφές που διασώζουν στα «Συμπόσιά» τους ο Πλάτων και ο Ξενοφών, η παρουσία του Σωκράτη σ’ αυτά ήταν περιζήτητη.
Αλλά και ο ίδιος, κατά τον Διογένη Λαέρτιο, κα­λούσε Αθηναίους για δείπνο, παρά τις διαμαρτυρίες της Ξανθίππης. Φρόντιζε και για την εξάσκηση του σώματός του και το διατηρούσε σε καλή φυσική κατάσταση. Εί­ναι γνωστό ότι συχνά πήγαινε στα Γυμναστήρια, όχι μόνο για να συζητεί με τους νέους Αθηναίους, αλλά και για να ασκείται ο ίδιος. Η μετρημένη και λιτή ζωή του εξασφάλιζε άριστη υγεία και ενώ οι Αθηναίοι πολλές φορές είχαν προσβληθεί από λοι­μώδεις ασθένειες, αυτός δεν αρρώστησε ποτέ.
Αξιοσημείωτο στη ζωή του Σωκράτη είναι το γε­γονός ότι δεν ένιωσε την ανάγκη να ταξιδεύει, ό­πως έκαναν οι περισσότεροι φιλόσοφοι, εκτός από την περίπτωση που συμμετείχε στις εκστρατείες. Σ’ αυτές έδειξε απαράμιλλη γενναιότητα. Λέγεται ό­τι στη μάχη του Δηλίου πήρε στους ώμους του τον Ξενοφώντα που είχε πέσει από το άλογό του. Τότε ενώ σχεδόν όλοι οι Αθηναίοι ετράπησαν σε άτακτη φυγή, αυτός οπισθοχωρούσε με ηρεμία και γύριζε κάπου κάπου αγριοκοιτάζοντας, έτοιμος να αντεπιτεθεί αν δεχόταν επίθεση. Όλο τον άλλο καιρό ο Σωκράτης παρέμεινε στην Αθήνα, κάνοντας οξύτατες συζητήσεις, προσπαθώντας να μάθει τους Αθηναίους ν’ αναζητούν την α­λήθεια. Υπάρχει βέβαια η μαρτυρία του Ίωνα του Χίου, ότι στα νιάτα του ο Σωκράτης ταξίδεψε στη Σάμο. Ο Αριστοτέλης επίσης ισχυρίζεται ότι πήγε και στους Δελφούς. Μια νεότερη μαρτυρία, που παρουσιάζει ο Φαβωρίνος στα δικά του «Απομνη­μονεύματα», πιστοποιεί ότι ο Σωκράτης πήγε και στον Ισθμό.
Παρ’ όλ’ αυτά, προκαλούσε την προσοχή και το ενδιαφέρον των συμπολιτών του και δεν τους άφη­νε αδιάφορους η παρουσία του, ούτε το περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Για τούτο και οι περισσότεροι εξέφραζαν το θαυ­μασμό τους για το αδούλωτο φρόνημα και την εμ­μονή του στις αρχές του. Προκαλούσε όμως και το φθόνο και τη δυσαρέσκεια για τις καινούργιες ιδέ­ες που έβαζε στο προσκήνιο της ζωής των Αθηναί­ων. Έτσι εξηγείται και η διακωμώδησή του στα έρ­γα του Αριστοφάνη («Νεφέλες», «Όρνιθες» κ.α.), αλλά και οι επίσημες κατηγορίες που διατυπώθη­καν αργότερα και τον οδήγησαν τελικά στη δίκη, την καταδίκη και το θάνατο.


Σωκράτης, λεπτομέρεια από τη Σχολή των Αθηνών του Ραφαήλ, 1509.

Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτε και ό,τι γνωρί­ζουμε γι’ αυτόν οφείλεται στους μαθητές του Πλάτωνα και Ξενοφώντα κυρίως, στον Αριστοτέλη και τον Αριστοφάνη κα­τά δεύτερο λόγο, όπως επίσης και στις πληροφορίες που υπάρχουν σε όσα κείμενα διασώ­θηκαν του Αντισθένη του Κυνικού και του Αισχί­νη του Σφήττιου, καθώς και στις μεταγενέστερες συγγραφές του Διογένη του Λαέρτιου.
Υποστηρίζεται επίσης όμως και η εκδοχή ότι ο ί­διος ο Σωκράτης κρατούσε σημειώσεις, που τις οι­κειοποιήθηκε, μετά το θάνατό του, ο Αντισθένης ή κατ’ άλλους ο Αισχίνης. Η προσωπικότητά του, κατά τον Εντ. Τσέλερ (Ed. Zeller)«δείχνει μια περίεργη ένωση κριτικής οξύνοιας και βαθιάς θρησκευτικότητας, νηφάλιου ορ­θολογισμού και μυστικής πίστης».
Στις θρησκευτικές του αντιλήψεις φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί α­πό τις απόψεις των προσωκρατικών και ίσως ιδιαί­τερα του Ξενοφάνη για το θείο. Είναι χαρακτηριστι­κή η γνώμη του, που μας τη διασώζει ο Ξενοφών: «Το θείον τουσούτον και τοιούτον εστί, ώσθ’ άμα πάντα οράν και πάντα ακούειν και πανταχού παρείναι και άμα πάντων επιμελείσθαι» (Απομνημ.). Για τούτο και όταν διατυπώθηκε εναντίον του η κατηγορία, δεν κατηγορήθηκε για αθεΐα, αλλά για ασέβεια στους παραδοσιακούς θεούς. Αυτό είναι σαφέστατο: «Ους μεν ή πόλις νομίζει θεούς, ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισφέρων». Και είναι απορίας άξιο πως οδηγήθηκε στη δίκη βάσει του νόμου (ψήφισμα) του Διοπείθη που θεω­ρείται ως αδίκημα η αθεΐα.


Πίνακας με τον Σωκράτη και τους μαθητές.

Κύριο μέλημα του Σωκράτη ήταν πως θα κάνει τους ανθρώπους καλύτερους κι αυτό το εξελάμβανε ως υπέρτατη υποχρέωση που απέρρεε από ειδική εντολή που του δόθηκε από το θεό. Αυτό το επε­δίωκε με την προσωπική επικοινωνία, με το διά­λογο, με το παράδειγμά του και τον τρόπο της ζωής του. Χρησιμοποιούσε ως μέσον διδασκαλίας μια πε­ρίεργη μέθοδο δοκιμής ανθρώπων («εξετάζειν εαυτόν και τους άλλους») που την ασκούσε πρόσω­πο με πρόσωπο, μέθοδο που την είπαν διαλεκτι­κή.
Ταυτόχρονα με τη μαιευτική του ζητούσε να γεννήσει μέσα στους ανθρώπους την ορμή για το καλό. Ορισμένες φορές έδινε την εντύπωση ότι ο ί­διος δεν ήξερε αυτό που ρωτούσε το συνομιλητή του, δεν αργούσε όμως να ξεσκεπάσει την άγνοια των άλλων κι έτσι φαινόταν η στάση του αυτή σαν ειρωνεία. Συζητούσε συνήθως στην Αγορά και συνανα­στρεφόταν τους ώριμους πολίτες, έδειχνε όμως ιδι­αίτερο ενδιαφέρον για τους νέους ανθρώπους, που τους συναντούσε στα γυμναστήρια και τις παλαί­στρες.
Η συναναστροφή του αυτή έδωσε αφορμή να κα­τηγορηθεί ότι «τους νέους διαφθείρει». Όσους συ­ναναστρεφόταν ήξερε να συζητεί μαζί τους θέματα που ενδιαφέρουν όλους τους ανθρώπους και απέ­φευγε να εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα. Κατά πως μας παραδίδει ο Ξενοφών: «Αυτός (δηλ. ο Σωκράτης) αεί περί των ανθρώπειων διελέγετο, σκοπών τι καλόν, τι αισχρόν, τι ευσεβές, τι ασεβές, τι δίκαιον, τι άδικον, τι σωφροσύνη, τι μα­νία, τι ανδρεία, τι δειλία, τι πόλις, τι πολιτικός, τι αρχή ανθρώπων, τι αρχικός ανθρώπων…» (Απομν. Α’ α, 16). Για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποι­ούσε τον κριτικό στοχασμό, αναθεωρούσε το κατε­στημένο και αναζητούσε την αλήθεια με τη δύνα­μη του νου. Υποστήριζε ότι η αλήθεια βρίσκεται έξω από τις προσωπικές απόψεις, είναι αντικειμενική και σ’ αυ­τήν θεμελιώνεται η επιστήμη.
Δίδασκε ότι η αρετή ταυτίζεται με τη σοφία που απ’ αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες αρετές, γιατί αυτή είναι το υπέρτατο αγαθό και την αντιπαρέβαλλε στα αγαθά που φάνταζαν αξιοζήλευτα στη λαϊκή συνείδηση: την ομορφιά, τον πλούτο, τη δύ­ναμη, τη δόξα, τη σωματική αλκή, τις ηδονές των αισθήσεων κ.ά.


Ο Σωκράτης απομακρύνει τον Αλκιβιάδη από την αγκαλιά της αισθησιακής απόλαυσης. Λάδι σε καμβά του Ζαν Μπατίστ Ρενό, 1791. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.

Παρά το γεγονός ότι μετά την κατάλυση της δη­μοκρατίας στην Αθήνα από τουςΤριάκοντα δεν αυ­τοεξορίστηκε, υπήρξε ο ίδιος δημοκρατικότατος, ό­πως αποδεικνύεται από πολλά περιστατικά της ζω­ής του και κυρίως από το γεγονός ότι δεν συνέπραξε με το τυραννικό καθεστώς. Όπως μας πληροφο­ρεί ο Διογένης ο Λαέρτιος, με κίνδυνο της ζωής του αρνήθηκε να υπακούσει στους περί τον Κριτία ολιγαρχικούς που τον διέταξαν να συλλάβει, μαζί με άλλους, τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο και να τους τον παραδώσει για να τον θανατώσουν.
Όχι μόνο αγνόησε την εντολή, αλλά χωρίς ν’ απαντήσει πήγε στο σπίτι του. Από τότε άρχισε να καταδιώκεται και να εμποδίζεται στην αποστολή που ο ίδιος είχε επιλέξει. Ο Κριτίας ιδιαίτερα, που για ένα διάστημα είχε παρακολουθήσει τη διδα­σκαλία του και που ο Σωκράτης πολλές φορές είχε ελέγξει τις απρέπειές του, τώρα με την ισχύ που του έδινε η εξουσία του, μαζί με τον Χαρικλή σχεδόν του απαγόρευσαν να συναναστρέφεται και να διδά­σκει τους νέους κάτω των τριάντα ετών.
Δυο στοιχεία της βιογραφίας του Σωκράτη παραμένουν αινιγματικά και παράξενα, ό­πως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Αλμπιν Λέσκι (Albin Lesky). Το πρώτο είναι οδελφικός χρησμός που δόθηκε στον Χαι­ρεφώντα που πρόβαλε τον Σωκράτη ως τον πιο δί­καιο και τον πιο σοφό απ’ όλους τους ανθρώπους. Η διάκριση αυτή εναρμονίζεται απόλυτα με το σε­βασμό που έδειχνε εκείνος απέναντι στο πιο σπου­δαίο μαντείο της Ελλάδας. Το δεύτερο είναι το «δαιμόνιο», αυτή η παράξενη εσωτερική φωνή, που σε κάθε στιγμή της ζωής του τού έδειχνε τι πρέπει ν’ αποφεύγει. Κατά κάποιον ανερμήνευτο τρόπο, ήταν πάντοτε μια αποτρεπτική φωνή.
Ο Εντ. Τσέλερ δίνει τη δική του, ωστόσο, ερμηνεία στο σωκρατικό «δαιμόνιο»:«Ήταν μια ένταση της αίσθησης που έφτανε στο σημείο ώστε το θαμπό συναίσθημα, που από τα νιά­τα του ήδη τον εμπόδιζε από ορισμένες πράξεις, να το παίρνει για θεϊκό σημάδι, για χαρισμένο εσωτε­ρικό μαντείο…» (σ. 124). Ο Λέσκι υποστηρίζει, όμως πως «ήταν ένα άλογο στοιχείο που είχε τη δική του θέση σ’ αυτόν τον άνθρωπο που έβαλε τον εαυτό του με πάθος στην υπηρεσία του λόγου». (σ. 695).
Μια τέτοια προσωπικότητα ήταν φυσικό να δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις. Εκείνο που δεν συγ­χώρησαν ποτέ στον Σωκράτη οι επικριτές του, ήταν κυρίως οελεγκτικός τρόπος της διδασκαλίας του. Ο ίδιος άλλωστε χαρακτήριζε τον εαυτό του «αλο­γόμυγα» που τσιμπούσε για να ξυπνήσουν από το λήθαργό τους οι άνθρωποι.
Αυτός ήταν βέβαια ένας ισχυρός λόγος για να ε­πισύρει την οργή αρκετών Αθηναίων εναντίον του. Αλλά υπήρχε και άλλος λόγος. Πολλοί πλούσιοι Αθηναίοι έβλεπαν πως ο Σωκράτης εξασκεί τέτοια επίδραση στα παιδιά τους, ώστε αυτά να επαναστα­τούν στο κατεστημένο και να διαλύουν τα σχέδια των γονιών τους γι’ αυτά. Οι περιπτώσεις των δυο από τους κύριους κατήγορους του Σωκράτη, του Άνυτου και του Λύκωνα, είναι αποδεικτικές.

Η αποκαλούμενη φυλακή του Σωκράτη στο λόφο του Φιλοπάππου.
Ο βαθύτερος όμως λόγοςτης κατηγορίας και της καταδίκης του Σωκράτη πρέπει ν’ αναζητηθεί στην αντίθεση πολλών Αθηναίων και ιδιαίτερα του δη­μοκρατικού κόμματος στο κλίμα ενός πρωτόφαντου για την εποχή νεοτεριστικού διαφωτισμού που εκ­προσωπούσε και δίδασκε ο Σωκράτης. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δυο άνδρες, οΑλκι­βιάδης και ο Κριτίας,που η πολιτική τους σταδιοδρομία στο σύνολό της υπήρξε βλαπτική για την Αθήνα, υπήρξαν μαθητές του, έγειρε τελικά την πλάστιγγα της δικαστικής γνώμης κατά του Σω­κράτη.
Ο Μέλητος, με υπόδειξη του Άνυτου που υπήρξε ο βασικός υποκινητής για την κατηγορία με τη συνηγορία του Λύκωνα, υπέβαλε τη μήνυση κατά του Αθώου στο αθηναϊκό δικαστήριο και ο Σωκράτης οδηγήθηκε μπροστά στους κρι­τές του για να δώσει λόγο των ενεργειών του. Η στάση του κατά και μετά τη δίκη υπήρξε όντως φιλοσοφική. Δεν εκλιπάρησε, δεν έκλαψε, δεν κατέφυγε σε απολογητικά τεχνάσματα.
Σ’ όσες «Απολογίες» μας διέσωσαν οι μαθητές του, κυρίως ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας, η στάση του Σω­κράτη διακρίνεται για την αξιοπρέπεια και την αν­δρεία. Κι όταν εκδόθηκε η καταδικαστική απόφα­ση, τη δέχτηκε ατάραχος, γαλήνιος και με τη φαι­δρότητα που τον διέκρινε. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο δεσμωτήριο -περίπου ένα μήνα- δεν καταδέχτηκε να χρησιμοποιήσει αντιφιλοσοφική μέθοδο και να προβεί σε ενέργεια ατιμωτική, κατά τις υποδείξεις των φίλων του και ιδιαίτερα του Κρίτωνα, για να α­ποδράσει και να σωθεί. Έμεινε εκεί, πιστός στους νόμους που, αν και άδικα, τον υποχρέωσαν να πιει το κώνειο και να πε­θάνει. Ήταν το πρώτο έτος της 95ης Ολυμπιάδας, φθινό­πωρο μάλλον του 399 π.Χ. Ο Σωκράτης όπως έζησε έτσι και πέθανε. Η Ιστο­ρία τον δικαίωσε και τον ανέδειξε ως τον μέγιστο α­νάμεσα στους μέγιστους φιλοσόφους του κόσμου.


Η φυλακή του Σωκράτη όπως τη φαντάστηκε ο Νταβίντ. Πίνακας του Zακ-Λουί Νταβίντ (1787) Ο Θάνατος του Σωκράτη. Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη.

Ο Σωκράτης δεν ίδρυσε σχολή και κανείς δεν μπόρεσε να πάρει απ’ αυτόν συγκε­κριμένο φιλοσοφικό σύστημα και να το αναπτύξει. Ωστόσο η ώθηση που έδωσε στη φιλοσοφία με τον ανθρωπολογικό της προσδιορισμό ήταν ουσιαστική όπως φαίνεται στο έργο των επιγόνων και κυρίως στον Πλάτωνα.
Ο μεγάλος αυτός μαθητής του Σωκράτη, γόνος αρι­στοκρατικής αθηναϊκής οικογένειας, μικρανιψιός του Κριτία και ανιψιός του άλλου εκλεκτού μαθη­τή του Σωκράτη, του Χαρμίδη, έδωσε στη φιλοσο­φία του έκφραση έντονα ιδεαλιστική. Ο δαιμόνιος αυτός μαθητής του Σωκράτη, κατά τον Τσέλερ, δια­πίστωσε ότι η άρρωστη πολιτεία, όπως φανερώθηκε στα μάτια του ύστερα από το θάνατο του Σωκράτη, δεν μπορούσε να σωθεί με καμιά αλλαγή στο πολίτευμα παρά μονάχα με μια νέα αντίληψη, με την ηθική αγωγή του λαού. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης διαμορφώνει τελικά το φιλοσοφικό σύστημά του, που θα το προ­εκτείνει με την ίδρυση της Ακαδημίας και θα τη διασώσει στα συγγράμματά του. Άλλοι πάλι μαθητές του Σωκράτη, αφορμώμενοι από την ηθική και ανθρωπολογική βάση της σω­κρατικής διδασκαλίας, θα δημιουργήσουν σχολές με αισθητή τη διαφοροποίησή τους.
Αναφερόμαστε στις κυριότερες:
α. Η Μεγαρική με τον Ευκλείδη και τον Στίλπωνα.
 β. Η Ηλιο-Ερετρική με τον Φαίδωνα και τον Μενέδημο.
 γ. Η Κυνική με τον Αντισθένη, τον Διογένη και τον Κράτη.
 δ. Η Κυρηναϊκή με τον Αρίστιππο.
Σπύρος Γ. Μοσχονάς
Φιλόλογος – Συγγραφέας


Πηγή

  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Η δίκη του Σωκράτη», τεύχος 86, 7 Ιουνίου 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια: