« Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω» Ιωάννα Κόκλα ποιήτρια - Χρίστος Κόκκινος ( Διασκευή Δραματουργική επεξεργασία ) Νικιάνα Λευκάδος. 21-12-2012


Σύλλογος Λευκαδίων Πάτρας « Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ

Πλ. Γεωργίου 27-30 - 26225 Πάτρα



Να τ’κρίνω

ή

να μην τ’ κρίνω

Με την Λευκαδίτικη ντοπολαλιά

Αναφερόμενο στην δεκαετία του 1950-60


Ουδεμία σχέση έχουν τα πρόσωπα και οι καταστάσεις με την πραγματικότητα

Τα πρόσωπα:  Αφηγητής :

Μάνα : 50 ετών
Μανώλης : Γυιός- Εγγονός 25 ετών
Παππούς :
Σπυραντώνης : Μεσόκοπος
Βασιλάκης :Μαθητής 14 ετών
Νύφη :30 ετών,
Εξαδέλφη :40 ετών
Θεία Βασίλω :70 ετών
Χρυσαυγή :30 ετών
Μαυρέτα :25 ετων
Ακριβούλα :45 ετών


ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΣΚΗΝΗ 1

Σκηνικό:Αυλή σπιτιού: Τραπέζι, καρέκλες:

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:

Έ μωρές θέλ’τε πολύ να ιδείτε το έργο; Θέλετε ε; Εσύ ψ’χή μ’ εδεκεί πίσω; Εσύ καμάρ’ μ’ έϊ δώ μπροστά; Κι εσείς μωρέ ξεπατωμένα θηλ’κά - σερ’νκά, ήρθατε να ιδείτε Λευκαδίτικο θέατρο;

( φωνές) Ναι! ναι!

Καλώς εκοπιάσατε το λοιπόν. Αλλά κάμ’τε καλά, να μην μποδάτε τους πισινούς σας και τους μπροστινούς σας. Προσέξτε καλά, ό,τι ακούστε να σας λέει η βαβά σας κι ο παππούλης σας, να το βάλ’τε καλά μέσ’ το νιονιό σας, γιατί δε π’στεύω να σας ματακρίν’νε… Ήτανε πού ’τανε γερόντοι, βάλτε κι εξήντα τόσα χρόνια που περάσανε απ’ το 1950-1960, πόσο ακόμα ν’ αντέξ’νε...Ε, πόσο; Tώρα πρέπει να πάρτε εσείς το λόγο και να κρέν’τε για όλα τα νιτερέσα σας, γιατί μέχρι τώρα, είδατε τα χαΐρια σας και τις προκοπές σας … Δεν κρέν’τε, δεν κρέν’τε και σας κάν’νε ότι θέλ’νε εκείνοι που ψηφίσατε να σας υπηρετούν και να σας κυβερνάνε… Σας ξεπουλήσανε μωρέ …. Σας κοροϊδεύουνε μπροστά στα μούτρα σας. Κρίν’τε μωρέ, κρίν’τε και μετά βλέπουμε τί θ’ απογίνει…

ΣΚΟΤΑΔΙ


ΣΚΗΝΗ 2  Σκηνικό : Το ίδιο

Πρόσωπα:Μάννα-Μανώλης-Παππούς

Στο τρίστρατο Ρούγας τουχωριού, εμφανίζεται η μάνα να συνομιλεί με τον γυιό της και να παρακολουθεί ο παππούλης. Είναι καθισμένοι σ’ ένα μικρό τραπέζι στην αυλή του σπιτιού, στην μία πλευρά του τρίστρατου,η ΜΑΝΑ Ο ΓΥΙΌΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ. Ο γυιός τρώει, μαζί με τον παππούλη που πίνει το κρασάκι του.

ΜΑΝΑ

Έλα ψ’χή μ’, έλα καμάρι μ’ να πλαέσεις…


ΜΑΝΩΛΗΣ

Να πλαέσω, από τώρα ….

ΜΑΝΑ

Έλα καμάρι μ’, γιατί αύριο έχεις να σ’κωθείς μπονώρα μπονώρα.

ΜΑΝΩΛΗΣ

Και που θα πάω μπονώρα μπονώρα, ρε μάνα;

ΜΑΝΑ

Άκ’ να ιδείς ψ’χή μ’, λέω να πάς με τον πατέρα σου κάτ’ στο Κατετ’κό, να ξετ’μώστε εκειές τσ’ ελιές τ’ μπάρμπα σου. Μπάς και τις πάρουμε καμάρι μου μ’σακιές… Με κάτ’ λίγες πού ’χομε απά στη Ναουζά να κάμωμε και φέτος δυό πίντες λάδι. Νά ’χουμε να πορευτούμε, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι…

ΜΑΝΩΛΗΣ

Για τήρα βιάση για τσ’ ελιές…


ΜΑΝΑ

Λεβέντ’ μ’, εφέτος είναι ανέσοδη και δεν είναι και λαδερές οι ελιές… Όσο και να ’σπροδιαλέξουμ’ εγώ κι η τσάτσα σ’ καμάρι μ’, δε δ’κάει...Έρχεται βλέπεις κι εκειός ο γυρολόγος, κάθε μέρα και μ’ χαλεύει λάδι να ψωνίσω…Για τα προικιά τσ’ κοπελώς μας, ψ’χή μ’…

ΜΑΝΩΛΗΣ

Καλά, καλά θα γένει κι’ αυτό…

ΜΑΝΑ

(προσπαθεί να τον καλοπιάσει) Έλα, έλα καμάρι μ’, έλα λεβέντη μ’… Και θα σ’ πάρω κι εσένα αύριο δυό άσπρες μπόλιες, χασεδένιες. Θα τσ’ κεντήσω εγώ η ίδια με τα χεράκια μ’ με την παλαιά, εδεκεί π’ κάθομαι το βράδυ με το λ’χνάρι…Να τσ’ έχεις και εσύ ψ’χή μου μεθαύριο, τσ’ χαρές σ’…Όχι όλο τσ’ κοπελώς, τσ’ κοπελώς, προικιά…

ΜΑΝΩΛΗΣ

Μανά άσε με να πάω στο μαγαζί, γιατί έχω άλλες σκοτούρες εγώ τώρα…

ΜΑΝΑ

Μπά ψ’χή μ’, τι άλλες δ΄ λειές έχεις εσύ τώρα;

ΜΑΝΩΛΗΣ

Έχω κι εγώ τις στραβομάρες μου, έ…

ΜΑΝΑ


Και δεν θα τσ’ πείς στ’ Μάνα σου, που ‘ναι δ’κός άνθρωπος; Τι δ’κός λέω; καταδ’κός…


ΜΑΝΩΛΗΣ

Μανά… έχομε αρχινισμένη εκείνη την δ’λειά με το αμπελοφύτι κάτ’ στα Κτούπια… Να ιδούμε τί θ’ απογένει… Γιατί λάγκερο και κεροπάτι, εφέτος δεν βλέπω να γιομίζουνε τα βαένια, στο κατώϊ…

ΜΑΝΑ

(υποψιασμένη) Αυτό είναι μωρέ…,ή είναι τίποτα άλλο…

ΜΑΝΩΛΗΣ

Όλα θέλεις να τα μαθαίνεις…

ΜΑΝΑ

Στ’ Μάνα σ’, ψ’χή μ’ τα λες αυτά; Που ότ’ έχω και δεν έχω, ότ’ κάνω και δεν κάνω, είναι για σας; Για ποιόνε εγώ κάνω τη νύχτα μέρα…Για εσάς, να μην σας λείψει τίποτα…

ΜΑΝΩΛΗΣ

Μανά…(ειρωνευόμενος) Για τ’αμπελοφύτι είναι…Κι όχι τίποτα άλλο, ο παππούλης μ’ τί θα πίνει όλο το χειμώνα… Με νερωμένο μ’ φαίνετ’ θα τη βγάλει…Όσο για το ξετύμωμα απ’ τσ’ ελιές τ’ μπάρμπα μ’, κάτι έχω στο νού μ’ Μάνα… Για περσότερες και καλύτερες, κάτ’ στο Καλογερόκαμπο κι απά στ’ Μουρταζά….

ΜΑΝΑ

(απορημένη) -Μπά καμάρι μ’, ποιανού τσ’ ελιές θα πάρουμε εφέτος αυτάντσα…

(αλλάζοντας διάθεση, με διερευνητικό πνεύμα) Έ μωρέ παλιοκερατά, δε π’στεύω να ΄βαλες κατά νού τ’ θυατέρα τσ’ Γιαννούλας τ’ ’Δυσσέα; (βρίζει) Μωρέ κ’τσουκέφαλο κορμί, μωρέ αχάρτο…

ΜΑΝΩΛΗΣ

Ά κατάλαβα…Ποιός τήνε σταματάει τώρα…

ΜΑΝΑ

(θυμωμένα) Αυτή μωρέ είναι μεγαλοκοπέλα και θα σ’ ψήσει το ψάρι στα χείλια. Μωρέ αχρόνιαγο…Γι’ αυτό μωρέ ξεπατωμένο, μού ’πανε πως επήγες εψές στο έμπα απ’ το χαλίπωμα, στης θειάς Κοντύλως το κονάκι; (απειλητικά) Για κάμε καλά, γιατί θα στ’ ανοίξω το κεφάλι με το μπλάστ’. Ας μην έχω κι άλλονε μωρέ, τομάρ’…

ΜΑΝΩΛΗΣ

(ειρωνευόμενος) Τι έπαθες ωρέ μάνα και πήρες πάλε φωτιά;

(προσπαθώντας να την ηρεμήσει) Κάτσε να σ’ κρίνω πρώτα…

ΜΑΝΑ

(θυμωμένα, προσπαθεί να βρεί ερίσματα ανατροπής της πιθανής απόφασής του) Πρίν ακόμα παντρευτεί η τσάτσα σ’, μ’ θέλεις και παντρειές…Αυτό δα μ’ όλειπε… Εμάς μωρέ δε μας σκέφτ’κες; Αλλά άσε μας εμάς, τη τσάτσα σου; Θέλεις να μας τήν ξωμπλιάσ’νε τ’ κοπέλα μας, μωρέ ασύφταγο κορμί…

ΜΑΝΩΛΗΣ

Γιατί δεν μ’αφήνεις να σ’ κρίνω….

ΜΑΝΑ

Τι να μ’ κρίνεις μωρέ… Πού’σαι μ’κρός ακόμα, ντίπ κατά ντίπ μ’κρός, για παντρειές…

(μικρή σιωπή) Άσε και τ’ άλλο… (μονολογεί) Πώς θα ν’έρτει μωρέ λιριασμένο, εκείνη στο κονάκι μας… (ειρωνικά)-Εκείνη θέλει βαγενόπορτα να διαβεί, και δέκα κότουλα να φορεί…


ΜΑΝΩΛΗΣ

Τώρα…

ΜΑΝΑ

(με την ιδιότητα της ηθικής γυναίκας) Αλλά άκ’σε και τούτο, και βάλτο καλά μέσ’ στο νιονιό σ’… Εγώ πομπές δε θέλω... (αναστατωμένη) Μη μπα και την έχεις π’ράξ’ μωρέ, τ’ ξένη παλιοκόπελα; Εδώ να μη ματαπατήσεις... (διερευνητικά)Γιατί δε π’στεύω μωρέ αθεόφοβε, να την έχεις π’ράξει… Να τσ’ έχεις κρίνει μωρέ, καμιά βολά μπροστά σε κόσμο; (απειλητικά) Γιατί τότενε, δε σε φτάνει η άγρια θάλασσα… Η άγρια θάλασσα…

ΜΑΝΩΛΗΣ

Ά καλά, φτάσαμε και αν τήν πείραξα, τ’ ξένη κοπέλα…

ΜΑΝΑ

(δεν ακούει τίποτα) Τέτοιες δ’λειές ούτε ο πατέρας, ούτε ο παππούλης σ’, πού ’τανε και δυό μέτρα λεβέντης, τις κάνανε… Εμείς τσ’ κοπέλες τ’ κόσμου, τις σεβόμαστε… Δε τσ’ π’ράζουμε…Το ίδιο θα ’θελες και σύ, για τ’ θυατέρα μας, έ;

ΜΑΝΩΛΗΣ

Θα μ’αφήκεις και μένα, κανιά βολά, να σ’κρίνω;

ΜΑΝΑ

(απειλητικά) -Για βάλε μυαλό, γιατί θα σ’ βάλω ’γώ… (βρίζει) Που να σό ’μπει ο διάολος, μέσ’ σου… Αχαΐρευτε…

ΜΑΝΩΛΗΣ

(προσπαθεί να την αντιμετωπίσει μισοειρωνευόμενος, γιατί δεν τα βγάζει πέρα μαζί της)

Άσε με ρε μάνα να βάλω νια χαψά στο στόμα μ’… Θα μ’ το βγάλεις ξ’νό, απ’ την μύτη… Απόψε σ’ έπιασε πάλε τ’ ανάποδό σου…Αν στ’ έκρινα κι αν δεν τσ’ έκρινα, τσ’ κοπελός…Και μας ακούει κι ο παππούλης μ’…

ΠΑΠΠΟΥΣ

(μειδιώντας) Χι, χί, χί,χι,χι…(σιγοτραγουδά κάτω από την κουβέντα των άλλων)

«Ωρ’ Αγγέλω μ’, σ’ κρένει η μάνα σ’…»

ΜΑΝΩΛΗΣ

(στρεφόμενος κατά πρόσωπο, στον Παππού) Τι λές εσύ παππούλη; Να τσ’ κρίνω ή να μην τσ’ κρίνω;


ΠΑΠΠΟΥΣ

(Ανοίγει το Ραδιόφωνο)


ΜΟΥΣΙΚΗ:

«Αγγέλω μ’, σ’ κρένει η μάνα σ’,


δεν ξέρω τι σε θέλει.

Να πας στη βρύση για νερό,

να πιούν τα παλληκάρια.

Ωρ’ Αγγέλω μ’, σ’ κρένει η μάνα σ’,

δεν ξέρω τι σε θέλει…


ΜΟΥΣΙΚΗ : Χαμηλώνει, χαλί κάτω από τον λόγο.















https://ioannakokla.wordpress.com











Θεατρική Παράσταση της Λευκαδίτισσας ποιήτριας και συγγραφέως κ. Ιωάννας Κόκλα.





Ο σύλλογός μας βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να σας προσκαλέσει στην θεατρική παράσταση της Λευκαδίτισσας ποιήτριας και συγγραφέως κας Κόκλα Ιωάννας με τίτλο «Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω» που θα λάβει χώρα στο ξενοδοχείο «Γαλήνη» στην Νικιάνα το Σαββατοκύριακο 28-29 Μαρτίου και ώρα 20:30.

Η σκηνοθεσία είναι του κ. Κωστόπουλου Θεόδωρου και η σκηνογραφία-μουσική επιμέλεια της κας Πιτικάρη Λιάνας. Πρόκειται για ένα έργο που καταδεικνύει με τον πλέον παραστατικό τρόπο την τοπική ντοπιολαλιά παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τα ήθη και τα έθιμα της Λευκάδας των πατεράδων και των παππούδων μας καθώς και τις αντιξοότητες εκείνης της εποχής.

Σας περιμένουμε όλους εκεί!


Πολιτιστικός Σύλλογος Νικιάνας «Οι Σκάροι»
Απόσπασμα από τον πρόλογο του υπό έκδοση θεατρικού έργου «Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω;»


Λευκαδίτικο θέατρο

Η θεατρική ομάδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Νικιάνας «Οι Σκάροι», παρουσιάζει το θεατρικό έργο «Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω;» της Λευκαδίτισσας ποιήτριας συγγραφέως Ιωάννας Κόκλα, σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Κωστόπουλου και σκηνογραφία –επιμέλεια μουσικής Λιάνας Πιτικάρη, το Σάββατο 28 και την Κυριακή 29 Μαρτίου και ώρα 20.30, στο Ξενοδοχείο «Γαλήνη» στην Νικιάνα.


Παρατίθεται απόσπασμα από τον πρόλογο του υπό έκδοση θεατρικού έργου «Να τ’ κρίνω ή να μην τ’ κρίνω;» της συγγραφέως.


«Η Ιωάννα Κόκλα, μια ποιήτρια από τη Νικιάνα Λευκάδας (η καταγωγή της από τον Αλέξανδρο Λευκάδας, που αποτέλεσε πηγή λαϊκών ποιητών), και που είναι ποιήτρια-εκτός των άλλων- και του αυθεντικού απόηχου –με την ζωτική του σημασία- και της μελέτης της αρχαίας ελληνικής σκέψης και πράξης, αποφασίζει στις μέρες μας, (μέρες που παρουσιάζουν τόση ομοιότητα με την ελληνιστική περίοδο, εκτός των άλλων και ως προς τον κίνδυνο μετάβασης σε καταστάσεις δουλείας), να συνθέσει ένα θεατρικό έργο «σατιρική, λαογραφική ηθογραφία» το ονομάζει η ίδια, με αποκλειστική χρήση της λευκαδίτικης ντοπιολαλιάς. Το έργο αναφέρεται στη δεκαετία 1950-1960 σε σύγκριση και με το σήμερα: πέτυχε να δημιουργήσει ένα συγκροτημένο θεατρικό έργο στην ντοπιολαλιά των χωριών της Λευκάδας, αναζωογονώντας την ατμόσφαιρα της ζωής των χωριών με την αβίαστη και φυσική χρήση των τοπικών λέξεων, την αναπαράσταση της πραγματικής ζωής, και τη χρήση της λαϊκής σοφίας, που κράτησε τη ζωή για αιώνες σ’αυτά τα μέρη. Και υψηλό το αίτημα και το αίσθημα της ελευθερίας. Της μη αποδοχής της υποταγής. Ευρηματική η μετάβαση από τη δεκαετία του 1950-1960 στο σήμερα. «… Τώρα όλα υποθηκευμένα… Πού είναι, μωρέ, ο ανθός μας; Τα παιδιά μας πού είναι; Ποιο κράτος του κόσμου μορφώνει τα παιδιά του και μετά τα διώχνει; Τι περιμένετε μετά απ’αυτό; Ποιες προκοπές; Έχετε ψυχή, μωρές, εσείς μέσα σας; Ή καταντήσαμε σκιάχτρα και ρεντίκουλα σε πάσα ένα και πάσα μία, στην ιστορία; Σε ποιους μωρέ; Σ’αυτούς που θέλουνε να σας διώξουνε και να πάρουνε το βιος μας; Τη γη μας; Το νερό μας; Τις πηγές μας; Προσέξτε, μωρέ, μέχρι και τα νησιά μας θα μας βάλουνε να ξεπουλήσουμε…Γιατί μωρέ; Για ένα ξεροκόμματο;…Δούλοι, μωρές, δούλοι μ’αφεντικά… Ξυπνήστε, μωρέ, απ’το λήθαργο… ξυπνήστε…» (Απόηχος μακρινός του Φωτεινού, του Βαλαωρίτη).


Πρόκειται για ένα αυθεντικό έργο που υπερβαίνει στο τέλος τα όρια της κωμωδίας, της σάτιρας και του σκώμματος. Και που αναζωογονεί και περισώζει όχι απλώς το γλωσσικό ιδίωμα των χωριών της Λευκάδας, αλλά κάτι από τη βαθύτερη ουσία που συγκροτούσε την ύπαρξη των ανθρώπων που πέρασαν απ’αυτά τα μέρη, και που αντιμάχεται το ισοπεδωτικό πέρασμα αυτού που αποκαλούμε «σύγχρονο πολιτισμό», που έφτασε στην ολική του παρουσία να μην εκπροσωπεί καμία αξία και κανένα πολιτισμό»-


Σπύρος Βρεττός

Συγγραφέας-Διδάκτορας Φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: