Oι Μεγάλοι μας ! 1 .Βαλαωρίτης, Σικελιανός








































Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879).


Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ (Αριστοτέλη Βαλαωρίτη) 

Χαμογελά η ανατολή και ροδοκοκκινίζει 
ολίγο ολίγο η καταχνιά, που τα βουνά στολίζει.
Λαλεί τ΄ ορνίθι της αυγής, το πρόβατο βελάζει. 
Ξυπνούν στα πλάγια οι πέρδικες,
 η μια την άλλη κράζει
Ξυπνά κι ο γέρο γούμενος, τον όρθρο του σημαίνει 
και μουρμουρίζοντας σιγά, στην εκκλησιά πηγαίνει, 
την άγια εικόνα της Κυράς σκυφτά να προσκυνήσει. 
Κι εκεί που ετέντων ο παπάς τα χείλη να φιλήσει 
του κάστηκε πως έλειπε - παράδοξη ιστορία - 
απ΄ το θρονί της το χρυσό η Δέσποινα Μαρία. 
Ετρόμαξ΄ ο καλόγερος. Στην πλάκα γονατίζει, 
χτυπά το μέτωπο στη γη, παρακαλεί, δακρύζει. 
Με μιας αστράφτ΄ η εκκλησιά κι αισθάνεται ένα χέρι 
όπου τον ανασήκωνε. Μοσχοβολάει τ΄ αγέρι. 
Τα μάτια του άνοιξ΄ ο παπάς. Στο κάτασπρο του γένι 
το δάκρυ του εσταζε βροχή.. Κοιτάζει καθισμένη 
στο θρόνο βλέπει την Κυρά, που του χαμογελούσε 
και το Παιδί, που εχαίρετο και που τον ευλογούσε. 
-

 Σε ποιο καλύβι αγνώριστο, σε ποια καρδιά θλιμμένη 
να πέρασες τη νύχτα Σου, Κυρά Φανερωμένη; 
Ποιό μαραμένο λούλουδο η χάρη Σου, Κυρούλα, 
κρυφά ν΄ ανάστησε, σαν ουρανού δροσούλα; 




Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη

 Λευκάδα το 1824, γιος του 

επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη
 και της Αναστασίας

το γένος Τυπάλδου Φορέστη. Έμαθε τα πρώτα 

γράμματα στο Λύκειο της

 Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε 

στην Ιόνιο Ακαδημία στην 

Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην

 Ιταλία και την ελεύθερη 

Ελλάδα (1841-1842).

 Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου

 πήρε πτυχίο προλύτη Γραμμάτων και επιστημών από 

το εκεί κολλέγιο), 

το Παρίσι (νομικά) και τέλος την Πίζα, όπου 

ανακηρύχτηκε 

διδάκτωρ νομικής στο εκεί πανεπιστήμιο. Μεσολάβησε

 (1846) 

προσβολή του από τυφώδη πυρετό και 

επιστροφή στη γενέτειρά του. 

Ακολούθησαν ταξίδια του στην Ιταλία

 και την Αυστρία, όπου με

 κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος 

σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής 

απελευθέρωσης. Παράλληλα μελέτησε

 γερμανική φιλοσοφία 

και το 1847

 είχε ήδη τυπώσει την 

πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο 

"Στιχουργήματα" στην Κέρκυρα.

Ακολούθησε μια περίοδος

 περιπλάνησής

 του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία.

 Εκεί πήρε μέρος 

σε φοιτητικές


κινητοποιήσεις και

 γνώρισε τη
ν κόρη του Αιμιλίου 

Τυπάλδου 
Ελοϊσία, την οποία παντρεύτηκε

 το 1852.

 Από το γάμο του

απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια 

δεύτερη,επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866

και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) 

και δύο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο. 


Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν
 επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της
 Ηπείρου με άντρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη
 δυσαρέσκεια του τότε άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει
 για την Ιταλία ξανά. Το 1856 πέθανε ο πατέρας του και
 η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική
 συλλογή του με τίτλο "Μνημόσυνα", που τιμήθηκε από τον
 Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά 
απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο και εξελέγη
βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, θέση την οποία 
κράτησε από το 1857 ως το 1864. Το 1864 επισκέφτηκε 
την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και
 άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο 
για το ψήφισμα της Ένωσης. 

Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφτηκε από μεγάλη επιτυχία.
 Εκλέχτηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση
 Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει
 υπουργικά καθήκοντα. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος 
από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, 
ένα μικρό νησί κοντά στη Λευκάδα. Εκεί συνέθεσε το
 ποίημα Διάκος και τον Αστραπόγιαννο, έργα που τύπωσε 
μαζί το 1867. Κατόπιν πρόσκλησης του πρύτανη του 
Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη 
επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του
 ανδριάντα του. Πέθανε το 1879. Λίγο πριν το θάνατό του
 έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του "Φωτεινού", έργου που 
έμεινε ημιτελές λόγω του θανάτου του. Ο "Φωτεινός" 
εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του
 που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. 
Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις ("Η λίμνη" του Λαμαρτίνου, 
"Το τριακοστό τρίτο άσμα της Κόλασης" του Δάντη, κ.α.) και 
δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού. 
Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία
 της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. 
Τα ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα
 ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα. Ο επικός χαρακτήρας
 των έργων του, καθώς επίσης οι αγώνες του για την Πατρίδα,
 του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή, 
ενόσω ακόμη ήταν εν ζωή. Η κριτική διχάστηκε 
στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από τη
ν πλήρη αποδοχή (Παλαμάς, Ροΐδης, Σικελιανός) ως
 την πλήρη άρνηση (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης). 
Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αριστοτέλη 
Βαλαωρίτη βλ. "Βιοχρονογραφία του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη", 
στα "Τετράδια Ευθύνης", τχ. 10, 1979, Αθηνά Γεωργαντά -
 Γ.Π. Σαββίδης, "Αθησαύριστα κείμενα του Βαλαωρίτη ΙΙ
 (και άγνωστες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του)"
, περιοδικό "Παλίμψηστον", τχ. 3 (Ηράκλειο Κρήτης), 
12/1986, Γεράσιμος Γρηγόρης, "Χρονικό του βίου και 
των έργων του, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης· Ο αρματολός 
της Λύρας 1824-1879· Βίος, Έργα, Ανθολογία, Κριτική,
 Εικόνες, Βιβλιογραφία", Αθήνα, Εταιρεία Λευκαδικών
 Μελετών, 1975, Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, 
"Βαλαωρίτης Αριστοτέλης", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια 
της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 3. Αθήνα, 
Χάρη Πάτση, [1968], Σαββίδης Γ.Π.,
 "Ο Αρ.Βαλαωρίτης και η εποχή του, 
Ο "Φωτεινός" για μας σήμερα"·
 Εισαγωγή στον "Φωτεινό" του Βαλαωρίτη,
 Αθήνα, 1970 και Π[έτρος] Χ[άρης], 
"Αριστοτέλης Βαλαωρίτης", "Νέα Εστία" 106, ετ.ΝΓ΄,
 Χριστούγεννα 1979, αρ.1259, σ.4-40.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, ΕΚΕΒΙ)vv



-----Ὁ βράχος καὶ τὸ κύμα

Στὸ συμβολισμὸ τοῦ ποιήματος, βράχος εἶναι ὁ κατακτητὴς
Τοῦρκος καὶ κῦμα ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός.

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.
Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,
βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο
καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου
νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα
μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω
μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.
Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη,
τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι
θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»
Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε
τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.
Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα,
χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα
ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει,
καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει.
«Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις;
Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις,
ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις,
καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!»
«Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια...
Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μὲ φόρτωσες κουφάρια...
Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς... Τὸ ψυχομάχημά μου
τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου
τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»
Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του.
Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει
στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα,
ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα.

                             ``````````````````````




















Αγγελος Σικελιανός !   Λευκαδίτης


            με ψυχή Ελληνική και Πανανθρώπινη 
















































Εξήντα χρόνια από το θάνατο του Αγγελου Σικελιανού ΄ 



Αναμφισβήτητα στην ευαίσθητη ψυχή του Αγγελου Σικελιανού (Λευκάδα 1884 -1951 ) και στην εκφραστική του πληθωρικότητα ,έχει αποτυπωθεί ανεξίτυλα το τοπίο της ιδιαίτερης πατρίδας του .Στερεά , κατάφυτη ,παρθενική και θάλασσα μαγευτική ολόγυρά της .Οι εφηβικές περοπλανήσεις του εκεί ,στα τέλη του 19ου αιώνα ,το γέμιζαν οραματισμούς και του σφυριλατούσαν το συναίσθημα. Και εύκολα τοπίο και συναίσθημα ,μετουσιώθηκαν σε πλούσιο λυρισμό ,σε Διονυσιακό αισθησιασμό και σε ποιητική φωνή ,έντονα,συγκινησιακή που μοιάζει αρχέγονη κι ασύνειδη ,μουσικά φορτισμένη ,παθητική ,φυσική και συνάμα μεταφυσική Ω ΄χώματα που με λυτρώσατε απ τη βαριά του ζώου πνοή... Ω οι άξαφνες πνοές της γής ,που με τα στήθια των χυμών κι ακέραια με κλονίζουν ...... Η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου έτσι για να βγώ προς τα γαλάζια αιθέρια .... Εικόνες νεανικών χρόνων κι οραματισμοί που δένονται σφιχτά με τη μουσική και ποιητική προδιάθεση του Σικελιανού ,δένουν την ψυχή του ,με την αιώνια και θαλερή νεότητα που θα εμπνέει τη ζωή και την τέχνη του πώς θα χυθεί ο ελέύτερος ήχος στο νέο τραγούδι αν δεν του δίνει η λαύρα σου της νιότης το τραγούδι...... Νεανικούς οραματισμούς -έστω κι άν η ψυχρή πραγματικότητα τους απορρίπτει ως ουτοπικούς χρειάζεται κι ο σύγχρονος άνθρωπος που ταλανίζεται σ ένα περιβάλλον πνευματικής διάσπασης και ηθικής εξάρθρωσης .Και τους προσφέρει η ποίηση του Σικελιανού .Γιατί κρύβει μέσα της βαθιά σοφία ,πολλές φορές απροσπέλαστη για κείνον που με προκατάληψη αμύητος και απροετοίμαστος περιμένει από τον ποιητή την εύκολη συγκίνηση και την επιφανειακή φτηνή καλοπέραση . Σοβαρότητα και υψηλός τόνος ,πάθος για το ¨καλό καγαθό ,φλόγα για την ομορφιά και την αλήθεια ,επίγνωση για τα μεγάλα προβλήματα της ζωής ,γενναιότητα σπάνια για δικαιοσύνη και ανθρωπιά ,είναι κάποιες από τις ακτίνες που ακτινοβολεί η εκφραστική δύναμη κι η ορμητική πνοή των στίχων του Σούδινα τα χέρια μου ,να μάθουν τον κόσμο πάλι πως ν αγγίξουν .......... Υπερβατική αναζωπύρωση πανάρχαιων ορφικών μύθων ,σκέψη φιλοσοφική θρεμμένη με την έκταση και έκσταση της μεταφυσικής αφ ενός και όλο το πλάτος της ανθρώπινης γνώσης αφ ετέρου, φτερούγισμα ατέρμονης ποιητικής φαντασίας που ξετυλίγεται υποβλητικά και επιβλητικά στη λυρική ευφορία των στίχων του ,επίμονη κι αναγγεννητική αισιοδοξία και εξυψωτική πνευματική διείσδυση που χρωματίζεται από την πηγαία ποιητική του συνείδηση, δεν κρατάνε δέσμιο τον Σικελιανό στα όρια του Ρομαντισμού ,αλλά τον οδηγούν σε μια πορεία της ψυχής προς την κεντρική κατάκτηση μιας εννιαίας και μείζονος συνείδηδης της Ζωής Πέρα απ τα σύνορα του ρομαντισμού ,οδεύει σε μια μυστικιστική θέαση του κόσμου και της ζωής, Εναντιώνεται στη διανοησιοκρατία που έκοψαν τον άνθρωπο από τις ρίζες του και τον αποξένωσαν ,που έφεραν την εξαθλίωσή του με την κατάπτωση  της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και οδήγησαν την ανθρωπότητα σε ανεξάντλητες λύπες και φριχτούς πόνους . ...........ο άνθρωπος οπού κατόπι απ τη μακραίωνη αδιαφοροποίητη επαφή ,συμβίωσή του ή πόλεμο του με τα πάντα , που από μία αδιαφοροποίητη Ενότητα δημιούργησε ένα πλήθος από ενότητες πλαστές . οπου αποδόσανε ότι είχανε ως με τώρα ν αποδόσουν και που στρέφονται στο τέλος εναντίον του, ξάφνου νιώθει την απόλυτη ανάγκη να ανασυνδεθεί με τελική πληρότητα στις αρχικές πηγές της κίνησής του , κύριος πια του εαυτού του και της αίσθησης του κέντρου των πραγμάτων ... .Αυτό το αίτημα έβλεπε ο Σικελιανός να αναβλύζει από τα βάθη τα οξύτερα αισθανόμενων ανθρώπων ή από το μόχθο και το βόγγο των λαών στην ελευσίνια Διαθήκη του. Την ενότητα και ολότητα του ανθρώπου ο Σικελιανός τη βλέπει σαν λύτρωση από το κομμάτιασμα της συνείδηδης ενός ασύμμετρου πολιτισμού των καιρών του - και των καιρών μας προφητικά - και με δυναμισμό ,στοχαστικό και ποιητικό ,αποκρούει τη διάσπαση και τον μερισμό του ανθρώπου από τη φύση και το σύμπαν ....................................... 

Και πιστεύει ότι αυτό είναι κατορθωτό με την επανάσταση της ποίησης που οδηγεί σε μια πάνσοφη εγρήγορση .Και ποίηση επαναστατική θεωρεί την αντιμέτωπη στη γερασμένη και προσκολλημένη σε μια μοιρολατρική διάθεση , την αντίθετη σ αυτή που πάσχει από τη φοβερή ασθένεια της Λογοκρατίας .Επανάσταση στην ποίηση και Ανάσταση του Ανθρώπου είναι για τον Σικελιανό ο Ποιητικός λυρισμός ,όχι ως όρος φιλολογικός ,αλλά ως φιλοσοφική αυτοσκόπηση των δημιουργικών πηγών του ανθρώπου ,ως ολοκληρωτική αυτογνωσία και ως απαραίτητη πνευματική προυπόθεση ανασύνθεσης του ,με ορθολογικά κριτήρια ,διασπασμένου δημιουργικού νοήματος του Ανθρωπισμού. 
                                                         


Κλαίω τον θεό που χάνεται βαθιά σας σε μάταια διαλογίσματσ και νοιώθω του Θεού τη φλόγα από το σκελευτό μου να πιάνεται . . . Λυτρωμένος ο Σικελιανός από την αίσθηση του εφήμερου και το φόβο του θανάτου και πιστεύοντας στους άφθονους χυμούς της ζωής ,χαίρεται με αισιοδοξία την ύπαρξή του κι ελπίζει στη σιγουριά της μυστικής ενότητας που του δώρισε η λύρα του Απόλλωνα ,η ζωτικότητα του Διονύσου ,το Μυστήριο του Ωρφέα και η Θεική τελειότητα του Χριστού .Στο πηγαίο ανάβρυσμα της τέχνης του με την ανανεωμένη ποιητική πνοή της φωνής του ,ανακαλύπτει ο τωρινός αναγνώστης που προσεγγίζει τα ποιήματά του ,το φυσικό περιβάλλον του τόπου μας και τη πλάση ολόκληρη ,την παράδοση του Αρχαίου Ελληνισμού και του Χριστιανισμού ,δεμένη με τον νεότερο Ελληνισμό καθώς και το κύτταρο της οικουμενικότητας και της αδελφοσύνης των λαών , που έχει τις ρίζες της στην Ελληνική Δελφική Ιδέα. Ολα ποιητικά ,εικονογραφημένα στην αίσθηση ενός παρθενικού φυσικού ελληνικού τοπίου . Ισως του Λευκαδίτικου που έζησε στα εφηβικά του χρόνια κι οραματιζόταν με μυστικό τρόπο εν δυνάμει μύστης της ποίησης.¨Οταν βάδιζε μοναχός ,έξω από τα τείχη της ζοφερής Σιών και προσευχόταν να βρει τη γαλήνη του Χριστού ανάμεσα στη φρικτή οσμή των σκουπιδιών και των πτωμάτων . ¨Οπως ακριβώς κι ο σύγχρονος άνθρωπος που τρέχει έντρομος ,ανάμεσα στις διαψεύσεις των οικονομικών καταναλωτικών ατομοκεντρικών παραδείσων και το σκοτεινό ερημικό τοπίο των επιστημονικών πυρινικών του επιτευγμάτων .Εμπνεόμενος από κάποιο χωρίο Απόκρυφου Ευαγγελίου ο Σικελιανός , νοιώθει το κατάντημα της σύγχρονής του Ελληνικής και παγκόσμιας κοινωνίας και προφητικά αισθανόμενος το αβυσσαλέο χάος της δικής μας εποχής , αναζητάει ένα φώς ελπίδας και προσεύχεται 

...Δος και σε μένα Κύριε ,ενώ βαδίζω ολοένα ως ΄εξω απ' της Σιών την πόλη, κι από τη μια της γης στην άλλη άκρη όλα είναι ρείπια ,κι όλα σκουπίδια .... Κύριε ,δος μου μέσ'στην φριχτήν οσμήν οπου διαβαίνω για μια στιγμή την άγια Σου Γαλήνη , να σταματήσω ατάραχος .............

... Αγγελος Σικελιανός ποίηση επαναστατική ,λυρική που ταξιδεύει στις καρδιές των ανθρώπων ,ποίηση αισιόδοξη που βιώνει την ελπίδα ,ποίηση που φτερουγίζει στους ανοιχτούς πνευματικούς πρίζοντες της ανθρώπινης ελευθερίας με μυστικές εξάρσεις και χαλαρωμένα τα δεσμά της ρασιοναλιστικής αιτιοκρατικής αντίληψης . Ποίηση που εκφράζει πληρότητα ζωής.δικό μας !<photo id="1" />