«Παράδοση και Δημοτικό Τραγούδι» Ιωάννα Κόκλα Αλέξανδρος Λευκάδος, 14-8-2012 εκδήλωση



Παρακολουθήστε το βίντεο από την εκδήλωση στον Αλέξανδρο Λευκάδος (14.8.2012)
«Παράδοση και Δημοτικό Τραγούδι»
«Η φωνή της ελληνικής φυλής, του ελληνικού λαού, μελωδεί τα πάθη και τα κλέη απ’ τα βάθη των αιώνων ως το σήμερα, αναλλοίωτα και διαχρονικά με το δημοτικό τραγούδι.
Ο λαός πιστός στην παράδοσή του, εξακολουθεί να τραγουδάει, να χορεύει, να σατυρίζει, να ψυχαγωγείται και να αποκαθαίρεται, κυρίως μέσα απ’ τα δρώμενα του Παν-ηγυριού, της ομαδικής διαχρονικής «Παννυχίδος».
Την ποίηση των δημοτικών τραγουδιών, η συλλογική συνείδηση την αποδίδει στον ανώνυμο ποιητή, τον ελληνικό λαό, μια και η δημώδης ποίησις θεωρείται όχι μόνον κτήμα του λαού, αλλά και δημιούργημά του.
Έτσι εξηγείται γιατί στο άκουσμα των δημοτικών τραγουδιών, η καρδιά μας πάλλεται και φτερουγίζει δίνοντας συγχρόνως ρυθμό και κίνηση στα πόδια…
Το δημοτικό τραγούδι αποτελεί και θα αποτελεί ένα απ’ τα λαμπερά ορόσημα αντίστασης της εθνικής μας πορείας, παρ’ όλη την αλλοίωση, την κατασυκοφάντηση και την απαξίωση που δέχεται στους απνευμάτιστους καιρούς που διανύουμε, του παγκοσμιοοποιημένου φασισμού, ή του «πολυπολιτισμού» όπως εντέχνως σερβίρεται, προβάλλεται και υιοθετείται…
Μέσα στο δημοτικό τραγούδι ζη και θα ζη ακέρια η πολιτισμική γλωσσική και μουσική πορεία του έθνους μας. Η κάθε του ξεχωριστή ιστορική στιγμή στο χωροχρόνο, ντύνεται την ολόδροση ροή του δημοτικού τραγουδιού που κυλάει αβίαστα, με πηγαία και ολοζώντανη την ομορφιά και την χάρη των πανανθρώπινων αξιών των Μουσών…
Γέννημα και θρέμμα του ελληνικού λαού, αμάραντο άνθος χιλιετιών, ποτισμένο μέσα απ’ τα δάκρυα της χαράς, του πόνου και της αψάδας απ’ αλμύρα του ιδρώτα και του αίματός του.
Χάρις δε στην εκάστοτε αυθεντική του πλαστικότητα, τούτο το ξεχωριστό χτυποκάρδι του ελληνικού λαού, γίνεται διαχρονικό σύμβολο ξεφεύγοντας απ’ το πρόσκαιρο και το περαστικό, γίνεται πολιτισμός και παράδοση.
Λέγοντας λαϊκό δημοτικό τραγούδι, εννοούμε το ποίημα ανταμωμένο με την μελωδική του έκφραση, όπου το «παίρνουν» και το τραγουδάνε χιλιάδες στόματα, για να ευφρανθούν οι ψυχές, μήπως και γαληνέψει και μερώσει το φουρτούνιασμα του ανεκπλήρωτου έρωτα της αγάπης, ο «νόστος» της ξενητειάς, το σαράκι της θλίψης και του πόνου. Αυτό το κοινωνικό καθαρτήριο νάμα, όπως και οι λαϊκοί άνθρωποι που το γέννησαν πολλές φορές «ξενιτεύεται» σε καινούργιους τόπους, πάντοτε όμως αρμονικά συνταιριασμένο με την υπόκρουση της ίδιας πανάρχαιας λύρας, του βιολιού, του αυλού, των ζουρνάδων…
Όχι τυχαία «Βιολιτζήδες» τους αποκαλεί πάνσοφα ο λαός μας, τους κλαριτζήδες, τους λαουτιέρηδες, τους κιθαρωδούς των λαϊκών πανηγυριών…
Έτσι το δημοτικό τραγούδι γέννημα και βλάστημα κατ’ ευθείαν από τα δρώμενα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, απομεινάρι των μουσικοποιητικών Διονυσιακών Διθυράμβων, κατά πως και η ετυμολογία του μας φανερώνει, πλάθεται και ξαναπλάθεται από τόπο σε τόπο, από χρόνο σε χρόνο κι ανάλογα «πλαταίνει» ή «λιγοστεύει», δημιουργώντας τις εκάστοτε «παραλλαγές» του, μα πάντοτε όμως εξακολουθεί να παραμένει η ολοζώντανη μητρική φλέβα ξεδιψασμού της Ελληνικής Παράδοσης και του Ελληνικού Πολιτισμού.
«Έθος ομότροπον», συνήθεια ομοιότροπη και πολύχρονη, που κατά τον σεπτόν Πλούταρχον, γίνεται ο άγραφος νόμος του ήθους, γιατί «το ήθος, έθος εστί πολυχρόνιον».
Οι ρυθμικοί ανασασμοί των συλλαβισμών των στίχων των δημοτικών τραγουδιών, προσαρμόζονται και δένουν θαυμάσια με την ιδιαιτερότητα της τοπολαλιάς και του ψυχισμού των κατοίκων μιας κοινωνίας, ενός χωριού ή μιας ολόκληρης περιφέρειας. Το αυτό συμβαίνει με την «Μηλίτσα» ή «Μηλιά» π.χ., το κατ’ εξοχήν Λευκαδίτικο δημοτικό τραγούδι, όπως αρεσκόμαστε εμείς οι Λευκάδιοι να λέμε, το οποίο όμως παραλλαγμένο τραγουδιέται και χορεύεται σε πολλά μέρη της νησιωτικής και της ηπειρωτικής Ελλάδος.
Υπήρχαν και υπάρχουν πολλές κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών, ο Αθήναιος πρίν δύο χιλιετίες μας αναφέρει τα «ηρωϊκά», «επικά» ιστορικά τραγούδια του κλέους και της δόξας, της δουλειάς, της πόντισης και του ανασυρμού της άγκυρας, της κωπηλασίας όπως και κάθε ομαδικής δραστηριότητας. Τραγούδια του χορού, του «γεράνου» που χορεύεται ακόμη και σήμερα, του «συρτού» που πιάνονταν και πιάνονται χέρι με χέρι όπως και στην Ομηρική εποχή κατά την οποία λέγονταν «όρμος». Τραγούδια της γιορτής και της χαράς, σαν τον «υμέναιο» και τα «επιθαλάμια», της λύπης και του πένθους, τα μοιρολόγια των αοιδών του «ολοφυρμού», που τόσο παραστατικά μας αναφέρει ο Ομηρος, ιστορώντας τον θάνατο του Έκτορα. Χαρμόσυνα τραγούδια του «αγυρμού» και του καλοσωρίσματος, τα «χελιδονίσματα», η «ειρεσιώνη», οι «νουμηνίες» τα γνωστά μας κάλαντα. Αργότερα στην Βυζαντινή περίοδο γίνονται «ακριτικά», «βουκολικά» στον Μεσαίωνα, «κλέφτικα» στην Τουρκοκρατία, «Δημοτικά» και γιατί όχι «κλαρίνα» στις μέρες μας.
Είκοσι και πλέον χιλιάδες δημοτικά τραγούδια έχουν ήδη καταγραφεί, αφάνταστος εθνικός πλούτος δημιουργικής πνοής, μέσα απ’ την ανεξάντλητη πηγή της πάλλουσας αισθαντικής ψυχής του λαού μας, που δεν είναι παρά «Τα σα εκ των σων» των προγόνων μας προς τις μέλλουσες γενιές.
Δίκαια ο μεγάλος μας λαογράφος Ν. Πολίτης, μας λέγει ότι «Η δημοτική ποίησις είναι η σφαλεστάτη αφετηρία και το στερεώτατον θεμέλιον πάσης δημιουργίας της ελληνικής τέχνης».
Κατ’ εξοχήν στο δημοτικό τραγούδι υμνούνται η λεβεντιά και το θάρρος, η ρώμη και το κάλλος, ο αβάσταχτος πόνος και το δάκρυ, μέσα απ’ τους ρυθμικούς μελωδικούς ανασασμούς του μέτρου και της αρμονίας της ελληνίδος φωνής, κυρίως του ζωτικού δεκαπεντασύλλαβου.
Σε άμετρο θαυμασμό και απορία βρίσκεται ο καθένας, για το τι να πρωτοπεί για τα δημοτικά μας τραγούδια, την ψυχή του λαού μας, πώς να τα πρωτοπαινέψει και πώς να κάνει τον άλλον να τα αισθανθεί, να τα «νοιώσει»…
Μα όποιος τα «νοιώθει», τα «νοιώθει» και δεν φελάει να τα εξηγήσεις, είναι σαν την ζεστασιά της θαλπωρής του ήλιου, σαν την αρμύρα της θάλασσας, σαν την καλοκαιρινή δροσιά του απομεσήμερου, σαν το κρόξιμο του γερακιού στις κορφές των Σκάρων…
Είναι ποιήματα της αγνής ψυχής του λαού μας, και της φύσης γύρωθε που και εμείς ασυνείδητα τα φέρουμε αθέλητα κρυμμένα στις φυλλωσιές και της δικής μας καρδιάς. Είναι το «λάλον ύδωρ» των Δελφών, η «ετυμόθροος» ανασεμιά της Δωδωναίας Δρυός, το άπλετο ελληνικό φως, δροσιά σ’ αποσταμούς του νού και της καρδιάς….
Και νάρθουμε και λίγο στα πιὀ δικά μας.
Όταν γυναίκες και άνδρες, Λευκαδίτισσες και Λευκαδίτες, Αλεξανδρίτισσες και Αλεξανδρίτες, οι παππούδες, οι θειάδες, οι μανάδες μας, αγράμματοι κι αγράμματες κατά τα άλλα γνώριζαν και γνωρίζουν να απαγγέλουν και να τραγουδούν από μνήμης ολόκληρα ποιήματα και τραγούδια δημοτικά και μη, όπως τον «Φωτεινό» του Αρ. Βαλαωρίτη, τον «Γέρο Δῆμο», τον «Κύρ Βοριά», τον «Διγενή Ακρίτα», το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», της «τάβλας», των «καλορίζικων», εύκολα συμπεραίνεται πως τούτες οι αγρότισσες, οι αυθεντικές ελληνίδες μάνες της φύσης και του γένους, μαζύ με το γάλα τους μας πότιζαν με τα ιερά νάματα της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, την αισθαντικότητα της παράδοσης και το αξεπέραστο μεγαλείο και τον αναντικατάστατο θησαυρό της ελληνικής ποίησης και της μουσικής…
Και το χωριό μας αριθμεί, αριθμούσε καλύτερα, γιατί μας στέρεψαν αυτές οι πανώριες μάνες, πολλές και πολλούς αυθεντικούς λαϊκούς ποιητές και ποιήτριες, αγράμματους μεν «μεμορφωμένους» και πεπαιδευμένους δε, στιχοπλόκους ριμαδόρους, βιολιτζήδες τραγουδιστές και οργανοπαίχτες.
Σ’ όλους αυτούς λοιπόν τους αφανείς και άγνωστους διαβάτες του επίγειου βίου της ζωής, συγγενείς και χωριανούς μας, προπάτορες και προμήτορές μας, ας είναι αφιερωμένη η αποψινή βραδιά στον Αλέξανδρο.
Στον Αλέξανδρο που λέμε στους όψιμους κατοίκους του, ότι ζη και θα ζη στις καρδιές των όπου γης Αλεξανδριτών, και δεν έχουν παρά να τους γνωρίσουν για να νοιώσουν κι αυτοί Αλεξανδρίτες…».
Ιωάννα Κόκλα
Αλέξανδρος Λευκάδος, 14-8-2012


Δεν υπάρχουν σχόλια: