Αγιομαυρίτικα μπάνια


Αγιομαυρίτικα μπάνια – Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

μπανια2











Κάποτε, ένα, απλό για σήμερα, μπάνιο στη θάλασσα επείχε θέση άθλου, εξ’ αιτίας της μεγάλης, για τότε, απόστασης. Για παράδειγμα, το να πάει κάποιος στο Κάστρο, για κολύμπι, εάν δεν είχε ποδήλατο, έπρεπε ν πεζοπορήσει πήγαιν-έλα τον επιθαλάσσιο δρόμο, συν την απόσταση που τον χώριζε από το σπίτι του.
Ελάχιστα τότε τα μοτοσακά και ανύπαρκτα τα Ι.Χ. (φυσικά και οι… γαμπροί!) με μόνη εξαίρεση κάποια φορτηγά ή λεωφορεία του ΚΤΕΛ (εκείνα με την προτεταμένη μουσούδα), που εμφανιζόνταν στους δρόμους, στη χάση και στη φέξη!
Βέβαια, υπήρχαν και δυο-τρία ταξί, κατάμαυρα σαν νεκροφόρες, αλλά ως επί το πλείστον έκαναν πιάτσα στην πλατεία τ’ Άη Μ(η)να αλλά και στην παραλία όταν επίκειτο η άφιξη του «Γλάρου», του τελευταίου παποριού που εκτελούσε την δια θαλάσσης συγκοινωνία, είτε προς την Κέρκυρα, είτε προς την Πάτρα και Πειραιά.
Για τον άμαχο πληθυσμό όμως, υπήρχαν δυο-τρεις ευρύχωρες, μεγάλες βάρκες, οι οποίες εκτελούσαν τον πλουν και επανάπλουν, μεταξύ Προκυμαίας της Χώρας και της, εσχάτως πασίγνωστης, Αμμόγλωσσας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όσοι για λόγους αντικειμενικής αδυναμίας δεν ήταν σε θέση να πεζοπορήσουν, γλύτωναν την μισή απόσταση.
Για τους νέους, που συνιστούσαν την καθημερινή παρέα, η διαδρομή, από τον δρόμο του Κάστρου, ήταν αρκούντως ευχάριστη, αφού τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν. Ως συνήθως, σε κάποιες από αυτές τις παρέες δεν έλλειπε η φουσκωμένη, μαύρη, σαμπρέλλα φορτηγού αυτοκινήτου, με την οποία τα μέλη θα επιδίδοντο και σε παραπανίσιες κολυμβητικές ικανότητες. Υπήρχαν και άλλοι, ελάχιστοι όμως, υπέρ το δέον τυχεροί, αφού διέθεταν σαμπρέλλα από τρακτέρ.
Οι μη προνομιούχοι τέτοιου πολυτελούς πλωτού μέσου, έφεραν ομοίως μεθ’ εαυτών, τη γνωστή πορτοκαλλόχρωμη σαμπρέλλα ποδηλάτου (η οποία τότε, ως νούμερο μεγέθους, αντιστοιχούσε σε ρόδα ικανής διαμέτρου) και αφού την δίπλωναν σε σχήμα 8, την περνούσαν στη μέση τους σαν σωσίβιο.
Δεν έλλειπαν πάντως και ’κείνοι, ελάχιστοι όμως κι αυτοί, που αντί για οποιαδήποτε σαμπρέλλα, ως φουσκωτό μέσον, είχαν επιλέξει τα κολοκύθια, εκείνα που σαν ξεραινόνταν, οι ξωμάχοι έβαζαν μέσα νερό ή κρασί, ελλείψει άλλη δοχείου ή μποτσονιού. (μποτσόνι = μπουκάλι, από το ιταλικό bottiglione).
Οι προτιμητέες αμμουδιές ήταν, από τότε, οι σημερινές και συγκεκριμένα εκείνη μπροστά από το ερειπωμένο εργοστάσιο οινοποιίας και η Αμμόγλωσσα. Επίσης, ως χώρος κολύμβησης και εκμάθησης, υπήρξε και ο αγγλικός μόλος, στα νώτα του οποίου κατασκευάσθηκε το τουριστικό περίπτερο.
Όπως έχει γραφεί σε προηγούμενο θέμα, ο μόλος (έργο πριν της Ένωσης της Επτανήσου) δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας λιμενοβραχίονας που εξεκινούσε από την μπαράκα της Δημήτρως και απέληγε εκεί όπου υψώνεται ο λιθόπλεκτος κυματοθραύστης, έργο της Γαλλικής Εταιρίας, που πραγματοποίησε, στα 1905, τη διάνοιξη του σημερινού αυλακιού των πλοίων.
Ολόκληρο το μήκος του μόλου, ιδίως στα σημεία που έχει τις σκάλες, ήταν ο κατ’ εξοχήν χώρος κολύμβησης των εφήβων και μετεφήβων, δηλαδή της γνωστής ομάδας των αγυιοπαίδων (βλέπε μουλαρίας). Αυτό ήταν αρκετό ώστε να αποτρέπει, μόνιμα, την παρουσία και κολύμβηση του ασθενούς φύλου. Δεν είναι υπερβολή αν ειπωθεί, ότι η μουλαρία της Αγιομαύρας μπροστά σ’ αυτόν τον μόλο έμαθε μπάνιο.
Ας μη φαντασθεί κανείς ότι πραδίδονταν μαθήματα κολύμβησης. Εκεί να ιδείς προγυμναστές και μαθητευόμενους! Απλούστατα, οι μεγαλύτεροι, άδραχναν τους μικρότερους και τους πετούσαν στη θάλασσα, κατ’ ευθείαν στα βαθειά, οπότε η εκμάθηση του μπάνιου, αν και με βίαιο τόπο, είχε αλματώδη πρόοδο. Όσοι βίωσαν εκ του σύνεγγυς εκείνη την εποχή, όχι μόνον θα ’χουν κάτι να ’πουν, αλλά και εκ των υστέρων, θα προτρέψουν το αντίθετο για τους κινδύνους που, τότε, δεν ήταν σε θέση ν’ αντιληφθούν.
20 Ιουνιου 1955
20 Ιουνίου 1955
Ήδη ο αγγλικός μόλος έφερε, από τότε που φτιάχτηκε, μια ευθύγραμμη σειρά ορθιών κανονιών τα οποία προήρχοντο από το Κάστρο. Επρόκειτο, κυρίως, για Βενετσιάνικα κανόνια διαφόρων τύπων (Falcone, Falconetto, Sagro, Colubrinetta, Smeriglio) χρησιμοποιούμενα ως δέστρες των ιστιοφόρων, αφού πλέον για την οπλική τεχνολογία του μισού του 19ου αι. θεωρήθηκαν ανεπαρκή ως προς την βλητικότητά των.
Την παράταξη αυτή των κανονιών, υποσκέλιζαν υπερπηδώντας ένα προς ένα, δίχως παύση, οι νέοι είτε εν είδει άμιλλας είτε κάνοντας «φιγούρα», στα κορίτσια που αναγκαστικά έπρεπε να διασχίσουν τον λιμενοβραχίονα προς ή από την Αμμόγλωσσα.
Βέβαια, δεν έλλειπαν και οι περιπτώσεις, όπου από υπερεκτίμηση των δυνάμεων ή από «βεβιασμένη» κίνηση, οι… πηδηχταράδες, βρίσκονταν να κάθονται πάνω στη μπούκα του όρθιου κανονιού και παράλληλα να δέχονται τα υποτιμητικά και γεμάτα υπονοούμενα σχόλια των φίλων.
«Μωρέ!!! Εδώ δεν είσαι ξεματοχινός (επιτήδειος, ικανός) να πηδήξεις, ένα κανόν’ και θέλ’ς να…»
Ή το άλλο:
Δεν πιστεύω να παραξηγήθηκες πούκατσες απάν’ στο κανόν’ ε;
Μπα! Δε βαρυέσαι!
Άει ξανακάτσε τότενες!
Στο τμήμα του υπερυψωμένου, νέου κυματοθραύστη, ακουμπούσε εν εποχικό, μονοκλινές, κτίσμα του Σπ. Κομπίτσης, το οποίο λειτουργούσε ως αναψυκτήριο, προσφέροντας παράλληλα και την ψυχαγωγία της εποχής, τα «ποδοσφαιράκια». Μάλιστα τα «ποδοσφαιράκια» βρισκόνταν κάτω από ένα συνεχόμενο στέγαστρο. (Περισσότερα για την κατασκευή του αγγλικού λιμενοβραχίονα μέχρι και τη σημερινή του εικόνα, θα γραφούν σε προσεχές κείμενο).
μπανια3











Για τα δεδομένα της εποχής, όχι μόνον υπήρχε υπερπληθώρα λουομένων, αλλά και για την τήρηση της τάξεως, το Λιμεναρχείο διέθετε ναύτες, ως επιβλέποντες, εκτελούντες κανονική βάρδια, αμισθί, αφού ελογίζοντο ως υπηρετούντες την θητεία τους. Τώρα αν προσέθετε κανείς του παγωτατζήδες, τους φωτογράφους και τους περιφερόμενους πωλητές αναψυκτικών (στον πάγο) ακόμα και νερό χύμα (σε δικό σου ποτήρι), τότε, πράγματι, βίωνε κάτι το ξεχωριστό.
Όσοι από τους ηλικιωμένους ήθελαν την ησυχία τους, προτιμούσαν, μόνιμα, τη μικρή αμμουδιά κάτω από το βορεινό τείχος του Κάστρου, η οποία τότε ήταν πεντακάθαρη, έστω κι αν παραδίπλα βρισκόταν το Καρνάγιο του Χρήστου Φωτεινού, κατά κόσμον «Καρνάγιας», έστω κι αν τους τριβέλιζαν, κάπου-κάπου, τ’ αυτιά οι αγριοφωνάρες του.
Κάποιοι άλλοι, επίσης, προτιμούσαν την μεγάλη αμμουδιά του ΤΑΟΛ, αλλά καμμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα από το πολύχρωμο και πολύβουο πλήθος των μπανιαδόρων. Απόμερα, πάλι, φιλικές παρέες εφήβων, προχωρώντας με τα τέσσερα, έψαχναν στην αμμουδιά για ’κείνα τα μικροσκοπικά κοχύλια, τις γνωστές κοκώνες, καθώς και για «δίψες», δηλαδή κομμάτια από κελύφη ευγενών κοχυλιών (αβασκαντήρες) τα οποία είχε λειάνει η θάλασσα δίνοντάς τους το χρώμα του μαργαριταριού.
Οι κοκώνες βελονιασμένες με γρανέττες (μικροσκοπικότατες πολύχρωμες γυάλινες χάνδρες) στην τονιά, σχημάτιζαν περιδέραια, βραχιολάκια, μενταγιόν κ.ά. μηδέ εξαιρουμένων και των κομπολογιών. Οι «δίψες» ενστικτωδώς, ικανοποιούσαν την ψευδαίσθηση του «ξεδιψάσματος». Έτσι, εκείνος που ένοιωθε το αίσθημα της δίψας, αρκούσε να βάλει στο στόμα, ένα κομμάτι «δίψας», ώστε σε λίγο να ‘χει την εντύπωση, λόγω αυθυποβολής, ότι επήλθε η ανακούφιση.
Από τους μπανιαδόρους δεν έλλειπαν και οι φανατικοί αν και ολίγιστοι, που προτιμούσαν το καφενείο του «Γιωργάτσου», πέρα στη Γύρα, παρά του ότι η απόσταση, για τότε, ήταν εξαντλητική. Οι μανιώδεις αυτής της τοποθεσίας, δεν δίσταζαν, παρά τα χρόνια τους, να πεζοπορήσουν ολόκληρα χιλιόμετρα ή να δίνουν κουραστικές πεταλιές στα «ατάραγα» (βαρειά κι ασήκωτα) ποδήλατά τους, αφού ο σημερινός δρόμος όχι μόνον δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος αλλά ένα μονοπάτι που, κατά τόπους, ήταν χωμένο από τον άμμο που ‘φερνε το κύμα, κάθε φορά που το Ιόνιο καβαλούσε τη σπιάτζα κι έμπαινε στο Ιβάρι.
Όσοι από τα περίχωρα της Παλιάς Χώρας και της Νεάπολης, αδυνατούσαν να μεταβούν στο Κάστρο για μπάνιο, διάλεγαν την περιοχή των Μύλων κι ακόμη πιο ελάχιστοι την περιοχή του Άη Γιαννιού.
Η περιοχή των Μύλων ήταν προτιμητέα για τα φτωχικότερα στρώματα εξ’ αιτίας, όσο κι αν φανεί παράξενο, της έλλειψης «αγοραστού μαγιώ» και η ανάγκη του μπάνιου εξυπηρετείτο με τα εσώρρουχα. Όσο για την περιοχή του Άη Γιαννιού, αν και η πλέον απομακρυσμένη, είχε προ αμνημονεύτων χρόνων την επιλογή των μπουρανέλλων, σε τέτοιο σημείο, ώστε κάποιοι απ’ αυτούς να αναγείρουν «παρά θιν’ αλός» το ξυλόπηκτο μπαρακοειδές των «εξοχικό», το οποίο χρησιμοποιούσαν καθημερινά ως θερινή διαμονή.
Τούτο το τελευταίο θύμιζε την στρατιωτική τακτική των Ρωμαίων, όπου στα εδάφη των βαρβάρων, πλην του μονίμου στρατοπέδου (Castra Stativa) κατασκεύαζαν, προωθημένα, δυο ακόμα στρατόπεδα, ένα χειμερινό (Castra Hiberna) και ένα θερινό (Castra Aestiva ή Aestivalia), όπου αναλόγως της εποχής διέμεναν ή αποχωρούσαν, για να επανακάμψουν την επόμενη χρονιά.
Κατά κάποιο τρόπο, στην εκεί περιοχή είχε συμπηχθεί ένας πρόχειρος μπαρακο-συνοικισμός (ιταλιστί baracamento), όπου το μόνο κέρδος που αποκόμιζαν οι διαβιούντες, ήταν η απεριόριστη αίσθηση της ελευθερίας. Χαρακτηριστική έμεινε η φράση του αλησμονήτου Καμινάρη, σε μια λεκτική αντιπαράθεση που είχε με άλλονε μπουρανέλλο:
« – Εγώ μωρέ, είμαι άρχοντας (βλέπε φερετροποιός), εγώ παραθερίζω». Τώρα, σε τι σόι ανάκτορο παραθέριζε ο άρχοντας, η λογική αδυνατεί να δώσει εξήγηση. Πάντως οι φίλοι του, θέλοντας να προσδώσουν αίγλη (για ντόρο) στο όνομά του και δη ως φερετροποιού, διοργάνωναν επί τόπου, μια ετήσια καλοκαιρινή εκδήλωση την οποία μάλιστα απεκάλεσαν ως «Καμινάρεια». Ενώ η εκδήλωση αρχικά ξεκίνησε ως μια απλή συνάντηση φίλων, συνοδεία εδεσμάτων και live μουσικής (ο ίδιος έπαιζε κορνέττα στη Φιλαρμονική), τάχιστα μεταβλήθηκε σε μια ευτράπελη γιορτή, στην οποία προσήρχοντο, μεταξύ άλλων και άλλοι ανεκδιήγητοι τύποι.
Μάλιστα, ο αξέχαστος Βούλης Βρεττός (Μπούλ-Μπρέτ κατά δική του συντομογραφία) προλόγιζε, πάντα, εν είδει ενημέρωσης τα «Καμινάρεια», γράφοντας σε κινητό ταμπλώ «προς δημοσίαν ανάγνωσιν», όλα όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν. Δεξιοτέχνης στην σατιρική ποίηση, δεν ήταν δυνατόν να αποκλείσει τα «Καμινάρεια» από το λεπτό χιούμορ που τον διέκρινε. Έτσι, λοιπόν, σε κάποιο από, τα τόσα, έμμετρα της σάτιρας σχετικά με τα παραπάνω, έγραφε τελειώνοντας:
Στον Άη Γιάννη το λοιπόν
σ’ αυτό το ωραίο θέρετρο,
όλα είναι δωρεάν
ακόμα και το φέρετρο!!!
Πέραν όλων των παραπάνω, ο γράφων μεταφέρει μια μαρτυρία (πληροφορία τότε) του γιατρού Ξενοφώντα Γληγόρη, ο οποίος γνωστοποίησε στον γράφοντα, ότι προπολεμικά υπήρχε παλιός δρόμος πλακοστρωμένος που οδηγούσε από τη Χώρα στον Άη Γιάννη και μάλιστα επειδή η μετάβαση για μπάνιο εγένετο με άμαξα, ο καρροτσέρης είχε τυλίξει με λάστιχα τους τροχούς για να μην κροταλίζουν στις πλάκες.
Πριν δοθεί τέλος και σε τούτο το θέμα, θα προστεθεί, ακόμη, μια κατηγορία λουομένων. Δεν αναφέρονται ως κολυμβητές ή σπόρτσμεν θαλασσίων αθλημάτων, αφού λόγω της ιδιότυπης σωματικής των κατάστασης, ήταν αδύνατο να προβούν σε οποιεσδήποτε κινήσεις.
Επρόκειτο για τα υπέργηρα, ως συνήθως, άτομα των οποίων, οι ρευματο-αρθριτικές παθήσεις, τα οδηγούσαν στα ρηχά «τηγάνια», (αλοπήγια) των παλιών αλυκών, εκεί που σήμερα βρίσκεται η Marina και τα πέριξ νεοβαρβαροειδή κτήρια. Εκεί λοιπόν, στα «τηγάνια»,όπου ο ήλιος ζεματούσε το νερό, έκαναν μια μεγάλη λακκούβα σε σχήμα μπανιέρας και χωνόνταν μέσα, αφήνοντας απ’ έξω τα ρουθούνια και τα μάτια, σαν τους ιπποποτάμους.
Μάλιστα, έλεγαν ότι εκείνη η καυτή μούτελη (θαλασσινή λάσπη – ιλύς για να θυμόμαστε κάπου-κάπου και τα ελληνικά μας – εμπεριέχουσα κελύφη οστράκων), που συναντείται σε λιμνάζοντα θαλασσινά νερά, έκανε καλό σ’ αυτού του είδους τις παθήσεις. Κάποιοι, μάλιστα, δεν δίσταζαν να εκφέρουν και τολμηρότερες γνώμες, αποδίδοντες την ανυπόφορη οσμή της μούτελης, στο υδρόθειο, ως προάγγελο κοιτάσματος πετρελαίου.
Συχνά υπήρχαν προστριβές για την κατάληψη της… μπανιέρας αφού ο κάθε… ασθενής την θεωρούσε ιδιοκτησία του! Φυσικά, δεν άκουγαν και λίγα οι, γνωστοί, μούλοι, όταν με τις μεγάλες «βγαλσές» (αμπώτιδα) τα «τηγάνια» στέγνωναν, όπου στην προσπάθειά τους να πιάσουν τους γάστρους (κεφαλόπουλα) άδειαζαν, μ’ ένα βάζο, τις μπανιέρες που, ως βαθύτερα κοιλώματα, κρατούσαν ακόμη νερό.
29-6-1960
29-6-1960
Ο μόνιμος μπελιάς των πεζοπόρων μπανιαδόρων, ήταν η επιστροφή, το καταμεσήμερο, κάτω από τον ανελέητο ήλιο. Τότε, πραγματικά, ο δρόμος φαινόταν ατέλειωτος και η διαδρομή βαρετή. Οι νοικοκυρές για να μη χάσουν το βδομαδιάτικο μπάνιο, πήγαιναν από το πρωί το φαγητό στο φούρνο ώστε επιστρέφοντας να το παίρνουν έτοιμο. Γι’ αυτό άλλωστε, δεν προλάβαινε να πάει μία η ώρα το μεσημέρι κι εγκατέλειπαν το μπάνιο, για να μην ακούουν τη γκρίνια του φούρναρη.
Βέβαια, υπήρχαν και ευτράπελες καταστάσεις από τους, αμέτρητους, τύπους, μεταξύ των οποίων και ο Γ. Δ. ο οποίος σε καθημερινή, σχεδόν, βάση πήγαινε το γιο του για μπάνιο, αλλά όχι στα… κοσμικά σημεία, αλλά στη θέση όπου άλλοτε το Καρνάγιο του… Καρνάγια!
Επειδή φοβόταν μήπως ο μικρός ξανοιχτεί στα βαθειά (ο ίδιος δεν έκανε μπάνιο) τον έδενε με μια σάγλα (sagola – λεπτό σχοινί) από τη μέση και όποτε νόμιζε ότι δεν «εισακούοντο επαρκώς αι πατρικαί συμβουλαί» τονε τραβούσε με γρήγορες απλωτές, λες κι είχε πιάσει χταπόδι, στο οποίο δεν έπρεπε να δώσει την ευκαιρία να κολλήσει ή να ντέσει (σκαλώσει) στο βυθό. Μάλιστα, σε παρατήρηση φίλου του, ότι το παρακάνει, απάντησε:
-Τι λες μωρέ! Να μ’ πνιγεί θέλ’ς;
(Οι φωτογραφίες που κοσμούν το κείμενο, είχαν εκτεθεί σε έκθεση φωτογραφίας που οργάνωσε η κυρία Ειρήνη Δουβίτσα στην ARTηρία, τον Δεκέμβρη του 2012 με τίτλο: «Εμείς του ’60 οι εκδρομείς».
Ευχαριστούμε τα εικονιζόμενα πρόσωπα που εξ’ αιτίας αυτών των φωτογραφιών, μπορέσαμε να «πλησιάσουμε» την εποχή στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας.)

πηγή www, lefkada at

1 σχόλιο:

elen perdi είπε...

Υπέροχες αναμνήσεις ! Ομορφες θύμησες !