Ξημέρωνε Μεγάλη Πέμπτη… Βιολέττα Σάντα • 13 Απριλίου 2017





FacebookTwitterPinterestGoogle+Ανταλλαγή

Μια βόλτα στο παρελθόν με τον Πάνο Φέξη

Ήταν η πιο όμορφες νύχτες του χρόνου, το λευκό χρώμα του ασβέστη λαμπίριζε μέσα στο σκοτάδι καθώς το φώτιζε το ανοιξιάτικο φεγγάρι, τα σοκάκια έμοιαζαν κατάλευκα ποτάμια. Τα σπίτια και οι ασπρισμένες αυλές με τις κληματαριές τους ήταν λες και είχαν βγει μέσα από κάδρο, οι κορμοί των δένδρων που έστεκαν κατάλευκοι μέσα στα οργωμένα χωράφια, έμοιαζαν σαν μαρμάρινα γλυπτά, οι κωλοφωτιές αναβόσβηναν σαν καντηλάκια, τα βατράχια στις σούδες τραγουδούσαν ασταμάτητα σπάζοντας την σιγαλιά της νύχτας και τα κοκόρια που είχαν ξυπνήσει, λαλούσαν το ένα πίσω από το άλλο αναγγέλλοντας τον ερχομό της ημέρας.

Το μαύρο χρώμα της νύχτας ξεθώριαζε σιγά σιγά, το φεγγάρι έγερνε προς την λιμνοθάλασσα λες και ήθελε να δει τον εαυτό του στον ασημένιο καθρέπτη που είχε φτιάξει στα γκρίζα νερά, ο ουρανός και η θάλασσα είχαν ενωθεί, ένα μελαγχολικό γκριζογάλανο ατσάλινο χρώμα έκανε τα βουνά να μοιάζουν σαν κοιμισμένα θεριά ξαπλωμένα στις άκρες του ορίζοντα.

Και ένα γεμάτο υγρασία αεράκι , έσπρωχνε την πρωινή ανοιξιάτικη πάχνη νωχελικά πάνω από την πόλη, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με λεπτά αρώματα κλεμμένα από την θάλασσα και τα λουλούδια των κήπων.

Ξημέρωνε Μεγάλη Πέμπτη ο ήλιος αγουροξυπνημένος άρχιζε να βάφει τον ορίζοντα και τα λίγα ξεχασμένα μικρά σύννεφα τα στόλιζε με χρυσά και μαβιά χρώματα που ταίριαζαν στο ύφος της ημέρας.

Το σκούξιμο, που έκανε η αλάδωτη σιδερένια ρόδα, της ξύλινης καριόλας του μπάρμπα Βαγγέλη του «καλόγερου», καθώς κυλούσε στους χωμάτινους δρόμους της γειτονιάς, συναγωνιζόταν το ασταμάτητο κελαίδημα των σπίγγων, πετούσαν από δένδρο σε δένδρο στους κήπους αναγγέλλοντας την αυγή, τα χελιδόνια τιτίβιζαν νωχελικά μέσα στις φωλιές περιμένοντας το φως του ήλιου για να αρχίσουν το ασταμάτητο πέταγμα πάνω από την πόλη.



«Καλμέρα κμπάρα» χαιρέτησε ο μπάρμπα Βαγγέλης, σπρώχνοντας την βαριά φορτωμένη καριόλα, με φρέσκα λαχανικά και φρούτα από το περιβόλι του. Πήγαινε όπως κάθε πρωί χειμώνα καλοκαίρι πάντα την ίδια ώρα τις παραγγελίες στα μαγαζιά των μανάβηδων της αγοράς, «καλμέρα κμπάρε», είπε η θεια Γιάννα που είχε ξυπνήσει από τα χαράματα.

Η γειτονία σιγά σιγά ξυπνούσε οι νοικοκυρές άνοιγαν τις πόρτες κα τα σκούρα από τα παράθυρα τους, το φως του ήλιου γέμιζε τα φρεσκοβαμμένα δωμάτια, ο πρωινός καλλωπισμός των γειτόνων στις αυλές είχε την τιμητική του, λίγα σπίτια είχαν κουζίνα, νεροχύτη, βρύση, και μπάνιο μέσα στο σπίτι.

Όσοι είχαν ξυπνήσει, νίβονταν στις γούρνες και στις μεταλλικές βρύσες που ήταν κρεμασμένες στις ξύλινες κολώνες στις κληματαριές, έριχναν νερό στα μούτρα τους με τις παλάμες τους και σκουπίζονταν με μια πετσέτα, κρεμασμένη δίπλα στο καθρέφτη, οι άνδρες έπαιρναν τον δρόμο για τους καφενέδες του μόλου και του παζαριού και οι γυναίκες άρχιζαν τις δουλείες.

Η γειτονία είχε ζωντανέψει, τα χελιδόνια στον ουρανό τιτίβιζαν χαρούμενα, οι φωνές τους μπερδεύονταν με τις φωνές των παιδιών που έτρεχαν στην γειτονία ,κάνοντας αποκρίσεις στους μεγαλύτερους.

Οι πεταλούδες πετούσαν τρελαμένες από λουλούδι σε λουλούδι στα ανθισμένα λαχανικά που στόλιζαν τις καλοφτιαγμένες βραγιές στους κήπους, της θεια Θελεσίας και της θεια Γιάννας, της Μπέλενας.

Οι μέλισσες, μιλιούνια έκαναν τσιμπούσι στις ανθισμένες λεμονοπορτοκαλιές του Μπόνια.

Ο μπάρμπα Γιάννης ο Ροζίνας είχε ξυπνήσει από τα αγρία χαράματα, καμάρωνε τον κήπο του έχοντας τα μάτια του δεκατέσσερα, πρόσεχε να μην μπουν από την μάντρα κρυφά τα παιδιά τις γειτονιάς και του κόψουν τα λουλούδια για να στολίσουν τους επιτάφιους των ενοριών, είχε τις πιο όμορφες τριανταφυλλιές, γαρυφαλλιές και βιολέτες στην πόλη.



Η θεια Ελένη η Μαρινάκη μπαινόβγαινε από το σπίτι στην κουζίνα που ήταν έξω στην αυλή κάνοντας δουλείες έριχνε κλεφτές ματιές, προσέχοντας μη κλέψουν τα παιδιά για τους επιταφίους, τους κατάλευκους κρίνους και τις μωβ πασχαλιές από τον κήπο της θεια Ελένης της Κουτσουριενας.

Στην αγορά στην εκκλησία του Παντοκράτορα στον φούρνο του Μπελέλη, ο μπάρμπα Ανδρέας με τους δυο γιους του, τον Γιάννη και τον Σωτήρη, έδιναν την μάχη της λαμαρίνας.

Οι νοικοκυρές «έκλειναν» τις λαμαρίνες του φούρνου για να ψήσουν τα κουλουράκια αγοράζοντας πρώτα το αλεύρι τους. Από το πρωί, μετά το ξεφούρνισμα του ψωμιού, μέχρι αργά το απόγευμα, οι λαμαρίνες περνούσαν από σπίτι σε σπίτι , οι γειτόνισσες έφτιαχναν διπλές και τριπλές τις συνταγές και μοιράζονταν τα κουλούρια αναλόγως.

Η θεια Γιαννούλα του «Κορομηλεου» είχε την καλύτερη συνταγή στην γειτονία, την πιο μεγάλη εμπειρία, στο φτιάξιμο των γλυκών, την πιο μεγάλη κουζίνα και την πιο μεγάλη απλάδενα στην γειτονία για το χτύπημα της ζάχαρης με τα αυγά και το βούτυρο, έτσι λοιπόν όλες οι γειτόνισσες έδιναν ραντεβού στο σπίτι της.

«Άντε και του χρόνου μέρες κοπέλες νάμαστε καλά να τα ξαναφτιάξουμε», έλεγε η θεια Γιαννούλα καθώς έριχνε την ζάχαρη στο λιωμένο βούτυρο μέσα στην απλάδενα, οι γυναίκες χτυπούσαν το μείγμα, η κάθε μια με την σειρά της, με τα χέρια κάνοντας κυκλικές κινήσεις συνεχεία για πολύ ώρα μέχρι να ασπρίσει το βούτυρο, ήθελε πολύ καλό χτύπημα για να γίνουν αφράτα τα κουλουράκια.

Τα πιτσιρίκα που ήταν μαζεμένα γύρο από το τραπέζι γλείφονταν περιμένοντας να τελειώσουν την ζύμη για να πλάσουν κουλουράκια.

Τα σπίτι μοσχοβολούσε βανίλια με βούτυρο και τα πιτσιρίκια κρυφά έβαζαν το δάχτυλο τους στην κρέμα για να δοκιμάσουν και οι μανάδες τους τα έδιωχναν με φοβέρες «θα σε τιμωρήσει ο Χριστός για αυτό που κάνεις», τους έλεγαν, ήταν μεγάλη αμαρτία να χαλάσουν την σαρακοστή.

Οι λαμαρίνες με τα κουλούρια στα κεφάλια των γυναικών πήγαιναν στον φούρνο και ο μπάρμπα Ανδρέας, φούρνιζε, ξεφούρνιζε λέγοντας « χρόνια πολλά, καλό Πάσχα» και ο Γιάννης μάζευε δεκάρικα και εικοσάρικα.

«Ο προμηθευτής της νήσου», έγραφε η πινακίδα στο υαλοπωλείο του Χατζηγεωργίου είχε τα πάντα, γυαλικά, πιάτα, κατσαρόλες μέχρι και πλαστικά υφάσματα σε ρολά -ήταν πολύ της μόδας.

Ο κυρ Κώστας, ο ιδιοκτήτης, δεν προλάβαινε να κόβει λουλουδάτα υφάσματα για τους τοίχους των κουζινών, εκεί κρεμούσαν οι νοικοκυρές όλα τα τζετζερικά του σπιτιού, τα είχαν πάντα καλογυαλισμένα και σε πρώτη θέση κρεμασμένα σε πρόγκες.

Σε ένα τραπεζάκι έξω από το μαγαζί του «Γιαννάκη» ο γιος του ο Σπύρος πουλούσε βαφές για αυγά «δύο βαφές μια γραμμή» φώναζε ο μικρός Σπύρος προφανώς εννοώντας μια δραχμή που του είχε πει ο πατέρας του να λέει.

Τα αυγά τα μάζευαν οι νοικοκυρές πολύ καιρό μπροστά από τις κότες τους, αλλά και από τα χωριά ένα, ένα «ποσά θα βάψεις μαρά εσύ», ρωτούσε η μια την άλλη «καμία τριανταριά μαρή κοπέλα έχω κονομήσει».

Το βάψιμο των αυγών ήθελε και αυτό μεγάλη τέχνη, τα περνούσαν πρώτα με λεμονί για να μην σπάνε στο βράσιμο και μετά τα έβαζαν σε κρύο νερό με την βαφή και πολύ ξύδι για να πιάσει η βαφή σε σιγανή φωτιά, μετά όταν τα έβγαζαν από την βαφή, τα περνούσαν με λάδι για να γυαλίζουν και ήταν έτοιμα για τσούγκρισμα.



Πιο κάτω ήταν το μαγαζί του μπάρμπα Θανάση του «κουφάκια» πατσατζίδικο «μέγα», όλοι το έβριζαν για την καθαριότητα του αλλά όλοι απολάμβαναν την πεντανόστιμη πατσά του, κατά την διάρκεια της σαρακοστής ο μπάρμπα Θανάσης άλλαζε μενού έφτιαχνε την περίφημη φάβα του και κουκιά βραστά.

Στην αγορά ο μπάρμπα Αναστάσης, πλανόδιος τσαγκάρης με ένα πάγκο που είχε στο πεζοδρόμιο, στην εκκλησία του Παντοκράτορα μπροστά από το κουρείο του Μοραΐτη, πουλούσε λαμπάδες, τις στόλιζε ο ίδιος με χάρτινες γιρλάντες, κόκκινες για τα κορίτσια και μπλε για τα αγόρια.

Πιο δίπλα ήταν τα παπουτσίδικα της φτωχολογιάς, του Μπάλα και του Χαλικόπουλου. Είχαν αραδιασμένα σε όλο το πεζοδρόμιο, παπούτσια, γαλότσες και κρεμασμένα στις λόντζες και στις κολόνες του μαγαζιού, ντρίλινα παντελόνια και σακάκια. «Τι νούμερο φοράς κμπαρε», ρωτούσαν τους πελάτες συνήθως ήταν χωριάτες και τους έδιναν το παπούτσι να το δοκιμάσουν στο πεζοδρόμιο, γονάτιζαν και με το δάχτυλο τους έψαχναν το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού αν έφτανε στην μύτη του παπουτσιού, «μα χαρά είναι μπόλικο με’γεια σου ΄κμπάρε» και τα τύλιγαν σε μια εφημερίδα παίρνοντας τα λεφτά χέρι με χέρι.

Πιο κάτω ήταν ο Κουτσούριας, υποδήματα πολυτελείας για ακριβά γούστα, είχε δυο βιτρίνες μια για άνδρες και αγόρια και μία με γυναικεία και κοριτσίστικα, μαύρα σκαρπίνια για τους άνδρες, λευκά λουστρίνια για τα αγόρια, τακούνια λουστρίνια για τις γυναίκες και κόκκινα λουστρίνια για τα κοριτσάκια.

Όλοι τότε περίμεναν το Πάσχα για να πάρουν καινούργια καλοκαιρινά παπούτσια, ο κόσμος ήταν στην σειρά. Ο πωλήτριες η Άννα και η Ιφιγένεια δεν προλάβαιναν να δίνουν παπούτσια για δόκιμη «με τις γείες σου και καλοφόρετα», έλεγαν δίνοντας τα παπούτσια στο ταμείο που ήταν ο κυρ Νιόνιος, μέχρι το απόγευμα της αναστάσεως δεν υπήρχε παπούτσι στα ράφια, το μαγαζί έμοιαζε λες και είχε πέσει βόμβα.

Στις βιτρίνες του Βανδώρου και των άλλων εμπορικών μέχρι και οι κούκλες έμεναν «γυμνές» όλοι έπρεπε να πάρουν νέα ρούχα για την λαμπρή.

Τα πάντα ήταν μέχρι το απόγευμα στην θέση τους, τα σπίτια μοσχοβολούσαν από καθαριότητα, τα χειμωνιάτικα είχαν δώσει την θέση τους στα καλοκαιρινά, στόρια διάφανα στα παράθυρα, σεμεν στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας, ανοιξιάτικα λουλούδια στο βάζο και ελαφριά κουβερλι στα κρεβάτια. στρωσίδια και χοντρά ρούχα είχαν ποστιαστεί στους γιούκους περιμένοντας τον επόμενο χειμώνα, τα κουλουράκια και τα κόκκινα αυγά στην φρουτιέρα ήταν μεγάλη πρόκληση για τα πιτσιρίκια που περίμεναν πως και πώς την Ανάσταση για να τους βάλουν χέρι.


http://aromalefkadas.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: