Λευκάδιος Χερν (Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn



by Σύλλογος Λευκαδίων Πάτρας (Σημειώσεις) on Δευτέρα, 13 Φεβρουαρίου 2012 στις 9:56 μ.μ.



ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ: Ο ΛΕΥΚΑΔΙΤΗΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ
http://elgeorgakis.blogspot.gr


Ήταν στην δεκαετία του 1980 όταν ενθουσιασμένος ελεγα σε φίλους και γνωστούς για τoν Λευκάδιο Χέρν. Όλοι με άκουγαν δύσπιστα και με απορία μήπως τους κάνω... πλάκα. Λευκαδίτης στην Ιαπωνία και μάλιστα εθνικος ποιητής?? Τα χρόνια πέρασαν, ολοι ανακάλυψαν τον Λευκάδιο Χέρν, εκδηλώσεις, ντοκυμαντέρ, βιβλία, αφιερώματα. Στην πόλη Yaizu (Shizuoka) εγκαινιάστηκε μουσείο προς τιμήν του Λευκάδιου Χερν στις 27 Ιουνίου 2007, ημέρα των γενεθλίων του συγγραφέα. Η Λευκάδα αδελφοποιήθηκε με την Σιντζούκου ( μία από τις 23 διοικητικές περιφέρειες του Τόκυο) οπου οι Ιάπωνες λατρεύουν τον Λευκάδιο Χερν. Και τότε ήταν που πρότεινα- με επιστολές και άρθρα μου στον τοπικό τύπο- οτι η Λευκάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτή τη σχέση στον τουριστικό τομέα, δεδομένου οτι στη πόλη της Λευκάδας υπάρχει το σπίτι οπου γεννήθηκε ο ποιητής, εχει δοθεί το όνομα του σε δρόμο ενω υπάρχει και αγαλμα του στο πάρκο των ποιητών,στην πόλη της Λευκάδας.
Λευκάδιος Χερν-Γιακούμο Κοϊζούμι, λοιπον. Ο Έλληνας από την Λευκάδα που ταξίδεψε μακριά και έγινε ένας εκ των εθνικών ποιητών της Ιαπωνίας. «Βλέπω τα παλιωμένα σκαριά που φτάνουν από τα απόμακρα τροπικά λιμάνια κι ανεβαίνω μυστικά στις κουπαστές τους. Όταν ξεδιπλώνουν τις κατάλευκες φτερούγες τους για να πετάξουν μακριά από δώ, στο Νότο, η ψυχή μου -αυτή η ψυχή που έχω- τα ακολουθεί με τη σκέψη της. Κάποια μέρα θα κρυφτώ στον ίσκιο ενός πανιού, στην κουλούρα ενός σχοινιού και θα σαλπάρω για πάντα μαζί τους». Αυτές οι γραμμές είναι από το χέρι ενός εκ των εθνικών ποιητών της Ιαπωνίας, του Λευκάδιου Χερν στον οποίο είναι αφιερωμένο το σύντομο αυτό σημείωμα. Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1850 στην Λευκάδα. Ήταν ο δευτερότοκος γιός του ιρλανδού στρατιωτικού χειρουργού του Βρετανικού Σώματος Επτανήσων, Κάρολου Χερν και της Ρόζας Κασιμάτη από τα Κύθηρα. Πριν από την γέννηση του Λευκάδιου, ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις Δυτικές Ινδίες, ενώ δύο χρόνια αργότερα η Ρόζα και ο μικρός της γιός έφυγαν για το Δουβλίνο, προκειμένου να μείνουν με την οικογένεια του πατέρα του. Όμως η οικογένεια του Κάρολου Χερν δεν δέχθηκε καλά,-παρά τις φαινομενικές αβρότητες,- την Ρόζα και τον Λευκάδιο, εκτός από μια θεία του Κάρολου την Σάρα Μπρενάν, στο σπίτι της οποίας έμειναν λίγο καιρό μετά την άφιξή τους στο Δουβλίνο. Ο Κάρολος Χερν επέστρεψε από τις Δυτικές Ινδίες, όμως ο έρωτάς του για την γυναίκα του είχε αρχίσει να σβήνει, ενώ η Ρόζα άρχισε να υποφέρει από νευρικές κρίσεις. Ο Κάρολος Χερν έστειλε την γυναίκα του πίσω στην Λευκάδα, έγκυο στο τρίτο τους παιδί, το πρώτο είχε πεθάνει πριν την γέννηση του Λευκάδιου, και εκμεταλλευόμενος ορισμένες γραφειοκρατικές ατέλειες των εγγράφων του γάμου του, πέτυχε να τον κηρύξουν οι αρχές ως ουδέποτε τελεσθέντα. Ο Κάρολος Χερν πήρε πίσω τα παιδιά του, χωρίζοντάς τα από την μητέρα τους, η οποία εν των μεταξύ ξαναπαντρεύτηκε και έκανε άλλα τέσσερα παιδιά. Πέθανε στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, χωρίς ποτέ να πάει ξανά στην Ιρλανδία να δει τα παιδιά της. Σε ηλικία πέντε ετών, λοιπόν, ο Λευκάδιος Χερν βρέθηκε οριστικά μόνος στην Ιρλανδία με την θεία του πατέρα του να αναλαμβάνει την διαπαίδαγωγησή του και έχοντας στο νού της να τον κάνει κατ' αρχήν ένα καλό καθολικό και αργότερα κληρονόμο της περιουσίας της. Ήταν η πρώτη μεγάλη τραγωδία της ζωής του. Μεγαλώνοντας σε ένα καταθλιπτικό περιβάλλον ο μικρός Λευκάδιος, που κανείς δεν αποκαλούσε με το όνομά του, αλλά όλοι τον φώναζαν "Το Παιδί" θα αναπτύξει ένα υπερβολικό φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του αποφάσισε να καταπολεμήσει αυτούς τους φόβους, κλειδώνοντάς τον τις νύχτες στο κατασκότεινο δωμάτιό του. Οι φόβοι του παιδιού μεγάλωναν όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Μόνη ανάπαυλα σε αυτή την καταθλιπτική ζωή ήταν οι διακοπές στη Νότια Ιρλανδία, όπου έμαθε να κολυμπάει, αγάπησε την θάλασσα και άκουσε παλιές ιστορίες και θρύλους από τους ψαράδες της περιοχής. Όταν ο Λευκάδιος έφθασε σε σχολική ηλικία, η θεία του προσέλαβε κάποιον για να του διδάξει τα καθολικά δόγματα, και στοιχεία γραφής, ανάγνωσης και αριθμητικής. Έμαθε πολύ γρήγορα να διαβάζει και να γράφει καλά και η μεγάλη βιβλιοθήκη του σπιτιού -που δεν το ένιωσε ποτέ δικό του -έγινε το καταφύγιο του. Εκεί, στην βιβλιοθήκη, μια μέρα έπεσε πάνω σε ένα περίεργο βιβλίο γεμάτο χαρούμενους ημίγυμνους θεούς και θεές, ημίθεους και ήρωες. 'Ήταν ένα βιβλίο για την αρχαία ελληνική μυθολογία. Αυτές οι φιγούρες που τις αποκαλούσαν διαβολικές, γεννούσαν μέσα στην ψυχή του εννιάχρονου παιδιού ευχαρίστηση. "Εισήλθα τότε στη δική μου Αναγέννηση" είπε χρόνια αργότερα ο ίδιος. Τα βάσανά του ωστόσο δεν είχαν τελειωμό, καθώς μια μέρα το βιβλίο εξαφανίστηκε από την βιβλιοθήκη και όταν το ανακάλυψε ξανά, όλες οι εικόνες έλειπαν, ή είχαν κοπεί με ψαλίδι τα "ανήθικα" μέρη τους. Ήταν όμως αργά, το παιδί είχε ξεφύγει από τον καταθλιπτικό κόσμο της κυρίας Μπρέναν, πράγμα που αντελήφθη και η ίδια. Η γηραιά κυρία ανέθεσε την διαχείριση της περιουσίας της σε ένα μακρινό συγγενή του άνδρα της, τον Χένρυ Χερν Μολυνέ ο οποίος μεταξύ άλλων την συμβούλευσε να στείλει τον Λευκάδιο στο γαλλικό Κολλέγιο του Υβενό κοντά στην Ρουέν. Σε αυτήν τη μικρή ιερατική σχολή, ο Λευκάδιος ένιωσε ακόμα περισσότερο ξεριζωμένος και απομονωμένος, όμως έμαθε καλά γαλλικά και αυτό του επέτρεψε να έλθει σε επαφή με την γαλλική λογοτεχνία που υπήρξε και η πύλη από όπου εισήλθε στον κόσμο της συγγραφής. Τον Σεπτέμβριο του 1863, μετά από ένα χρόνο παραμονής στην Γαλλία, και πάλι ο Μολυνέ πρότεινε να σταλεί ο Λευκάδιος εσωτερικός στο Κολλέγιο Σαϊντ Κούθμπερτ στην πόλη Ουσί της Αγγλίας, ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο τριακοσίων μαθητών. Ως μαθητής διατύπωνε τολμηρές ερωτήσεις που έφερναν σε αμηχανία τους καθηγητές του, ενώ παράλληλα ήταν ο καλύτερος στην έκθεση και τη γλώσσα. Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στην ζωή του άρχισε να αποκτά αυτοπεποίθηση και να γίνεται κοινωνικός. Όλα αυτά θα τελειώσουν, όταν στα δεκάξι του στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έσπασε το σχοινί και τον τραυμάτισε σοβαρά στο μάτι που το έχασε οριστικά. Ήταν η δεύτερη μεγάλη τραγωδία της ζωής του. Ένα χρόνο αργότερα ο Μολυνέ χρεωκόπησε και η θεία του έχασε όλη την περιουσία της. Το 1868 ο Λευκάδιος που αδυνατούσε να πληρώσει τα δίδακτρα του σχολείου βρέθηκε στο Λονδίνο στο σπίτι μιας παλιάς υπηρέτριας της θείας του που δέχθηκε να του προσφέρει προσωρινά στέγη. Άνεργος και απένταρος γύριζε στην μεγάλη πόλη και περνούσε αρκετές ώρες στο Βρετανικό Μουσείο και ιδιαίτερα στην αίθουσα με τα ιαπωνικά αγάλματα του Βούδα. Μια μέρα ο Μολυνέ που κάπως είχε ορθοποδήσει οικονομικά, τον κάλεσε στο γραφείο του. Του έδωσε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη και λίγα χρήματα για το ταξίδι, τα τελευταία χρήματα που έπαιρνε από την θεία του, όπως του είπε, προσθέτοντας ότι από εδώ και πέρα ο ίδιος ο Λευκάδιος θα ήταν υπεύθυνος για την ζωή του. Ήταν οι Ιρλανδοί εργάτες των αποθηκών του λιμανιού της Νέας Υόρκης που βοήθησαν τον Λευκάδιο Χερν να επιβιώσει όταν βρέθηκε μόνος και απένταρος στα πεζοδρόμια της μεγαλούπολης. Συχνά κοιμόταν στον δρόμο, εργάστηκε ως σερβιτόρος, υπηρέτης, τυπογράφος και διορθωτής. Πάλεψε με το κρύο, την πείνα και τη μοναξιά και θα μπορούσε να είχε χαθεί οριστικά αν δεν βρισκόταν στον δρόμο του, στο Σινσινάτι, ένας Άγγλος τυπογράφος, ο Χένρυ Γουώτκιν. Η προβληματική όραση του Λευκάδιου δεν του επέτρεπε να εργαστεί στο τυπογραφείο, όμως στου Γουώτκιν βρήκε στέγη και κυρίως μια ζεστή συντροφιά, καθώς ολόκληρα βράδια συζητούσαν για βιβλία και ιδέες . Ο Γουώτκιν τον έφερε σε επαφή με την γερμανική λογοτεχνία και φιλοσοφία, και ο Λευκάδιος διάβαζε και μετέφραζε κείμενα των ουτοπιστών σοσιαλιστών Φουριέ και Σαιν Σιμον που λάτρευε ο τυπογράφος. Τον καιρό εκείνο, επίσης, ο Λευκάδιος Χερν άρχισε να εργάζεται ως άνθρωπος για όλες τις δουλειές σε μια μικρή εμπορική εφημερίδα, την οποία εγκατέλειψε το 1872 για να εργαστεί ως διορθωτής σε μια εκδοτική εταιρεία. Στη συνέχεια σε μια κίνηση απελπισίας κατάφερε να πείσει τον εκδότη της μεγαλύτερης εφημερίδας του Σινσινάτι να τον προσλάβει δοκιμαστικά. Καλύπτοντας το αστυνομικό δελτίο προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η ευρυμάθειά του, ο πρωτότυπος τρόπος που κάλυπτε τα θέματα και η καλλιεργημένη γραφή του. Η τοπική κοινωνία άρχισε να τον αποδέχεται, μέχρις ότου παντρεύτηκε μια νεαρή μιγάδα. Ο γάμος του στάθηκε και η αιτία της απόλυσής του. Αηδιασμένος εγκατέλειψε το Σινσινάτι, για την Νέα Ορλεάνη, τον Νοέμβριο του 1877.

Ο πρώτος καιρός στη Νέα Ορλεάνη δεν ήταν καθόλου εύκολος για τον Λευκάδιο Χερν και ο πειρασμός της αυτοκτονίας πέρασε για μερικές φορές από το μυαλό του. Στις 15 Ιουνίου 1878 έπιασε δουλειά σε μια νέα εφημερίδα, μεταφράζοντας γαλλικά λογοτεχνικά κομμάτια συγγραφέων που αγαπούσε, ενώ ταυτόχρονα φούντωνε μέσα του η επιθυμία να ταξιδέψει. Εν τω μεταξύ καθιερώνεται ως δημοσιογράφος στην Νέα Ορλεάνη, όμως ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του αιχμάλωτο της επιβίωσης. Τον Δεκέμβριο του 1884 στην Παγκόσμια Βιομηχανική Έκθεση στη Νέα Ορλεάνη την προσοχή του τράβηξαν ιδιαίτερα τα ασιατικά περίπτερα και στο ιαπωνικό περίπτερο μελέτησε με ιδιαίτερη προσοχή τα εκθέματα με την βοήθεια του ειδικού απεσταλμένου της Ιαπωνίας, Ιτζίζο Χατόρι. Θα ακολουθήσει η επιστροφή του στη Νέα Υόρκη, και κατόπιν θα φύγει για τις Γαλλικές Αντίλλες, όπου θα ζήσει για δύο χρόνια στην Μαρτινίκα. Εδώ θα ολοκληρωθεί μια ιδεολογική στροφή μέσα του: Ο Λευκάδιος Χερν θα απορρίψει τον δυτικό πολιτισμό. Το ζεστό και υγρό κλίμα της Μαρτινίκας τον εμπόδιζε να γράψει, αν και εκεί έγραψε το καλύτερο βιβλίο του -"Δυό χρόνια στις Γαλλικές Αντίλλες"- πριν πάει στην Ιαπωνία, όμως δεν ήθελε να επιστρέψει στην Νέα Υόρκη. Το βιβλίο του Πέρσιβαλ Λόουελ "Η Ψυχή της Άπω Ανατολής" του ξύπνησε το παλιό του ενδιαφέρον για την Ιαπωνία, και η πρόταση του περιοδικού Harper για μια παρουσίαση της ζωής της μακρινής εκείνης χώρας ήλθε την κατάλληλη στιγμή. Τον Μάρτιο του 1900 ο Λευκάδιος Χερν έφυγε από το Βανκούβερ με το πλοίο "Αβησσυνία" για την Γιοκοχάμα. Χρόνια αργότερα, ως πολίτης της Ιαπωνίας, ο Λευκάδιος Χερν αποτύπωσε σε ένα από τα καλύτερα κείμενά του την πρώτη εντύπωση που έκανε στους επιβάτες του πλοίου "Αβησσυνία" η θέα του ηφαιστείου Φουτζιγιάμα.
"Κοίταζαν λοιπόν ψηλά, ψηλά ως τη καρδιά του ουρανού, κι αντίκρυσαν την επιβλητική κορυφή να ροδίζει σαν θαυμαστό στοιχειωμένο μπουμπούκι λωτού στο ξεχύλισμα της επερχόμενης μέρας. Εμειναν άφωνοι. Ξαφνικά το αιώνιο χιόνι έλαμψε σαν χρυσάφι, ύστερα άσπρισε όταν ο ήλιος έριξε τις πρώτες αχτίδες του πάνω από την καμπύλη του κόσμου, πάνω από τις σκιερές οροσειρές, πάνω από τα ίδια τα αστέρια, έτσι έμοιαζε. Η βάση του γίγαντα όμως παρέμενε αθέατη. Η νύχτα έφυγε εντελώς, ένα μαλακό γαλάζιο φως πλημμύρισε το θολωτό ουρανό, τα χρώματα ξεπετάχτηκαν από τον ύπνο. Μπροστά στα μάτια των θεατών φάνηκε ο φωτεινός κόλπος της Γιοκοχάμα με την ιερή κορυφή κι αόρατη πάντα την βάση της, να κρέμεται πάνω από τον κόσμο σαν χιονισμένο φάντασμα στην απέραντη αψίδα της ημέρας".
Ο Λευκάδιος Χερν έφθασε στην Ιαπωνία και αποφάσισε να μείνει εκεί σε μια περίοδο, όπου υπό την απειλή των κανονιοφόρων των ΗΠΑ, ο αυτοκράτορας Κούτσου Χίτο είχε αρχίσει από το 1871 μια πολιτική μεταρρυθμίσεων που διέλυαν τα φεουδαρχικά υπολείμματα της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου και την μετέτρεπαν σε ισχυρή βιομηχανική χώρα με εργοστάσια, σιδηροδρόμους, τραπεζικό σύστημα, και επικοινωνίες. Εκατοντάδες νέοι στάλθηκαν στο εξωτερικό για σπουδές και στα σχολεία έγινε υποχρεωτική η εκμάθηση ξένων γλωσσών και κυρίως της αγγλικής. Το 1877 ξέσπασε η αντίδραση της παλιάς Ιαπωνίας, μια αντίδραση που επιτάχυνε την οριστική συντριβή της. Δυόμιση χιλιάδες Σαμουράι έκαναν χαρακίρι για την ήττα και όσοι επέζησαν γνώρισαν την απόλυτη φτώχεια και την εξαθλίωση.
Ο Λευκάδιος Χερν βρήκε εργασία ως καθηγητής αγγλικών στη πόλη Ματσούε στην βορειοδυτική Ιαπωνία, ενώ ήταν από τους ελάχιστους, αν όχι ο μόνος, δυτικός που δεν αντιμετώπιζε την Ιαπωνία ως καθυστερημένη χώρα αλλά από την αρχή προσέγγισε τον ιαπωνικό πολιτισμό με μεγάλη αγάπη και σεβασμό. Ως δάσκαλος ήταν εξαιρετικός και ιδιαίτερα στοργικός με τους μαθητές του, καθώς κατανοούσε πόσο δύσκολο ήταν γι' αυτούς να μάθουν μια γλώσσα που αποτελούσε το εκφραστικό εργαλείο ενός πολιτισμού ολότελα διαφορετικού από τον δικό τους. Ταυτόχρονα τους εμφυσούσε την περηφάνεια για τις παραδόσεις τους. Οι μαθητές του τον λάτρευαν και ήταν αυτοί που πρωτοστάτησαν στην μεταθανάτια διάδοση του έργου του. Βορειοδυτική Ιαπωνία σημαίνει σάρωμα από τους ανέμους της Σιβηρίας και ο Λευκάδιος Χερν με δυσκολία υπέμενε το κρύο στο παγωμένο ξύλινο σπιτάκι του. Ο Ιάπωνας συνάδελφός του και φίλος του σε όλη του τη ζωή Νισίντα του πρότεινε να παντρευτεί μια γυναίκα της περιοχής και του πρότεινε την Σετζούκο Κοϊζούμι, κόρη οικογένειας σαμουράι που είχαν ξεπέσει λόγων των μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, με το γάμο ο σύζυγος αναλάμβανε να θρέψει και όλη την οικογένεια της συζύγου του και το πιστό οικογενειακό προσωπικό. Αυτό, για τον θαυμαστή της παλιάς Ιαπωνίας, Λευκάδιο Χερν, στάθηκε ιδιαίτερα θελκτικό στοιχείο. Παντρεύτηκε την Σετζούκο και της απαγόρευσε να μάθει έστω και μια λέξη αγγλικά. Τα σοβαρά προβλήματα υγείας που του προκάλεσε ο δεύτερος χειμώνας στη Ματσούε, υποχρέωσαν τον Λευκάδιο Χερν να ζητήσει μετάθεση για την πόλη Κουμαμότο, μια ολοκαίνουργια στην ουσία πόλη, με κτίρια δυτικού τύπου και χωρίς τους ναούς και τους κήπους που τόσο αγαπούσε στην Ματσούε ο Χερν .
. Εκεί στο Κουμαμότο ο Χερν αναθεώρησε εν μέρει τις απόψεις του, όμως ήταν βαθιά σκεπτικός για τις συνέπειες αυτού του βίαιου εκσυγχρονισμού στην ψυχή της Ιαπωνίας και αυτό αποτυπώθηκε στο πρώτο του βιβλίο "Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία". Οι μοντερνιστικοί κύκλοι της Ιαπωνίας τον κατηγόρησαν ότι γράφει πράγματα που δεν ενδιαφέρουν τους νέους Ιάπωνες.
Το καλοκαίρι του 1893 η γυναίκα του Λευκάδιου Χερν, Σετζούκο, είναι έγκυος και ο ίδιος πολύ ανήσυχος, λόγω της ασθενικής του κράσης και του αβέβαιου μέλλοντος. Οι πολεμικές επιχειρήσεις της Ιαπωνίας εναντίον της Κίνας είχαν τροφοδοτήσει ένα κλίμα σοβινισμού που στρεφόταν κατά της παρουσίας των ξένων στην Ιαπωνία. Η δουλειά του ως εκπαιδευτικού κινδύνευε και έτσι ο Λευκάδιος Χερν παρότι είχε αποφασίσει να μην το κάνει ποτέ ξανά, έπιασε δουλειά ως συντάκτης μιας αγγλόφωνης εφημερίδας στο Κόμπε όπου εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1894. Εκεί τελείωσε το δεύτερο βιβλίο του "Πέρα από την Ανατολή", όπου ασχολείται με την βουδιστική πίστη στην Ιαπωνία, και ένα χρόνο αργότερα το τρίτο του βιβλίο με τον τίτλο "Κοκόρο" -Καρδιά-, όπου το υλικό του προέρχεται από τις ιστορίες της μεσαιωνικής Ιαπωνίας. Ταυτόχρονα ζητά την ιαπωνική υπηκοότητα και σύμφωνα με την πρακτική υιοθετήθηκε πρώτα από την οικογένεια της γυναίκας του και έγινε Κοϊζούμι (Μικρή Πηγή) και μετά η οικογένεια διάλεξε και το μικρό του όνομα: Γιακούμο Οχτώ Σύννεφα. Τον Δεκέμβριο του 1896 το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του προσέφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας. Την περίοδο του Τόκιο έγραψε και τα υπόλοιπα βιβλία του για την Ιαπωνία, τα οποία γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Δύση, καθώς μετά την νίκη των ιαπωνικών στρατευμάτων κατά της Ρωσίας, η "Δύση" ένιωσε την ανάγκη να κατανοηθούν οι πηγές της ισχύος της Ιαπωνίας. Τον Μάρτιο του 1903 ύστερα από σύγκρουσή του με τις διοικητικές αρχές του Πανεπιστημίου, ο Λευκάδιος Χερν υπέβαλε την παραίτησή του, μια απόφαση που είχε ολέθριες συνέπειες για την υγεία του. "Έφυγε" στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 από οξύ πνευμονικό οίδημα. Αναπαύθηκε στο παλαιό κοιμητήριο του Κοκουμπέρα. Το 1933 με πρωτοβουλία του ελληνοϊαπωνικού συνδέσμου τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα στο Μποσκέτο, στον κήπο των ποιητών στη Λευκάδα, μια σεμνή στήλη, δίπλα στις δαφνοστεφανωμένες προτομές του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και του Άγγελου Σικελιανού. Ολοκληρώνουμε το σύντομο αυτό σημείωμα με τα λόγια που γράφτηκαν στην επιτύμβια στήλη του Λευκάδιου Χερν μετά από πρωτοβουλία των φοιτητών του: «Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή, ακόμα και από την ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους η πιο μεγάλη του τιμή υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του προσέφερε, αλίμονο, τον τάφο».
ΠΗΓΗ: 30/06/2011- ΑΘΗΝΑΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ(ΑΠΕ)




Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο:
Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή
 ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε,
 έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε
ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.


«Ο ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ ΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ» 
Είναι πραγματικά μεγάλη μου χαρά να απευθύνομαι σε ελληνικό κοινό με αφορμή τον Λευκάδιο Χερν. Η ιστορία που θα σας διηγηθώ περιλαμβάνεται σε ένα βιβλίο του Λευκάδιου Χερν που εκδόθηκε το 1897 και βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός. Πρόκειται για την ιστορία ενός προεστού ενός παραθαλάσσιου χωριού που προτίμησε να θυσιάσει την περιουσία του για να σώσει τους κατοίκους από ένα παλιρροιακό κύμα, το γνωστό τσουνάμι. Η ιστορία αυτή περιέχει σημαντικά διδάγματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη σημασία της προσωπικής θυσίας, την προτεραιότητα του συλλογικού καλού έναντι του προσωπικού συμφέροντος, την αποφασιστικότητα κατά την αντιμετώπιση απρόβλεπτ ων κρίσεων και το πνεύμα αλληλοβοηθείας στις παραδοσιακές κοινότητες. 
Ο Χερν εκτιμούσε πάντα την τιμιότητα, την απλοϊκότητα, την καλοκαγαθία, τις πατροπαράδοτες δηλαδή αρετές που αναγνώριζε στον ιαπωνικό λαό. Με την προσπάθειά του να συλλέξει λαϊκές ιστορίες και διηγήματα, ο Χερν κατάφερε να διασώσει από σίγουρο χαμό τις λαϊκές παραδόσεις, τα ιστορικά στοιχεία δηλαδή που συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό της Ιαπωνίας. Γι'αυτό άλλωστε και η ιστορία αυτή είχε τη θέση της στα αναγνωστικά των σχολείων της Ιαπωνίας. 

ΥΓ 1: ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ – ΒΑΠΤΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝ (1850)
“Αρ. πρωτ. 334 -Εν Αγία Μαύρα της δώδεκα Ιουλίου 1850 χίλια οκτακόσια πενήντα έτος Νέον.
Κατάστρωσις της σημερινής ληφθείσης πράξεως. Αγία Μαύρα χιλίων οκτακοσίων πενήντα Ιουνίου εικοσιέξ έτος παλαιόν εν ώρα εννάτη μετά μεσημβρίαν. Εβαπτίσθη υπ’ εμού του υποφαινομένου εφημερίου της ενταύθα εκκλησίας της οσιομάρτυρος Παρασκευής εν παιδίον αρσενικόν προσφρεθέν μοι παρά της Ευγενούς Κυρίας Ρόζας Κασιμάτη του Αντωνίου εκ Κυθήρων, αλλά κάτοικος εδώ και σύζυγος του απόντος Δόκτορος Καρόλου Μπουχ Ερν, Ιρλανδού Κόμητος Ανεσλμέθ, ιατρού της Αυτής Βρετανικής Μεγαλειότητος, βεβαιώσασά με ότι είναι παιδίον της νόμιμον, γενήσασα αυτό εις τας δεκαπέ ντε του τρέχοντος μηνός Ιουνίου Έτους Παλαιόν εν ώρα τετάρτη πριν μεσημβρίας και ανεδέχθη αυτό ο ευγενής Δρ Κύριος Ιωάννης Καββαδίας ποτέ Νικολάου εκ της πόλεως, ωνομάσας αυτό Πατρίκιον Λευκάδιον επί παρουσία των μαρτύρων Κυρίων Δημητρίου Λογοθέτη ποτέ Σπυρίδωνος και Σπυρίδωνος Βιτζινά του Γεωργίου, αμφοτέρων εκ της πόλεως εχόντων την κατά νόμον ηλικίαν. Η παρούσα πράξις υπογράφεται παρά των μαρτύρων και παρ’ εμού, ούσης της μητρός αγραμμάτου ως λέγει.
Δημήτριος Λογοθέτης π. Σπυρίδωνος μαρτυρώ.
Σπυρίδων Βιτζινάς π. Γεωργίου μαρτυρώ.
Θεοφάνης ιερομόναχος Μελισσινός εφημέριος.
Ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω
Θεοφάνης ιερομόναχος Μελισσινός εφημέριος.
(Υπογρ. δυσανάγνωστος)
Ληξίαρχος
Εκ των φύλλων 21β, 22, 22β του βιβλίου Γενετηρίου, 28 Μαΐου 1850 εν πόλει Αγία Μαύρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η χρονολογία γεννήσεως αντιστοιχεί εις την 22.6.1850 του συγχρόνου ημερολογίου
ΥΓ 2: Στις 17 Σεπτεμβρίου 1932, η ιαπωνική πρεσβεία στην Αθήνα με ρηματική της διακοίνωση ανακοίνωνε στο ελληνικό ΥΠΕΞ την πρόθεσή της, όπως και του Ελληνοϊαπωνικού Συλλόγου, να εγείρει με δαπάνες της μια αναθηματική στήλη για τον Χερν στην κεντρική πλατεία της Λευκάδας και μια δεύτερη, δαπάναις της Ιαπωνοελληνικής Εταιρείας και του Συνδέσμου Χερν, στο Τόκιο. Στη βάση της στήλης που κατέπεσε στον σεισμό του 1952, αλλ΄ ανηγέρθη εκ νέου το 1984 και το 1987 συμπληρώθηκε με μια προτομή του Χερν, έργο του γλύπτη Σπύρου Κατοπόδη, υπήρχε η επιγραφή: «Λευκαδίω Χερν (Κοϊζούμι Ιακούμω), μεγάλω συγγραφεί, το των Ιαπώνων αληθές πνεύμα παγκοσμίως και λαμπρώς εμφανίσαντι, σήμα ευγνωμοσύνης ιαπωνικού έθνους, μηνί Οκτωβρίω 1932, έτους 259200 Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας.
ΥΓ 3: Συγγραφικό Έργο-Τα πιο γνωστά του έργα είναι:
-Εντός του κύκλου των ψυχών
-Η χώρα των χρυσανθέμων
-Ιαπωνικοί Θρύλοι
-Ηλέκτρα
-Καϊνταν
-Κείμενα από την Ιαπωνία
-Όλεθρος και άλλα διηγήματα
-Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες
ΥΓ 4: ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ:
-ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ, μεταφρ. Χαλικιάς Σωτήρης, Ινδικτος, 1999, 285 σελ.
-Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ, μετάφρ. Καλαμαντής Γιώργος Κ., Κέδρος, 1998, 368 σελ.
-ΙΑΠΩΝΙΚΟΙ ΘΡΥΛΟΙ, μεταφρ. Νικητοπούλου Μαριάννα, εικονογράφηση Αραποστάθη Ηλέκτρα, Σιδέρης Ι., 150 σελ.
-ΚΑΪΝΤΑΝ, Σμυρνιωτάκης, 1996, 96 σελ.
-ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ, Χαλικιάς Σωτήρης, Ίνδικτος, 1997, 444 σελ.
-ΟΛΕΘΡΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, μετάφρ. Καλονάρος Πέτρος, Gutenberg, 1991,
-ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, μετάφρ. Βουκελάτου Δώρα, Εστία, 2000, 61 σελ.
-Ο ΑΛΛΟΣ ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ, Κλαίρη Παπασταύρου, Παπαζήση, Αθήνα, 2002, σελ. 259
------------------------------------------------------------------------------------------------------
-ΣΧΕΤΙΚΑ SITE:
http: //www. lafcadio. gr
http: //www. lafcadiohearn. org
http: //www. greecejapan. org/vaporis. htm
http: //www. city. yaizu.lg. jp






















Εμείς οι Ιάπωνες οφείλουμε πολλά σ'αυτόν τον Ελληνο-Ιρλανδό συγγραφέα που μας δίδαξε τόσο πολλά και επέτρεψε στον Δυτικό κόσμο να γνωρίσει την Ιαπωνία. Γι'αυτό τον θυμόμαστε και τον τιμάμε. Φέτος, λοιπόν τον Νοέμβριο, που εορτάζουμε την εκατοστή επέτειο του θανάτου του Λευκάδιου Χερν, εκδόθηκε αναμνηστικό γραμματόσημο από τα Ιαπωνικά Ταχυδρομεία προς τιμήν της μνήμης του μεγάλου αυτού ευεργέτη μας. 
Ορίστε όμως η ιστορία του Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ, ενός άλλου μεγάλου ευεργέτη της τοπικής του πατρίδας.







'Ενας Ζωντανός Θεός
(Αναθεωρημένη Μετάφραση)

Από τις απαρχές του Κόσμου, οι ακτές της Ιαπωνίας πλήττονται κατά περιόδους από τεράστια παλιρροιακά κύματα παλιρροιακά κύματα που προκαλούνται από σεισμούς ή υποβρύχιες ηφαιστειογενείς εκρήξεις. Αυτές τις τρομερές, απότομες πλημμυρίδες της θάλασσας οι Ιάπωνες τις ονομάζουν τσουνάμι . Η τελευταία έλαβε χώρα το βράδυ της 17 ης Ιουνίου 1896, όταν ένα κύμα μήκους 200 μιλίων έπληξε τις βορειοανατολικές επαρχίες Μιγιάγκι, Ιουάτε και Αομόρι, παρασύροντας δεκάδες κωμοπόλεις και χωριά, καταστρέφοντας ολόκληρες επαρχίες και σβήνοντας περί τις τριάντα χιλιάδες ανθρώπινες ζωές... Η ιστορία του Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ είναι η ιστορία μιας τέτοιας καταστροφής που έλαβε χώρα πολύ πριν από την περίοδο Μέϊτζι, σε κάποια άλλη ιαπωνική ακτή. 
Ήταν πλέον ηλικιωμένος όταν συνέβη το γεγονός που τον έκανε γνωστό. Ήταν ο πιο σημαντικός κάτοικος του χωριού του: είχε διατελέσει για αρκετά χρόνια ο μουραόσα του, δηλαδή, ο επι κεφαλής του χωριού: και δεν τον συμπαθούσαν λιγότερο απ'ότι τον σέβονταν. Οι άνθρωποι συχνά τον αποκαλούσαν Οτζίσαν, που σημαίνει παππούς, αλλά ως ο πλουσιώτερος άνθρωπος της κοινότητος είχε αποκτήσει και το παρατσούκλι Τσότζα ο Πλούσιος'. Έδινε συμβουλές στους μικρότερους γαιοκτήμονες για το συμφέρον τους, διαμεσολαβούσε για να επιλύσει τις διαφορές τους, τους δάνειζε χρήματα όταν είχαν ανάγκη και φρόντιζε ώστε να διαθέτουν το ρύζι τους με τους καλύτερους δυνατόν όρους. 
Η μεγάλη αχυροσκεπής αγροικία του ήταν κτισμένη στην άκρη ενός μικρού οροπεδίου που δέσποζε πάνω από τον όρμο. Το οροπέδιο, αφιερωμένο σχεδόν ολόκληρο στην ρυζοπαραγωγή, περιβαλλόταν από τρεις πλευρές από πυκνοδασωμένα υψώματα. Από την παράλια πλευρά του οροπεδίου το έδαφος κατηφόριζε δημιουργώντας μια καταπράσινη κοιλότητα που έφθανε μέχρι το γιαλό, σαν να είχε αφαιρέσει κάποιος τη γη με ένα κουτάλι. Και ολόκληρη αυτή η πλαγιά, τρία τέταρτα του μιλίου σε μάκρος, ήταν έτσι διαμορφωμένη με πεζούλες ώστε φαινόταν από τη θάλασσα σαν μια τεράστια, καταπράσινη σκάλα, που τη χώριζε στη μέση ένα στενό, λευκό μονοπάτι που ανέβαινε το βουνό. Το κέντρο του χωριού, στην καμπύλη του όρμου, αποτελείτο από ενενήντα σπίτια με αχυροσκεπές και ένα ναό του Σίντο. Άλλα σπίτια σκαρφάλωναν στην πλαγιά εκατέρωθεν του μονοπατιού, μέχρι την κατοικία του Τσότζα. 
Ένα απόγευμα του φθινοπώρου, ο Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ παρακολουθούσε από το μπαλκόνι του τις προετοιμασίες για κάποια γιορτή, κάτω στο χωριό. Η σοδειά του ρυζιού ήταν πολύ καλή και οι χωρικοί σκόπευαν να γιορτάσουν το γεγονός με ένα χορό στο προαύλιο του ουτζιγκάμι - του ναού δηλαδή της πολιούχου θεότητας του χωριού. Ο ηλικιωμένος άνδρας έβλεπε τις εορταστικές σημαίες (τα νομπόρι ) να κυματίζουν πάνω από τις στέγες του μοναδικού δρόμου, τις σειρές των φαναριών από χαρτί κρεμασμένων από στύλους μπαμπού, τις διακοσμήσεις του ναού και το πολύχρωμο πλήθος των νέων. Δεν είχε μαζί του εκείνο το βράδυ κανέναν άλλον από τον εγγονό του, ένα παληκαράκι δέκα ετών, αφού οι υπόλοιποι είχαν κατέβει στο χωριό από νωρίς. Θα είχε πάει μαζί τους αλλά αισθανόταν πιο αδύναμος απ'ότι συνήθως. 
Η μέρα ήταν αποπνικτική, και παρά το αεράκι που είχε σηκωθεί, η ατμόσφαιρα ήταν βαρειά και ζεστή, τέτοια που, όπως γνωρίζουν οι Ιάπωνες χωρικοί από εμπειρία, επικρατεί συχνά πριν από σεισμό. Και όντως ο σεισμός ήρθε αλλά ήταν ασθενής και δεν τρόμαξε κανείς. Ο Χαμαγκούτσι όμως, που είχε ζήσει εκατοντάδες σεισμούς, αισθάνθηκε κάπως παράξενα, αφού οι δονήσεις ήσαν μακρόσυρτες και κάπως ελαστικές. Έμοιαζαν σαν απόηχος κάποιου τεράστιου σεισμού πολύ μακρυά. Το σπίτι έτριξε και σείστηκε απαλά αρκετές φορές. Έπειτα ησύχασε. 
Καθώς σταμάτησαν οι δονήσεις τα γέρικα μάτια του Χαμαγκούτσι στράφηκαν ανήσυχα προς το χωριό. Συμβαίνει συχνά όταν η προσοχή κάποιου είναι στραμμένη σε ένα συγκεκριμένο σημείο να αποσπάται απότομα από κάτι που δεν είναι συνειδητά ορατό, αλλά διεγείρει μια ακαθόριστη αίσθηση του αγνώστου που κυριαρχεί στο κατώφλι της ασυνείδητης αντίληψης πέρα από το οπτικό πεδίο. Έτσι αντελήφθη ο Χαμαγκούτσι κάτι παράξενο που είχε αρχίσει να συμβαίνει. Σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε προς τον ωκεανό. Τα νερά είχαν αρχίσει να σκοτεινιάζουν και να συμπεριφέρονται αλλόκοτα: απομακρύνονταν από την ακτή όπως με την άμπωτη και μάλιστα αντίθετα από τον άνεμο. 
Σύντομα, ολόκληρο το χωριό είχε αντιληφθεί το φαινόμενο. Προφανώς, κανείς δεν είχε αισθανθεί τις δονήσεις της γης αλλά όλοι είχαν εκπλαγεί από τα νερά που αποτραβιούνταν. Έτρεχαν πολλοί προς την παραλία ή ακόμη και στα ρηχά για να το παρατηρήσουν από κοντά. Ποτέ κανείς δεν είχε δει τέτοια άμπωτη στη ζωή του. Διάφορα αθέατα μέχρι τότε άρχισαν να εμφανίζονται: μέρη του αμμώδους βυθού, ή βράχια καλυμμένα με φύκια εμφανίζονταν μπροστά στα μάτια του Χαμαγκούτσι. Και κανείς από τους συγκεντρωμένους δεν φαινόταν να καταλαβαίνει τι σήμαινε αυτό το ακραίο φαινόμενο. 
Ο ίδιος ο Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ δεν είχε παρατηρήσει ποτέ του κάτι παρόμοιο, αλλά θυμόταν διάφορα που του είχε πει ο πατέρας του πατέρα του και γνώριζε όλες τις παραδόσεις της ακτής. Κατάλαβε τι θα έκανε η θάλασσα. Ίσως να σκέφθηκε πόσος χρόνος θα χρειαζόταν να στείλει μήνυμα στο χωριό ή να καλέσει τους βουδδιστές μοναχούς πάνω στο ύψωμα να ηχήσουν την καμπάνα του ναού. ..Αλλά θα χρειαστώ περισσότερο χρόνο να περιγράψω το τι νομίζω οτι σκεπτόταν από το τι σκέφθηκε να κάνει στην πράξη. Κάλεσε απλά τον εγγονό του: 
«Τάντα! Γρήγορα. Αμέσως!..Άναψέ μου ένα δαυλό!» 
Τα Ταϊμάτσου, οι δαυλοί από πεύκο, φυλάσσονται πάντα σε ετοιμότητα στα παραλιακά σπίτια για τις θύελλες που ξεσπούν νύκτα, αλλά και για θρησκευτικές γιορτές Σίντο. Το παιδί άναψε ένα δαυλό αμέσως και ο γέρος έτρεξε με το δαυλό στον ορυζώνα, όπου ήσαν μαζεμένες εκατοντάδες θημωνιές ρυζιού, σχεδόν ολόκληρη η περιουσία του, έτοιμες να μεταφερθούν. Πλησίασε πρώτα τις θημωνιές που ήσαν πιο κοντά στην άκρη της πλαγιάς και άρχισε να τους βάζει φωτιά, τρέχοντας από τη μία στην άλλη όσο γρήγορα άντεχαν τα γέρικα πόδια του. Οι κατάξερες θημωνιές άρπαξαν σαν προσάναμα και η θαλάσσια αύρα φούντωνε τις φλόγες προς τη στεριά. Οι θημωνιές έγιναν παρανάλωμα του πυρός και οι φλόγες και ο καπνός ανέβηκαν ψηλά στον ουρανό δημιουργώντας μια τεράστια στήλη. Ο Τάντα έκπληκτος και τρομαγμένος έτρεχε πίσω από τον παππού του, κλαίγοντας, 
«Οτζίσαν! Γιατί; Οτζίσαν! Γιατί; Μα, γιατί;» 
Αλλά ο Χαμαγκούτσι δεν απαντούσε: δεν είχε χρόνο να εξηγήσει. Σκεφτόταν μονάχα τις τετρακόσιες ζωές που έπρεπε να σώσει από τον κίνδυνο. Για λίγο το παιδί στάθηκε να κοιτάζει αγριεμένο το ρύζι που καιγόταν. Έπειτα, ξέσπασε σε κλάμματα και έτρεξε προς το σπίτι, σίγουρο οτι ο παππούς του είχε τρελλαθεί. Ο Χαμαγκούτσι συνέχισε να βάζει φωτιά στις θημωνιές μέχρι την άκρη του ορυζώνα και έπειτα πέταξε το δαυλό και περίμενε. Ο διάκονος του ναού, παρατηρώντας τη φωτιά, άρχισε να χτυπά την καμπάνα και οι άνθρωποι ειδοποιημένοι από τη φωτιά και την καμπάνα έτρεξαν αμέσως. Ο Χαμαγκούτσι τους έβλεπε να ανηφορίζουν από τη θάλασσα και μέσα από το χωριό, σαν στρατός από μυρμήγκια που στα ανήσυχα μάτια του έμοιαζαν να κινούνται πιο αργά από αυτά. Οι στιγμές του φαίνονταν ατελείωτες. Ο ήλιος έπεφτε και με τις τελευταίες πορτοκαλί ακτίνες φώτιζε το απογυμνωμένο και ρυτιδιασμένο βυθό της θάλασσας που ακόμα συνέχιζε να τρέχει προς το βάθος του ορίζοντα. 
Στην πραγματικότητα όμως ο Χαμαγκούτσι δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ αφού οι πρώτοι νεαροί χωρικοί έφθαναν τρέχοντας να σβήσουν τη φωτιά. Ο Τσότζα όμως τους σταμάτησε προτείνοντας τα χέρια του. 
«Άστε τα να καούν παιδιά!» τους πρόσταξε, «Δεν πειράζει! Θέλω όλο το Μούρα το χωριό- να μαζευτεί εδώ. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, Τάϊχεν ντέσου! » 
Ολόκληρο το χωριό έφθανε πια και ο Χαμαγκούτσι τους μετρούσε. Όλοι οι νεαροί και τα παιδιά ήσαν σύντομα εκεί και άρχισαν να καταφθάνουν και οι νεώτερες γυναίκες με τα κορίτσια. Έπειτα, οι ηλικιωμένοι και οι μητέρες κρατώντας τα παιδιά τους ή με τα μωρά δεμένα στην πλάτη. Γιατί και τα παιδιά μπορούσαν να βοηθήσουν στο κουβάλημα του νερού. Πιο κάτω ακολουθούσαν οι πιο ανήμποροι και γέροι που ανηφόριζαν σιγά-σιγά. Το πλήθος, που προφανώς δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει κοίταζε πότε με στενοχώρια τις φλεγόμενες θημωνιές, πότε το ατάραχο πρόσωπο του Τσότζα. Και ο ήλιος έφθασε στη δύση του. 
«Ο παππούς τρελλάθηκε, τον φοβάμαι!» έκλαιγε με λυγμούς ο Τάντα, απαντώντας στις διάφορες ερωτήσεις. «Είναι τρελλός! Έβαλε μόνος του φωτιά στο ρύζι: τον είδα να το κάνει!» 
«Όσο για το ρύζι», φώναξε ο Χαμαγκούτσι, «Λέει αλήθεια. Εγώ έβαλα φωτιά στο ρύζι...Είναι όλοι εδώ;» 
Ο αρχηγός της ομάδος, ο Κουμίτσο , και οι οικογενειάρχες κοίταξαν γύρω τους και προς το χωριό και απήντησαν θετικά: «Είναι όλοι εδώ ή θα είναι σε λίγο...Δεν καταλαβαίνουμε όμως» 
«Αρέ!» Εκεί! Αναφώνησε ο ηλικιωμένος άντρας όσο δυνατά μπορούσε, δείχνοντας προς τον ωκεανό. «Πείτε με τώρα τρελλό αν θέλετε!» 
Μέσα από το δειλινό, προς την ανατολή, εκεί που κοίταζαν όλοι, φάνηκε στην άκρη του σκοτεινού ορίζοντα μια λεπτή, αχνή γραμμή σαν ακτή, εκεί όμως που δεν υπήρχε ακτή. Και όσο κοίταζαν, η ακτογραμμή φαινόταν να πλησιάζει και να μεγαλώνει πολύ πιο γρήγορα από όσο θα φαινόταν εάν πλησίαζαν εκείνοι τη στεριά από τη θάλασσα. Και αυτό, γιατί η σκοτεινή ακτογραμμή που πλησίαζε δεν ήταν άλλη από την αποτραβηγμένη θάλασσα που επέστρεφε, σαν τείχος που κινείται πιο γρήγορα κι'από αετό. 
«Τσουνάμι!» ούρλιαξε το πλήθος και τότε, όλα τα ουρλιαχτά, όλοι οι ήχοι και η δύναμη της ακοής πνίγηκαν από ένα απερίγραπτο χτύπημα, πιο ισχυρό από κεραυνό, καθώς ο κολοσσιαίος όγκος των νερών τράνταξε την ακτή με τόσο βάρος που έστειλε μια ανατριχίλα στους γύρω λόφους και ένα χείμαρρο αφρών με αναλαμπές όπως οι συνεχείς αστραπές. Έπειτα, για λίγες στιγμές τίποτα δεν φαινόταν παρά μόνο το σύννεφο από νερό που σκαρφάλωνε τη πλαγιά σαν πέπλο. Οι άνθρωποι διασκορπίστηκαν πανικόβλητοι μόνο και μόνο από την απειλή που αισθάνονταν. Όταν ξανακοίταξαν πίσω τους είδαν έναν αγριεμένο χείμαρρο νερού να πνίγει τα σπίτια τους. Στη συνέχεια, τραβήχτηκε πίσω με τρομερό βουητό ξεσκίζοντας τα σωθικά της γης καθώς έφευγε. Δύο, τρείς, πέντε φορές επανελήφθη το ίδιο πράγμα, κάθε φορά και πιο ήπια και στο τέλος η θάλασσα επέστρεψε στο αρχαίο της βασίλειο όπου και παρέμεινε, αγριεμένη, όπως μετά από τυφώνα. 
Στο οροπέδιο, για λίγη ώρα δεν μίλησε κανείς. Όλοι κοίταζαν άφωνοι την καταστροφή από κάτω τους, τη φρίκη των πεταμένων ογκόλιθων και την ολόγυμνη χαράδρα που είχε ανοίξει, τον κυκεώνα του ρημαγμένου βυθού που είχε χαράξει το κύμα και τα χαλίκια που είχαν πεταχτεί πάνω από τα σπίτια και μέχρι το ναό. Το χωριό απλώς δεν υπήρχε πια. Το μεγαλύτερο μέρος των αγρών δεν υπήρχε πια. Ακόμη και οι πεζούλες δεν υπήρχαν πια και από τα σπίτια που ήσαν γύρω από τον όρμο σώζονταν μόνο δύο αχυρένιες στέγες που επέπλεαν στον ωκεανό. Η ταραχή του παρά λίγο θανάτου και η σύγχυση για την ολοκληρωτική απώλεια των πάντων τους είχε βουβάνει όλους, μέχρις ότου ακούστηκε η φωνή του Χαμαγκούτσι, που παρατήρησε ήρεμα, «Γι'αυτό έβαλα φωτιά στο ρύζι». 
Αυτός ο ίδιος, ο Τσότζα, τώρα βρισκόταν ανάμεσά τους πιο φτωχός από τους φτωχούς. Η περιουσία του είχε όλη χαθεί, αλλά με τη θυσία του αυτή είχε σώσει τετρακόσιες ζωές. Ο μικρός Τάντα έτρεξε δίπλα του και τον έπιασε από το χέρι ζητώντας του συγγνώμη για τις κακίες που είχε ξεστομίσει. Οπότε, όλος ο κόσμος ξαφνικά αντελήφθη σε ποιόν χρωστούσε τη ζωή του και άρχισαν να συζητούν πως με τόσο απλή προνοητικότητα και πόση αυταπάρνηση τους είχε σώσει. Οι προεστοί του χωριού γονάτισαν στο χώμα μπροστά στον Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ και τους ακολούθησε όλο το χωριό. 
Έπειτα, ο γέρος έκλαψε για λίγο από συγκίνηση και χαρά αλλά και γιατί ήταν γέρος και αδύναμος και είχε περάσει μια δύσκολη εμπειρία. 
«Το σπίτι μου γλύτωσε», είπε, μόλις κατάφερε να βρεί τα λόγια του, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα σκούρα μάγουλα του Τάντα, «και έχει χώρο για αρκετούς. Καθώς επίσης, στέκεται ακόμη και ο ναός στο ύψωμα και μπορεί να προσφέρει καταφύγιο στους υπόλοιπους». 
Έπειτα, τους οδήγησε στο σπίτι του ενώ οι χωριανοί έκλαιγαν και φώναζαν. 
Η περίοδος δυσκολίας κράτησε αρκετά, γιατί εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε γρήγορη επικοινωνία μεταξύ των επαρχιών και η όποια βοήθεια θα ερχόταν από μακριά. Όταν όμως ήρθαν καλύτερες μέρες, οι άνθρωποι δεν ξέχασαν το χρέος τους προς τον Χαμαγκούτσι Γκοχέϊ. Δεν μπορούσαν να τον κάνουν πλούσιο, ούτε θα ανεχόταν εκείνος να τους βλέπει να υποφέρουν για να γίνει κάτι τέτοιο ακόμη και αν είχαν τέτοια δυνατότητα. Εκτός αυτού, τα δώρα δεν θα έφταναν ποτέ να αναπληρώσουν τα αισθήματα σεβασμού και στοργής που ένοιωθαν γι'αυτόν: γιατί όντως πίστευαν οτι το πνεύμα του ήταν αγιασμένο. Οπότε τον ανεκήρυξαν Θεό-Άρχοντα και έκτοτε τον αποκαλούσαν Χαμαγκούτσι Ντάϊμιότζιν θεωρώντας οτι δεν υπήρχε μεγαλύτερη τιμή. Και όντως δεν θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για έναν θνητό σε καμμία χώρα. Όταν ξανάχτισαν το χωριό, έχτισαν και ένα ναό αφιερωμένο στο πνεύμα του και κρέμασαν πάνω του μια επιγραφή με το όνομά του γραμμένο με χρυσούς κινεζικούς χαρακτήρες. Εκεί τον λάτρευαν με προσευχές και τάματα. Πως αισθανόταν εκείνος δεν μπορώ να πω. Ξέρω μονάχα οτι εκείνος συνέχισε να μένει πάνω στο ύψωμα, στο αχυρο
σκέπαστο σπίτι του, με τα παιδιά του και τα παιδιά των παιδιών του, με την ίδια ανθρωπιά και απλότητα όπως πάντοτε, ενώ το πνεύμα του λατρευόταν στο ναό λίγο παρακάτω. Έχει πεθάνει πάνω από εκατό χρόνια, αλλά ο ναός του, μου λένε οτι υπάρχει ακόμη και οι άνθρωποι συνεχίζουν να προσεύχονται στο πνεύμα του καλού γερο-αγρότη να τους βοηθήσει σε ώρα φόβου ή ανάγκης. 

Το κείμενι προέρχεται από διάλεξη του Συμβούλου  Ιαπωνικής πρεσβείας κ Ninomiya με θέμα «Ο ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ ΩΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ» 





















Δεν υπάρχουν σχόλια: