ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΜΑΣ

'Η ΤΑΝ 'Η ΕΠΙ ΤΑΣ

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό
 °Λευκαδίτικες Σελίδες" τ. 1 Μάρτιος 197β)

Του Γεράσιμου Γρηγόρη

ΙΙάνω από τις μουχλιασμένες στέγες της μικρής πολιτείας διαβαίνουν
 ξυστά της συννεφιάς τα κουρέλια. Τα πλατανόφυλλα στροβιλίζονταν
 στον αέρα και κολλούσαν, κίτρινες μούντζες, το λασπωμένο δρόμο.
Άνεμος αμφίβολος λοξόστρι-βε δω και κει μέσα στα στενορύμια
 κι ήταν το πρωινό στιφό πολύ και παραφορτωμένο.

-Στο γαρμπή το γυρίζει.. .συμπέρανε ο Χατζή -Θωμάς
γραδάροντας τον καιρό.
 Βάδιζε με τα χέρια στις τσέπες της μακριάς πατατούκας
που τον έκανε πιο κοντούλη, κρα-τούσε και κάτω από τη μασχάλη
 του ένα δέμα και κάθε που συναντούσε λασπόλακο τον
 αναμε-τρούσε σκυφτός με τα μυωπικά γυαλιά του, έβγα-ζε
απ'την τσέπη του το δεξί χέρι και μ'ένα "χοπ" πηδούσε πέρα.
Γαρμπής, γαρμπής...μονολόγησε ξανά. Πολύ του άρεσε να
ξεδιαλέει τους καιρούς-χωρίς να είναι η δουλειά του-
 το μετεωρολόγο παρίσταινε, ήταν το βίτσιο του, και κάθε που
 μι-λούσε για τέτοια ένοιωθε μέσα του κρυφά να ψηλώνει
ως τ'ανάστημα εκείνων των αντρειω-μένων ναυτικών, που
τους έβλεπε τότε κάτου στο λιμάνι να αναμετράνε τους ανέμους
 και τις αλ-λαξοκαιριές με μια ματιά. Δεν είναι λίγο πράμα να
 νταραβερίζεσαι με τούτα τα μεγάλα στοιχειά της φύσης, να
ξέρεις τα χούγια τους, να τα κου-βαλάς μεσ'στην αντάρα και
τον τάραχο, αντρειω-μένος ναυτικός, να διαπερνάς τη θάλασσα
μ'ένα ξυλάρμενο. "Χοπ"...Πήδησε τρίτο λασπόλακο ο Χατζή - Θωμάς.
 Πλατάρισε όμως η φτέρνα του στα νερά, ένιωσε μια κρυάδα
στο μπατζάκι κι όλος τρεμού-λιασε και ταρνανίστηκε, γιατί χι
η υγρασία πολ-λή ήταν κι ως το χόχκαλο περόνιαζε.
 Κατηφόρισε στο καλντερίμι σαν το βόδι που πάει στο σταύλο.
 Είχε κιόλας προκαταβολικά μες στο στομάχι του τη χλιαρή γλύκα
του τσαγιού που Θά'πινε στο καφενεδάκι του γερο-Τζόρα.
 'Εχει ο Θεός για σήμερα. Είχε την προαίστηση πως μια καλή δουλειά
 Θα τού'πεφτε. Κροτάλισε τις τρισήμισι δραχμές στην τσέπη του.

Κάτω στα γύφτικα ακούστηκαν καθαρά τα τσαμασφύρια να κελαϊδάνε
 χαρούμενα κι από πέρα οι καμπάνες του Άη-θημήτρη αμόλαγαν
 τα λυπητερά τους καμπανίσματα με μακριά και απόηχα κύματα.
Οι ευκάλυπτοι σουρομαδιόντα-νε με τον αέρα, χτυπιόνταν στους
 βρωμότοιχους του παλιού κάστρου και πέρα η λίμνη ανακατευό-ταν
 κουρκουτιασμένη και λερή.
0 Χατζη -Θωμάς πάτησε το μάνταλο της πόρτας
. Την άνοιξε, όπως ήξερε να μη γρατσου-νάει στο πλακόστρωτο και μπήκε
. Μα καθώς πιά-στηκε το μανίκι του σε μια πρόκα , κι. επειδή
και το χαρτόνι που βούλωνε το σπασμένο τζαμιλίκι μισοξηλώθηχε,
 κοντοστάθηκε ο Χατζής λίγο από μέσα να το σωφυλλιάσει όπως
 μπορούσε, να μην αφήσει και ζημιά πρωί πρωί στο ξένο μαγαζί.

 -Καλημέρα, είπε χωρίς να ιδεί κανέναν. Γαρ-πής, γαΑμπής...

-Κλείσε !... ακούστηκε επιταχτική η φωνή του γερο-Τζόρα
που στο απομέσα σκοτεινό παραπέτο έσιαζε τη φουφού του.

-Κλείσε, είπα, που να κλείσει ο λάκος σου!... - ξαναφώναξε
 ο γέρος καθώς αναγνώριζε το Χατζη -Θωμά μέσα από το μισόφωτο
 με τα γαλανά του μάτια που γυάλιζαν σαν της γάτας. -

Φχαριστώ για την ευχή. Να κλείσει ο λάκος μου να μην μπω μέσα

...Κι εξάλλου ,γέρο γρου-σούζη, πρώτα λέει "καλημέρα"
 ο κοσμος κι ύστε-ρα παίρνει το μαγκάλι από έξω και το βάζει μέσα
 πριν χωνέψει ολότελα. Ε, τι κάθεσαι το λοιπόν ; -Δεν κάθομαι...
Χτύπησε τις παλάμες κι έτρεξε να φέρει το μαγκάλι πού'χε πια λουλουδίσει.
 Χαιρόταν ο Χα-τζη -Θωμάς να χάνει μικροδουλειές σε γνωστούς
 και αγνώστους. 'Ηξερε και τα χωρατατζιδικα.
Κι ούτε Θιγόταν από τα πειράγματα. Δε βαριέσαι...
Κάνε το καλό και ρίχ' το στο γιαλό. 'Ετσι ήταν φτιαγμένος.
Κι ο γέρος - καλός μα φωναχλάς και γκρινιάρης κομμάτι.
Νευρικός. Δε βαριέσαι.
 'Ολος ο κόσμος καλός είναι...
 Μερά-κι του'ρθε, μέσα του μια γλυκιά χαρούλα ανά-λειωνε,
 καθώς είχε μπροστά του το ζεστό και λου-λουδιασμένο μαγκάλι
 και αναροφούσε μ'όλες τις άκρες του κορμιού του το μελένιο του Θάλπος.

"Ωχ, μανα μου!...". 'Ομορφα είν'όλα και κάτω απ'τα κουρέλια
καθαρά και όμορφα..
. Κι έτοιμος ήταν να κλάψει ο Χατζη -Θωμάς,
 να δακρύσει, απ'την ψιλή αόρατη κάμια του μαγκαλιού
 βέβαια, όχι πως η καρδιά τού ήτανε δα και τόσο αχαμνή.

Ήτανε κι όλας η στάση που είχε πάρει μπροστά σε εκείνη την
τρεμουλιαστή ζεστοβολή, χωρίς να το νιώθει, με τα σκέλη
ανοιχτά, την αγκάλη ανοιχτή, τις παλάμες ανοιχτές, την ψυχή
 ανοιχτή, να παίρνει και να δίνει.
Μισόκλεισε τα μάτια πίσω απ'τους μυωπι-κούς φακούς
των γυαλιών του και απολάβαινε
την απονήρευτη ηδονή της ζέστας, ώσπου η στα-γόνα πού'τρεμε
 στην άκρη της καμπουρωτής του μύτης χτύπησε στο χέρι του.
 'Ε, Χατζή, ξύπνα και τραβήξου. 0 γέρος έσιαζε τα τραπεζάκια.
Και βέβαια ο Χατζής ξυmάει και τραβιέται λίγο.
 Βγάζει από την  τσέπη του και την χομμάτα το ψωμί.
Ας ετοιμάσει ο γέρος το τσάι.
Υπάρχουν οι τρισήμισι δραχμές.
 'Ηρθε και το παιδί του καφενείου,
 ο Μάρκος με δάχτυλα φουσκαλιασμένα απ'τις χιονίστρες, με το
πρόσωπο γεμάτο σπιθούρια από τα πρώτα ξυρίσματα.
 Μπήκε κι
ένας χωριάτης, κάθησε δια-κριτικά σε μια άκρη κι έμπλεξε
σκληρόπετσα δάχτυλα πάνω στη γκλίτσα.
 Παράγγειλε ένα καφέ
και μια δραχμή τσιγάρα χύμα "αν έχει"
. "Πώς! 'Εχει, λέει ο Μάρκος, καθώς φοράει την αλατζέ-νια ποδιά του.
 0 δρόμος ήταν πέρασμα των
 χωρικών. Τους περιποιόταν ο γερο - Τζόρας, πελάτες ήτανε.
 Είχε κι όλας μια μόστρα με κάτι καραμέλες, κορδελί-τσες, χαρτοφάκελα
 και τέτοια. Τους άφηνε να δέ-νουν και τα ζωντανά τους καμιά
φορά στην κο-λώνα. Μόνο να μη πολυκάθονται και μήτε να ζυγώνουν
 κατά τον κυρ-Ανέστη τον γείτονα, για-τί αυτός γκρινιάρης άνθρωπος
ήτανε, δεν το'χε σε τίποτα να φωνάξει τους χωροφυλάκους
 ότι "παρανόμως στέκουν τα υποζύγια ενώπιον κα-θώς
πρέπει καταστημάτων και βρωμίζουν με κα-βαλίνες".

 Άλλη ήτανε η πελατεία αυτουνού.
Μεγάλο το μαγαζί του,
εκεί απέναντι στο παλαιό χτίριο με τις θολωτές καμάρες, τη
σκοτεινή στοά και τη βιτρίνα κολλητή στον ασπρισμένο τοίχο,
με σολοδέρματα, τσάντες και ζωγραφιστές βαλί-τσες.
"Ανέστης Σπαγγής, Είδη ταξιδίου και κηδειών" έγραφε
. Γιατί και νεκρόκασες  προμήθευε το μαγαζί.
0 άνθρωπος μπορούσε να εφοδιάσει
τους πελάτες του με τ'απαραίτητα για ένα ταξίδι μικρό, μεγάλο
ή και αιώνιο.
Κείνο το πρωί ο κυρ - Ανέστης σεχλετισμένος
 ήτανε κι ανήσυχος.
'Εβγαινε κάθε τόσο από τη σκοτεινή στοά,
 κοίταζε πάνω-κάτω στο δρόμο και ξανάμπαινε σκυφτός.
 'Ητανε μεσόκοπος, ψηλός πολύ, μακρυλαίμης σαν όρνεο,
με σαγό-νια κι αυτιά πεταγμένα, γκρίζους κροτάφους, γκρίζα
 μάτια, πεταγμένα, μποβολωτά, με μελανά σακουλιάσματα,
 δέρμα ωχρό, χείλη στενά, σφιγ-μένα σαν μια χαρακιά με σουγιά,
 πάνω σε θυμά-ρι.
-Κάτι Θέλει τούτος, μπαρμπα - Γιάννη, λέει ο
Χατζη -Θωμάς, καθώς παρακολουθούσε πίσω από την τζαμόπορτα
 τις κινήσεις του. -
Για ρώτα τον, βρε, έχανε μια χειρονομία
 ο Γιάννης - Τζόρας στο Μάρκο.
 Το παιδί βγήκε και φώναξε τον
κυρ - Ανεστη αν Θέλει τσάι.
 Εκείνος έκανε "όχι" με την παλά-μη του,
 χωρίς να ξηλώσει τα χείλη και πάλι κοί-ταξε μια πάνω κατά το
 ρολόι της δημαρχίας, και μια κάτω, σαν κάποιον να περίμενε.
 Η γυναίκα, μια χωριάτισσα που'ταν ακουμπι-σμένη εκεί στον
 τοίχο αντίκρυ, σήκωσε κι αυτή τα μεγάλα της μάτια προς τα πάνω.
 Τον καιρό Θα ξέταζε.
'Ισως περίμενε το χωριάτη που 'πινε τον καφέ του.
 Οι γυναίκες δεν μπαίνουν στα καφενεία.
 Θα κρύωνε κι ήταν ωχρή πολύ,
 μα δε φαινόταν να στενοχωριέται.
 Καθώς την έβλεπε πίσω απ'το τζάμι
 ο Χατζη - Θωμάς, βανόταν να μαντέψει τις σκέψεις της.
 0 αέρας κολλούσε το μακρύ φουστάνι επάνω της,
 το χτυπούσε να παλαμίζει τα γοφά της, τη γάμπα της.

Τα ξερόφυλλα χόρευαν στα πόδια της, χρυσοκόκκινα σαν
 τη φωτιά του μαγκαλιού... Ας ήταν ν'ανάψουν κι αυτά,
ας την ζεστάνουν ως απάνω, να φύγουν οι στάχτες από το
 ζωντανό σου το μαγκάλι -
Θεέ μου, συγχώρε-σέ με - να μην υποφέρουν,
 λέω, τα πλάσματά σου..
. Ε τριψε τα χέρια του ο Χατζής,
 τ'άνοιξε απότομα σα να'Θελε ν'αγχαλιάσει το μαγκάλι.
 Η πόρτα άνοιξε πάλι.
Μπήκε ο Βαγγέλης ο χασάπης, ψηλός,
 πληθωρικός, μετα χέρια μάγκικα χωμένα στις μπροστινές
 τσέπες τού παντελο-νιού, ταρνανίζοντας την χορμάρα του
μ'ανασηκωμένο το γιακά, ανασηκωμένα τα χείλη, υγρά, έτοιμα για σάχλες.
 Και να πίσω του ο γερο-Ζερ-βούλιας ο μεσίτης,
 μικρός, στεγνός, φτενοπρόσω-πος,
χωματόχρωμος, φρεσκοξούριστος όμως, καλά κουμπωμένος. -
 Αχά... έκανε ο Βαγγέλης με τη φωνάρα του στρίβοντας κατ'αυτόν...
 Βρέ Ζερβούλια, εσύ Θα ξέρεις:
ποιόν βαρά η καμπάνα;
'Ολοι τεντώθηκαν κατ'αυτόν "που ήξερε".
- Με ρωτάτε ποιός πέθανε; (έσκυτμε λίγο).
 Χα... Θα σας πω: Πέθανε ο καημένος ο Χοντροτζανής. -
 0 Τζανής ο Λαδάς; - Ναίσκε, αφεντάδες μου. -
 Μα, καλά, αυτός είχε λεφτά!.
.. έκανε χαζά ο γερο - Τζόρας. Γύρισε, με μια ματιά του ειρωνική,
τον γλυ-κομάλωσε ο Ζερβούλιας. - Τι σχέση έχει; είπε
. 'Ηρθε η ώρα του. Εδώ πάνε καν και καν λεφτάδες, μητροπολιτάδες,
 βα-σιλιάδες... Δε ρωτάει. - Δεν ήταν και μεγάλος.
 Και καλοπερασμένος άνθρωπος. - Καλοθρεμμένος. -
 Βρέ, βρέ... τίποτα δεν είμαστε. Τίποτα.
Έ τριψε τις παλάμες του ο Χατζής, τίναξε τις πλάτες του
να διαλύσει μια μικρή κρυάδα κι έσκυ-ψε ξανά στη γλύκα
 του μαγκαλιού, μια που'χε βyάλει κι ένα συμπέρασμα από
τούτο το καινούρ-γιο χαμπέρι της ημέρας.
 "Κι αυτός με τα πολλά..
. Το ζήτημα είναι όσο ζεις... 'Οσο αξίζει τούτο το μαγκάλι",
 κι έριχνε τη ματιά του πέρα στη γυ-ναίκα, που'χε τα χέρια κάτω
από την ποδιά της, γιατί κρύωνε και γιατί τα κίτρινα ξερόφυλλα
χορεύαν κάτω απ'το φουστάνι της. Κι όσο την κοίταζε μέσα απ'τη
 Θολάδα των γυαλιών του, τόσο χόρευαν μέσα στο μυαλό του
τα ξερόφυλλα κι ο Θάνατος κι η ζέστη και τα σκουλήκια κι η
χόβο-λη κάτω απ'το φουστάνι και τα μυγδαλωτά μά-τια κι η
 συγνεφιά, όλα χόρευαν κι έλεγε μόνος "βρέ, βρέ, τίποτα δεν
είμαστε..
. Και που ζούμε;..." -Να τα μας! Δε σου λέω γω; Σεντούκι!
... Ακού-στηκε η φωνάρα του Βαγγέλη.
Ανασκωμένος
πίσω απ'το τζάμι κοίταζε κι έδειχνε πέρα.
-Βρέ, τι πράγμα.
Αυτό Θα πει να τα'χεις.
 Καρυδιά θα'ναι. 0 κυρ Ανέστης
ο Σπαγγής αντίκρυ με τον υπάλληλό του έβγαζε τη νεχροκάσα
στο υπόστε-γο.
Σαν την ακούμπησε προσεχτικά, τίναξε κάτι
 χώματα απ'το μανίκι του, έσιαξε τη γραβάτα του,
 λαστιχάροντας
 το μακρύ λαιμό του, τα χείλη του.
 Φαινόταν ενοχλημένος
που πολύ ζορίστηκε.
 Κάτι μιλήσε με την υπάλληλό του
 κι έδειξε κατά το καφενεδάκι.
 0 Μάρκος που'ταν έξω μπήκε.
- Χατζη-Οωμά, λέει, εσένα ζητάνε.
-Άντε Χατζή, σού'φεξε πάλι,
 πρωί - πρωί το μπαχτσίτσι. 0 Χατζής κατάλαβε.
Η δουλειά του ήταν
. Χωρίςνα μιλήσει τράβηξε απέναντι.
 Κοζάρησε τα πέζα της νεχροκάσσας.
 'Ηταν πράμα βαρύ, με ασημένιες χειρολαβές και πόμολα
. Κάτι συζήτη-σε με τον άλλον, ξεδίπλωσε το τσουβάλι και τό'-
ριξε στην πλάτη.'Εσκυψε κοντά στο σκαλοπάτι.
 Προσεχτικά
έγειραν το φορτίο αποπάνω του, το ακούμπησαν στη ράχη του.
Ανασηκώθηκε κι ο Χατζής, πήρε ένα βήμα κλονισμένο.
 Το σεντούκι παλατζάρησε στον αέρα, μα δε βρήκε τα πέζα του.
 Σταβόγειρε
. Κι ο Σπαγγής τεντώθηκε να το σιά-ξει
 Τίποτα.
 0 φορτωμένος δεν μπορούσε να ισο-δρομήσει με το φορτίο του.
 'Εστριψε πλώρη στον άνεμο κατά τον ανήφορο.
 Χειρότερα. -
 Άσ'την, άσ'την! Σιγά...
 Την ακούμπησε όρθια στο σκαλοπάτι.
 0 με-ταλλικός σταυρός έλαμψε ολοκαίνουργος
 στη μέση του
καπακιού. Η χωριάτισσα σάλεψε από τη θέση της.
 Άλλαξε
πόδι ορθοστασίας και σταυ-ροκοπήθηκε.
 Το αφεντικό μάλωνε
 τώρα φανερά τον αδέξιο βαστάζο. -
 Θα μπορέσεις να την πας,
άνθρωπέ μου; Ναι ή όχι;
Διαμαρτύρονταν ο άλλος χωρίς ν'ακούγεται.
 Τα μακρυά του χέρια κουνιόνταν αδέξια σα σπα-σμένα φτερούγια.
.. Και να, σε μια στιγμή άνοιξε ολότελα τα χέρια του αυτά.
 Κάτι σαν πείσμα τον έπιασε.
 'Ορμησε κι αγκάλιασε τη νεκρόκασσα.
 Μ'όλα τα ζόρια του σφίχτηκε.
 Την σήκωσε στον αέρα και
γύρισε κατά τον κατήφορο.
Το ξαναμ-μένο πρόσωπό του
είχε πάρει την άγρια έκφραση του ανθρώπου,
 που'ναι, πια
αποφασισμένος να βγει πάνω απ'τη μοίρα του.
 Δεν θα'κανε πίσω.
Πήρε ένα βήμα μπρος, ενάντια στον άνεμο
 προς το μέρος της γυναίκας
, βημάτισε.
 "Τρελός είναι; Που πάει; Τι Θα κάνει;"
 0 όγκος
της νεκρόκασας ταλαντεύτηκε ψιλά πάνω απ'τα κοντακιανά
πο δάρια τον ανθρωπάχου.
 Στο τρίτο κιόλας βήμα η
παλιαρβύλα γλίστρησε στο κατηφορικό λιθό-στρωτο.
 'Ενα "γχουχ" ακούστηκε, καθώς σαρα-βαλιάστηκε ο
 Χατζής ανάσκελα με το αντικέφαλο στο κοφτερό το
 σκαλοπάτι,
ενώ με γδούπο υπό κωφο βρόντησε από
πάνω του το κρύο φορτίο.
 Πετάχτηκαν από το καφενεδάκι οι άλλοι.
Τι-νάχτηκαν του κυρ Σπαγγή τα χοντροκόκαλα χέ ρια,
 ανέμιζε το
yκρίζο του τζουλούφι και η σβρα-χνή φωνή του ψιλά
 "Ανάθεμα την ώρα! Θα μου σπάσεις το σεντούκι".
Έ τρεξε και το πασπάτεψε εκεί στην χώχη, που μια φλέτζα
 ξύλου ξεπετά-χτηκε. - Αχ! αχ!... έκανε.
Τι έχανα με σένα ανάθεμά σε.
- Πάψε, βρέ αδερφέ!
Εδώ ο άνθρωπος σπατσά-ρησε και σύ...
 έμπηξε τη φωνάρα του ο Βαγγέ-λης.
 Ανασήκωσαν τον πεσμένο.
 Ψευτοσάλευε
λίγο.
Τον κουνούσαν.
Δεν συνερχόνταν.
 "Λίγο νερό βρέ".
Τον είχαν πάρει τα αίματα στο σβέρκο και μια κορδελίτσα
κόκκινη κατηφορούσε από το'να του ρουθούνι προς το στόμα. -
 Λιποθυμιά. - Διάσειση, ο άνθρωπος. -
Βρέ, εδώ έιν'άσχημα.
 Στον αντικέφαλο χτύ πησε.
 0 Ζερβούλιας κούνησε το κεφάλι του! -
 Αντικέφαλο, μου λες; Πάει αυτός, πάει. -'Ενα γιατρό, ρέ παιδιά. -
 Τι γιατρό, μου λες... Μαζεύτηκαν κι άλλοι περίεργοι.
Κι η γυναί-κα ζύγωσε να ιδεί.
Ξανάκανε τα σταυρό της κι
 έφυγε πιο ωχρή, κρύβοντας τα μάτια της σαν να 'κλαιγε.
- Να τον πάμε καλύτερα στο φαρμακείο.
- Ναι. Βάλτε τον
 στο σεντούκι. - Γρήγορα. Σταθήτε, βρέ παιδιά. - Σιγά..,
 μην τον διπλώνετε τον άνθρωπο. - Ψηλά το κεφάλι. -'
Οχι προς Θεού, κάτω το κεφάλι. -
 Εξυπνάδες μας πουλάς, ρε φίλε.
 Αιμορραγία είν'αυτή. - Είσαι βλάκας.
 Λιποθυμιά. Δε βλέπεις;
 Μαλώναν κιόλας από πάνω του, κόντευαν
 να'ρθουν και στα χέρια ερεθισμένοι.
 -Κάνε πέρα...
Μπήκε στη μέση ο Βαγγέλης με τις χερούκλες του,
 σπρώχνοντάς τους.
Φέρε το σεντούκι... 'Ετσι, ξαπλώστε τον απάνω.
 Σιγά. 'Ετσι. -Πιάσε συ απο'κει. - .
..Το σεντούκι μου, το σεντούκι μου...
Μου το λερώσατε αίματα.
.. ούρλιαζε ο μαγαζάτορας. -
 Πάψε συ! Τραβήξου πέρα.
 Τον σκότωσες τον άνθρωπο..
. Σκέπασε όλους η φωνάρα του Βαγγέ-λη.
Εγώ, εγώ!...
 Για ξαναπές το!...
Διαμαρτυρό-ταν ο άλλος, ενώ τον
κρατούσαν να μην ορμήσει και χτυπηθεί
 με το Βαγγέλη, ο ψηλέας,
κι έχου-με άλλα ντράβαλα.
Κι έσκουζε σαν χήρα που στη-
Θοδέρνεται "το σεντούκι μου!..." κι άφριζε.
Κι άλλοι γελούσαν κι άλλοι αγρίευαν και χειρονο-μούσαν,
 γνωστοί και άγνωστοι και περαστικοί,
κουβαριασμένοι και γειτόνοι
απ'τα παράθυρα.
 Και γινόταν, ένα σούσουρο κι ένας σαματάς
πού'-
χε πολλή χάζεψη κείνο το πρωί μες στον αέρα.
'Ομως ο Χατζής
ήταν τώρα ξαπλωμένος, ήσυ-χος, καθώς τον ανέβαζαν
έσσαροι
στο καλντερί-μι.
 'Ησυχος και βολεμένος μιά χαρά μέσα σ'ένα
 σεντούκι πολύ πολύ καθώς πρέπει.
Τού'χαν 13ά-λει μαξιλάρι
το τσουβάλι του.
 Χωρίς γυαλιά, τα μάτια του χαμηλωμένα
τά'χε σα να παρακολου-θούσε -
 από ψηλά αυτός -
των ανθρώπων
τα ντρά-βαλα εχει κάτω, σα νά'λεγε :
Βρέ, βρέ... τίποτα δεν ήσαστε ,
 τίποτα... ".
 Σχεδόν χαμογελούσε πρώ-τη του φορά, σα νικητής και
 τροπαιούχος πήγαι-νε καμαρωτός.
'Ενα πλατανόφυλλο στροβιλίστηκε
από πάνω του, κόλλησε χρυσή πεντάλφα στο στήθος του.
 Πέρα οι ευκάλυπτοι σουρομαδιόνταν και χτυ-πιόνταν στους
βρωμότοιχους του κάστρου.
 Οι σβιλάδες του ανέμου δυνάμωναν
τώρα πιο πολύ.
Σκούζανε τα σύρματα και χάργες είχαν αρχίσει,
μαζί, κάτι σα χάχανο.
Τό'χε γυρίσει κιόλας στο Γαρμπή.




Δεν υπάρχουν σχόλια: