Χορεύουν τα Κόκκινα Γράφει η Αργυρώ Βερυκίου - Μπαλντά

Χορεύουν τα Κόκκινα
Γράφει η Αργυρώ Βερυκίου - Μπαλντά

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του κ. Ηλία Γεωργάκη, που κυκλοφορεί εδώ
και κάποιο χρονικό διάστημα από τις εκδόσεις «Άγκυρα»,
μου ήρθαν στο μυαλό κάποιες φράσεις που διάβασα
σε διήγημα του Μένη Κουμανταρέα από το βιβλίο του
 «Η γυναίκα που πετάει» (εκδόσεις «Κέδρος»).
 «Σε τι, λοιπόν, σας ερωτώ, Θα χρησίμευε η λογοτεχνία
αν όχι στο να μας χάνει να σκεφτόμαστε, να μας κρατά
σε εγρήγορση, να μας παρηγορεί κατ να φωτίζει τη ζωή μας,
χωρίς απαραίτητα να την εξηγε%». 'Ετσι ακριβώς.
Η φράση που αποτελεί και τίτλο του βιβλίου «Χορεύουν τα Κόκκινα»,
 ίσως να προβληματίσει τον επίδοξο αναγνώστη
που δεν είναι Λευκαδίτης, αλλά και Λευκαδίτης
κάποιας ηλικίας, διότι στους νέους και πολύ νέους πάλι
αυτός ο τίτλος δεν έχει κάτι να τους θυμίσει,
 δεν έχει κάτι να τους πει. 'Ομως, ανοίγοντας
τις μέσα σελίδες, υπάρχει πάλι και ως τίτλος του πρώτου πεζού
κειμένου που με αφηγηματικά γλαφυρό τρόπο δίνει το νόημα
και τη σημασία της φρά-σης «χορεύουν τα κόκκινα».
Ακουμπά σε αυτά που πιο πάνω αναφέρθηκαν:
 «... να μας κάνει να σκεπτόμαστε, να μας κρατά σε εγρήγορση...».
Σκεπτόμαστε αυτομά-τως το «Πάνθεο» , την αίθουσα που
 « .. . επί πενήντα χρόνια στέγασε τους ρυθμούς της
καρδιάς χιλιάδων ανθρώπων...» όπως γράφει ο ιδιος
 ο συγγραφέας. Αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της παλιάς
Λευκάδας. 'Ηταν η αίθουσα κινηματογράφου, χοροεσπερίδων,
διαλέξεων, Θεατρικών παραστάσεων μαθητικών, ερασιτεχνικών
 αλλά και επαγγελματικών περιοδευό-ντων Θιάσων
 που έρχονταν κατά καιρούς στην πόλη. Αναφέρω
τις πέντε παραστάσεις σε μια μέρα με τον «Εμπορο της Βενετίας»
 του Σαίξπηρ από κλιμάκιο του Εθνικού Θεάτρου με πρωταγωνιστή
στο ρόλο του Σάιλοκ τον αείμνηστο Νίκο Τζαβαλά Καρούσσο.
 «... έλα στο «Πάνθεον» / λοιπόν / στο πανηγύρι των τρελών
 /μη μένεις έξω. / Σάμπα, μαζούρκα / κατ ταγκό / νύχτες
που / σβήνουν στο χορό / Θα λαχταρήσω... /... εδώ δε νοτώθετς
/ μοναχός / είναι το κέφι οδηγός / γύρισε πίσω... /..
. Κι όταν Θα έρθει / το πρωί / των μπουρανλων /
 η φυλή / Θα σου μιλήσει...».
Δημοσιογράφος μάχιμος ο κ. Γεωργάκης, έχει στο βιβλίο του
 πεζά μα και ποιή-ματα. Διαβάζοντάς το συναντάς την
 πραγματικότητα του χτές και του σήμερα, αλλά και τ' όνειρο,
 τον ρομαντισμό και την αγάπη για τη γενέτειρά του, το νησί του,
τη Λευκάδα.
Εικόνες της καθημερι-νής σημερινής πραγματικότητας,
που βγαίνουν μέσα από σύντομα αναγνώσμα-τα, γεμάτα,
όμως, συναίσθημα και αγωνία για τις δυσκολίες
των απλών ανθρώ-πων, που ζουν με την ελπίδα,
που δεν επικοινωνούν πια μεταξύ τους.
 Ο αείμνηστος Αντώνης Σαμαράκης χρόνια πριν,
 στο βιβλίο τον «Ζητείται Ελπίς» είχε γράψει:
«Τώρα που οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων
 είναι τόσο κοντά, οι καρδιές τους ετνατ,τόσο μακριά...».
Αλλά και η έλειψη της ασφάλειας κάνει τους ανθρώπους
 να σταυροκοπιούνται: «Που είμαστε ακόμη ζωντανοί  με τόσα
που συμβαίνουν γύρω μας, με τις αρρώστιες, τους Θανάτους,
 αλλά κατ την αβεβαιότητα που σκιά ζει το μέλλον» .
 Το πολύτιμο αγαθό της υγείας είναι αντικείμενο
στυγνής εκμετάλλευσης για χιλιάδες ασφαλισμένους
 από τα ιδιωτικά Θεραπευτήρια, αφού και ηπολιτεία
με τη δωρεάν προσφορά στα δημόσια νοσοκο-
μεία βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση, λόγω τρομερών
ελείψεων σε θέσεις στην εντατική, έλειψη προσωπικού,
απαράδεκτα κτίρια.
 Η οδήγηση στους δρόμους καρμανιόλες και με
οδηγούς ειδικούς ως 'Ελληνες, όπως ο Στέλιος που είναι ειδικός
σε όλα, από το ποδόσφαιρο μέχρι τ' αυτοκίνητα και από τους
σει-σμούς μέχρι τη Θερμοκρασία του σώμα-τος. Βρίζει τους
πολιτικούς, αλλά φανατίζεται πριν από τις εκλογές και τρέχει
να ψηφίσει και με τα δύο χέρια. Είναι προπονητής στο
 ποδόσφαιρο, ειδικός στις μηχανές και άριστος γνώστης
 στα πολιτικά δρώμενα.
 Ο μοναχικός άνθρωπος,
 ο κυρ Μιχάλης -συνταξιούχος Θυρωρός -καθισμένος
στην κουνιστή του πολυθρόνα είχε μοναδικές απολαύσεις
το φαγητό και τον ύπνο. Δεν είχε τηλεόραση, δεν άκουγε
 ραδιόφωνο, δεν έβλεπε τα θλιμμένα ρεπορτάζ, τα ψέματα
των πολιτικών δεν άκούγε τις φρούδες υποσχέσεις των κομμάτων.
Λίγα πάρε-δώσε με τους περα-στικούς, φαγητό και ύπνος
και με την ελπίδα λιποτάκτη στ' όνειρό του λίγο πριν
από τα χριστούγεννα πέθανε.
 Ακολουθούν:
Ο απέναντι φίλος (ένας σκύλος), πού καθημερινά
πηγαινοέρχεται στο ερημικό μπαλκόνι του τρίτου ορόφου.
Εκεί έχει και το σπιτάκι του και δεν έχει ακούσει κανείς
το γαυγισμά τον.
Μόνο καμιά φορά σηκώνει τα δυό του πόδια
 στα κάγκελα - ίσως για να ξεμουδιάσει, ποιός ξέρει...
«Ισως κάποια ώρα να του δίνούν λίγο φαγητό και νερό,
ίσως να τον βγά-ζουν κάποια βόλτα, αλλά μου δίνει
 την αίσθηση του ξεχασμένου..:».
 'Ολα τα κείμενα του κ. Γεωργάκη αποτελούν παρεμβάσεις
στο δημόσιο βίο, εί-ναι η δημοκρατική του συνείδηση,
η συ-νείδηση του πολίτη και η έγνοια του για τούς πολιτειακούς
 και πολιτικούς Θεσμούς. Είναι μιά ευθεία αναφορά στη
Δημοκρατία των ιδεών, στους Θεσμούς που αναδεικνύουν
τη συμμετοχή στα κοινά και στην παιδεία των πολιτών .
 Παρα-τηρεί κανείς ότι λείπει ολωσδιόλού το ερωτικό στοιχείο.
Μα σ' αυτή την καθη-μερινότητα την τόσο πεζή
 και αποπνιχτική, τι συμβαίνει;... Συμβαίνει ότι ακολουθούν
στίχοι και ήχοι για τον έρωτα, τη ζωή, για τη Λευκάδα.
 Για τις καληνύχτες που χάσαμε και τις καλημέρες που ελπί-ζούμε.
 'Ερωτας ατελείωτος, αιώνιος, φλογερός είναι η Λευκάδα,
η παλιά Λευκάδα, η νοσταλγία γι' αυτήν με τις κιθάρες,
με τις καντάδες, με τις σοροκάδες, με τις καμά-ρες.
Κάθε στιγμή μια Κυριακή, γέλια και φάρσες μα και
τον Ανδρέα οι πάστες. Ο «Γλάρος» το καράβι της
γραμμής, ο Άη Γιάννης, η Μαδουρή, οι Μύλοι
, η δύση στη Γύρα, το μπάνιο στο Κάστρο, αμπαλί στου Πάλα,
η βόλτα στον Πόντε κι ο Βα-λαμόντες, φιλόσοφος, ποιητής,
 ζωγράφος καί από τζάκι - αφού ήταν Ντε Βαλαμό-ντε.
Κι ο Βούλης με τις παρλάτες, κι ο Αθηνιώτης ο ευπατριδης,
ο καλλιτέχνης, ο ποιητής κι ο Μαλακάσης ο επιστήμονας,
ο ζωγράφος, ο λογοτέχνης κι ο γιατρός ο Γρηγόρης
 ο σωτήρας, ο παραστάτης των φτωχων και των κατατρεγμένων,
ο ιδεαλιστής, πυξίδα μέσα στην πίκρα και μια λαμπάδα
στην κυρά Φανερωμένη, ψυχής λιακάδα.
Κι ο Σπύρος Φίλιππας Πανάγος αρχηγός στο
πνεύμα και στη σκέψη πρώτος. Ψάρεμα με πυροφάνι με τη βάρκα
τη Μαριορή και κει στο Διαβα-σιδι, στου Άη Νικόλα
το νησάκι τα νερά, τρέμει αργά το πυροφάνι.
 Κι ο ψαράς όρθιος στην πλώρη κάνει σκοπό την πίκρα του.
 Και πολλοί άλλοι στίχοι ακόμα ακολουθούν με μήνυμα στη
 μοναξιά από το κομπιούτερ και με πιοτό πάλι απόψε
Θα ξεχάσει, γιατί ένα άδειο χαρτί είναι η ψυχή του,
αλλά και πάντα ταξιδευτής ο νους τρέχει απ' το Λευκάδα
 στο Σκορπιό, και στη Μαδουρή, και στο Βλυχό, και στο
Μεγανήσι και στον Άη Νικήτα τα χρέη θα ξοφλήσει στο Μαίστρο.
«Αυτή η νιότη που απομένει /στα όνε ιρά μου /λέγεται Λευκάδα».
Λευκάδα μ' όλες τις εποχές, μ' όλους τους καιρούς.
 «Χειμωνιάτικη λιακάδα /βρίσκεις πάντα αφορμή!
να γυρίσω στη Λευ-κάδα / όταν ήμουνα παιδί»
 Κλείνοντας, δεν παραλείπω να αναφερ-θώ στο καλαίσθητο ε
ξώφυλλο του βιβλίου, όπου μέσα σε φόντο κατακόκκινο
δεσπόζει παλιά φωτογραφία με το δάσκα-λο Μορίνα να
παίζει ακορντεόν και σε πρώτο πλάνο ο σπουδαίος
ηθοποιός και Λευκαδίτης Ηλίας Λογοθέτης - μαθήτής
τότε του Γυμνασίου - με την παρτενέρ του Γωγώ Γαντζία.
 Η αμφίεση είναί ανάλογη, γιατί είναι απόκριες 7 Μαρτίου
- είναι ο χορός του Ορφέα με αποκριάτικο διάκοσμο.
Σ' αυτό το χορό ο Ηλίας με τη Γωγώ στο κωμικό ντουέτο
 «Ο Πιπίνος και η Πιπίνα». Στον Ηλία Λογοθέτη -
το νονό του - ο Ηλίας Γεωργάκης αφιερώνει ένα
 πολύ τρυφερό κι αισθαντικό ποίημα: «Χωρίς Αυλαία»
Σε στίχους του Πανάγου οι εξε-τάσεις
Πέρασε ευθύς χωρίς συστάσεις Είχε το ταλέντο και την τύχη
Κι ας σήκωσε τόσο ψηλά τον πήχη»
-
-























Δεν υπάρχουν σχόλια: